Όπως και να έχει, γενικότερα, ένας λόγος για την μη αναφορά ενός δημοσιεύματος θα μπορούσε να είναι οι άστοχες επισημάνσεις του, οι οποίες φτάνουν να το ακυρώνουν ως συμβολή. Όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η τρισέλιδη βιβλιοπαρουσίαση του Δασκαλόπουλου, αν εξαιρέσουμε την πρώτη σελίδα, όπου εξαίρεται η ενασχόληση του Χ. Λ. Καράογλου με το αρχείο Θεοτοκά, βαίνει παράλληλα με την παλαιότερη δική μας. Με την ευκαιρία, να επισημάνουμε κάποιες, εκ παραδρομής, λανθασμένες αναφορές του. Όταν παραθέτει τις μετά τον πόλεμο αφορμές της επιστολικής επικοινωνίας Θεοτοκά-Κατσίμπαλη, μνημονεύει και το ταξίδι του Κατσίμπαλη στο Παρίσι, όπου συνοδεύει τον άρρωστο πατέρα του, που έγινε πριν τον πόλεμο και κράτησε από τον Ιούλιο του 1936 μέχρι το θάνατο του Κωνσταντίνου Κατσίμπαλη τέλη Μαρτίου 1937 (δυστυχώς, όπως σημειώναμε και στο δημοσίευμά μας, αγνοούμε την ακριβή ημερομηνία). Επίσης, παρατηρεί πως "περίπου οι μισές από τις επιστολές του βιβλίου είναι γραμμένες πριν από τον πόλεμο του 1940". Συγκεκριμένα, οι προπολεμικές είναι 23 από τις συνολικά 65.
Λεπτομέρειες, το ουσιαστικό είναι πως η κριτική του Δασκαλόπουλου, όπως και η αλληλογραφία (49 επιστολές Θεοτοκά, 16 Κατσίμπαλη), δείχνει να μπατάρει, κατά τη δική μας έκφραση, προς την πλευρά του Θεοτοκά. Πέραν της αρχικής επετειακής μνημόνευσης του Κατσίμπαλη, ο Δασκαλόπουλος καθόλου δεν αναφέρεται σε αυτόν, μόνο σε ένα σημείο σχολιάζει: "Έτσι κι αλλιώς, ο τύπος του ήρεμου, διανοούμενου ιδεολόγου που ήταν ο Θεοτοκάς δεν είχε πολλά κοινά σημεία συμπεριφοράς και στοχαστικών αναζητήσεων με τον εκρηκτικό, αθυρόστομο και παραμυθά Κατσίμπαλη..." Κατά τις μαρτυρίες, πράγματι, ο Κατσίμπαλης δεν ήταν ένας ήρεμος τύπος, να συμπεράνουμε, όμως, πως, σαν στάση ζωής, ο Δασκαλόπουλος δεν τον θεωρεί ιδεολόγο; Μόνο αθυρόστομο και παραμυθά; Όσο για την θαυμαστική αποδοχή του Θεοτοκά, θα πρέπει να μελετηθεί σε συνδυασμό με την αποκαθήλωση Καραγάτση και τον βαρύνοντα, σε αυτές τις διεργασίες, ρόλο των εν ζωή συγγενών τους. Ο Δασκαλόπουλος δεν αξιολογεί ούτε καν μια αναφορά στο ύφος των επιστολών Κατσίμπαλη, και ας συνιστούν μοναδικό τεκμήριο της μαρτυρημένης χάρης του λόγου του.
Τέλος, ο Δασκαλόπουλος θεωρεί την απουσία κριτικής αξιολόγησης του βιβλίου, ως ένδειξη αμηχανίας της κριτικής να σταθμίσει παρόμοιες εργασίες. Μάλιστα, αναφέρεται επικριτικά σε δημοσίευμα "μεγάλης απογευματινής εφημερίδας της Αθήνας", αποφεύγοντας να κατονομάσει εφημερίδα και συγγραφέα. Αλλά και εμείς μένουμε με την απορία, κατά πόσο η δική του βιβλιοπαρουσίαση, με το αποτιμητικό επιμύθιο, "... Ο Καράογλου και η Ξυνογαλά έχουν "δέσει", θα έλεγα, τις επιστολές με όλα τα απαραίτητα πραγματολογικά σχόλια, χωρίς να αφήνουν κενά ή ερωτηματικά στον αναγνώστη. Με μέτρο και σύνεση, μας προσφέρουν έναν υποδειγματικό σχολιασμό που καθιστά εμφανή την επίπονη ερευνητική προεργασία τους...", συνιστά κριτικό έλεγχο.
Ο τίτλος της κριτικής του Δασκαλόπουλου είναι "Η ανεξάντλητη Γενιά του '30" και εικονογραφείται με τη φωτογραφία της εν λόγω γενιάς. Μόνο που η φωτογραφία δημοσιεύεται ακρωτηριασμένη κατά το ήμισυ, με κομμένους δυο από τους καθισμένους της γενιάς και τρεις από τους ορθίους. Αν και η λεζάντα αναφέρεται στην ακέραιη φωτογραφία, δηλώνοντας εμμέσως και την πηγή προέλευσης, καθώς παραθέτει τα ονόματα των δώδεκα εικονιζομένων με έμφαση στο όνομα του Γιώργου Θεοτοκά. Εικάζουμε πως φωτογραφία και λεζάντα αντλήθηκαν από το Ημερολόγιο της Εταιρείας Συγγραφέων του 2005, που ήταν αφιερωμένο στον Θεοτοκά, λόγω και του επετειακού έτους Θεοτοκά. Ωστόσο, στο ημερολόγιο δημοσιεύεται και η ολόκληρη φωτογραφία, από την οποία και πάρθηκε η λεζάντα. Η κουτσουρεμένη χρησιμοποιείται επικουρικά για να γεμίσουν οι σελίδες του ημερολογίου, πιθανώς ελλείψει εικονογραφικού υλικού.
Ο επιμελητής του ημερολογίου, Άρης Μαραγκόπουλος, χαρακτηρίζει, στη λεζάντα, "εμβληματική" τη φωτογραφία, αντί του συνήθους χαρακτηρισμού "ιστορική". Όπως και να έχει, παντού γίνεται λόγος για μια φωτογραφία, ενώ, αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, οι πόζες είναι περισσότερες, τουλάχιστον τρεις. Η μία, καθώς οι δώδεκα απόστολοι της γενιάς στήνονται για την φωτογράφηση, με τον καθιστό Κατσίμπαλη κάτι να λέει στους ορθίους, πάνω από το κεφάλι του, Ελύτη και Σεφέρη, οι οποίοι φαίνεται να διασκεδάζουν, όπως και οι περισσότεροι της παρέας, που χαμογελούν, άλλοι κοιτάζοντας το φακό κι άλλοι στραμμένοι προς τον Κατσίμπαλη, όπως, λ.χ., ο Εμπειρίκος. Σε μια δεύτερη, όλοι έχουν σοβαρέψει και έχουν στραφεί προς το φακό, εκτός από τον Κατσίμπαλη, που σαν να αποσώνει την ιστορία του και το δίδυμο των ποιητών τον ακούει απερίσπαστο. Τέλος, η τρίτη είναι παραπλήσια της δεύτερης, μόνο ο Εμπειρίκος, επί το επισημότερο, έχει φορέσει τα γυαλιά του. Όσο για τον Κατσίμπαλη, και πάλι αγνοεί τον φωτογράφο. Αυτή τη φορά απευθύνεται σοβαρός στον παρακαθήμενό του Κοσμά Πολίτη, που έχει στραφεί προς το μέρος του, ενώ και ο Σεφέρης δείχνει να αδιαφορεί για τη φωτογράφηση, μιλώντας στον διπλανό του Ελύτη, ο οποίος τον ακούει, κοιτάζοντας όμως κατ' ευθείαν το φακό. Ο μόνος ασάλευτος και στις τρεις πόζες είναι ο Κ. Θ. Δημαράς, που ατενίζει με ένταση το φακό σαν να βλέπει το βάθος χρόνου εκείνης της στιγμής.
Αυτή η τρίτη είναι η, τρόπον τινά, επίσημη φωτογραφία της γενιάς και δεν τραβήχτηκε αορίστως στις αρχές της δεκαετίας του '60 αλλά συγκεκριμένα, στις πρώτες ημέρες του Μαρτίου του 1963 (οι έχοντες πρόσβαση στα αρχεία θα μπορούσαν να δώσουν την ακριβή ημερομηνία). Πάντως, ο Ηλίας Βενέζης δημοσιεύει στο "Βήμα" άρθρο για τη γενιά του στις 12 Μαρτίου 1963 και ο Θεοτοκάς με επιστολή του στα "Νέα", δημοσιευμένη οκτώ μέρες αργότερα, διευκρινίζει πως δεν επρόκειτο για λογοτεχνική εκδήλωση αλλά για φιλική συγκέντρωση στο σπίτι του. Η φωτογραφία και ως ενσταντανέ αυτής της "φιλικής συνεστιάσεως" πρωτοδημοσιεύτηκε στην ίδια εφημερίδα, στις 3 Απριλίου 1963. Εκείνα τα χρόνια, η τέχνη της φωτογραφίας δεν είχε ακόμη αναγνωριστεί και το όνομα του φωτογράφου παραλειπόταν. Ωστόσο, οι τρεις πόζες μαζί με αρκετά άλλα ενσταντανέ της συνεστιάσεως οφείλονται στον Μανώλη Μεγαλοκονόμο, μόνιμο φωτογράφο του συγκροτήματος Λαμπράκη, τον οποίο φαίνεται πως ο Θεοτοκάς είχε επιστρατεύσει για τον απαθανατισμό της γενιάς του. Η τρίτη φωτογραφία είναι αυτή που αναδημοσιεύεται σε βιβλία και αφιερώματα. Για παράδειγμα, αυτή δημοσιεύεται στον τόμο "Νεωτερικοί ποιητές", που επιμελείται ο Αλέξανδρος Αργυρίου (Εκδ. Σοκόλης), στο οπισθόφυλλο της έκδοσης του βιβλίου του Θεοτοκά "Ελεύθερο Πνεύμα", στη Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη των εκδόσεων Ερμής, που διηύθυνε ο Άλκης Αγγέλου, ή ακόμη, ως εξώφυλλο στη μελέτη της γενιάς από τον Φώτη Δημητρακόπουλο. Παραδόξως, στο Ημερολόγιο Συγγραφέων, καθώς και στο "Εντευκτήριο", δημοσιεύεται η πρώτη πόζα, που αγνοούμε ποιος την ξετρύπωσε από τα αρχεία και πότε πρωτοδημοσιεύτηκε.
Εν τέλει, χάρις στη γενιά του '30, δεν γράψαμε ούτε μια λέξη για το καινούργιο τεύχος. Επί τροχάδην, συγκρατούμε το απόσπασμα από το τελευταίο, ανέκδοτο μυθιστόρημα, "Μαμά, φοβάμαι", της Στέλλας Βογιατζόγλου, που πέθανε στις 19 Αυγούστου 2008, το αφήγημα του Δημήτρη Νόλλα, το διήγημα του Ηλία Λ. Παπαμόσχου και την κριτική του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου για το βιβλίο της Μαρίνας Καραγάτση, "Το Ευχαριστημένο ή Οι δικοί μου άνθρωποι", και ως συνέχεια του κειμένου του Δασκαλόπουλου για την, τουλάχιστον προσώρας, ανεξάντλητη γενιά του '30.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου