Χρήστος Χρυσόπουλος
«Η λονδρέζικη μέρα
της Λώρας Τζάκσον»
Εκδόσεις Καστανιώτη
Νοέμβριος 2008
Χάρις στον Χρήστο Χρυσόπουλο γνωρίσαμε την αμερικανίδα συγγραφέα Λώρα Ράιντινγκ, εβραϊκής καταγωγής, όπως, άλλωστε, οι σημαντικότεροι λογοτέχνες των Ηνωμένων Πολιτειών μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Την έφερε μαζί με τις αποσκευές του, επιστρέφοντας από τις Ηνωμένες Πολιτείες και ως πολύτιμο απόκτημα της εκεί μαθητείας του. Πέρυσι το καλοκαίρι, στο πρώτο τεύχος του περιοδικού «Ποιητική», παρουσίασε επιλεγμένα αποσπάσματα από τα δοκίμιά της περί ποιητικής, σε δική του μετάφραση, με σχόλια και σύντομη εισαγωγή, όπου δίνει πληροφορίες για τη ζωή και το έργο της. Μετά εξέδωσε το μυθιστόρημά του, που το εμφανίζει ως αρχείο μιας σκόρπιας ζωής, βασισμένο, μερικώς μόνο, σε αληθινά περιστατικά, παραλλάσσοντας πρόσωπα, κείμενα και γεγονότα, όπως ο ίδιος διευκρινίζει. Από όσο γνωρίζουμε, αυτή η διπλή αναφορά αποτελεί την πρώτη παρουσίαση της Ράιντινγκ στην ελληνική βιβλιογραφία. Ούτε καν η πρόσφατη έκδοση της εγκυκλοπαίδειας Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα δεν την συμπεριλαμβάνει, αν και το όνομά της αναφέρεται στο λήμμα του συντρόφου της, συγγραφέα Ρόμπερτ Γκρέηβς. Παρόλο που η Ράιντινγκ μακροημέρευσε, πεθαίνοντας στις 2 Σεπτεμβρίου 1991, αφού είχε συμπληρώσει τα ενενήντα, μόνο μετά θάνατο άρχισε να προβάλλεται ως σημαντική ποιήτρια και δοκιμιογράφος, να επανεκδίδεται το έργο της και η ταραχώδης ζωή της να κινεί το ενδιαφέρον χάρις και στις δυο βιογραφίες της που κυκλοφόρησαν.
Δεδομένου ότι τα βιογραφικά στοιχεία της Ράιντινγκ, που δίνει ο Χρυσόπουλος στο δημοσίευμα τού περιοδικού και στο μυθιστόρημα παρουσιάζουν αναμεταξύ τους μικρές διαφορές και ούτως ή άλλως, ένα μυθιστόρημα δεν συνιστά τον ασφαλέστερο τρόπο γνωριμίας με ένα πρόσωπο, στο μέλλον θα χρειαστεί μια ακόμη παρουσίαση. Προσώρας, μένει η ηρωίδα του Χρυσόπουλου, η “άλλη” Λώρα ή και Λώρα Τζάκσον, όνομα που, έτσι κι αλλιώς, φαίνεται πως ποτέ δεν χρησιμοποίησε στα βιβλία της η Ράιντινγκ. Διευκρινιστικά, Ράιντινγκ ήταν το πατρικό της όνομα, με το οποίο και εξέδωσε τα ποιητικά βιβλία της μέχρι το 1940, οπότε και απαρνήθηκε την ποίηση. Τζάκσον ήταν το όνομα του δεύτερου συζύγου της, που παντρεύτηκε το επόμενο έτος. Με το Λώρα (Ράιντινγκ) Τζάκσον εξέδωσε, στη συνέχεια, το δοκιμιακό έργο της, όπου έθετε, λέει, το πατρικό της εντός παρενθέσεως για να δηλώνει την παρελθούσα ποιητική της ιδιότητα, παρόλο που την είχε αποκηρύξει. Ωστόσο, ήδη, από το 1980, στις συγκεντρωτικές ποιητικές συλλογές της, επανέφερε το Λώρα Ράιντινγκ, με το οποίο και καταγράφηκε στην αμερικανική γραμματεία. Και οι «Τάϊμς» του Λονδίνου, στη νεκρολογία της, ως Λώρα Ράιντινγκ την αναφέρουν κι ας προσθέτει ο Χρυσόπουλος στην περικοπή της νεκρολογίας που δημοσιεύει, ειδικά στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του, και το Τζάκσον. Μυθιστορηματική αδεία η παραλλαγή, όπως άλλωστε και ο δραματικός χαρακτήρας που προσδίδει στη σχέση της με τον Γκρέηβς. Συγκεκριμένα αναφέρει πως ο μακροχρόνιος και παράνομος δεσμός τους “τερματίστηκε απότομα, με μια διπλή απόπειρα αυτοκτονίας, κάποια λονδρέζικη μέρα του 1929”, εξ ου και ο τίτλος του μυθιστορήματος. Ανεξάρτητα αν οι δυο εραστές συμβίωσαν ακόμη δέκα χρόνια. Έξι στη Μαγιόρκα, από την οποία αναχώρησαν λόγω του Ισπανικού Εμφυλίου, και τα υπόλοιπα, στο Λονδίνο και τη Γαλλία, εγκαταλείποντας μόλις το 1939 την Ευρώπη για τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου και τελικά χώρισαν.
Αναμενόμενες οι τροποποιήσεις, αφού εκείνο που πρωτίστως θα πρέπει να ήλκυσε τον Χρυσόπουλο, κρίνοντας και από τα θέματα των προηγούμενων βιβλίων του, είναι οι ακραίες και απόλυτες επιλογές της Ράιντινγκ, τόσο στη ζωή όσο και στην ποίηση. Πρώτα, η απόπειρα αυτοκτονίας, στις 27 Απριλίου 1929, πηδώντας από το παράθυρο του δευτέρου ορόφου, μετά τριετή συμβίωση με την οικογένεια του Γκρέηβς, σύζυγο και τέσσερα παιδιά. Και χρόνια αργότερα, η απόφασή της να σιωπήσει, θέτοντας εαυτήν εκτός ποιήσεως. Όχι μόνο σταμάτησε να γράφει ποιήματα αλλά και απαγόρευσε το σχολιασμό του έργου της. Σε αυτά τα δυο, τρόπον τινα, απονενοημένα διαβήματα επικεντρώνει ο Χρυσόπουλος το μυθιστόρημά του. Παραδόξως, προσπερνά το γεγονός πως η Ράιντινγκ αποφάσισε να “κλείσει” ως ποιήτρια μετά τον οριστικό χωρισμό της με τον Γκρέηβς. Όπως φαίνεται, αυτή η σύμπτωση αποσιωπάται γενικότερα από τους μελετητές της, πιθανώς, για να μη δοθεί στον Γκρέηβς ρόλος μέντορα και μολυνθεί η καθαρότητα της ποιητικής εικόνας της.
Ο Χρυσόπουλος σταχυολογεί από το έργο της Ράιντινγκ δέκα ποιήματα και μερικούς στίχους, όπου, εκτός από τους πρώιμους στίχους που παραθέτει αγγλιστί ως μότο, τα υπόλοιπα τα μεταφράζει και τα παρεμβάλλει στον αφηγηματικό κορμό. Σε μεγαλύτερη έκταση καταφεύγει στα πεζά της, αυτοβιογραφικά και μυθοπλαστικά, ακόμη επιστολές ή και αποσπάσματα από γραπτά των άλλων εμπλεκομένων προσώπων. Ενώ, για τις ανάγκες των τελευταίων κεφαλαίων, επιλέγει περικοπές από το δοκιμιακό της έργο καθώς και ρήσεις θεωρητικών της λογοτεχνίας και στοχαστών. Τέλος, φροντίζει την τυπογραφική φυσιογνωμία του βιβλίου του, παραθέτοντας φωτογραφίες, σκίτσα και ποικίλα τυπογραφικά στοιχεία.
Το μυθιστόρημά του το χωρίζει σε έξι μέρη, όπου το πρώτο κυριαρχεί καταλαμβάνοντας περίπου τα δυο τρίτα του βιβλίου, ενώ τα υπόλοιπα κυμαίνονται από έξι σελίδες μέχρι είκοσι τέσσερις το εκτενέστερο. Αυτό το πρώτο μέρος ξεκινά με την ηρωίδα να κείτεται στο πεζοδρόμιο μετά το πήδημα στο κενό, και διαγράφει έναν κύκλο στις εβδομάδες της νοσηλείας της, παρακολουθώντας όσα συμβαίνουν από τη δική της οπτική γωνία, σε τριτοπρόσωπη αφήγηση. Αν εξαιρέσουμε τις νησίδες, ποιητικές και πεζές, που δημιουργεί ο συγγραφέας αντιγράφοντας από τα γραπτά της Ράιντινγκ, καθώς και τις υποσελίδιες σημειώσεις, με τις οποίες συστήνει τους ήρωες που παίρνει από τη βιογραφία της, σε αυτό το κομμάτι του βιβλίου βρίσκουμε τον Χρυσόπουλο των πρώτων βιβλίων του. Τον αργό αφηγηματικό του τρόπο, Αγγελοπουλικού τύπου, που ζουμάρει στη λεπτομέρεια, αναδεικνύοντας έναν μονήρη ήρωα και τον “περίκλειστο” κόσμο του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, μια ηρωίδα, βαρειά τραυματισμένη, χαμένη στις παραισθήσεις της μορφίνης, που αγωνίζεται να αποκαταστήσει επαφή με το περιβάλλον, καθώς η μνήμη της σταδιακά επανέρχεται και ο νοσοκομειακός εγκλεισμός καθίσταται αφόρητος.
Σύντομο το δεύτερο μέρος, αποτελείται από τρία μικρά κεφάλαια με τις εντυπώσεις του συγγραφέα, σε πρώτο πρόσωπο, από τις επισκέψεις του στα μέρη που έζησε η Ράιντινγκ· το Λονδίνο, τη συγκεκριμένη συνοικία, όπου κατοικούσε η οικογένεια του Γκρέηβς και τη Νέα Υόρκη. Με τις κατάλληλες φωτογραφίες για ξεκίνημα, παραθέτει σκέψεις που αφορούν κυρίως τους τόπους, ενώ ελάχιστα φαίνεται να τον απασχολεί η ηρωίδα του. Λίγο εκτενέστερο το επόμενο κεφάλαιο, δίνει το χρονικό της διπλής αυτοκτονίας, με τον εραστή να πηδάει ταυτόχρονα με αυτήν από το παράθυρο του ισογείου και τη σύζυγό του να μένει αμέτοχη, παραθέτοντας και μια άλλη εκδοχή, στηριγμένη υποτίθεται σε αξιόπιστους μάρτυρες, σύμφωνα με την οποία ο εραστής ήταν αυτός που έσπρωξε την Ράιντινγκ στο κενό. Δίκην ντοκουμέντου, παρατίθεται η επιστολή που έστειλε ο Γκρέηβς στη φίλη της Ράιντινγκ, Γερτρούδη Στάϊν, στο Παρίσι, ζητώντας της να έρθει για συμπαράσταση. Βραχύτερο όλων το τέταρτο μέρος, περιορίζεται στην παράθεση του βιογραφικού της Ράιντινγκ. Απομένουν τα δυο τελευταία μέρη, κι αυτά σύντομα, στα οποία ο πεζογράφος Χρυσόπουλος παραχωρεί τη θέση του στον νεόκοπο δοκιμιογράφο Χρυσόπουλο. Κι αυτός, “σε πρώτο πρόσωπο”, σχολιάζει το βιβλίο που έγραψε η Ράιντινγκ για να εξηγήσει τους λόγους που την οδήγησαν στην αποκήρυξη της ποίησης. Αυτό το κομμάτι δείχνει το θεωρητικό οπλισμό του συγγραφέα αλλά και τη σχετικά ασφαλή τακτική του να στηρίζεται στις αποφάνσεις άλλων αποφεύγοντας να αναπτύξει σε μεγαλύτερη έκταση έναν αυτοδύναμο στοχασμό.
Συμπερασματικά, θα χαρακτηρίζαμε το καινούργιο βιβλίο του Χρυσόπουλου μετανεωτερικό μυθιστόρημα. Όχι, όμως, γιατί δηλώνει εμφαντικά στο τέλος πως έχει τον χαρακτήρα του αρχείου και πως μένει ανοιχτό, αλλά γιατί δεν κρύβει πως είναι απότοκο κατασκευής, προβάλλοντας την εναλλαγή ποίησης και πεζογραφίας, και κυρίως, τη μετάβαση, ως τελικό στάδιο, στον δοκιμιακό λόγο. Ωστόσο, με το ίδιο υλικό, ορμώμενος από την Λώρα Ράιντινγκ, ο Χρυσόπουλος θα μπορούσε να αποποιηθεί την ευκολία της μεταμοντερνίζουσας μεθόδου και να μυθοπλάσει κατά το φλωμπερικό, η Λώρα Τζάκσον είμαι εγώ.
«Η λονδρέζικη μέρα
της Λώρας Τζάκσον»
Εκδόσεις Καστανιώτη
Νοέμβριος 2008
Χάρις στον Χρήστο Χρυσόπουλο γνωρίσαμε την αμερικανίδα συγγραφέα Λώρα Ράιντινγκ, εβραϊκής καταγωγής, όπως, άλλωστε, οι σημαντικότεροι λογοτέχνες των Ηνωμένων Πολιτειών μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Την έφερε μαζί με τις αποσκευές του, επιστρέφοντας από τις Ηνωμένες Πολιτείες και ως πολύτιμο απόκτημα της εκεί μαθητείας του. Πέρυσι το καλοκαίρι, στο πρώτο τεύχος του περιοδικού «Ποιητική», παρουσίασε επιλεγμένα αποσπάσματα από τα δοκίμιά της περί ποιητικής, σε δική του μετάφραση, με σχόλια και σύντομη εισαγωγή, όπου δίνει πληροφορίες για τη ζωή και το έργο της. Μετά εξέδωσε το μυθιστόρημά του, που το εμφανίζει ως αρχείο μιας σκόρπιας ζωής, βασισμένο, μερικώς μόνο, σε αληθινά περιστατικά, παραλλάσσοντας πρόσωπα, κείμενα και γεγονότα, όπως ο ίδιος διευκρινίζει. Από όσο γνωρίζουμε, αυτή η διπλή αναφορά αποτελεί την πρώτη παρουσίαση της Ράιντινγκ στην ελληνική βιβλιογραφία. Ούτε καν η πρόσφατη έκδοση της εγκυκλοπαίδειας Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα δεν την συμπεριλαμβάνει, αν και το όνομά της αναφέρεται στο λήμμα του συντρόφου της, συγγραφέα Ρόμπερτ Γκρέηβς. Παρόλο που η Ράιντινγκ μακροημέρευσε, πεθαίνοντας στις 2 Σεπτεμβρίου 1991, αφού είχε συμπληρώσει τα ενενήντα, μόνο μετά θάνατο άρχισε να προβάλλεται ως σημαντική ποιήτρια και δοκιμιογράφος, να επανεκδίδεται το έργο της και η ταραχώδης ζωή της να κινεί το ενδιαφέρον χάρις και στις δυο βιογραφίες της που κυκλοφόρησαν.
Δεδομένου ότι τα βιογραφικά στοιχεία της Ράιντινγκ, που δίνει ο Χρυσόπουλος στο δημοσίευμα τού περιοδικού και στο μυθιστόρημα παρουσιάζουν αναμεταξύ τους μικρές διαφορές και ούτως ή άλλως, ένα μυθιστόρημα δεν συνιστά τον ασφαλέστερο τρόπο γνωριμίας με ένα πρόσωπο, στο μέλλον θα χρειαστεί μια ακόμη παρουσίαση. Προσώρας, μένει η ηρωίδα του Χρυσόπουλου, η “άλλη” Λώρα ή και Λώρα Τζάκσον, όνομα που, έτσι κι αλλιώς, φαίνεται πως ποτέ δεν χρησιμοποίησε στα βιβλία της η Ράιντινγκ. Διευκρινιστικά, Ράιντινγκ ήταν το πατρικό της όνομα, με το οποίο και εξέδωσε τα ποιητικά βιβλία της μέχρι το 1940, οπότε και απαρνήθηκε την ποίηση. Τζάκσον ήταν το όνομα του δεύτερου συζύγου της, που παντρεύτηκε το επόμενο έτος. Με το Λώρα (Ράιντινγκ) Τζάκσον εξέδωσε, στη συνέχεια, το δοκιμιακό έργο της, όπου έθετε, λέει, το πατρικό της εντός παρενθέσεως για να δηλώνει την παρελθούσα ποιητική της ιδιότητα, παρόλο που την είχε αποκηρύξει. Ωστόσο, ήδη, από το 1980, στις συγκεντρωτικές ποιητικές συλλογές της, επανέφερε το Λώρα Ράιντινγκ, με το οποίο και καταγράφηκε στην αμερικανική γραμματεία. Και οι «Τάϊμς» του Λονδίνου, στη νεκρολογία της, ως Λώρα Ράιντινγκ την αναφέρουν κι ας προσθέτει ο Χρυσόπουλος στην περικοπή της νεκρολογίας που δημοσιεύει, ειδικά στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του, και το Τζάκσον. Μυθιστορηματική αδεία η παραλλαγή, όπως άλλωστε και ο δραματικός χαρακτήρας που προσδίδει στη σχέση της με τον Γκρέηβς. Συγκεκριμένα αναφέρει πως ο μακροχρόνιος και παράνομος δεσμός τους “τερματίστηκε απότομα, με μια διπλή απόπειρα αυτοκτονίας, κάποια λονδρέζικη μέρα του 1929”, εξ ου και ο τίτλος του μυθιστορήματος. Ανεξάρτητα αν οι δυο εραστές συμβίωσαν ακόμη δέκα χρόνια. Έξι στη Μαγιόρκα, από την οποία αναχώρησαν λόγω του Ισπανικού Εμφυλίου, και τα υπόλοιπα, στο Λονδίνο και τη Γαλλία, εγκαταλείποντας μόλις το 1939 την Ευρώπη για τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου και τελικά χώρισαν.
Αναμενόμενες οι τροποποιήσεις, αφού εκείνο που πρωτίστως θα πρέπει να ήλκυσε τον Χρυσόπουλο, κρίνοντας και από τα θέματα των προηγούμενων βιβλίων του, είναι οι ακραίες και απόλυτες επιλογές της Ράιντινγκ, τόσο στη ζωή όσο και στην ποίηση. Πρώτα, η απόπειρα αυτοκτονίας, στις 27 Απριλίου 1929, πηδώντας από το παράθυρο του δευτέρου ορόφου, μετά τριετή συμβίωση με την οικογένεια του Γκρέηβς, σύζυγο και τέσσερα παιδιά. Και χρόνια αργότερα, η απόφασή της να σιωπήσει, θέτοντας εαυτήν εκτός ποιήσεως. Όχι μόνο σταμάτησε να γράφει ποιήματα αλλά και απαγόρευσε το σχολιασμό του έργου της. Σε αυτά τα δυο, τρόπον τινα, απονενοημένα διαβήματα επικεντρώνει ο Χρυσόπουλος το μυθιστόρημά του. Παραδόξως, προσπερνά το γεγονός πως η Ράιντινγκ αποφάσισε να “κλείσει” ως ποιήτρια μετά τον οριστικό χωρισμό της με τον Γκρέηβς. Όπως φαίνεται, αυτή η σύμπτωση αποσιωπάται γενικότερα από τους μελετητές της, πιθανώς, για να μη δοθεί στον Γκρέηβς ρόλος μέντορα και μολυνθεί η καθαρότητα της ποιητικής εικόνας της.
Ο Χρυσόπουλος σταχυολογεί από το έργο της Ράιντινγκ δέκα ποιήματα και μερικούς στίχους, όπου, εκτός από τους πρώιμους στίχους που παραθέτει αγγλιστί ως μότο, τα υπόλοιπα τα μεταφράζει και τα παρεμβάλλει στον αφηγηματικό κορμό. Σε μεγαλύτερη έκταση καταφεύγει στα πεζά της, αυτοβιογραφικά και μυθοπλαστικά, ακόμη επιστολές ή και αποσπάσματα από γραπτά των άλλων εμπλεκομένων προσώπων. Ενώ, για τις ανάγκες των τελευταίων κεφαλαίων, επιλέγει περικοπές από το δοκιμιακό της έργο καθώς και ρήσεις θεωρητικών της λογοτεχνίας και στοχαστών. Τέλος, φροντίζει την τυπογραφική φυσιογνωμία του βιβλίου του, παραθέτοντας φωτογραφίες, σκίτσα και ποικίλα τυπογραφικά στοιχεία.
Το μυθιστόρημά του το χωρίζει σε έξι μέρη, όπου το πρώτο κυριαρχεί καταλαμβάνοντας περίπου τα δυο τρίτα του βιβλίου, ενώ τα υπόλοιπα κυμαίνονται από έξι σελίδες μέχρι είκοσι τέσσερις το εκτενέστερο. Αυτό το πρώτο μέρος ξεκινά με την ηρωίδα να κείτεται στο πεζοδρόμιο μετά το πήδημα στο κενό, και διαγράφει έναν κύκλο στις εβδομάδες της νοσηλείας της, παρακολουθώντας όσα συμβαίνουν από τη δική της οπτική γωνία, σε τριτοπρόσωπη αφήγηση. Αν εξαιρέσουμε τις νησίδες, ποιητικές και πεζές, που δημιουργεί ο συγγραφέας αντιγράφοντας από τα γραπτά της Ράιντινγκ, καθώς και τις υποσελίδιες σημειώσεις, με τις οποίες συστήνει τους ήρωες που παίρνει από τη βιογραφία της, σε αυτό το κομμάτι του βιβλίου βρίσκουμε τον Χρυσόπουλο των πρώτων βιβλίων του. Τον αργό αφηγηματικό του τρόπο, Αγγελοπουλικού τύπου, που ζουμάρει στη λεπτομέρεια, αναδεικνύοντας έναν μονήρη ήρωα και τον “περίκλειστο” κόσμο του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, μια ηρωίδα, βαρειά τραυματισμένη, χαμένη στις παραισθήσεις της μορφίνης, που αγωνίζεται να αποκαταστήσει επαφή με το περιβάλλον, καθώς η μνήμη της σταδιακά επανέρχεται και ο νοσοκομειακός εγκλεισμός καθίσταται αφόρητος.
Σύντομο το δεύτερο μέρος, αποτελείται από τρία μικρά κεφάλαια με τις εντυπώσεις του συγγραφέα, σε πρώτο πρόσωπο, από τις επισκέψεις του στα μέρη που έζησε η Ράιντινγκ· το Λονδίνο, τη συγκεκριμένη συνοικία, όπου κατοικούσε η οικογένεια του Γκρέηβς και τη Νέα Υόρκη. Με τις κατάλληλες φωτογραφίες για ξεκίνημα, παραθέτει σκέψεις που αφορούν κυρίως τους τόπους, ενώ ελάχιστα φαίνεται να τον απασχολεί η ηρωίδα του. Λίγο εκτενέστερο το επόμενο κεφάλαιο, δίνει το χρονικό της διπλής αυτοκτονίας, με τον εραστή να πηδάει ταυτόχρονα με αυτήν από το παράθυρο του ισογείου και τη σύζυγό του να μένει αμέτοχη, παραθέτοντας και μια άλλη εκδοχή, στηριγμένη υποτίθεται σε αξιόπιστους μάρτυρες, σύμφωνα με την οποία ο εραστής ήταν αυτός που έσπρωξε την Ράιντινγκ στο κενό. Δίκην ντοκουμέντου, παρατίθεται η επιστολή που έστειλε ο Γκρέηβς στη φίλη της Ράιντινγκ, Γερτρούδη Στάϊν, στο Παρίσι, ζητώντας της να έρθει για συμπαράσταση. Βραχύτερο όλων το τέταρτο μέρος, περιορίζεται στην παράθεση του βιογραφικού της Ράιντινγκ. Απομένουν τα δυο τελευταία μέρη, κι αυτά σύντομα, στα οποία ο πεζογράφος Χρυσόπουλος παραχωρεί τη θέση του στον νεόκοπο δοκιμιογράφο Χρυσόπουλο. Κι αυτός, “σε πρώτο πρόσωπο”, σχολιάζει το βιβλίο που έγραψε η Ράιντινγκ για να εξηγήσει τους λόγους που την οδήγησαν στην αποκήρυξη της ποίησης. Αυτό το κομμάτι δείχνει το θεωρητικό οπλισμό του συγγραφέα αλλά και τη σχετικά ασφαλή τακτική του να στηρίζεται στις αποφάνσεις άλλων αποφεύγοντας να αναπτύξει σε μεγαλύτερη έκταση έναν αυτοδύναμο στοχασμό.
Συμπερασματικά, θα χαρακτηρίζαμε το καινούργιο βιβλίο του Χρυσόπουλου μετανεωτερικό μυθιστόρημα. Όχι, όμως, γιατί δηλώνει εμφαντικά στο τέλος πως έχει τον χαρακτήρα του αρχείου και πως μένει ανοιχτό, αλλά γιατί δεν κρύβει πως είναι απότοκο κατασκευής, προβάλλοντας την εναλλαγή ποίησης και πεζογραφίας, και κυρίως, τη μετάβαση, ως τελικό στάδιο, στον δοκιμιακό λόγο. Ωστόσο, με το ίδιο υλικό, ορμώμενος από την Λώρα Ράιντινγκ, ο Χρυσόπουλος θα μπορούσε να αποποιηθεί την ευκολία της μεταμοντερνίζουσας μεθόδου και να μυθοπλάσει κατά το φλωμπερικό, η Λώρα Τζάκσον είμαι εγώ.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου