Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2008

"Το σοφό παιδί" δεκαπεντάρισε

Χ. Α. Χωμενίδης
"Το σοφό παιδί"
Εκδόσεις Πατάκη
Ιούνιος 2008

Τον τελευταίο καιρό πολύ συνηθίζονται οι επανεκδόσεις και ως επακόλουθο της εξαπλούμενης τακτικής των μεταγραφών. Ωστόσο, η επανέκδοση του πρώτου βιβλίου του Χρήστου Χωμενίδη δεν δείχνει να εντάσσεται σε αυτήν τη στρατηγική, παρά την προ τριετίας μετακόμισή του από τον μητρικό του, τρόπον τινά, εκδοτικό οίκο της Εστίας στον καινούργιο, στον οποίο και εκδόθηκε το τελευταίο του μυθιστόρημα, "Το σπίτι και το κελλί". Κι αυτό, γιατί ο συγγραφέας δίνει μια συναισθηματική χροιά στην επανέκδοση με τη συμπλήρωση δεκαπέντε χρόνων από την πρώτη έκδοση, Φεβρουάριο 1993. Όπως δηλώνει σε συνέντευξή του, το καινούργιο "Σοφό παιδί" είναι ακριβώς όπως το ονειρευόταν όταν το έγραφε. Συγκεκριμένα, άλλαξε το εξώφυλλο και αντί της ζωγραφικής σύνθεσης του Αλέξη Κυριτσόπουλου χρησιμοποιήθηκε το σκίτσο του παλιού συμμαθητή του Δημήτρη Παπαϊωάννου, που το είχε φιλοτεχνήσει κατά την ανάγνωση του βιβλίου στο δακτυλόγραφο, μεταξύ 1990 και 1993, όταν ο συγγραφέας το κουβαλούσε, λέει, μαζί του, μεταξύ Ανατολής και Δύσης, στην κυριολεξία, καθώς μετακινείτο από τη Μόσχα στο Λονδίνο. Και ακόμη, το βιβλίο επαναστοιχειοθετήθηκε με μεγαλύτερα τυπογραφικά και συνεπώς με 150 επιπλέον σελίδες, προστέθηκαν πρόλογος του συγγραφέα, η πρώτη σελίδα του χειρογράφου προς απαθανάτιση του γραφικού του χαρακτήρα, παράρτημα με αποσπάσματα κριτικών, που περνούν συντομευμένα και στα "αυτάκια" του βιβλίου μαζί με σύντομο βιογραφικό, ενώ το οπισθόφυλλο καλύπτει ολοσέλιδη φωτογραφία του συγγραφέα με λεζάντα αποθεωτική φράση του Θ.Δ.Φραγκόπουλου.
Ο Χωμενίδης διατείνεται πως τις παλαιότερες κριτικές τις αναδημοσιεύει για να δώσει το κλίμα εκείνης της εποχής. Μάλιστα, φέρνει το παράδειγμα του Ψυχάρη, που είχε αποκαλέσει, σε δημοσίευμά του της δεκαετίας του 1920, τον Καβάφη καραγκιόζη. Ωστόσο, δεν συμπεριλαμβάνει τις κριτικές που, αν και θετικής πνοής, μακράν της ψυχαρικής ύβρεως, επεσήμαιναν και αδυναμίες. Δικαίως προτάσσει τις δυο επαινετικότερες, μια και δημοσιεύτηκαν πρώτες: του Φραγκόπουλου, που φαίνεται πως βρήκε στο "Σοφό παιδί" το πάθος του δικού του πρώτου βιβλίου, της "Τειχομαχίας", και του Δ. Δασκαλόπουλου, που άφηνε την πιθανότητα να πρόκειται για έναν "νέο Καραγάτση". Το κλίμα, όμως, της εποχής θα δινόταν και με τις υπόλοιπες, τουλάχιστον τις επώνυμες και δημοσιευμένες σε έγκριτες εφημερίδες, και όχι με μια ανυπόγραφη σε εφημερίδα σχετικά μικρής κυκλοφορίας, που προτιμήθηκε ως επαινετική. Όσο για το χωρίς παραπομπή εκθειαστικό κείμενο του Γιώργου Κοροπούλη, να προσθέσουμε πως δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή", στις 3 Μαρτίου 1996. Ενώ, η κριτική του Τιερρύ Παριζό, με αφορμή τη γαλλική μετάφραση του βιβλίου, το 1998, δημοσιεύτηκε μεν στην "Monde Diplomatique" αλλά το κείμενο και η ημερομηνία αντιστοιχούν στην αναδημοσίευσή της σε ελληνική εφημερίδα. Τέλος, μια και το βιβλίο θεωρήθηκε μπεστ σέλλερ, χρήσιμη είναι η πληροφορία πως στον μητρικό εκδοτικό οίκο έτρεχε η 23η έκδοση, όταν αποφασίστηκε από τον καινούργιο εκδοτικό οίκο η επανέκδοση με καινούργιο αμπαλάζ αλλά χωρίς την παραμικρή αλλαγή στο κείμενο.
"Κιβωτό της παιδικής του ηλικίας" χαρακτηρίζει ο Χωμενίδης, το πρώτο του μυθιστόρημα. Και πράγματι, ο κεντρικός ήρωας "Νίκος Χ.", ο επονομαζόμενος "το σοφό παιδί", παρουσιάζεται στην εφηβεία κατ' εικόνα και ομοίωσιν του δημιουργού του και όσα σημαντικά του συμβαίνουν από τα επτά μέχρι τα δεκαεννέα είναι αυτά ακριβώς που συνετάραξαν τον βίο του συγγραφέα, σύμφωνα τουλάχιστον με τις συνεντεύξεις του. Δεν είναι τυχαίο πως δίνει στον ήρωά του το όνομα της "μαμάς" του, της Νίκης Χωμενίδη το γένος Νεφελούδη, στην οποία θα πρέπει να είχε ιδιαίτερη αδυναμία, όπως δείχνει και ο πρόλογος του βιβλίου, γραμμένος στις 10 Ιουνίου 2008, την ημέρα της κηδείας της. Συνομήλικός του ο ήρωας, γεννημένος κι αυτός τον Αύγουστο του 1966, φοιτά ως υπότροφος στο Κολλέγιο Αθηνών, χάνει τον πατέρα του στα δέκα τρία, και τελειώνοντας το σχολείο βρίσκεται στο Λονδίνο και μετά, στη Μόσχα. Ωστόσο, ο Χωμενίδης δεν γράφει ένα κλασικότροπο μυθιστόρημα διάπλασης, που είναι το σύνηθες πρώτο βιβλίο ενός συγγραφέα, λιγότερο ή περισσότερο αυτοβιογραφικό, αλλά ένα μυθιστόρημα, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σατιρικής διάπλασης ή και μύησης, καθώς φουσκώνει τα γεγονότα με τερατώδεις όσο και ευτράπελες φαντασιώσεις.
Το μυθιστόρημα είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, με τον τρόπο που ένα παιδί παραμυθιάζει τους μεγάλους για τα κατορθώματα αλλά και τα παθήματά του. Υποτίθεται πως στα είκοσι τρία του ο συγγραφέας, στα δεκαεννιά του "το σοφό παιδί", καθώς, για να δικαιολογηθεί και το παρωνύμιό του, όλα τα κάνει νωρίτερα του κανονικού, κάθεται και ανασυνθέτει τις εμπειρίες του κατά χρονολογική σειρά, παραθέτοντας αυτούσια αποσπάσματα από το ημερολόγιο που κρατούσε παιδιόθεν. Με παραφορά και πάθος η ανιστόρηση, ισχυρίζεται πως γίνεται, ουσιαστικά, εν μια νυκτί. Εύρημα που σε ένα ρεαλιστικό βιβλίο θα ξένιζε, όπως είχαμε παρατηρήσει με αφορμή το δεύτερο μυθιστόρημα της Μαρίας Πάουελ, "Η πιο δραματική ιστορία". Αν και όλα τα επιμέρους κεφάλαια δεν έχουν την ίδια ένταση, ούτε όλες οι καταστάσεις μεγαλοποιούνται στον ίδιο βαθμό, καθώς ποικίλλει η διάθεση του αφηγητή, που εμφανώς αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στον πηγαίο οίστρο και το συγκινησιακό κατακάθι κάποιων συνταρακτικών βιωμάτων. Γενικότερα, ο συγγραφέας δείχνει μια ζωηρή έως αχαλίνωτη φαντασία στις ιστορίες των παιδικών χρόνων, σε αντίθεση με τα χρόνια της εφηβείας, όπου πολλαπλασιάζονται οι νησίδες ρεαλιστικής αφήγησης, διεκτραγωδώντας τα βάσανα ενός παιδιού, χαρισματικού μεν αλλά διαφορετικού από τον μέσο κολλεγιόπαιδα, που γίνεται ο περίγελως της τάξης.
Ένα χαρακτηριστικό του βιβλίου, που έμελλε να αναδειχθεί σε κυρίαρχο στο έργο του Χωμενίδη είναι το φαρσικό στοιχείο. Με άλλα λόγια, σύμφωνα και με την ετυμολογία της λέξης, το παραγέμισμα με απίθανα γεγονότα, καρικατουρίστικους χαρακτήρες και κωμικές καταστάσεις. Το εντυπωσιακότερο εύρημα, το οποίο και καθιστά, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, τον ήρωα ολωσδιόλου ξένο προς τον συγγραφέα, είναι η γενέτειρά του. Αντί για γέννημα θρέμμα Αθηναίος, ένας "βλάχος" που "κατέβηκε από τα Γκράβαρα". Αν και όχι ακριβώς, αφού, κυριολεκτώντας, τα Κράβαρα περιορίζονται στην ορεινή Ναυπακτία και "το σοφό παιδί" έρχεται από το Πάπιγκο της Ηπείρου, φέρνοντας αμυδρά στον "Κουτσογιάννη" του Χρήστου Χρηστοβασίλη. Μόνο που αυτό δεν πήγε στα Γιάννενα για να αγοράσει φλογέρα αλλά για να του ψωνίσουνε βαφτιστικά.
Χωρισμένο το μυθιστόρημα σε πέντε μέρη και τριάντα τέσσερα συνολικά κεφάλαια, ξεκινά με μια κωμική σκηνή, που θυμίζει ένα αρχαϊκό έθιμο των εσκιμώων. Ο πατέρας του ήρωα, ως πρόεδρος του χωριού, φιλοξενεί οκταμελή αποστολή του Κολλεγίου, που αναζητά μελλοντικούς υπότροφους. Μετά το δείπνο, ως επιστέγασμα των περιποιήσεων, τους προσφέρει, αντί για λικέρ, τη σύζυγό του. Σημείο εκκίνησης της ελευθεριάζουσας αφήγησης, η οποία και θα συνεχιστεί με αυξομειώσεις σε ολόκληρο το μυθιστόρημα. Πάντως, η άφιξη "του σοφού παιδιού" στο Κολλέγιο, το καλοκαίρι του 1974, και οι σκηνές στο Ίδρυμα που ακολουθούν, είναι λιγότερο παρατραβηγμένες και αρκούνται στη διακωμώδηση καταστάσεων.
Για το μυθιστόρημα γράφτηκε πως συνιστά την αποτύπωση της νεοελληνικής κοινωνίας στη μεταπολίτευση. Πράγματι, χάρις σε έναν καναδό κρυπτοομοφιλόφυλο καθηγητή, που έχει πάρει τον μικρό "βλάχο" υπό την προστασία του, καταγράφονται, εκ του σύνεγγυς, τα γεγονότα εκείνου του θερμού καλοκαιριού, όπου μυστικοί πράκτορες και μοιραίες γυναίκες φέρνουν την αύρα της "Χαμένης άνοιξης" του Στρατή Τσίρκα, ανεξάρτητα αν εκείνη γράφτηκε για ένα άλλο, επίσης θερμό, καλοκαίρι, εννέα χρόνια νωρίτερα. Αλλά και στη συνέχεια, ο ανταγωνιστικός μικρόκοσμος του Κολλεγίου εκείνων των χρόνων, που εξέθρεψε μερικούς από τους σημερινούς εξέχοντες σε πλείστα όσα πεδία, δίνει στο βιβλίο την αξία ντοκουμέντου. Αν και ορισμένες από τις σατιριζόμενες καταστάσεις αντιστοιχούν σε μεταγενέστερους χρόνους. Όπως το ακαλαίσθητο "ανάκτορο", που χτίζει ο πατέρας του ήρωα στο Πάπιγκο, μετά τον ξαφνικό πλουτισμό του, ισοπεδώνοντας έκταση δέκα στρεμμάτων μαζί με το παλιό του σπίτι, και όσα τραγελαφικά ακολουθούν μέχρι την κατεδάφισή του, τα οποία εξεικονίζουν την ελληνική επαρχία τουλάχιστον μια δεκαετία αργότερα.
Μπορεί "το σοφό παιδί" να είναι ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος, όμως ο πατέρας του προβάλλει ως ο διαχρονικός τύπος του Νεοέλληνα, σε μια πρόσφορη για φαρσοκωμωδία εκδοχή. Από το ιστορικό Λεοντάρι Αρκαδίας αντί της Ακράτας που κατάγεται ο συγγραφέας, πάντως, κι αυτός Πελοποννήσιος, ιδεολογικά άστατος, από βοηθός σταβλάρχη των ανακτόρων βρίσκεται σε τροτσκιστική οργάνωση και από μαυροσκούφης του Άρη Βελουχιώτη μεταμορφώνεται σε απηνή διώκτη των κομμουνιστών, με ανδραγαθίες στο Γράμμο, ανακηρυσσόμενος "ήρως του Συμμοριτοπολέμου". Αλλά και αμφιβόλου ηθικής, ολίγον παιδεραστής στα νιάτα του και γκομενιάρης αργότερα, ακόμη στα εξήντα του "υπερφυσικής σεξουαλικής ζωτικότητας", καλός, ωστόσο, οικογενειάρχης. Με αυτόν πρωταγωνιστή στήνει ο συγγραφέας κωμικές σκηνές, στα όρια του γκροτέσκο, πρώτα στο Πάπιγκο και μετά στην Αθήνα, όπου ο πατέρας εγκαθιστά Λέσχη Οργίων για την καλή, αλλά βιτσιόζα, κοινωνία στα υποβαθμισμένα Κάτω Πατήσια. Ωστόσο, ο σχεδόν πρωτόγονος δυναμισμός του φανερώνεται, όταν, στα εξήντα τέσσερά του, τον χτυπάει η κακιά αρρώστια και αρχίζει, στον Άγιο Σάββα, το κρυφτούλι με το θάνατο, βγάζοντας τη γλώσσα στους "λαμπρούς επιστήμονες". Αυτές οι σκηνές κλαυσίγελου αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου που ο μυθοπλαστικός κόσμος του Χωμενίδη τρέφεται από τα βιώματά του.
Ανάμεσα στα βασικά πρόσωπα του μυθιστορήματος, μια Εβραία και λόγω εποχής, ένα προσφυγόπουλο από την Κύπρο, όπου ο συγγραφέας διασκεδάζει, ανατρέποντας τα στερεότυπα και γελοιοποιώντας τον τρόπο που οι ρητορείες απομυζούν τα δραματικά συμβάντα της Ιστορίας. Σαν ένα αλλόκοτο πλάσμα περιγράφει το προσφυγόπουλο, με μάτια διαφορετικού χρώματος, όπως εκείνος ο μυστήριος ήρωας της Ζυράννας Ζατέλη στο "Και με το φως του λύκου επανέρχονται", που είχε εκδοθεί τον ίδιο χρόνο με "Το σοφό παιδί". Και στα δυο μυθιστορήματα, τα αλλόκοτα πλάσματα και οι τρελλοί επιτρέπουν ανοίγματα προς το χώρο του υπερβατικού. Αν και κωμικής χροιάς στην περίπτωση του Χωμενίδη, που σκαρφίζεται δυο σκηνές, συμμετρικά τοποθετημένες στην αρχή και το τέλος του μυθιστορήματος, για να απογειώσει το βιβλίο του στο χώρο των παραμυθικών διηγήσεων. Η πρώτη διαδραματίζεται στο Πάπιγκο τον Νοέμβριο του 1973, σαν σε αντίστιξη με τα γεγονότα του Πολυτεχνείου στην Αθήνα. Μόλις έχει πεθάνει η γιαγιά "του σοφού παιδιού" και στο μοιρολόγι της ο μεγαλύτερος αδελφός του, σχιζοφρενής, όπως θα διαγνωσθεί στη συνέχεια, ανυψώνει δια του βλέμματος την παντόφλα της δυο μέτρα πάνω από το πάτωμα. Ενώ, στη δεύτερη και καταληκτική, στο Λονδίνο, τον Ιανουάριο του 1985, ο αδελφός έγκλειστος σε ψυχειατρείο κατά τα ενδιάμεσα χρόνια και η παντόφλα, έχοντας διαγράψει καμπύλη τροχιά στον χωρόχρονο, έρχεται και προσγειώνεται στο κεφάλι του προσφυγόπουλου, αφήνοντάς το στον τόπο.
Πριν δεκαπέντε χρόνια, είχαν ψέξει "Το σοφό παιδί" για απουσία δομής, φλυαρία και πελαγοδρομήσεις. Και πράγματι, πρόκειται για ένα ασπόνδυλο μυθιστόρημα, που απορροφά εντός του πλείστες όσες αλλότριες ιστορίες, που θα μπορούσαν κάλλιστα να αυτονομηθούν, αδιαφορώντας παντελώς για την οικονομία του συνόλου. Ωστόσο, το βιβλίο, αν και υπερβαίνει τις τριακόσιες σελίδες, δεν δημιουργεί την αίσθηση της στανικής διόγκωσης. Κι αυτό, χάρις στον αφηγητή, που ούτε στιγμή δεν ειρωνεύεται τους ήρωές του, αντιθέτως τους μυθοποιεί, ενώ, όντας ένα "σοφό παιδί", ευφυολογεί και υπερβάλλει, διανθίζοντας την αθυρόστομη γλώσσα του εφήβου με τις λόγιες εκφάνσεις ενός ενήλικα. Εν τέλει, σε ένα σημερινό μεταμοντέρνο πλαίσιο, οι καταλογισμένες ως αδυναμίες του μυθιστορήματος αποτελούν συνήθη χαρακτηριστικά στα βιβλία πολλών νεότερων, όπου αρκετές από τις αρετές του "πρωτόλειου" του Χωμενίδη συχνά ελλείπουν. Όσο για τον χαρακτηρισμό "νέος Καραγάτσης", που, τότε, είχε φανεί υπερβολικός, σήμερα, ύστερα και από την μερική αμαύρωση του άστρου του Καραγάτση κατά το επετειακό έτος, δείχνει συζητήσιμος. Άλλωστε, ο Χωμενίδης, κι αυτός ένας επαγγελματίας συγγραφέας, κατόρθωσε τα βιβλία του και την κριτική να απασχολούν, αποσπώντας ευνοϊκά σχόλια, και στις λίστες των ευπώλυτων να εισχωρούν, και μάλιστα, να παραμένουν σε αυτές για ικανό αριθμό εβδομάδων. Άπιαστο όνειρο για τους περισσότερους συνομηλίκους του.
Μ. Θεοδοσοπούλου

3 σχόλια:

LOCUS SOLUS είπε...

Όπως πάντα εξαιρετικές οι "αναγνώσεις" σας! Εκείνοι οι ηλίθιοι στο ΒΗΜΑ έχουν άραγε καταλάβει τί έχασαν; Είμαι ευτυχής που θα μπορώ να σας διαβάζω πλέον στο διαδίκτυο. Chapeau, madame!

Σπύρος Γιανναράς είπε...

Ακόμα κι αν κάποιοι (αποφεύγω την παράθεση επιθέτου) αμαύρωσαν τον Καραγάτση, δεν νομίζετε ότι είναι μάλλον υπερβολικό να διατεινόμαστε ότι η σύγκριση με τον Χωμενίδη είναι συζητήσιμη; Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο Καραγάτσης ανήκει στους μεγάλους Ελληνες λογοτέχνες, αλλά ότι ο Χωμενίδης δεν φτάνει ούτε στο σκαλί του Καραγάτση, επουδενί.ph

ChrisB είπε...

Θα ήθελα λίγα λεπτά απο τον χρόνο σας για να σας ρωτήσω σχετικά με το απόσπασμα του μυθυστορήματος 'Προς ανάστασιν νεκρών ερώτων' που σας είχε στείλει ο πατέρας μου το 98.

chbakol@yahoo.co.uk
6944 909698 (2310 816302)

Δεν είναι ο σωστός τόπος για αυτό το μύνημα αλλά δεν βρίσκω άλλο. Μπορείτε να το διαγράψετε.