Λεζάντα Φωτογραφίας: «Ο Βασιλικός Κήπος στα μέσα του 19ου αιώνα. Άγνωστος φωτογράφος. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.» Η φωτογραφία αναδημοσιεύεται από το βιβλίο, μαζί με τα αόριστα και λανθασμένα στοιχεία της λεζάντας. Προς αποκατάσταση σημειώνουμε: Πρόκειται για φωτογραφία του Νικόλαου (Κόλα) Κοντογιαννάκη από τον Εθνικό Κήπο, όπως αποκαλείτο ο Βασιλικός Κήπος ή και Κήπος της Αμαλίας μετά την έξωση του Όθωνα, οπότε και περιήλθε στο κράτος. Ο Κοντογιαννάκης απαθανάτισε μιά από τις εισόδους του Κήπου σε στιγμή κίνησης. Κυρίαρχο στη φωτογραφία το ωραίο φύλο, προσφέρεται για μελέτη της επικρατούσας τότε μόδας στις γυναίκες. Ο Κοντογιαννάκης, πλούσιος Έλληνας, εγκατεστημένος στην Πετρούπολη, συγγενής της οικογένειας Δραγούμη, ταξιδεύει τακτικά στην Ελλάδα. Από τους πρώτους ερασιτέχνες φωτογράφους, πέρα από το στοιχείο της οπτικής μαρτυρίας, οι φωτογραφίες του παρουσιάζουν αισθητική και ποιοτική αρτιότητα που ξεπερνά τα όρια του τυχαίου ερασιτέχνη. Σύμφωνα με τον ιστορικό φωτογραφίας Άλκη Ξανθάκη, η φωτογραφία τραβήχτηκε το 1884, ενώ, κατά άλλη πηγή, το 1891.
Μπιορν Φορσέν
– Βασίλης Καρδάσης
«Αγαπητή, μισητή μου Αθήνα!
Στιγμιότυπα από τη ζωή
του φινλανδού ελληνιστή
Βίλχελμ Λάγκους»
Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Απρίλιος 2009
“Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες”, έγραφε στην Κύπρο ο Γιώργος Σεφέρης. Έναν αιώνα νωρίτερα, στις 29 Ιουνίου 1852, ο φιλανδός Γουλιέλμος Λάγος, καθισμένος δίπλα στο παράθυρο σε ένα δωμάτιο του πανδοχείου «L’ Orient», στην καρδιά της τότε Αθήνας, έγραφε στους δικούς του “στον μακρινό Βορρά”: “Η νύχτα αναπαύεται ήρεμη, τα κυπαρίσσια και οι πανύψηλες πικροδάφνες κρυφοκοιτούν στο δωμάτιό μου μέσα στο φεγγαρόφωτο και τα αηδόνια στους κήπους απαντούν το ένα στο άλλο.” Γεννημένος ο Λάγος το 1821, συνομήλικος του Στέφανου Ξένου, τρία χρόνια νεότερος του Στέφανου Κουμανούδη, και έξι του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, στα είκοσι εννιά του ήταν ήδη υφηγητής της Ελληνικής Γλώσσας στο πανεπιστήμιο του Ελσίνκι. Νιόπαντρος τον Αύγουστο του 1850, ταξίδεψε μαζί με την γυναίκα του στην Οδησσό. Δεν επρόκειτο για ένα ταξίδι αναψυχής. Έχοντας ολοκληρώσει τη διδακτορική διατριβή του, με θέμα τον Πλούταρχο ως μελετητή ενός από τα απωλεσθέντα έργα, φιλοσοφικού χαρακτήρα, του Ρωμαίου Μάρκου Τερέντιου Βάρρωνα περί των θεϊκών και ανθρωπίνων υποθέσεων, αποφάσισε να μελετήσει τον σκυθικό πολιτισμό, γι’ αυτό και εγκαταστάθηκε για δυο χρόνια στην Οδησσό.
Με καλή γνώση της ρωσικής αρχαιολογίας, μια και η χώρα του ήταν από το 1809 Αυτόνομο Μεγάλο Δουκάτο υπό τη Ρωσική Αυτοκρατορία, ήθελε να γνωρίσει τον κόσμο της Ανατολής. Επισκέφθηκε την Κριμαία και τη “βασίλισσα της Μαύρης Θάλασσας”, την Σεβαστούπολη. Κεντρική θέση στο θέμα της μελέτης του για τους Σκύθες είχε η συνεχής παρουσία των Ελλήνων στην Κριμαία. Για μια καλλίτερη γνωριμία με τους συγκαιρινούς του Έλληνες και τη γλώσσα τους, αποφάσισε να συνεχίσει το εκπαιδευτικό του ταξίδι στην Αθήνα. Ταξίδεψε με ατμόπλοιο, μέσω Κωνσταντινούπολης, Σμύρνης και Σύρου. Αργότερα, από την Αθήνα, η σύζυγός του, σε επιστολή προς την οικογένειά της, έγραφε για την Κωνσταντινούπολη: “Εύχομαι πραγματικά να γίνει πόλεμος, ώστε οι Ρώσοι να κατεδαφίσουν μια και καλή αυτή τη φριχτή και βρόμικη Κωνσταντινούπολη και να χτίσουν στη θέση της μια πόλη που θα γίνει η πιο όμορφη και η πιο ξακουστή πόλη του κόσμου. Αχ! τι θα μπορούσε να γίνει εκεί”. Αγνοούμε τις εντυπώσεις του ζεύγους από τη Σμύρνη και τη Σύρο, την οποία μπορεί και να μην επισκέφθηκαν, γιατί το πλοίο τους ήταν σε καραντίνα. Πάντως, στο κατάστρωμα του πλοίου, πλέοντας από τη Σμύρνη προς τη Σύρο, ο Λάγος έγραψε τις εντυπώσεις του από το ελληνικό αρχιπέλαγος σε σύγκριση με τα χιλιάδες παράκτια νησιά της πατρίδας του, όπως το Πάραϊνεν κοντά στην παραθαλάσσια πόλη Τούρκου, όπου είχε μεγαλώσει: “Δεν υπάρχουν συμπλέγματα μικρών νησιών και δεν κυριαρχούν τα δέντρα και η βλάστηση. Αλλά οι ποικίλοι σχηματισμοί που δημιουργούν τα βουνά και οι λόφοι, το θέαμα που παρουσιάζουν ανάλογα με την απόσταση και το φως, οι διαφορετικές αποχρώσεις του θολού κυανού· αυτό είναι!”
Στην Αθήνα έφθασε στις 24 Ιουνίου 1852 και ανεχώρησε τον Ιούλιο του 1853. Ούτε φιλέλληνα ούτε περιηγητή θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει τον Λάγος. Μάλλον πραγματιστή και ίσως, λίγο περισσότερο του κανονικού φλεγματικό, δεδομένου ότι είχε την ατυχία να χάσει την κόρη του στην Αθήνα λίγες εβδομάδες μετά την άφιξή τους. Ούτε δυο χρόνων, αφού είχε γεννηθεί στην Οδησσό. Πέθανε από υψηλό πυρετό και διάρροια. Θυμίζει την περίπτωση του αδελφού της Άννας Αχμάτοβα, Αντρέϊ Γκορένκο, που είχε έρθει στην Ελλάδα, κι αυτός από την Οδησσό, το 1920, με τη γυναίκα του και τον τετραετή γιο τους, που πέθανε, μόλις έφθασαν, από ελονοσία. Στο ημερολόγιό του, καθώς και στις επιστολές προς τους οικείους του, ο Λάγος ζωγραφίζει με μελανά χρώματα τη ζωή στην Αθήνα. Μνημονεύει τη φριχτή ζέστη, τη σκόνη στους δρόμους, το ανύπαρκτο αγελαδινό γάλα, την υπηρέτριά τους, που ερωτοτροπούσε όχι με έναν αλλά με τρεις αγαπητικούς, το ταχυδρομείο, που χρειαζόταν μέχρι και έξι εβδομάδες για μια επιστολή από την Φιλανδία. Προφανώς, πρόκειται για έναν παρατηρητή, που κατέγραφε όσα έβλεπε: “Μετά τις έξι οι άνθρωποι ξυπνούν όπως οι μύγες την άνοιξη. Όλες οι πλατείες και οι δρόμοι γεμίζουν από παρέες που καπνίζουν και πίνουν καφέ φορώντας ο ένας πιο παρδαλά ρούχα από τον άλλο”. Και συνέχιζε, περιγράφοντας τα μέρη αναψυχής, όπως “το λεγόμενο Ολυμπιείο, τα ερείπια του γιγάντιου ναού του Διός”: “Όλος ο χώρος είναι ασφυκτικά γεμάτος τραπέζια και καρέκλες, στα οποία ο αεικίνητος σερβιτόρος υποχρεώνει τα θύματα που πλησιάζουν να καθίσουν. Λεμονάδα, σουμάδα, καφές, παγωτό και ένα είδος ποντς είναι τα συνηθισμένα αναψυκτικά. Οι τιμές είναι πολύ χαμηλές.”
Αργότερα, στο ημερολόγιό του υπάρχει μια από τις λιγοστές μαρτυρίες για τον κίονα του Ολυμπιείου, που έριξε η καταιγίδα της 26ης Οκτωβρίου 1852. Παραδόξως, ούτε ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής ούτε ο Στέφανος Κουμανούδης αναφέρει αυτήν την καταστροφή στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, αν και οι δυο κρατούσαν ημερολογιακές σημειώσεις για όσα σημαντικά συνέβαιναν. Στα απομνημονεύματά του, ο Ραγκαβής δεν αναφέρει τον Λάγος. Χάρις, πάντως, στην αδελφή του Ευφροσύνη, που είχε παντρευτεί σουηδό κόμη, οι δυο οικογένειες είχαν αναπτύξει φιλικές σχέσεις. Ο Λάγος σχετιζόταν και με τον Παπαρρηγόπουλο, όντας επιφυλακτικός για τις θέσεις του ιστορικού σχετικά με τη θεωρία του Φαλμεράιερ. Για τους Έλληνες δεν είχε και την καλλίτερη γνώμη, καθότι ξένος προς την νοοτροπία τους. Πολλά τον ενοχλούσαν σε αυτούς, από το παζάρεμα των τιμών μέχρι τη δυσπιστία που έδειχναν. Όπως και να έχει, ο φιλανδός επιστήμονας παρακολουθούσε τις παραδόσεις και των δυο, ενώ δημοσίευσε και μελέτη στο περιοδικό του Ραγκαβή, την «Πανδώρα». Ακόμη και μέλος της Αρχαιολογικής Εταιρείας έγινε, όμως ούτε ο Κουμανούδης τον μνημονεύει.
Η μελέτη του Λάγος ήταν γραμμένη στα ελληνικά, τα οποία και μάθαινε εντατικά. Μέχρι που τα εγκατέλειψε, για να αρχίσει μαθήματα τουρκικής. Στόχος του νεαρού Φιλανδού ήταν μια θέση στο πανεπιστήμιο του Ελσίνκι, την οποία, αν και πρύτανης ο πατέρας του, δυσκολευόταν να εξασφαλίσει. Μέχρι που χήρεψε η έδρα του καθηγητή Ανατολικών Γλωσσών, την οποία και κατέλαβε το 1856. Πάντως, κόντρα στην αρχαιολατρεία της εποχής, στον ένα χρόνο, που έμεινε στην Αθήνα, δεν θα πρέπει να πολυεπισκέφθηκε τα μνημεία της, αφού στο ημερολόγιό του φαίνεται πως μόλις που μνημονεύει την Ακρόπολη. Επίσης, λόγω αδιαφορίας αλλά και οικονομικής στενότητας, ούτε την υπόλοιπη Ελλάδα περιηγήθηκε. Μόλις δυο εκδρομές έκανε, στην Αίγινα και την Κόρινθο, από τις οποίες δεν απεκόμισε και τις καλύτερες εντυπώσεις.
Αυτά, πάνω-κάτω και εν περιλήψει, είναι όσα μάθαμε για τον Γουλιέλμο Λάγος, σύμφωνα με τον εξελληνισμό του ονόματός του από τον Ραγκαβή, διαβάζοντας το πρώτο βιβλίο που κυκλοφόρησε στα ελληνικά για “τον φινλανδό ελληνιστή Βίλχελμ Λάγκους”. Ένα βιβλίο, που δημιουργεί μια μεγάλη απορία. Γιατί, ενώ σώζεται το ημερολόγιο του Λάγος, και μάλιστα, στα ελληνικά, καθώς και οι επιστολές του ίδιου και της γυναίκας του προς τους οικείους τους, αυτές, προφανώς, στα φιλανδικά, αυτά τα πολύτιμα ντοκουμέντα δεν δημοσιεύονται αυτούσια; Αντ’ αυτών δημοσιεύονται λίγα σκόρπια αποσπάσματα, ενσωματωμένα σε δυο κείμενα, που παρουσιάζουν τον Λάγος, ουσιαστικά, αντλώντας πληροφορίες από το ημερολόγιο και τις επιστολές. Δύο κείμενα, ως ένα βαθμό, αλληλοεπικαλυπτόμενα.
Το βιβλίο προέκυψε από έκθεση του Φινλανδικού Ινστιτούτου Αθηνών, που έγινε τον Οκτώβριο του 2007. Μάλιστα, φέρει τον ίδιο τίτλο με την έκθεση, στην οποία στηρίχτηκε και η εικονογράφηση του βιβλίου. Κατά τα άλλα, υπάρχει πρόλογος του προηγούμενου διευθυντή του Ινστιτούτου, Μπιορν Φορσέν, που απεχώρησε το 2007, καθώς και κείμενο του ιδίου, δημοσιευμένο στον συλλογικό τόμο, «Η χαμένη Ελλάδα» (Ελσίνκι, 2006). Το δεύτερο κείμενο είναι του Βασίλη Καρδάση, ενώ δημοσιεύεται, σε φωτοαναστατική ανατύπωση, η μελέτη του Λάγος, «Περί των Ελλήνων της Μεσημβρινής Ρωσσίας», που είχε πρωτοδημοσιευθεί στην «Πανδώρα». Αναμφιβόλως, το ενδιαφέρον της μελέτης είναι μεγάλο, καθώς ο Λάγος ξεκινά από τον Ηρόδοτο και φθάνει μέχρι την Οδησσό της εποχής του. Ωστόσο, απευθύνεται σε περιορισμένο αναγνωστικό κοινό, σε αντίθεση με τις ημερολογιακές του καταγραφές. Πάντως, υπάρχει ακόμη καιρός για την έκδοση του ελληνικού ημερολογίου του Λάγος, συνοδευόμενη από ένα ακριβές χρονολόγιο, που υποθέτουμε πως θα πρέπει να υπάρχει έτοιμο και να χρειάζεται μόνο μετάφραση. Κι αυτό, αν μη τι άλλο, για να τιμηθεί, εντός του 2009, η επέτειος των εκατό χρόνων από το θάνατό του.
Μπιορν Φορσέν
– Βασίλης Καρδάσης
«Αγαπητή, μισητή μου Αθήνα!
Στιγμιότυπα από τη ζωή
του φινλανδού ελληνιστή
Βίλχελμ Λάγκους»
Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Απρίλιος 2009
“Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες”, έγραφε στην Κύπρο ο Γιώργος Σεφέρης. Έναν αιώνα νωρίτερα, στις 29 Ιουνίου 1852, ο φιλανδός Γουλιέλμος Λάγος, καθισμένος δίπλα στο παράθυρο σε ένα δωμάτιο του πανδοχείου «L’ Orient», στην καρδιά της τότε Αθήνας, έγραφε στους δικούς του “στον μακρινό Βορρά”: “Η νύχτα αναπαύεται ήρεμη, τα κυπαρίσσια και οι πανύψηλες πικροδάφνες κρυφοκοιτούν στο δωμάτιό μου μέσα στο φεγγαρόφωτο και τα αηδόνια στους κήπους απαντούν το ένα στο άλλο.” Γεννημένος ο Λάγος το 1821, συνομήλικος του Στέφανου Ξένου, τρία χρόνια νεότερος του Στέφανου Κουμανούδη, και έξι του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, στα είκοσι εννιά του ήταν ήδη υφηγητής της Ελληνικής Γλώσσας στο πανεπιστήμιο του Ελσίνκι. Νιόπαντρος τον Αύγουστο του 1850, ταξίδεψε μαζί με την γυναίκα του στην Οδησσό. Δεν επρόκειτο για ένα ταξίδι αναψυχής. Έχοντας ολοκληρώσει τη διδακτορική διατριβή του, με θέμα τον Πλούταρχο ως μελετητή ενός από τα απωλεσθέντα έργα, φιλοσοφικού χαρακτήρα, του Ρωμαίου Μάρκου Τερέντιου Βάρρωνα περί των θεϊκών και ανθρωπίνων υποθέσεων, αποφάσισε να μελετήσει τον σκυθικό πολιτισμό, γι’ αυτό και εγκαταστάθηκε για δυο χρόνια στην Οδησσό.
Με καλή γνώση της ρωσικής αρχαιολογίας, μια και η χώρα του ήταν από το 1809 Αυτόνομο Μεγάλο Δουκάτο υπό τη Ρωσική Αυτοκρατορία, ήθελε να γνωρίσει τον κόσμο της Ανατολής. Επισκέφθηκε την Κριμαία και τη “βασίλισσα της Μαύρης Θάλασσας”, την Σεβαστούπολη. Κεντρική θέση στο θέμα της μελέτης του για τους Σκύθες είχε η συνεχής παρουσία των Ελλήνων στην Κριμαία. Για μια καλλίτερη γνωριμία με τους συγκαιρινούς του Έλληνες και τη γλώσσα τους, αποφάσισε να συνεχίσει το εκπαιδευτικό του ταξίδι στην Αθήνα. Ταξίδεψε με ατμόπλοιο, μέσω Κωνσταντινούπολης, Σμύρνης και Σύρου. Αργότερα, από την Αθήνα, η σύζυγός του, σε επιστολή προς την οικογένειά της, έγραφε για την Κωνσταντινούπολη: “Εύχομαι πραγματικά να γίνει πόλεμος, ώστε οι Ρώσοι να κατεδαφίσουν μια και καλή αυτή τη φριχτή και βρόμικη Κωνσταντινούπολη και να χτίσουν στη θέση της μια πόλη που θα γίνει η πιο όμορφη και η πιο ξακουστή πόλη του κόσμου. Αχ! τι θα μπορούσε να γίνει εκεί”. Αγνοούμε τις εντυπώσεις του ζεύγους από τη Σμύρνη και τη Σύρο, την οποία μπορεί και να μην επισκέφθηκαν, γιατί το πλοίο τους ήταν σε καραντίνα. Πάντως, στο κατάστρωμα του πλοίου, πλέοντας από τη Σμύρνη προς τη Σύρο, ο Λάγος έγραψε τις εντυπώσεις του από το ελληνικό αρχιπέλαγος σε σύγκριση με τα χιλιάδες παράκτια νησιά της πατρίδας του, όπως το Πάραϊνεν κοντά στην παραθαλάσσια πόλη Τούρκου, όπου είχε μεγαλώσει: “Δεν υπάρχουν συμπλέγματα μικρών νησιών και δεν κυριαρχούν τα δέντρα και η βλάστηση. Αλλά οι ποικίλοι σχηματισμοί που δημιουργούν τα βουνά και οι λόφοι, το θέαμα που παρουσιάζουν ανάλογα με την απόσταση και το φως, οι διαφορετικές αποχρώσεις του θολού κυανού· αυτό είναι!”
Στην Αθήνα έφθασε στις 24 Ιουνίου 1852 και ανεχώρησε τον Ιούλιο του 1853. Ούτε φιλέλληνα ούτε περιηγητή θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει τον Λάγος. Μάλλον πραγματιστή και ίσως, λίγο περισσότερο του κανονικού φλεγματικό, δεδομένου ότι είχε την ατυχία να χάσει την κόρη του στην Αθήνα λίγες εβδομάδες μετά την άφιξή τους. Ούτε δυο χρόνων, αφού είχε γεννηθεί στην Οδησσό. Πέθανε από υψηλό πυρετό και διάρροια. Θυμίζει την περίπτωση του αδελφού της Άννας Αχμάτοβα, Αντρέϊ Γκορένκο, που είχε έρθει στην Ελλάδα, κι αυτός από την Οδησσό, το 1920, με τη γυναίκα του και τον τετραετή γιο τους, που πέθανε, μόλις έφθασαν, από ελονοσία. Στο ημερολόγιό του, καθώς και στις επιστολές προς τους οικείους του, ο Λάγος ζωγραφίζει με μελανά χρώματα τη ζωή στην Αθήνα. Μνημονεύει τη φριχτή ζέστη, τη σκόνη στους δρόμους, το ανύπαρκτο αγελαδινό γάλα, την υπηρέτριά τους, που ερωτοτροπούσε όχι με έναν αλλά με τρεις αγαπητικούς, το ταχυδρομείο, που χρειαζόταν μέχρι και έξι εβδομάδες για μια επιστολή από την Φιλανδία. Προφανώς, πρόκειται για έναν παρατηρητή, που κατέγραφε όσα έβλεπε: “Μετά τις έξι οι άνθρωποι ξυπνούν όπως οι μύγες την άνοιξη. Όλες οι πλατείες και οι δρόμοι γεμίζουν από παρέες που καπνίζουν και πίνουν καφέ φορώντας ο ένας πιο παρδαλά ρούχα από τον άλλο”. Και συνέχιζε, περιγράφοντας τα μέρη αναψυχής, όπως “το λεγόμενο Ολυμπιείο, τα ερείπια του γιγάντιου ναού του Διός”: “Όλος ο χώρος είναι ασφυκτικά γεμάτος τραπέζια και καρέκλες, στα οποία ο αεικίνητος σερβιτόρος υποχρεώνει τα θύματα που πλησιάζουν να καθίσουν. Λεμονάδα, σουμάδα, καφές, παγωτό και ένα είδος ποντς είναι τα συνηθισμένα αναψυκτικά. Οι τιμές είναι πολύ χαμηλές.”
Αργότερα, στο ημερολόγιό του υπάρχει μια από τις λιγοστές μαρτυρίες για τον κίονα του Ολυμπιείου, που έριξε η καταιγίδα της 26ης Οκτωβρίου 1852. Παραδόξως, ούτε ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής ούτε ο Στέφανος Κουμανούδης αναφέρει αυτήν την καταστροφή στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, αν και οι δυο κρατούσαν ημερολογιακές σημειώσεις για όσα σημαντικά συνέβαιναν. Στα απομνημονεύματά του, ο Ραγκαβής δεν αναφέρει τον Λάγος. Χάρις, πάντως, στην αδελφή του Ευφροσύνη, που είχε παντρευτεί σουηδό κόμη, οι δυο οικογένειες είχαν αναπτύξει φιλικές σχέσεις. Ο Λάγος σχετιζόταν και με τον Παπαρρηγόπουλο, όντας επιφυλακτικός για τις θέσεις του ιστορικού σχετικά με τη θεωρία του Φαλμεράιερ. Για τους Έλληνες δεν είχε και την καλλίτερη γνώμη, καθότι ξένος προς την νοοτροπία τους. Πολλά τον ενοχλούσαν σε αυτούς, από το παζάρεμα των τιμών μέχρι τη δυσπιστία που έδειχναν. Όπως και να έχει, ο φιλανδός επιστήμονας παρακολουθούσε τις παραδόσεις και των δυο, ενώ δημοσίευσε και μελέτη στο περιοδικό του Ραγκαβή, την «Πανδώρα». Ακόμη και μέλος της Αρχαιολογικής Εταιρείας έγινε, όμως ούτε ο Κουμανούδης τον μνημονεύει.
Η μελέτη του Λάγος ήταν γραμμένη στα ελληνικά, τα οποία και μάθαινε εντατικά. Μέχρι που τα εγκατέλειψε, για να αρχίσει μαθήματα τουρκικής. Στόχος του νεαρού Φιλανδού ήταν μια θέση στο πανεπιστήμιο του Ελσίνκι, την οποία, αν και πρύτανης ο πατέρας του, δυσκολευόταν να εξασφαλίσει. Μέχρι που χήρεψε η έδρα του καθηγητή Ανατολικών Γλωσσών, την οποία και κατέλαβε το 1856. Πάντως, κόντρα στην αρχαιολατρεία της εποχής, στον ένα χρόνο, που έμεινε στην Αθήνα, δεν θα πρέπει να πολυεπισκέφθηκε τα μνημεία της, αφού στο ημερολόγιό του φαίνεται πως μόλις που μνημονεύει την Ακρόπολη. Επίσης, λόγω αδιαφορίας αλλά και οικονομικής στενότητας, ούτε την υπόλοιπη Ελλάδα περιηγήθηκε. Μόλις δυο εκδρομές έκανε, στην Αίγινα και την Κόρινθο, από τις οποίες δεν απεκόμισε και τις καλύτερες εντυπώσεις.
Αυτά, πάνω-κάτω και εν περιλήψει, είναι όσα μάθαμε για τον Γουλιέλμο Λάγος, σύμφωνα με τον εξελληνισμό του ονόματός του από τον Ραγκαβή, διαβάζοντας το πρώτο βιβλίο που κυκλοφόρησε στα ελληνικά για “τον φινλανδό ελληνιστή Βίλχελμ Λάγκους”. Ένα βιβλίο, που δημιουργεί μια μεγάλη απορία. Γιατί, ενώ σώζεται το ημερολόγιο του Λάγος, και μάλιστα, στα ελληνικά, καθώς και οι επιστολές του ίδιου και της γυναίκας του προς τους οικείους τους, αυτές, προφανώς, στα φιλανδικά, αυτά τα πολύτιμα ντοκουμέντα δεν δημοσιεύονται αυτούσια; Αντ’ αυτών δημοσιεύονται λίγα σκόρπια αποσπάσματα, ενσωματωμένα σε δυο κείμενα, που παρουσιάζουν τον Λάγος, ουσιαστικά, αντλώντας πληροφορίες από το ημερολόγιο και τις επιστολές. Δύο κείμενα, ως ένα βαθμό, αλληλοεπικαλυπτόμενα.
Το βιβλίο προέκυψε από έκθεση του Φινλανδικού Ινστιτούτου Αθηνών, που έγινε τον Οκτώβριο του 2007. Μάλιστα, φέρει τον ίδιο τίτλο με την έκθεση, στην οποία στηρίχτηκε και η εικονογράφηση του βιβλίου. Κατά τα άλλα, υπάρχει πρόλογος του προηγούμενου διευθυντή του Ινστιτούτου, Μπιορν Φορσέν, που απεχώρησε το 2007, καθώς και κείμενο του ιδίου, δημοσιευμένο στον συλλογικό τόμο, «Η χαμένη Ελλάδα» (Ελσίνκι, 2006). Το δεύτερο κείμενο είναι του Βασίλη Καρδάση, ενώ δημοσιεύεται, σε φωτοαναστατική ανατύπωση, η μελέτη του Λάγος, «Περί των Ελλήνων της Μεσημβρινής Ρωσσίας», που είχε πρωτοδημοσιευθεί στην «Πανδώρα». Αναμφιβόλως, το ενδιαφέρον της μελέτης είναι μεγάλο, καθώς ο Λάγος ξεκινά από τον Ηρόδοτο και φθάνει μέχρι την Οδησσό της εποχής του. Ωστόσο, απευθύνεται σε περιορισμένο αναγνωστικό κοινό, σε αντίθεση με τις ημερολογιακές του καταγραφές. Πάντως, υπάρχει ακόμη καιρός για την έκδοση του ελληνικού ημερολογίου του Λάγος, συνοδευόμενη από ένα ακριβές χρονολόγιο, που υποθέτουμε πως θα πρέπει να υπάρχει έτοιμο και να χρειάζεται μόνο μετάφραση. Κι αυτό, αν μη τι άλλο, για να τιμηθεί, εντός του 2009, η επέτειος των εκατό χρόνων από το θάνατό του.
Μ.Θεοδοσοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου