Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλος
«Αποσπινθηρίζοντας.
Σπουδάματα στον Παπαδιαμάντη»
Εκδόσεις Ίνδικτος
Σεπτέμβριος 2008
Αν δώσουμε βάση στον υπότιτλο του βιβλίου, πρόκειται για κείμενα με θέμα τον Παπαδιαμάντη. Και πιο συγκεκριμένα, μια πρόσθετη συναγωγή δημοσιευμάτων του μελετητή Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλου για το κατ’ εξοχήν αντικείμενο τού μέχρι σήμερα φιλολογικού του έργου. Ωστόσο, ήδη το κείμενο που προτάσσεται και από το οποίο αναμένεται περαιτέρω προσδιορισμός του χαρακτήρα των δημοσιευμάτων, καίτοι φέρει τον τίτλο “προλογικό σημείωμα”, στερείται παντελώς φιλολογικού χαρακτήρα. Πρόκειται για ένα σύντομο αφήγημα ορμώμενο από τον Σκιαθίτη αλλά μη εξαντλούμενο σε αυτόν, γραμμένο από τον πεζογράφο Νίκο Τριανταφυλλόπουλο. Δεν είναι, άλλωστε, και το πρώτο. Πολλά από τα φιλολογικά σχόλια του Τριανταφυλλόπουλου ξεπερνούν τον αυστηρό φιλολογισμό και αποκτούν πνοή αφηγήματος. Αν και ακριβέστερα, σε αυτά δεν πεζογραφεί αλλά παίζω-γραφεί, όπως έγραφε ο ίδιος για τον Ν.Γ.Πεντζίκη. Μόνο που εδώ κεντάει με παπαδιαμάντια γλωσσικά νήματα. Παραπλανητικός, λοιπόν, ο υπότιτλος του βιβλίου, υποστηριζόμενος και από τις πέντε αράδες του οπισθόφυλλου, που, όπως γίνεται πάντοτε με τα σημειώματα των οπισθόφυλλων, μεγαληγορούν άνευ ουσίας.
Στο βιβλίο συγκεντρώνονται τριάντα οκτώ κείμενα, δημοσιευμένα τα περισσότερα σε περιοδικά, ένας μικρός αριθμός σε εφημερίδες και ορισμένα σε πρακτικά συνεδρίων και αφιερωματικούς τόμους. Πρόκειται για παλαιότερα κείμενα, τα περισσότερα της προηγούμενης δεκαετίας, όπου τα δύο πρώτα δημοσιεύθηκαν το 1990. Μόνο τέσσερα είναι του 2000 και δώδεκα του επετειακού έτους 2001. Τα κείμενα στο βιβλίο κατανέμονται σε τρεις ενότητες. Από επτά σε καθεμία από τις δυο πρώτες, ενώ το κυρίως σώμα των 24 κειμένων, που καλύπτουν σε έκταση σχεδόν το μισό βιβλίο, αποτελούν την τρίτη ενότητα. Ίσως, ο ισχυρισμός μας πως πρόκειται μάλλον περί αφηγημάτων παρά για μελετήματα, να ξενίσει τουλάχιστον όσο αφορά τα κείμενα της πρώτης ενότητας. Κι αυτό, γιατί ο τίτλος της ενότητας είναι «Σπουδάζοντας» και τα πέντε από τα επτά κείμενα, που είναι και τα εκτενέστερα, πρώτα εκφωνήθηκαν ως ομιλίες και μετά δημοσιεύθηκαν. Οπότε θα αναμενόταν σε μια δημόσια ανακοίνωση να υπερισχύει η γλώσσα του φιλόλογου. Ωστόσο, τις εντυπώσεις κερδίζει η διάχυση του λόγου πέραν του κυρίως θεματικού πυρήνα, που έχει όλες τις αρετές μιας παιγνιώδους όσο και ευρηματικής αφήγησης. Βεβαίως, οι θεωρητικοί της λογοτεχνίας θα χρησιμοποιούσαν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, τον δόκιμο όρο της συγκριτικής ανάγνωσης. Παρόμοιος, όμως, χαρακτηρισμός θα συνεπαγόταν το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή την αυστηρή επικέντρωση και όχι το ελεύθερο συνειρμικό πέταγμα, που δίνει στον αναγνώστη την ευχάριστη αίσθηση πως θεάται ολόκληρη τη λογοτεχνική επικράτεια, από γενέσεως Παπαδιαμάντη μέχρι, λ.χ., το θάνατο του νεότερου πεζογράφου Χρήστου Βακαλόπουλου.
Όπως και να έχει, αν αντιμετωπισθεί ως συγκριτολόγος ο Τριανταφυλλόπουλος, σκανδαλίζει προτείνοντας τη διαδοχική ανάγνωση, ενός σαιξπηρικού διαλόγου, του παπαδιαμαντικού διηγήματος «Απόλαυσις στη γειτονιά» και ενός κεφαλαίου του μοναδικού μυθιστορήματος του Κώστα Ταχτσή, «Τρίτο στεφάνι». Όπως επίσης ξενίζει ως μελετητής, όταν υπερασπίζεται τον Θεμιστοκλή Αθανασιάδη-Νόβα, παρατάσσοντας την κρίση του δίπλα σε αυτήν του Παλαμά. Κι όμως, γιατί όχι, αφού και οι δυο, με τον τρόπο τους, είχαν επισημάνει πως ο Παπαδιαμάντης δεν θυσιάζει την αλήθεια, αλλά γράφει για τα συγκεκριμένα και χειροπιαστά, γι’ αυτό και ανασταίνει τον ελληνικό λαό του καιρού του. Πιθανώς, ο Τριανταφυλλόπουλος να αφηγείται μετά παραδειγμάτων και παρεκβάσεων, γιατί γνωρίζει, ως παλαιός δάσκαλος που είναι, πως έτσι μόνο ο λόγος του αποκτά μεγάλο έρεισμα.
Στη δεύτερη ενότητα, με τίτλο, «Με αναμάρτητη οργή», τα επτά σύντομα κείμενα προδίδουν έναν οργισμένο λάτρη του παπαδιαμαντικού έργου. Έτσι κι αλλιώς, οι αφορμές δεν λείπουν. Ξεκινούν από τις ανεπαρκείς έως και ελαττωματικές μεταφράσεις διηγημάτων του Παπαδιαμάντη και φθάνουν μέχρι τα χαμένα παπαδιαμαντικά αυτόγραφα, που ουδείς ενδιαφέρθηκε για τον εντοπισμό τους. Σκόρπια σε ξένα χέρια, γνωρίζουν την ύψιστη τιμή, που, το δίχως άλλο, αποτελεί η δημοπράτησή τους στο Λονδίνο, όπως συνέβη με το χειρόγραφο του διηγήματος «Ο Αλιβάνιστος», έως την πλήρη απαξίωσή τους, όπως μπορεί να εκληφθεί το πέταμά τους σε σκουπιδοτενεκέ των Εξαρχείων. Εξαίρεση αποτελεί το πρώτο κείμενο της ενότητας, που συνιστά αρτιμελές διήγημα κωμικού χαρακτήρα, ανεξάρτητα αν έχει κι αυτό ως αφετηρία ένα πραγματικό συμβάν. Πρόκειται για το «Επεισόδιο», που έλαβε χώρα, όταν ξένος “παραπαπαδιαμαντιστής” εισχώρησε “στη χωροδεσποτεία Χαλκίδος” και ο αφηγητής, συνοδευόμενος από την μυθιστορηματική περσόνα της Ελβίρας, ξιφουλκεί εναντίον του υβριστή διαβάζοντας από τα παπαδιαμάντια πασχαλινά.
«Μετ’ έρωτος και στοργής» θα μπορούσε να είναι ο τίτλος της τρίτης ενότητας, αφού ο Τριανταφυλλόπουλος αρέσκεται να τιτλοφορεί κείμενα και βιβλία με παπαδιαμαντικές εκφράσεις. Όμως, προ ετών, είχε την φαεινή ιδέα να τον δώσει, ως νουνός, σε έτερο και μάλλον άσχετο βιβλιάριο, γι’ αυτό και αρκείται στο πρώτο σκέλος της έκφρασης. Εδώ, υπάρχουν διηγήματα, όπως το εναρκτήριο «Αλέξανδρος Πυρκαεύς», όπου γεφυρώνει την βραδιά στον Παρνασσό προς τιμή του Παπαδιαμάντη, στην οποία ο Σκιαθίτης δεν είχε παρευρεθεί αλλά την είχε περάσει κρυμμένος στο σπίτι της οικογένειας Μπούκη, με άλλη, φανταστική, στη σημερινή Σκιάθο των τουριστών. Όχι, όμως, στην πόλη της Σκιάθου, αλλά στην απόμερη τοποθεσία της Παναγίας της Κεχριάς, όπου το φάσμα του Σκιαθίτη ψάλλει το «Πεποικιλμένη». Κυρίως, όμως, πρόκειται για αφηγήσεις αυτοβιογραφικού χαρακτήρα από τον καιρό που ήταν δάσκαλος ή και ακόμη νωρίτερα, τα τελευταία χρόνια του Γυμνασίου και τα πρώτα φοιτητικά, από νεανικές συντροφιές που μαζεύονταν στα βραχάκια της Χαλκίδος. Κάποια άλλα γράφονται ως βιβλιοπαρουσιάσεις, μόνο που ο Τριανταφυλλόπουλος αρνείται να συντάξει μια καθαρόαιμη άρα και αποστεγνωμένη βιβλιοκρισία. Εμπλουτίζει το κείμενό του με πληροφορίες από τη φιλολογική του σκευή, όμως οι συνειρμοί του τον τραβούν σε περιδιαβάσεις εντός πάντοτε του παπαδιαμαντικού πεδίου, μακράν όμως του συγκεκριμένου βιβλίου.
Φιλόλογος ή πεζογράφος ο Τριανταφυλλόπουλος, παραμένει ένας “λεξικομανής”, όπως και ο ίδιος αυτοχαρακτηρίζεται, στο κείμενό του περί οάσεως. Αναζητεί τη συγκεκριμένη λέξη στο λεξικό του Σταματάκου και βρίσκει ως παράδειγμα τη φράση: «Ο Παπαδιαμάντης αποτελεί όασιν εν τη Νεοελληνική πεζογραφία». Την αναζητεί στου Δημητράκου, και απαντάει το ίδιο παράδειγμα να επαναλαμβάνεται. Βέβαιος πως θα τριτώσει, την ψάχνει και στο λεξικό της «Πρωίας», όπου, όμως, το παράδειγμα αλλάζει: «Ο Σολωμός αποτελεί όασιν εν τη νεοελληνική ποιήσει». Οπότε, ενθυμούμενος τον Ελύτη και την παρότρυνσή του, “μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη”, καταλήγει στο συμπέρασμα πως ενίοτε οι λεξικογράφοι προηγούνται των ποιητών. Αυτό, ως παράδειγμα, της παιγνιώδους όσο και εποικοδομητικής λεξικομανίας του Τριανταφυλλόπουλου, στην οποία οφείλουμε και την ανάδυση του μεταφραστή Παπαδιαμάντη. Ένα αρχιπέλαγος ανώνυμων μεταφρασμάτων, που αποδόθηκαν τελικά στον δημιουργό τους χάρις στην λεξικομανία του φροντιστή του.
Συνοψίζοντας, πρόκειται για ένα ενδιαφέρον βιβλίο για “τον Παπαδιαμάντη μας”, που, πολύ φοβόμαστε πως θα μείνει αδιάβαστο, όπως ουσιαστικά αδιάβαστος παραμένει και ο ίδιος ο Σκιαθίτης. Γι’ αυτό, όποιος νεότερος συγγραφέας πορίζεται από αυτόν ή, λ.χ., από τον Ν.Γ.Πεντζίκη, μπορεί να κοιμάται ήσυχος. Ό,τι θέλει μπορεί να δανειστεί, μια ιδέα, έναν ή περισσότερους ήρωες, μια επιμέρους σκηνή, ακόμη και έναν ακέραιο ή ελαφρώς παραποιημένο τίτλο, ουδείς θα το αντιληφθεί. Αντιθέτως, θα τον επαινέσουν για το αινιγματικό και ιδιόρρυθμο του τίτλου. Ίσως, μάλιστα, κάποιος φιλόλογος να σχολιάσει τυχόν γραμματική ιδιοτροπία, από τις συνήθεις στον Παπαδιαμάντη, όπως η σύζευξη δυο ουσιαστικών, στη γενική το πρώτο, στην ονομαστική το δεύτερο. Κατά τα άλλα, θα αρκεστούν να αναφέρουν, όσα ο ίδιος ο δανειζόμενος τους αποκαλύψει. Για παράδειγμα, έχεις έναν μεσοπολεμικό συγγραφέα που δανείζεται μια ολόκληρη σκηνή, για να μην πούμε πως στήνει ένα ολόκληρο διήγημα, ορμώμενος από τον Παπαδιαμάντη, αλλά φοβούμενος μην τυχόν και κατηγορηθεί για λογοκλοπή ή, το πιθανότερο, για λόγους αφηγηματικής στρατηγικής, αναφέρεται εκ προοιμίου “στον Παπαδιαμάντη μας”. Μετά έρχεται ένας νεότερος, που στήνει μια ολόκληρη νουβέλα εμπνεόμενος από τον Παπαδιαμάντη, συμπεριλαμβάνοντας τη σκηνή από το διήγημα του μεσοπολεμικού. Και τι κάνουν οι σημερινοί παραλήπτες του βιβλίου του; Αναφέρουν τον μεσοπολεμικό, για τον οποίο ο ίδιος ο νεότερος έκανε λόγο σε συνέντευξή του, αλλά Παπαδιαμάντη ούτε καν που οσμίζονται. Και μάλιστα, θεωρούν πως συγγενεύει γενικότερα με τον μεσοπολεμικό, παρότι απέχει τόσο θεματικά όσο και μορφικά. Τώρα, αν υποθέσουμε πως πρόκειται για συγγραφέα, που καταφεύγει στο δανεισμό όχι από έλλειψη έμπνευσης αλλά γιατί ζητά να σηματοδοτήσει δια του ενδολογοτεχνικού διαλόγου συγγένεια του μυθοπλαστικού του κόσμου με τον παπαδιαμάντιο, άδικος ο κόπος του.
Κατά τα άλλα, όπως γράφει επιλογικά και ο Τριανταφυλλόπουλος: “Συνέδρια για τον Παπαδιαμάντη στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, στην Κρήτη, στην Κύπρο. Ημερίδες και διημερίδες εδώ κι εκεί. Ομιλίες σε κάθε πόλη. Αφιερώματα περιοδικών και εφημερίδων. Εκδόσεις, εκδόσεις, εκδόσεις.” Μεταξύ άλλων, δόθηκαν πρόσφατα σαν προσφορά εφημερίδας το πρώτο μυθιστόρημα του Παπαδιαμάντη, «Η Μετανάστις», ως ο πρώτος τόμος νεότευκτης «Βιβλιοθήκης Νεοελληνικής Γραμματείας», και το δεύτερο μυθιστόρημά του, «Οι έμποροι των εθνών», ως ο 28ος τόμος, χωρίς τον προσδιορισμό “διήγημα πρωτότυπον” το πρώτο και “μυθιστόρημα” το δεύτερο, ενώ αμφότερα απαλλάσσονται των προλόγων τους.
«Αποσπινθηρίζοντας.
Σπουδάματα στον Παπαδιαμάντη»
Εκδόσεις Ίνδικτος
Σεπτέμβριος 2008
Αν δώσουμε βάση στον υπότιτλο του βιβλίου, πρόκειται για κείμενα με θέμα τον Παπαδιαμάντη. Και πιο συγκεκριμένα, μια πρόσθετη συναγωγή δημοσιευμάτων του μελετητή Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλου για το κατ’ εξοχήν αντικείμενο τού μέχρι σήμερα φιλολογικού του έργου. Ωστόσο, ήδη το κείμενο που προτάσσεται και από το οποίο αναμένεται περαιτέρω προσδιορισμός του χαρακτήρα των δημοσιευμάτων, καίτοι φέρει τον τίτλο “προλογικό σημείωμα”, στερείται παντελώς φιλολογικού χαρακτήρα. Πρόκειται για ένα σύντομο αφήγημα ορμώμενο από τον Σκιαθίτη αλλά μη εξαντλούμενο σε αυτόν, γραμμένο από τον πεζογράφο Νίκο Τριανταφυλλόπουλο. Δεν είναι, άλλωστε, και το πρώτο. Πολλά από τα φιλολογικά σχόλια του Τριανταφυλλόπουλου ξεπερνούν τον αυστηρό φιλολογισμό και αποκτούν πνοή αφηγήματος. Αν και ακριβέστερα, σε αυτά δεν πεζογραφεί αλλά παίζω-γραφεί, όπως έγραφε ο ίδιος για τον Ν.Γ.Πεντζίκη. Μόνο που εδώ κεντάει με παπαδιαμάντια γλωσσικά νήματα. Παραπλανητικός, λοιπόν, ο υπότιτλος του βιβλίου, υποστηριζόμενος και από τις πέντε αράδες του οπισθόφυλλου, που, όπως γίνεται πάντοτε με τα σημειώματα των οπισθόφυλλων, μεγαληγορούν άνευ ουσίας.
Στο βιβλίο συγκεντρώνονται τριάντα οκτώ κείμενα, δημοσιευμένα τα περισσότερα σε περιοδικά, ένας μικρός αριθμός σε εφημερίδες και ορισμένα σε πρακτικά συνεδρίων και αφιερωματικούς τόμους. Πρόκειται για παλαιότερα κείμενα, τα περισσότερα της προηγούμενης δεκαετίας, όπου τα δύο πρώτα δημοσιεύθηκαν το 1990. Μόνο τέσσερα είναι του 2000 και δώδεκα του επετειακού έτους 2001. Τα κείμενα στο βιβλίο κατανέμονται σε τρεις ενότητες. Από επτά σε καθεμία από τις δυο πρώτες, ενώ το κυρίως σώμα των 24 κειμένων, που καλύπτουν σε έκταση σχεδόν το μισό βιβλίο, αποτελούν την τρίτη ενότητα. Ίσως, ο ισχυρισμός μας πως πρόκειται μάλλον περί αφηγημάτων παρά για μελετήματα, να ξενίσει τουλάχιστον όσο αφορά τα κείμενα της πρώτης ενότητας. Κι αυτό, γιατί ο τίτλος της ενότητας είναι «Σπουδάζοντας» και τα πέντε από τα επτά κείμενα, που είναι και τα εκτενέστερα, πρώτα εκφωνήθηκαν ως ομιλίες και μετά δημοσιεύθηκαν. Οπότε θα αναμενόταν σε μια δημόσια ανακοίνωση να υπερισχύει η γλώσσα του φιλόλογου. Ωστόσο, τις εντυπώσεις κερδίζει η διάχυση του λόγου πέραν του κυρίως θεματικού πυρήνα, που έχει όλες τις αρετές μιας παιγνιώδους όσο και ευρηματικής αφήγησης. Βεβαίως, οι θεωρητικοί της λογοτεχνίας θα χρησιμοποιούσαν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, τον δόκιμο όρο της συγκριτικής ανάγνωσης. Παρόμοιος, όμως, χαρακτηρισμός θα συνεπαγόταν το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή την αυστηρή επικέντρωση και όχι το ελεύθερο συνειρμικό πέταγμα, που δίνει στον αναγνώστη την ευχάριστη αίσθηση πως θεάται ολόκληρη τη λογοτεχνική επικράτεια, από γενέσεως Παπαδιαμάντη μέχρι, λ.χ., το θάνατο του νεότερου πεζογράφου Χρήστου Βακαλόπουλου.
Όπως και να έχει, αν αντιμετωπισθεί ως συγκριτολόγος ο Τριανταφυλλόπουλος, σκανδαλίζει προτείνοντας τη διαδοχική ανάγνωση, ενός σαιξπηρικού διαλόγου, του παπαδιαμαντικού διηγήματος «Απόλαυσις στη γειτονιά» και ενός κεφαλαίου του μοναδικού μυθιστορήματος του Κώστα Ταχτσή, «Τρίτο στεφάνι». Όπως επίσης ξενίζει ως μελετητής, όταν υπερασπίζεται τον Θεμιστοκλή Αθανασιάδη-Νόβα, παρατάσσοντας την κρίση του δίπλα σε αυτήν του Παλαμά. Κι όμως, γιατί όχι, αφού και οι δυο, με τον τρόπο τους, είχαν επισημάνει πως ο Παπαδιαμάντης δεν θυσιάζει την αλήθεια, αλλά γράφει για τα συγκεκριμένα και χειροπιαστά, γι’ αυτό και ανασταίνει τον ελληνικό λαό του καιρού του. Πιθανώς, ο Τριανταφυλλόπουλος να αφηγείται μετά παραδειγμάτων και παρεκβάσεων, γιατί γνωρίζει, ως παλαιός δάσκαλος που είναι, πως έτσι μόνο ο λόγος του αποκτά μεγάλο έρεισμα.
Στη δεύτερη ενότητα, με τίτλο, «Με αναμάρτητη οργή», τα επτά σύντομα κείμενα προδίδουν έναν οργισμένο λάτρη του παπαδιαμαντικού έργου. Έτσι κι αλλιώς, οι αφορμές δεν λείπουν. Ξεκινούν από τις ανεπαρκείς έως και ελαττωματικές μεταφράσεις διηγημάτων του Παπαδιαμάντη και φθάνουν μέχρι τα χαμένα παπαδιαμαντικά αυτόγραφα, που ουδείς ενδιαφέρθηκε για τον εντοπισμό τους. Σκόρπια σε ξένα χέρια, γνωρίζουν την ύψιστη τιμή, που, το δίχως άλλο, αποτελεί η δημοπράτησή τους στο Λονδίνο, όπως συνέβη με το χειρόγραφο του διηγήματος «Ο Αλιβάνιστος», έως την πλήρη απαξίωσή τους, όπως μπορεί να εκληφθεί το πέταμά τους σε σκουπιδοτενεκέ των Εξαρχείων. Εξαίρεση αποτελεί το πρώτο κείμενο της ενότητας, που συνιστά αρτιμελές διήγημα κωμικού χαρακτήρα, ανεξάρτητα αν έχει κι αυτό ως αφετηρία ένα πραγματικό συμβάν. Πρόκειται για το «Επεισόδιο», που έλαβε χώρα, όταν ξένος “παραπαπαδιαμαντιστής” εισχώρησε “στη χωροδεσποτεία Χαλκίδος” και ο αφηγητής, συνοδευόμενος από την μυθιστορηματική περσόνα της Ελβίρας, ξιφουλκεί εναντίον του υβριστή διαβάζοντας από τα παπαδιαμάντια πασχαλινά.
«Μετ’ έρωτος και στοργής» θα μπορούσε να είναι ο τίτλος της τρίτης ενότητας, αφού ο Τριανταφυλλόπουλος αρέσκεται να τιτλοφορεί κείμενα και βιβλία με παπαδιαμαντικές εκφράσεις. Όμως, προ ετών, είχε την φαεινή ιδέα να τον δώσει, ως νουνός, σε έτερο και μάλλον άσχετο βιβλιάριο, γι’ αυτό και αρκείται στο πρώτο σκέλος της έκφρασης. Εδώ, υπάρχουν διηγήματα, όπως το εναρκτήριο «Αλέξανδρος Πυρκαεύς», όπου γεφυρώνει την βραδιά στον Παρνασσό προς τιμή του Παπαδιαμάντη, στην οποία ο Σκιαθίτης δεν είχε παρευρεθεί αλλά την είχε περάσει κρυμμένος στο σπίτι της οικογένειας Μπούκη, με άλλη, φανταστική, στη σημερινή Σκιάθο των τουριστών. Όχι, όμως, στην πόλη της Σκιάθου, αλλά στην απόμερη τοποθεσία της Παναγίας της Κεχριάς, όπου το φάσμα του Σκιαθίτη ψάλλει το «Πεποικιλμένη». Κυρίως, όμως, πρόκειται για αφηγήσεις αυτοβιογραφικού χαρακτήρα από τον καιρό που ήταν δάσκαλος ή και ακόμη νωρίτερα, τα τελευταία χρόνια του Γυμνασίου και τα πρώτα φοιτητικά, από νεανικές συντροφιές που μαζεύονταν στα βραχάκια της Χαλκίδος. Κάποια άλλα γράφονται ως βιβλιοπαρουσιάσεις, μόνο που ο Τριανταφυλλόπουλος αρνείται να συντάξει μια καθαρόαιμη άρα και αποστεγνωμένη βιβλιοκρισία. Εμπλουτίζει το κείμενό του με πληροφορίες από τη φιλολογική του σκευή, όμως οι συνειρμοί του τον τραβούν σε περιδιαβάσεις εντός πάντοτε του παπαδιαμαντικού πεδίου, μακράν όμως του συγκεκριμένου βιβλίου.
Φιλόλογος ή πεζογράφος ο Τριανταφυλλόπουλος, παραμένει ένας “λεξικομανής”, όπως και ο ίδιος αυτοχαρακτηρίζεται, στο κείμενό του περί οάσεως. Αναζητεί τη συγκεκριμένη λέξη στο λεξικό του Σταματάκου και βρίσκει ως παράδειγμα τη φράση: «Ο Παπαδιαμάντης αποτελεί όασιν εν τη Νεοελληνική πεζογραφία». Την αναζητεί στου Δημητράκου, και απαντάει το ίδιο παράδειγμα να επαναλαμβάνεται. Βέβαιος πως θα τριτώσει, την ψάχνει και στο λεξικό της «Πρωίας», όπου, όμως, το παράδειγμα αλλάζει: «Ο Σολωμός αποτελεί όασιν εν τη νεοελληνική ποιήσει». Οπότε, ενθυμούμενος τον Ελύτη και την παρότρυνσή του, “μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη”, καταλήγει στο συμπέρασμα πως ενίοτε οι λεξικογράφοι προηγούνται των ποιητών. Αυτό, ως παράδειγμα, της παιγνιώδους όσο και εποικοδομητικής λεξικομανίας του Τριανταφυλλόπουλου, στην οποία οφείλουμε και την ανάδυση του μεταφραστή Παπαδιαμάντη. Ένα αρχιπέλαγος ανώνυμων μεταφρασμάτων, που αποδόθηκαν τελικά στον δημιουργό τους χάρις στην λεξικομανία του φροντιστή του.
Συνοψίζοντας, πρόκειται για ένα ενδιαφέρον βιβλίο για “τον Παπαδιαμάντη μας”, που, πολύ φοβόμαστε πως θα μείνει αδιάβαστο, όπως ουσιαστικά αδιάβαστος παραμένει και ο ίδιος ο Σκιαθίτης. Γι’ αυτό, όποιος νεότερος συγγραφέας πορίζεται από αυτόν ή, λ.χ., από τον Ν.Γ.Πεντζίκη, μπορεί να κοιμάται ήσυχος. Ό,τι θέλει μπορεί να δανειστεί, μια ιδέα, έναν ή περισσότερους ήρωες, μια επιμέρους σκηνή, ακόμη και έναν ακέραιο ή ελαφρώς παραποιημένο τίτλο, ουδείς θα το αντιληφθεί. Αντιθέτως, θα τον επαινέσουν για το αινιγματικό και ιδιόρρυθμο του τίτλου. Ίσως, μάλιστα, κάποιος φιλόλογος να σχολιάσει τυχόν γραμματική ιδιοτροπία, από τις συνήθεις στον Παπαδιαμάντη, όπως η σύζευξη δυο ουσιαστικών, στη γενική το πρώτο, στην ονομαστική το δεύτερο. Κατά τα άλλα, θα αρκεστούν να αναφέρουν, όσα ο ίδιος ο δανειζόμενος τους αποκαλύψει. Για παράδειγμα, έχεις έναν μεσοπολεμικό συγγραφέα που δανείζεται μια ολόκληρη σκηνή, για να μην πούμε πως στήνει ένα ολόκληρο διήγημα, ορμώμενος από τον Παπαδιαμάντη, αλλά φοβούμενος μην τυχόν και κατηγορηθεί για λογοκλοπή ή, το πιθανότερο, για λόγους αφηγηματικής στρατηγικής, αναφέρεται εκ προοιμίου “στον Παπαδιαμάντη μας”. Μετά έρχεται ένας νεότερος, που στήνει μια ολόκληρη νουβέλα εμπνεόμενος από τον Παπαδιαμάντη, συμπεριλαμβάνοντας τη σκηνή από το διήγημα του μεσοπολεμικού. Και τι κάνουν οι σημερινοί παραλήπτες του βιβλίου του; Αναφέρουν τον μεσοπολεμικό, για τον οποίο ο ίδιος ο νεότερος έκανε λόγο σε συνέντευξή του, αλλά Παπαδιαμάντη ούτε καν που οσμίζονται. Και μάλιστα, θεωρούν πως συγγενεύει γενικότερα με τον μεσοπολεμικό, παρότι απέχει τόσο θεματικά όσο και μορφικά. Τώρα, αν υποθέσουμε πως πρόκειται για συγγραφέα, που καταφεύγει στο δανεισμό όχι από έλλειψη έμπνευσης αλλά γιατί ζητά να σηματοδοτήσει δια του ενδολογοτεχνικού διαλόγου συγγένεια του μυθοπλαστικού του κόσμου με τον παπαδιαμάντιο, άδικος ο κόπος του.
Κατά τα άλλα, όπως γράφει επιλογικά και ο Τριανταφυλλόπουλος: “Συνέδρια για τον Παπαδιαμάντη στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, στην Κρήτη, στην Κύπρο. Ημερίδες και διημερίδες εδώ κι εκεί. Ομιλίες σε κάθε πόλη. Αφιερώματα περιοδικών και εφημερίδων. Εκδόσεις, εκδόσεις, εκδόσεις.” Μεταξύ άλλων, δόθηκαν πρόσφατα σαν προσφορά εφημερίδας το πρώτο μυθιστόρημα του Παπαδιαμάντη, «Η Μετανάστις», ως ο πρώτος τόμος νεότευκτης «Βιβλιοθήκης Νεοελληνικής Γραμματείας», και το δεύτερο μυθιστόρημά του, «Οι έμποροι των εθνών», ως ο 28ος τόμος, χωρίς τον προσδιορισμό “διήγημα πρωτότυπον” το πρώτο και “μυθιστόρημα” το δεύτερο, ενώ αμφότερα απαλλάσσονται των προλόγων τους.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου