Μεγάλο κεφάλαιο οι προσφορές για τις εφημερίδες. Από τροχοφόρα 4x4 και ταχύπλοα μέχρι βιβλία και σιντί, τείνουν να καλύψουν το σύνολο των καταναλωτικών αγαθών. Το ένα εκατοστό της εφευρετικότητας που δείχνουν στον τομέα των προσφορών, αν διοχέτευαν στην κατάρτιση της ύλης, μπορεί να μην είχε αποδεκατιστεί το αναγνωστικό τους κοινό. Δεν θα πρέπει, ωστόσο, να βάζουμε όλες τις προσφορές στο ίδιο τσουβάλι. Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, που παρατηρείται μετατόπιση από τα αμιγώς καταναλωτικά αγαθά στα προσφέροντα πνευματική τροφή και πρωτίστως, στο βιβλίο. Οι εφημερίδες φαίνεται να έχουν επιδοθεί σε μια ευγενή άμιλλα ποια θα μορφώσει καλύτερα το αναγνωστικό της κοινό, καταρτίζοντας πάσης φύσεως σειρές. Παρατηρούμε ότι επικεντρώνονται σε βιβλία τέχνης, δηλαδή ότι δίνουν βάρος στην αισθητική καλλιέργεια. Πιθανώς και θεωρώντας τη λογοτεχνική κατάρτιση των αναγνωστών τους ως δεδομένη. Όπως και να έχει, λιγοστές είναι οι προσφορές σειρών στο χώρο της λογοτεχνίας και δη της ελληνικής. Σε αυτόν, ακριβώς, τον τομέα, λαμπρή εξαίρεση συνιστά η εφημερίδα «Το Βήμα», που ανέκαθεν έδινε μεγάλη σημασία στο ελληνικό βιβλίο. Η τελευταία προσφορά της εφημερίδας ήταν η Βιβλιοθήκη Νεοελληνικής Γραμματείας, που ξεκίνησε την άνοιξη και υποσχόταν να επεκταθεί και στους καλοκαιρινούς μήνες. Μάλιστα, αρκετοί λάτρες της ελληνικής λογοτεχνίας είχαν ελπίσει πως δεν θα χρειαζόταν να κουβαλήσουν βιβλία στον τόπο του παραθερισμού και πως μόλις με δυο ευρώ θα κάλυπταν τις ανάγκες ενημέρωσης και αναγνωστικής απόλαυσης. Ατύχησαν, όμως, καθώς οι ιθύνοντες της εφημερίδας αποφάσισαν πως η νεοελληνική γραμματεία και δη η παλαιότερη, στην οποία επικεντρωνόταν η σειρά, θα έπεφτε βαριά μέσα στο κατακαλόκαιρο. Χωρίς προειδοποίηση και παρά τη διαφημιστική καμπάνια, που είχε προηγηθεί, για πληρότητα της σειράς, στα μέσα Ιουλίου την σταμάτησαν, αντικαθιστώντας την με πλέον εύπεπτα αναγνώσματα. Ολίγον Γιάννη Μαρή με ολίγον Ζεράρ ντε Βιλλιέ. Όπως και να έχει, η σειρά έφτασε αισίως στον 56ο τόμο με τις ιστορίες του Αργύρη Εφταλιώτη. Στον εν λόγω τόμο, πιθανώς προς παρηγορία όσων αναγνωστών τυχόν θα ήθελαν να συνεχίσουν την εντρύφηση στην πεζογραφική μας παράδοση, δημοσιεύτηκε ο κατάλογος της σειράς Νεοελληνικής Γραμματείας των εκδόσεων Πελεκάνος, στην οποία στηρίχτηκαν οι αναδημοσιεύσεις των τόμων που πρόσφερε η εφημερίδα. Ο εν λόγω κατάλογος φθάνει τους 172 τόμους, στους οποίους περιλαμβάνονται και τα απομνημονεύματα αγωνιστών της Ελληνικής Επανάστασης, που αυτά, σίγουρα, θα έπεφταν βαριά στο σημερινό αναγνωστικό κοινό.
Αρκεί μια σύντομη ματιά στις δυο σειρές, την “κουτσή” του «Βήματος» και την “μητρική” του «Πελεκάνου», για να φανεί η εξέχουσα θέση που έδωσε η εφημερίδα στον Παπαδιαμάντη. Με αυτόν επέλεξε να ξεκινήσει και όλους τους τόμους Παπαδιαμάντη της σειράς του «Πελεκάνου» τους ανατύπωσε. Πλην δυο, με χριστουγεννιάτικα και πασχαλινά διηγήματα, που, έτσι κι αλλιώς, δεν ταιριάζουν στον νεόκοπο, μοδάτο Παπαδιαμάντη. Πρώτος τόμος της σειράς του «Βήματος» είναι «Η μετανάστις», ακολουθούν «Οι έμποροι των εθνών», «Η φόνισσα», «Η γυφτοπούλα» και ένας τελευταίος, ο 51ος, ο «Χρήστος Μηλιόνης». Δηλαδή, ολόκληρος ο μυθιστορηματικός Παπαδιαμάντης. Εν μέσω αυτών, παρεμβάλλεται ένας τόμος με “23 αριστουργηματικά διηγήματα” του Σκιαθίτη. Βεβαίως, το παπαδιαμαντικό κείμενο δεινοπαθεί ελαφρώς, καθώς αφαιρούνται κάποιοι πρόλογοι, που ίσως να δυσκόλευαν τον αναγνώστη, ενώ παρεισφρέουν ουκ ολίγα τυπογραφικά λάθη. Από την άλλη, αφήνεται να κολυμπήσει μόνο του. Ούτε γλωσσάρι για τυχόν ανεξοικείωτους στην παπαδιαμαντική γλώσσα προβλέπεται ούτε συνοδευτικά κείμενα ειδημόνων. Υπό αυτούς τους όρους, ο «Χρήστος Μηλιόνης», που πολλοί θεωρούν νουβέλα και όχι μυθιστόρημα, δεν φτάνει ούτε για ένα ισχνό τομίδιο, όπως εκείνο της «Φόνισσας». Γι’ αυτό προστίθεται ως συνοδευτικό ένα διήγημα από “τα μετά θάνατον” δημοσιευμένα, «Ο Γάμος του Καραχμέτη». Το 1885, δυο χρόνια πριν το πρώτο καθαρόαιμο διήγημα «Το Χριστόψωμο», δημοσιεύτηκε ο «Χρήστος Μηλιόνης», το 1910 πιθανολογείται πως γράφτηκε «Ο Γάμος του Καραχμέτη». Η επιλογή του διηγήματος θα μπορούσε να οφείλεται στο χρόνο δράσης. Και τα δυο διαδραματίζονται στα προεπαναστατικά χρόνια. Γεγονός που δεν εκπλήσσει όσο αφορά τον «Χρήστο Μηλιόνη», αφού όλα τα μυθιστορήματα εκτυλίσσονται σε παλαιότερες εποχές, οι ιστορίες, όμως, των διηγημάτων είναι οι περισσότερες συγκαιρινές του Παπαδιαμάντη, με εξαίρεση κάποια από τα όψιμά του, όπως το συγκεκριμένο.
Κατά τα άλλα, και χωρίς να αμφισβητούμε τις αρετές του διηγήματος, τολμούμε να ισχυριστούμε πως συνιστά κάκιστη επιλογή. Ό,τι είχε αρχίσει να εδραιώνεται η φήμη ενός παγκοσμιοποιημένου Παπαδιαμάντη, τόσο με το χειμερινό θεατρικό δρώμενο, όπου σερβιριζόταν σάντουιτς με τον νομπελίστα Μαρκές, όσο και με τα ποικίλα δημοσιεύματα, που τονίζουν, μεταξύ πλείστων άλλων, και τον ανεξίθρησκο χαρακτήρα των διηγημάτων του. Δεν χρειαζόταν να προβληθεί ένα διήγημα, που θα μπορούσε να του κοστίσει τον χαρακτηρισμό του μισογύνη, ακόμη χειρότερο και από αυτόν του κοσμοκαλόγερου, ο οποίος, σε τελική ανάλυση, ενέχει και μια δόση γραφικότητας. Και καθόλου δεν τον σώζει η δικαιολογία που προβάλλει ο αφηγητής πως τάχατες δεν είναι δικής του έμπνευσης η ιστορία και πως αυτός απλώς την αναδιηγείται όπως την άκουσε. Οι αναγνώστριες, που θα ξεκοκκαλίσουν το βιβλίο του παρά θιν’ αλός είναι διαβασμένες και δεν χάφτουν παρόμοια μορφικά εφευρήματα.
Μισογύνης, λοιπόν, ο Παπαδιαμάντης, γιατί ναι μεν στα προεπαναστατικά χρόνια ίσχυε η πλήρης “υποταγή της θηλείας εις τον άρρενα”, αλλά ο ήρωάς του, ο Κουμπής του Νικολέτου το παράκανε. Ευκατάστατος Σκιαθίτης δεσποτικού χαρακτήρα, γύρω στα πενήντα, δεκαπέντε χρόνια παντρεμένος με την σαραντάρα Σεραϊνώ, δεν είχε αποκτήσει παιδιά. Στέρφα η Σεραϊνώ, όπως και η ατυχής Διαλεχτή στο πρώτο διήγημα του Παπαδιαμάντη, «Το Χριστόψωμο». Εκείνη προσπάθησε να την δηλητηριάσει η πεθερά της, την Σεραϊνώ την περιποιήθηκε ο σύμβιός της. Παλλακίδα δεν απέκτησε, γιατί τιμούσε, λέει, το στεφάνι του. Στεφανώθηκε, όμως, με παπά και με κουμπάρο την τριαντάχρονη γειτόνισσά τους, την Λελούδα, όνομα και πράγμα, χωρίς να χαλάσει το πρώτο του στεφάνι. Χρησιμοποιώντας ο αθεόφοβος ως συνεργό την απονήρευτη Σεραϊνώ απήγαγε τη Λελούδα, την “επήγε απάνω στην φρεγάδα τη Τούρκικη, που ήταν αραγμένη εκεί κάτω, στο Μέγα-Γιαλό, κ’ επήρ’ έναν παπά με το στανιό να τον στεφανώσει”. Και όλα αυτά, γιατί τα είχε καλά με τον Καπετάν Πασά, τον Καρά-Αχμέτι. Έτσι του βγήκε και το παρατσούκλι Καραχμέτης, που έμεινε και σε ολόκληρο το σόι του, καταπώς διηγείται ο μπάρμπα-Γιώργης σε ένα άλλο διήγημα, «Τα Ρόδιν’ ακρογιάλια», που δημοσιεύτηκε το 1908.
Όπως μας πληροφορεί η Μαρία Γκασούκα, που έχει ασχοληθεί με την κοινωνική θέση των γυναικών στο έργο του Παπαδιαμάντη, ο ισχύων, τότε, Ποινικός Νόμος αντιμετώπιζε με επιείκεια παρόμοιες περιπτώσεις, περιοριζόμενος σε επιβολές μικρών χρηματικών προστίμων. Κατά τα άλλα, ο αφηγητής τάσσεται με τη Σεραϊνώ, που όχι μόνο, τα αποδέχεται όλα αλλά και ζητά να παραμείνει κάτω από την ίδια στέγη για να του μεγαλώσει τα παιδιά του, “Αγία ψυχή”, παραδέχεται ο ίδιος ο Κουμπής. Όχι μόνο μεταφορικώς, όπως ενίοτε λέγεται για κάποιες γυναίκες μέχρι και σήμερα, αλλά και κυριολεκτώντας, αφού πεθαίνει δέκα ή δώδεκα χρόνια αργότερα και κατά την ανακομιδή των λειψάνων της, τρία χρόνια μετά, “τα κόκκαλά της είχαν ευωδιάσει”. Αντιθέτως, ο αφηγητής καθ’ όλη τη διήγηση ειρωνεύεται τον Κουμπή και ουδόλως αναφέρεται στο τέλος του. Ακριβώς, όπως αποσιωπά τι απέγινε ο εξωμότης Καμπόσος στον «Χρήστο Μηλιόνη». Πάγια τακτική του Παπαδιαμάντη για τους δόλιους ή αρνητικούς ήρωες, όπως λέμε σήμερα. Παρεμπιπτόντως, εξωμότης είναι και ο κουμπάρος στον γάμο του Καραχμέτη. Ένας έξυπνος Γραικός, γραμματέας του Καπετάν Πασά, που τυχαίνει Φαναριώτης. Παρόλο που το διήγημα θα χαρακτηριζόταν δραματικού χαρακτήρα, η σκηνή του στεφανώματος πάνω στη τουρκική φρεγάδα είναι μια από τις απολαυστικότερες του Παπαδιαμάντη.
Αυτή η μεταθανάτια δικαίωση της Σεραϊνώς μάλλον δεν θα απαλύνει τη δυσάρεστη εντύπωση ότι πρόκειται σαφώς για έναν μισογύνη συγγραφέα. Κάπως έτσι, μια σημερινή αναγνώστρια, που θα ξεκινήσει το τομίδιο από το δεύτερο διήγημα, παρακινημένη από τον τίτλο του αλλά και τη συντομία του, το πιθανότερο να το πετάξει, χωρίς να διαβάσει την αναπλασμένη ιστορία του κλέφτη της Ρούμελης, τον οποίο ούτε κατ’ όνομα δεν έχει ακουστά. Κι όμως, η ηρωίδα του «Χρήστου Μηλιόνη», η Βασίλω, η “αναδεκτή” του Χρήστου Μηλιόνη, επιδεικνύει μετά την αρπαγή της από τον Χαλήλ Αγά τόλμη αντίστοιχη με αυτή που αναμένεται από έναν άντρα. Δεν διστάζει να μεταμφιεστεί σε Τούρκο έφηβο και όχι μόνο δραπετεύει από το χαρέμι αλλά και μπαίνει στο απόσπασμα που καταδίωκε το νονό της. Όπως και η γριά Σκεύω που ντύθηκε άντρας για να πάει “βαρδιάνος στα σπόρκα” να παρασταθεί στο γιο της. Αν και θεωρητικώς ομιλούντες, όπως παρατηρεί η Μαίρη Μικέ, που καταγράφει τις μεταμφιέσεις στη νεοελληνική πεζογραφία των δυο τελευταίων αιώνων, στην περίπτωση της Βασίλως, η τόλμη περισσεύει, καθόσον πρόκειται περί “διπλής παρενδυσίας”: από γυναίκα σε άντρα και από Ελληνίδα σε Τούρκο.
Τελικά, πιστεύουμε πως όποιος διαβάσει ολόκληρο το τομίδιο θα θαυμάσει τις Ρωμιές του Παπαδιαμάντη, που δεν έκαναν σκόντο στα αισθήματά τους προς ίδιον όφελος. “Κανένας δεν μίλησε για τη Ρωμιά όπως ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης”, έγραφε ο Ζήσιμος Λορεντζάτος. Στο ομότιτλο δοκίμιό του, αναφέρει λιγοστά ονόματα παπαδιαμαντικών ηρωίδων, ανάμεσα σε αυτά και το Σεραϊνώ, που απαντάται μια μόνο φορά, στον «Γάμο του Καραχμέτη». Να διαβάζουμε Άγγλους, Γάλλους, Πορτογάλους, ακόμη και σε δύσπεπτες μεταφράσεις, ποιος λέει όχι! Να διαβάζουμε τους νεότερους Έλληνες, αλίμονο! Όμως και λίγη πεζογραφική παράδοση δεν βλάπτει. Αντιθέτως, βοηθά τις συγκρίσεις, σταθμίζοντας τις αλλαγές.
Αρκεί μια σύντομη ματιά στις δυο σειρές, την “κουτσή” του «Βήματος» και την “μητρική” του «Πελεκάνου», για να φανεί η εξέχουσα θέση που έδωσε η εφημερίδα στον Παπαδιαμάντη. Με αυτόν επέλεξε να ξεκινήσει και όλους τους τόμους Παπαδιαμάντη της σειράς του «Πελεκάνου» τους ανατύπωσε. Πλην δυο, με χριστουγεννιάτικα και πασχαλινά διηγήματα, που, έτσι κι αλλιώς, δεν ταιριάζουν στον νεόκοπο, μοδάτο Παπαδιαμάντη. Πρώτος τόμος της σειράς του «Βήματος» είναι «Η μετανάστις», ακολουθούν «Οι έμποροι των εθνών», «Η φόνισσα», «Η γυφτοπούλα» και ένας τελευταίος, ο 51ος, ο «Χρήστος Μηλιόνης». Δηλαδή, ολόκληρος ο μυθιστορηματικός Παπαδιαμάντης. Εν μέσω αυτών, παρεμβάλλεται ένας τόμος με “23 αριστουργηματικά διηγήματα” του Σκιαθίτη. Βεβαίως, το παπαδιαμαντικό κείμενο δεινοπαθεί ελαφρώς, καθώς αφαιρούνται κάποιοι πρόλογοι, που ίσως να δυσκόλευαν τον αναγνώστη, ενώ παρεισφρέουν ουκ ολίγα τυπογραφικά λάθη. Από την άλλη, αφήνεται να κολυμπήσει μόνο του. Ούτε γλωσσάρι για τυχόν ανεξοικείωτους στην παπαδιαμαντική γλώσσα προβλέπεται ούτε συνοδευτικά κείμενα ειδημόνων. Υπό αυτούς τους όρους, ο «Χρήστος Μηλιόνης», που πολλοί θεωρούν νουβέλα και όχι μυθιστόρημα, δεν φτάνει ούτε για ένα ισχνό τομίδιο, όπως εκείνο της «Φόνισσας». Γι’ αυτό προστίθεται ως συνοδευτικό ένα διήγημα από “τα μετά θάνατον” δημοσιευμένα, «Ο Γάμος του Καραχμέτη». Το 1885, δυο χρόνια πριν το πρώτο καθαρόαιμο διήγημα «Το Χριστόψωμο», δημοσιεύτηκε ο «Χρήστος Μηλιόνης», το 1910 πιθανολογείται πως γράφτηκε «Ο Γάμος του Καραχμέτη». Η επιλογή του διηγήματος θα μπορούσε να οφείλεται στο χρόνο δράσης. Και τα δυο διαδραματίζονται στα προεπαναστατικά χρόνια. Γεγονός που δεν εκπλήσσει όσο αφορά τον «Χρήστο Μηλιόνη», αφού όλα τα μυθιστορήματα εκτυλίσσονται σε παλαιότερες εποχές, οι ιστορίες, όμως, των διηγημάτων είναι οι περισσότερες συγκαιρινές του Παπαδιαμάντη, με εξαίρεση κάποια από τα όψιμά του, όπως το συγκεκριμένο.
Κατά τα άλλα, και χωρίς να αμφισβητούμε τις αρετές του διηγήματος, τολμούμε να ισχυριστούμε πως συνιστά κάκιστη επιλογή. Ό,τι είχε αρχίσει να εδραιώνεται η φήμη ενός παγκοσμιοποιημένου Παπαδιαμάντη, τόσο με το χειμερινό θεατρικό δρώμενο, όπου σερβιριζόταν σάντουιτς με τον νομπελίστα Μαρκές, όσο και με τα ποικίλα δημοσιεύματα, που τονίζουν, μεταξύ πλείστων άλλων, και τον ανεξίθρησκο χαρακτήρα των διηγημάτων του. Δεν χρειαζόταν να προβληθεί ένα διήγημα, που θα μπορούσε να του κοστίσει τον χαρακτηρισμό του μισογύνη, ακόμη χειρότερο και από αυτόν του κοσμοκαλόγερου, ο οποίος, σε τελική ανάλυση, ενέχει και μια δόση γραφικότητας. Και καθόλου δεν τον σώζει η δικαιολογία που προβάλλει ο αφηγητής πως τάχατες δεν είναι δικής του έμπνευσης η ιστορία και πως αυτός απλώς την αναδιηγείται όπως την άκουσε. Οι αναγνώστριες, που θα ξεκοκκαλίσουν το βιβλίο του παρά θιν’ αλός είναι διαβασμένες και δεν χάφτουν παρόμοια μορφικά εφευρήματα.
Μισογύνης, λοιπόν, ο Παπαδιαμάντης, γιατί ναι μεν στα προεπαναστατικά χρόνια ίσχυε η πλήρης “υποταγή της θηλείας εις τον άρρενα”, αλλά ο ήρωάς του, ο Κουμπής του Νικολέτου το παράκανε. Ευκατάστατος Σκιαθίτης δεσποτικού χαρακτήρα, γύρω στα πενήντα, δεκαπέντε χρόνια παντρεμένος με την σαραντάρα Σεραϊνώ, δεν είχε αποκτήσει παιδιά. Στέρφα η Σεραϊνώ, όπως και η ατυχής Διαλεχτή στο πρώτο διήγημα του Παπαδιαμάντη, «Το Χριστόψωμο». Εκείνη προσπάθησε να την δηλητηριάσει η πεθερά της, την Σεραϊνώ την περιποιήθηκε ο σύμβιός της. Παλλακίδα δεν απέκτησε, γιατί τιμούσε, λέει, το στεφάνι του. Στεφανώθηκε, όμως, με παπά και με κουμπάρο την τριαντάχρονη γειτόνισσά τους, την Λελούδα, όνομα και πράγμα, χωρίς να χαλάσει το πρώτο του στεφάνι. Χρησιμοποιώντας ο αθεόφοβος ως συνεργό την απονήρευτη Σεραϊνώ απήγαγε τη Λελούδα, την “επήγε απάνω στην φρεγάδα τη Τούρκικη, που ήταν αραγμένη εκεί κάτω, στο Μέγα-Γιαλό, κ’ επήρ’ έναν παπά με το στανιό να τον στεφανώσει”. Και όλα αυτά, γιατί τα είχε καλά με τον Καπετάν Πασά, τον Καρά-Αχμέτι. Έτσι του βγήκε και το παρατσούκλι Καραχμέτης, που έμεινε και σε ολόκληρο το σόι του, καταπώς διηγείται ο μπάρμπα-Γιώργης σε ένα άλλο διήγημα, «Τα Ρόδιν’ ακρογιάλια», που δημοσιεύτηκε το 1908.
Όπως μας πληροφορεί η Μαρία Γκασούκα, που έχει ασχοληθεί με την κοινωνική θέση των γυναικών στο έργο του Παπαδιαμάντη, ο ισχύων, τότε, Ποινικός Νόμος αντιμετώπιζε με επιείκεια παρόμοιες περιπτώσεις, περιοριζόμενος σε επιβολές μικρών χρηματικών προστίμων. Κατά τα άλλα, ο αφηγητής τάσσεται με τη Σεραϊνώ, που όχι μόνο, τα αποδέχεται όλα αλλά και ζητά να παραμείνει κάτω από την ίδια στέγη για να του μεγαλώσει τα παιδιά του, “Αγία ψυχή”, παραδέχεται ο ίδιος ο Κουμπής. Όχι μόνο μεταφορικώς, όπως ενίοτε λέγεται για κάποιες γυναίκες μέχρι και σήμερα, αλλά και κυριολεκτώντας, αφού πεθαίνει δέκα ή δώδεκα χρόνια αργότερα και κατά την ανακομιδή των λειψάνων της, τρία χρόνια μετά, “τα κόκκαλά της είχαν ευωδιάσει”. Αντιθέτως, ο αφηγητής καθ’ όλη τη διήγηση ειρωνεύεται τον Κουμπή και ουδόλως αναφέρεται στο τέλος του. Ακριβώς, όπως αποσιωπά τι απέγινε ο εξωμότης Καμπόσος στον «Χρήστο Μηλιόνη». Πάγια τακτική του Παπαδιαμάντη για τους δόλιους ή αρνητικούς ήρωες, όπως λέμε σήμερα. Παρεμπιπτόντως, εξωμότης είναι και ο κουμπάρος στον γάμο του Καραχμέτη. Ένας έξυπνος Γραικός, γραμματέας του Καπετάν Πασά, που τυχαίνει Φαναριώτης. Παρόλο που το διήγημα θα χαρακτηριζόταν δραματικού χαρακτήρα, η σκηνή του στεφανώματος πάνω στη τουρκική φρεγάδα είναι μια από τις απολαυστικότερες του Παπαδιαμάντη.
Αυτή η μεταθανάτια δικαίωση της Σεραϊνώς μάλλον δεν θα απαλύνει τη δυσάρεστη εντύπωση ότι πρόκειται σαφώς για έναν μισογύνη συγγραφέα. Κάπως έτσι, μια σημερινή αναγνώστρια, που θα ξεκινήσει το τομίδιο από το δεύτερο διήγημα, παρακινημένη από τον τίτλο του αλλά και τη συντομία του, το πιθανότερο να το πετάξει, χωρίς να διαβάσει την αναπλασμένη ιστορία του κλέφτη της Ρούμελης, τον οποίο ούτε κατ’ όνομα δεν έχει ακουστά. Κι όμως, η ηρωίδα του «Χρήστου Μηλιόνη», η Βασίλω, η “αναδεκτή” του Χρήστου Μηλιόνη, επιδεικνύει μετά την αρπαγή της από τον Χαλήλ Αγά τόλμη αντίστοιχη με αυτή που αναμένεται από έναν άντρα. Δεν διστάζει να μεταμφιεστεί σε Τούρκο έφηβο και όχι μόνο δραπετεύει από το χαρέμι αλλά και μπαίνει στο απόσπασμα που καταδίωκε το νονό της. Όπως και η γριά Σκεύω που ντύθηκε άντρας για να πάει “βαρδιάνος στα σπόρκα” να παρασταθεί στο γιο της. Αν και θεωρητικώς ομιλούντες, όπως παρατηρεί η Μαίρη Μικέ, που καταγράφει τις μεταμφιέσεις στη νεοελληνική πεζογραφία των δυο τελευταίων αιώνων, στην περίπτωση της Βασίλως, η τόλμη περισσεύει, καθόσον πρόκειται περί “διπλής παρενδυσίας”: από γυναίκα σε άντρα και από Ελληνίδα σε Τούρκο.
Τελικά, πιστεύουμε πως όποιος διαβάσει ολόκληρο το τομίδιο θα θαυμάσει τις Ρωμιές του Παπαδιαμάντη, που δεν έκαναν σκόντο στα αισθήματά τους προς ίδιον όφελος. “Κανένας δεν μίλησε για τη Ρωμιά όπως ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης”, έγραφε ο Ζήσιμος Λορεντζάτος. Στο ομότιτλο δοκίμιό του, αναφέρει λιγοστά ονόματα παπαδιαμαντικών ηρωίδων, ανάμεσα σε αυτά και το Σεραϊνώ, που απαντάται μια μόνο φορά, στον «Γάμο του Καραχμέτη». Να διαβάζουμε Άγγλους, Γάλλους, Πορτογάλους, ακόμη και σε δύσπεπτες μεταφράσεις, ποιος λέει όχι! Να διαβάζουμε τους νεότερους Έλληνες, αλίμονο! Όμως και λίγη πεζογραφική παράδοση δεν βλάπτει. Αντιθέτως, βοηθά τις συγκρίσεις, σταθμίζοντας τις αλλαγές.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου