«Φωτογραφείον
“Το Μάνεσι” Ιω. Π. Καραμάνου»
Επιμέλεια Βάλια Καραμάνου
Έκδοση Δήμος Μιδέας -
Γαβριηλίδης, 2009
Το θέμα “φωτογραφία” στη χώρα μας είναι αρκετά παρεξηγημένο. Ενώ λειτουργούν πανεπιστημιακές σχολές φωτογραφίας και τα τελευταία 10-20 χρόνια γκαλερί και μουσεία κατακλύζονται από ένα πλήθος φωτογραφικών εκθέσεων, βιβλιογραφικά το παρελθόν της ελληνικής φωτογραφίας βρίσκεται σε δυσανάλογα χαμηλή στάθμη. Μαζί με αναδρομικές ή ατομικές εκθέσεις φωτογράφων εκδίδονται, βεβαίως, σχετικές μονογραφίες, αλλά δεν είναι παρά κόκκος άμμου μέσα στην ανεξερεύνητη έρημο της γηγενούς φωτογραφίας. Όσον αφορά το παρελθόν της, το οποίο και πάσχει, οι πάντες καταφεύγουν προς ενημέρωση στην «Ιστορία της Ελληνικής Φωτογραφίας 1839-1970» του Άλκη Ξ. Ξανθάκη. Είναι η μόνη υπάρχουσα και παρά τις αδυναμίες της θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια πρώτη εισαγωγή στο θέμα. Σ’ αυτό το παράδοξο έρχεται να προστεθεί ο δοκιμιογραφικού χαρακτήρα σχολιασμός γύρω από τη φωτογραφία, ο οποίος, σε αντίθεση προς την αρχειακή έρευνα, βρίσκεται σε πλήρη άνθηση. Τι ακριβώς λειτουργεί ως αντιπερισπασμός, λ.χ. στις πανεπιστημιακές σχολές και τις αναχαιτίζει στην εξερεύνηση του φωτογραφικού παρελθόντος, παραμένει ζητούμενο. Πάντως, η πλέον αδικημένη σ’ αυτόν τον τομέα είναι η περιφέρεια. Μπορεί αφοριστική ως διατύπωση, ωστόσο επιβεβαιώνεται από την τρέχουσα εκθεσιακή πραγματικότητα. Στις πολυάριθμες φωτογραφικές εκθέσεις των τελευταίων ετών μόνο δύο εκθέσεις, ευτυχώς υψηλών προδιαγραφών, μπορούμε να μνημονεύσουμε για αφανείς φωτογράφους εκτός Αθηνών. Η πρώτη, με τίτλο «Φωτογραφικά πορτρέτα από την Καστοριά και την περιοχή της την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα», όπου εκτέθηκαν φωτογραφίες από γυάλινες πλάκες του καστοριανού φωτογράφου Λεωνίδα Παπάζογλου (1872-1918), οργανώθηκε στο Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης (27/10-5/12/04) από τον πρόσφατα θανόντα συλλέκτη-ερευνητή Γιώργο Γκολομπία. Είχε το επιπλέον προσόν να συνοδεύεται με υποδειγματική στην τεκμηρίωσή της έκδοση (κατάλογο). Επρόκειτο, εν ολίγοις, για εντυπωσιακή αποκάλυψη ενός εντελώς άγνωστου φωτογράφου του βορειοελλαδικού χώρου. Η δεύτερη πραγματοποιήθηκε δύο χρόνια αργότερα (13/12/06 - 14/1/07) στο Μουσείο Μπενάκη. Έφερε τον τίτλο «Πάνος Ηλιόπουλος. Η περιπέτεια της ζωής και η ποίηση της φωτογραφίας» και αφορούσε πάλι έναν εν αφανεία επαγγελματία φωτογράφο από τα Φιλιατρά Μεσσηνίας, ο οποίος εργάστηκε τη χρονική περίοδο 1934-1964, διατηρώντας για ένα διάστημα φωτογραφείο και στην Κυπαρισσία. Τον επίσης άρτια τεκμηριωμένο κατάλογο της έκθεσης συνόδευε Αυτοβιογραφία του Ηλιόπουλου, στην οποία αφηγείται τα όσα διαδραματίστηκαν στην προ φωτογραφίας περίοδο της ζωής του. Σύμφωνα με την αυτοβιογραφία του, ήταν γόνος πάμφτωχης αγροτικής οικογένειας από ορεινό χωριό της Μεσσηνίας και υπηρέτησε ως κληρωτός (1917), φτάνοντας (1919-22) μέχρι το Σαγγάριο, ενώ μετά την απόλυσή του βρέθηκε λαθραία μετανάστης στο Ντιτρόιτ των ΗΠΑ. Εκεί έμαθε φωτογραφία σε σχολή του Σικάγου, αλλά λόγω της οικονομικής κρίσης επιστρέφει (1830) και ανοίγει φωτογραφείο στα Φιλιατρά. Εδώ ακριβώς εντοπίζεται το κρυφό νήμα που τον συνδέει με τον φωτογράφο Γιάννη Καραμάνο, επίσης Πελοποννήσιο, αλλά από το χωριό Μάνεση Αργολίδος και με αρκετά πιο πρώιμη εμφάνιση (1915) στη φωτογραφία. Στα μη κοινά μεταξύ τους πρέπει να προστεθεί το εξαιρετικά τολμηρό για την εποχή του ότι εργάζεται, όχι σε αστικό κέντρο, αλλά σε απόκεντρο ημιορεινό χωριό με “κάπου τριάντα καλυβόσπιτα”. Εάν γυρίσουμε σ’ εκείνα τα χρόνια, δηλαδή στις αρχές του 20ου αι. και λάβουμε υπόψη τις συνήθειες που επικρατούσαν, μοιάζει εντελώς εξωπραγματικό. Διόλου απίθανο να μην υπάρχει άλλη ανάλογη περίπτωση τόσο πρώιμου φωτογράφου στον ελληνικό αγροτικό χώρο.
Ποια, όμως, είναι τα δύο βασικά κοινά σημεία, τα οποία τους συνδέουν; Την απόφαση να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη φωτογραφία, ο Γιάννης Καραμάνος την πήρε στα είκοσι πέντε του χρόνια, μόλις είχε γυρίσει από τους Βαλκανικούς Πολέμους. Ωστόσο, λίγα χρόνια νωρίτερα, θέλοντας να ξεφύγει από την αθλιότητα της αγροτικής ζωής, βρέθηκε μαζί με τον πατέρα του μετανάστης στο Πόρτλαντ του Όρεγκον. Εργαζόταν, όπως ο μεγαλύτερος αριθμός των τότε μεταναστών, στο στρώσιμο σιδηροδρομικών γραμμών. Φύσει κοινωνικός και παρά το κυνηγητό του πατέρα του, ξανοίχτηκε εκεί σε συναναστροφές, καταφέρνοντας, εκτός από το να παίζει ακορντεόν και μπουζούκι, να βγάζει και φωτογραφίες. Αυτή ήταν η αρχή, όπως εκείνη του Ηλιόπουλου και μιας σειράς άλλων φωτογράφων, που επέστρεψαν ύστερα από φωτογραφική μαθητεία σε αστικά κέντρα των ΗΠΑ. Ο Γιάννης Καραμάνος συγκαταλέγεται στο πρώτο μεγάλο κύμα μετανάστευσης στην Αμερική. Επέστρεψε μαζί με άλλους για να καταταγεί εθελοντής στους πολέμους 1912-13. Εν ολίγοις, ο πόλεμος και η μαθητεία τους στην Αμερική, αλλά κατά αντίστροφη διάταξη, είναι τα κοινά τους σημεία. Από εκεί και μετά, ο ένας νωρίτερα και ο άλλος λίγο αργότερα, βηματίζουν σταθερά στο πεδίο της επαρχιακής φωτογραφίας
Στο επαγγελματικό του ξεκίνημα ο Γιάννης Καραμάνος - χωρίς ποτέ να εγκαταλείψει τις αγροτικές του εργασίες - άρχισε να αποκομίζει κάποια οικονομικά κέρδη ως φωτογράφος από το 1916 και μετά. Αυτό συνέβη, όταν ξαφνικά επικράτησε η συνήθεια να φωτογραφίζουν, κάνοντας μάλιστα κοντινές λήψεις, τους νεκρούς κατά την ώρα της κηδείας. Σ’ αυτό προστέθηκαν τα δημοτικά σχολεία και οι νεόπαντροι της ευρύτερης περιοχής, που απλώνεται μεταξύ Αραχναίου όρους και Φίχτια. Δούλευε, δηλαδή, ως πλανόδιος φωτογράφος και μάλιστα η ζήτηση ήταν σχετικά μεγάλη, αφού εκείνα τα μακρινά χρόνια δεν υπήρχε άλλος στην αργολική αυτή περιοχή. Είναι η “ηρωική” εποχή με τις βαριές μηχανές και τα γυάλινα αρνητικά των 13Χ18 εκ., από τα οποία γίνονταν, εάν βεβαίως ζητούντο, και οι μεγεθύνσεις. Στις δύο προηγούμενες κατηγορίες πελατών ήρθε, προς τα τέλη της επόμενης δεκαετίας, να προστεθεί και μια τρίτη. Ένα διάταγμα (1928;) δέσμευε τους καπνοπαραγωγούς και τους υποχρέωνε να καπνίζουν τον καπνό τους μόνο με άδεια της Περιφερειακής Εφορίας Καπνού. Προς έκδοση της άδειας χρειάζονταν δύο φωτογραφίες 3Χ4 εκ., οι οποίες έπρεπε να ανανεώνονται κάθε διετία. Στάθηκε η πλέον προσοδοφόρα πηγή για τον φωτογράφο, αφού όλα τα χωριά της γύρω περιοχής διατηρούσαν ως κύρια γεωργική δραστηριότητα την καπνοκαλλιέργεια. Μπαίνοντας στη δεκαετία του ’30, αρχίζουν να γίνονται μόδα οι μεγεθύνσεις. Κοινοτικά συμβούλια ζητούν φωτογράφιση σε στιγμή συνεδρίας, γιατί θέλουν να αναρτήσουν φωτογραφίες στα κοινοτικά γραφεία, ενώ συγγενείς προσώπων που σκοτώθηκαν στους Βαλκανικούς ή και κατά την Μικρασιατική Εκστρατεία κάνουν το ίδιο. Γενικώς, η φωτογραφία αυτήν την περίοδο αναβαθμίζεται και όπως αλλού στην Ελλάδα, επέρχεται αύξηση στη ζήτηση μεγεθύνσεων, καθώς στη νέα μόδα μπαίνουν οι ομαδικές φωτογραφίες της κάθε οικογένειας ως απαραίτητο στόλισμα στο “καλό δωμάτιο” του σπιτιού. Μετά τα μισά της δεκαετίας του ’30, οι φανφάρες του μεταξικού καθεστώτος έδωσαν ακόμη μια ώθηση στις φωτογραφικές παραγγελίες. Η κοινωνική ζωή, αγροτική και αστική, αποκτά διαφορετική διάσταση. Παίρνει πομπώδη χαρακτήρα και όλες ανεξαιρέτως οι δημόσιες εκδηλώσεις, οι οποίες δεν ήταν και λίγες, εξυμνούν την 4η Αυγούστου και απαθανατίζονται για προπαγανδιστικούς σκοπούς.
Τα μεταξικά χρόνια ταυτίζονται με την τελευταία φάση της επαγγελματικής ακμής του Γιάννη Καραμάνου. Στον πόλεμο και στα χρόνια της Κατοχής, που ακολούθησαν, η φωτογραφία μεταβάλλεται σε πολυτέλεια. Ποιος, άλλωστε, έχει διάθεση να ποζάρει και μάλιστα μπροστά στην “εβδομαδιαία” μηχανή! Το μόνο που απομένει είναι οι μικρές φωτογραφίες των ταυτοτήτων. Έτσι, απ’ όλα τα σύνεργα του φωτογράφου γλιτώνει το ξεπούλημα μόνο η “στιγμιαία”. Με αυτήν τη μηχανή θα επιχειρήσει ακόμη δυο-τρεις εξορμήσεις, περισσότερο από ανάγκη, μήπως βγει κάτι φαγώσιμο, αφού συμπίπτουν με την τραγική περίοδο της μεγάλης πείνας (1941). Καταπτοημένος και με χαμένη την παλιά διάθεση, νιώθει τότε και την ανάγκη ενός βοηθού. Εμπιστεύεται γι’ αυτόν τον ρόλο και τον αναθέτει στον δεύτερο γιο του, τον δεκαπεντάχρονο Γιώργο, που έχει ήδη μυηθεί στη φωτογραφία. Έτσι, επιστρέφοντας από την τελευταία φωτογραφική εξόρμηση, του παραχωρεί εν λευκώ τη μηχανή. Αν και το βάρος της είναι ασήκωτο για τους εφηβικούς του ώμους, τη δουλεύει μέχρι το 1949, που φεύγει στρατιώτης. Στο μεταξύ, πριν από την στρατιωτική του θητεία, προσπαθώντας να ριζώσει επαγγελματικά στην Αθήνα, εργάζεται ένα διάστημα ως βοηθός στους αδελφούς Γαζιάδη, στους οποίους επανέρχεται και μετά την απόλυσή του. Αυτήν την περίοδο εμφανίζονται στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας, όπως και των άλλων μεγαλουπόλεων, οι “στρασαδόροι”, που φωτογραφίζουν εν κινήσει ανώνυμα πρόσωπα, χρησιμοποιώντας πλαστικά φιλμ με δυνατότητα 36 λήψεων. Γοητευμένος από την νέα τεχνική, χαρίζει τη “στιγμιαία” μηχανή και εφοδιάζεται με μια “τριανταεξάρα” Κόντακ Ρετίνα. Με αυτήν κατέφυγε, γύρω στα 1952 και δούλεψε ένα μικρό διάστημα στη Νίκαια του Πειραιά. Φαίνεται, όμως, ότι οι γενικότερες συνθήκες, ο χαρακτήρας και κάποιοι άλλοι προσανατολισμοί δεν τον άφησαν να ριζώσει ως φωτογράφος στην Αθήνα. Επιστρέφει στην πατρίδα του και καθώς μερικά χρόνια νωρίτερα έχει αρχίσει να φλερτάρει με τη δημοσιογραφία, το 1956 αναλαμβάνει ανταποκριτής της Ακρόπολις και της Απογευματινής για την Αργολίδα. Και όπως γράφει ο ίδιος στο αυτοβιογραφικό σημείωμα του τόμου: «Συνεχίζω τη φωτογραφική για λίγο ακόμη, αλλά, σαν έχω τυπώσει παράλληλα και τα πρώτα βιβλία μου, έχω ξανοιχτεί σε άλλο κεφάλαιο που με απομακρύνει πλέον από την επαγγελματική φωτογραφία, για να παραμείνω έως και σήμερα περιστασιακός ερασιτέχνης.»
Η θητεία του Γιώργου Καραμάνου στη λογοτεχνία και ιδίως στο ευθυμογράφημα, είναι ένα άλλο, ξεχωριστό και ενδιαφέρον κεφάλαιο. Πριν από λίγα χρόνια δημοσιεύτηκε στην ΕΠΟΧΗ (1 Φεβ. 2004) ολοσέλιδη παρουσίαση-κριτική για την τελευταία συλλογή διηγημάτων του «Γυρεύοντας το πρόσωπο». Εδώ, όμως, δεν υπάρχουν περιθώρια εκτενούς αναφοράς στη συγγραφική του παρουσία. Πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί, ότι ένα από τα 11 συνολικά βιβλία του, η συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Ο φωτογράφος του χωριού» (1984), η οποία έγινε και μεγάλη τηλεοπτική επιτυχία από την κρατική τηλεόραση, διασώζει συμβάντα και λεπτομέρειες από τον φωτογραφικό βίο του πατέρα του κυρίως, αλλά και του ιδίου ως παρατηρητή ή συνεργού. Μέσα από τη λογοτεχνική ανάπλαση αναδύονται με σπαρταριστούς τόνους άφθονα στοιχεία, καθώς και νοοτροπίες γύρω από την επαρχιακή φωτογραφία, όταν η κάθε φωτογράφιση έφτανε να αποτελεί στις αγροτικές κοινότητες, όχι αδιάφορο, αλλά εξαιρετικό γεγονός.
Επί πολλά χρόνια δούλευε, ετοιμάζοντας την έκδοση αυτού του λευκώματος ο Γιώργος Καραμάνος. Δεν έμελλε, όμως, να το ολοκληρώσει. “Μικρό κανόνι εκρέπαρε, μα ξαρματώθει κάστρο”, αποφαίνεται ένα μανιάτικο μοιρολόι. Εγκατέλειψε τον εγκόσμιο βίο, αφήνοντας ταξινόμηση και τεκμηρίωση του πολύτιμου φωτογραφικού υλικού, τα οποία μόνο εκείνος γνώριζε, μισοτελειωμένα. Έτσι, χάθηκε οριστικά η πατρότητα ορισμένων φωτογραφιών, η ακριβής χρονολόγησή τους και, επίσης, η αναγνώριση προσώπων. Ο κλήρος για να πάρει το λεύκωμα τη σημερινή του μορφή, έπεσε στην κόρη του, Βάλια Καραμάνου.
Πατέρας και γιός μοιράζονται σχεδόν εξ ημισείας τις σελίδες του τόμου, ενώ τα εισαγωγικά κείμενα στον καθένα, όπως και ορισμένες επεξηγηματικές λεζάντες, αποτελούν μέρος της προετοιμασίας που άφησε ο δεύτερος. Μέσα από τις 150 περίπου ασπρόμαυρες φωτογραφίες παρελαύνουν “βασανισμένα” πρόσωπα της αργολικής υπαίθρου, αφού η ανθρώπινη παρουσία είναι παντού παρούσα. Καταλαμβάνει δεσπόζουσα θέση, ενώ, αντίστροφα η φύση ή, σωστότερα, το τοπίο μένει κατά κανόνα ως διακοσμητικό φόντο. Τόσο οι λήψεις του Μεσοπολέμου, όσο και εκείνες κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, προσφέρουν όψεις της ελληνικής υπαίθρου από μια άγνωστη εποχή. Με άλλα λόγια, είναι απεικονίσεις, όπως για παράδειγμα οι φουστανελοφόροι του αγροτικού χώρου, που προσλαμβάνουν σήμερα μυθική χροιά.
Ο χώρος της φιλόξενης σελίδας ξοδεύτηκε με το πληροφοριακό μέρος του λευκώματος και καθώς είναι με ακρίβεια λέξεως μετρημένος, δεν αφήνει περιθώρια εκτενέστερης αναφοράς στις φωτογραφίες. Το να γυρέψουμε περισσότερο χώρο, είναι μάλλον αγένεια. Πόσο τώρα, που οι πάντες και τα πάντα φλέγονται μέσα στον προεκλογικό πυρετό. Έτσι, ο σχολιασμός τους μένει ημιτελής. Σώζεται, πάντως, στον σκληρό δίσκο του Η/Υ και ίσως με κάποιο πρόσχημα να επανέλθουμε.
“Το Μάνεσι” Ιω. Π. Καραμάνου»
Επιμέλεια Βάλια Καραμάνου
Έκδοση Δήμος Μιδέας -
Γαβριηλίδης, 2009
Το θέμα “φωτογραφία” στη χώρα μας είναι αρκετά παρεξηγημένο. Ενώ λειτουργούν πανεπιστημιακές σχολές φωτογραφίας και τα τελευταία 10-20 χρόνια γκαλερί και μουσεία κατακλύζονται από ένα πλήθος φωτογραφικών εκθέσεων, βιβλιογραφικά το παρελθόν της ελληνικής φωτογραφίας βρίσκεται σε δυσανάλογα χαμηλή στάθμη. Μαζί με αναδρομικές ή ατομικές εκθέσεις φωτογράφων εκδίδονται, βεβαίως, σχετικές μονογραφίες, αλλά δεν είναι παρά κόκκος άμμου μέσα στην ανεξερεύνητη έρημο της γηγενούς φωτογραφίας. Όσον αφορά το παρελθόν της, το οποίο και πάσχει, οι πάντες καταφεύγουν προς ενημέρωση στην «Ιστορία της Ελληνικής Φωτογραφίας 1839-1970» του Άλκη Ξ. Ξανθάκη. Είναι η μόνη υπάρχουσα και παρά τις αδυναμίες της θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια πρώτη εισαγωγή στο θέμα. Σ’ αυτό το παράδοξο έρχεται να προστεθεί ο δοκιμιογραφικού χαρακτήρα σχολιασμός γύρω από τη φωτογραφία, ο οποίος, σε αντίθεση προς την αρχειακή έρευνα, βρίσκεται σε πλήρη άνθηση. Τι ακριβώς λειτουργεί ως αντιπερισπασμός, λ.χ. στις πανεπιστημιακές σχολές και τις αναχαιτίζει στην εξερεύνηση του φωτογραφικού παρελθόντος, παραμένει ζητούμενο. Πάντως, η πλέον αδικημένη σ’ αυτόν τον τομέα είναι η περιφέρεια. Μπορεί αφοριστική ως διατύπωση, ωστόσο επιβεβαιώνεται από την τρέχουσα εκθεσιακή πραγματικότητα. Στις πολυάριθμες φωτογραφικές εκθέσεις των τελευταίων ετών μόνο δύο εκθέσεις, ευτυχώς υψηλών προδιαγραφών, μπορούμε να μνημονεύσουμε για αφανείς φωτογράφους εκτός Αθηνών. Η πρώτη, με τίτλο «Φωτογραφικά πορτρέτα από την Καστοριά και την περιοχή της την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα», όπου εκτέθηκαν φωτογραφίες από γυάλινες πλάκες του καστοριανού φωτογράφου Λεωνίδα Παπάζογλου (1872-1918), οργανώθηκε στο Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης (27/10-5/12/04) από τον πρόσφατα θανόντα συλλέκτη-ερευνητή Γιώργο Γκολομπία. Είχε το επιπλέον προσόν να συνοδεύεται με υποδειγματική στην τεκμηρίωσή της έκδοση (κατάλογο). Επρόκειτο, εν ολίγοις, για εντυπωσιακή αποκάλυψη ενός εντελώς άγνωστου φωτογράφου του βορειοελλαδικού χώρου. Η δεύτερη πραγματοποιήθηκε δύο χρόνια αργότερα (13/12/06 - 14/1/07) στο Μουσείο Μπενάκη. Έφερε τον τίτλο «Πάνος Ηλιόπουλος. Η περιπέτεια της ζωής και η ποίηση της φωτογραφίας» και αφορούσε πάλι έναν εν αφανεία επαγγελματία φωτογράφο από τα Φιλιατρά Μεσσηνίας, ο οποίος εργάστηκε τη χρονική περίοδο 1934-1964, διατηρώντας για ένα διάστημα φωτογραφείο και στην Κυπαρισσία. Τον επίσης άρτια τεκμηριωμένο κατάλογο της έκθεσης συνόδευε Αυτοβιογραφία του Ηλιόπουλου, στην οποία αφηγείται τα όσα διαδραματίστηκαν στην προ φωτογραφίας περίοδο της ζωής του. Σύμφωνα με την αυτοβιογραφία του, ήταν γόνος πάμφτωχης αγροτικής οικογένειας από ορεινό χωριό της Μεσσηνίας και υπηρέτησε ως κληρωτός (1917), φτάνοντας (1919-22) μέχρι το Σαγγάριο, ενώ μετά την απόλυσή του βρέθηκε λαθραία μετανάστης στο Ντιτρόιτ των ΗΠΑ. Εκεί έμαθε φωτογραφία σε σχολή του Σικάγου, αλλά λόγω της οικονομικής κρίσης επιστρέφει (1830) και ανοίγει φωτογραφείο στα Φιλιατρά. Εδώ ακριβώς εντοπίζεται το κρυφό νήμα που τον συνδέει με τον φωτογράφο Γιάννη Καραμάνο, επίσης Πελοποννήσιο, αλλά από το χωριό Μάνεση Αργολίδος και με αρκετά πιο πρώιμη εμφάνιση (1915) στη φωτογραφία. Στα μη κοινά μεταξύ τους πρέπει να προστεθεί το εξαιρετικά τολμηρό για την εποχή του ότι εργάζεται, όχι σε αστικό κέντρο, αλλά σε απόκεντρο ημιορεινό χωριό με “κάπου τριάντα καλυβόσπιτα”. Εάν γυρίσουμε σ’ εκείνα τα χρόνια, δηλαδή στις αρχές του 20ου αι. και λάβουμε υπόψη τις συνήθειες που επικρατούσαν, μοιάζει εντελώς εξωπραγματικό. Διόλου απίθανο να μην υπάρχει άλλη ανάλογη περίπτωση τόσο πρώιμου φωτογράφου στον ελληνικό αγροτικό χώρο.
Ποια, όμως, είναι τα δύο βασικά κοινά σημεία, τα οποία τους συνδέουν; Την απόφαση να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη φωτογραφία, ο Γιάννης Καραμάνος την πήρε στα είκοσι πέντε του χρόνια, μόλις είχε γυρίσει από τους Βαλκανικούς Πολέμους. Ωστόσο, λίγα χρόνια νωρίτερα, θέλοντας να ξεφύγει από την αθλιότητα της αγροτικής ζωής, βρέθηκε μαζί με τον πατέρα του μετανάστης στο Πόρτλαντ του Όρεγκον. Εργαζόταν, όπως ο μεγαλύτερος αριθμός των τότε μεταναστών, στο στρώσιμο σιδηροδρομικών γραμμών. Φύσει κοινωνικός και παρά το κυνηγητό του πατέρα του, ξανοίχτηκε εκεί σε συναναστροφές, καταφέρνοντας, εκτός από το να παίζει ακορντεόν και μπουζούκι, να βγάζει και φωτογραφίες. Αυτή ήταν η αρχή, όπως εκείνη του Ηλιόπουλου και μιας σειράς άλλων φωτογράφων, που επέστρεψαν ύστερα από φωτογραφική μαθητεία σε αστικά κέντρα των ΗΠΑ. Ο Γιάννης Καραμάνος συγκαταλέγεται στο πρώτο μεγάλο κύμα μετανάστευσης στην Αμερική. Επέστρεψε μαζί με άλλους για να καταταγεί εθελοντής στους πολέμους 1912-13. Εν ολίγοις, ο πόλεμος και η μαθητεία τους στην Αμερική, αλλά κατά αντίστροφη διάταξη, είναι τα κοινά τους σημεία. Από εκεί και μετά, ο ένας νωρίτερα και ο άλλος λίγο αργότερα, βηματίζουν σταθερά στο πεδίο της επαρχιακής φωτογραφίας
Στο επαγγελματικό του ξεκίνημα ο Γιάννης Καραμάνος - χωρίς ποτέ να εγκαταλείψει τις αγροτικές του εργασίες - άρχισε να αποκομίζει κάποια οικονομικά κέρδη ως φωτογράφος από το 1916 και μετά. Αυτό συνέβη, όταν ξαφνικά επικράτησε η συνήθεια να φωτογραφίζουν, κάνοντας μάλιστα κοντινές λήψεις, τους νεκρούς κατά την ώρα της κηδείας. Σ’ αυτό προστέθηκαν τα δημοτικά σχολεία και οι νεόπαντροι της ευρύτερης περιοχής, που απλώνεται μεταξύ Αραχναίου όρους και Φίχτια. Δούλευε, δηλαδή, ως πλανόδιος φωτογράφος και μάλιστα η ζήτηση ήταν σχετικά μεγάλη, αφού εκείνα τα μακρινά χρόνια δεν υπήρχε άλλος στην αργολική αυτή περιοχή. Είναι η “ηρωική” εποχή με τις βαριές μηχανές και τα γυάλινα αρνητικά των 13Χ18 εκ., από τα οποία γίνονταν, εάν βεβαίως ζητούντο, και οι μεγεθύνσεις. Στις δύο προηγούμενες κατηγορίες πελατών ήρθε, προς τα τέλη της επόμενης δεκαετίας, να προστεθεί και μια τρίτη. Ένα διάταγμα (1928;) δέσμευε τους καπνοπαραγωγούς και τους υποχρέωνε να καπνίζουν τον καπνό τους μόνο με άδεια της Περιφερειακής Εφορίας Καπνού. Προς έκδοση της άδειας χρειάζονταν δύο φωτογραφίες 3Χ4 εκ., οι οποίες έπρεπε να ανανεώνονται κάθε διετία. Στάθηκε η πλέον προσοδοφόρα πηγή για τον φωτογράφο, αφού όλα τα χωριά της γύρω περιοχής διατηρούσαν ως κύρια γεωργική δραστηριότητα την καπνοκαλλιέργεια. Μπαίνοντας στη δεκαετία του ’30, αρχίζουν να γίνονται μόδα οι μεγεθύνσεις. Κοινοτικά συμβούλια ζητούν φωτογράφιση σε στιγμή συνεδρίας, γιατί θέλουν να αναρτήσουν φωτογραφίες στα κοινοτικά γραφεία, ενώ συγγενείς προσώπων που σκοτώθηκαν στους Βαλκανικούς ή και κατά την Μικρασιατική Εκστρατεία κάνουν το ίδιο. Γενικώς, η φωτογραφία αυτήν την περίοδο αναβαθμίζεται και όπως αλλού στην Ελλάδα, επέρχεται αύξηση στη ζήτηση μεγεθύνσεων, καθώς στη νέα μόδα μπαίνουν οι ομαδικές φωτογραφίες της κάθε οικογένειας ως απαραίτητο στόλισμα στο “καλό δωμάτιο” του σπιτιού. Μετά τα μισά της δεκαετίας του ’30, οι φανφάρες του μεταξικού καθεστώτος έδωσαν ακόμη μια ώθηση στις φωτογραφικές παραγγελίες. Η κοινωνική ζωή, αγροτική και αστική, αποκτά διαφορετική διάσταση. Παίρνει πομπώδη χαρακτήρα και όλες ανεξαιρέτως οι δημόσιες εκδηλώσεις, οι οποίες δεν ήταν και λίγες, εξυμνούν την 4η Αυγούστου και απαθανατίζονται για προπαγανδιστικούς σκοπούς.
Τα μεταξικά χρόνια ταυτίζονται με την τελευταία φάση της επαγγελματικής ακμής του Γιάννη Καραμάνου. Στον πόλεμο και στα χρόνια της Κατοχής, που ακολούθησαν, η φωτογραφία μεταβάλλεται σε πολυτέλεια. Ποιος, άλλωστε, έχει διάθεση να ποζάρει και μάλιστα μπροστά στην “εβδομαδιαία” μηχανή! Το μόνο που απομένει είναι οι μικρές φωτογραφίες των ταυτοτήτων. Έτσι, απ’ όλα τα σύνεργα του φωτογράφου γλιτώνει το ξεπούλημα μόνο η “στιγμιαία”. Με αυτήν τη μηχανή θα επιχειρήσει ακόμη δυο-τρεις εξορμήσεις, περισσότερο από ανάγκη, μήπως βγει κάτι φαγώσιμο, αφού συμπίπτουν με την τραγική περίοδο της μεγάλης πείνας (1941). Καταπτοημένος και με χαμένη την παλιά διάθεση, νιώθει τότε και την ανάγκη ενός βοηθού. Εμπιστεύεται γι’ αυτόν τον ρόλο και τον αναθέτει στον δεύτερο γιο του, τον δεκαπεντάχρονο Γιώργο, που έχει ήδη μυηθεί στη φωτογραφία. Έτσι, επιστρέφοντας από την τελευταία φωτογραφική εξόρμηση, του παραχωρεί εν λευκώ τη μηχανή. Αν και το βάρος της είναι ασήκωτο για τους εφηβικούς του ώμους, τη δουλεύει μέχρι το 1949, που φεύγει στρατιώτης. Στο μεταξύ, πριν από την στρατιωτική του θητεία, προσπαθώντας να ριζώσει επαγγελματικά στην Αθήνα, εργάζεται ένα διάστημα ως βοηθός στους αδελφούς Γαζιάδη, στους οποίους επανέρχεται και μετά την απόλυσή του. Αυτήν την περίοδο εμφανίζονται στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας, όπως και των άλλων μεγαλουπόλεων, οι “στρασαδόροι”, που φωτογραφίζουν εν κινήσει ανώνυμα πρόσωπα, χρησιμοποιώντας πλαστικά φιλμ με δυνατότητα 36 λήψεων. Γοητευμένος από την νέα τεχνική, χαρίζει τη “στιγμιαία” μηχανή και εφοδιάζεται με μια “τριανταεξάρα” Κόντακ Ρετίνα. Με αυτήν κατέφυγε, γύρω στα 1952 και δούλεψε ένα μικρό διάστημα στη Νίκαια του Πειραιά. Φαίνεται, όμως, ότι οι γενικότερες συνθήκες, ο χαρακτήρας και κάποιοι άλλοι προσανατολισμοί δεν τον άφησαν να ριζώσει ως φωτογράφος στην Αθήνα. Επιστρέφει στην πατρίδα του και καθώς μερικά χρόνια νωρίτερα έχει αρχίσει να φλερτάρει με τη δημοσιογραφία, το 1956 αναλαμβάνει ανταποκριτής της Ακρόπολις και της Απογευματινής για την Αργολίδα. Και όπως γράφει ο ίδιος στο αυτοβιογραφικό σημείωμα του τόμου: «Συνεχίζω τη φωτογραφική για λίγο ακόμη, αλλά, σαν έχω τυπώσει παράλληλα και τα πρώτα βιβλία μου, έχω ξανοιχτεί σε άλλο κεφάλαιο που με απομακρύνει πλέον από την επαγγελματική φωτογραφία, για να παραμείνω έως και σήμερα περιστασιακός ερασιτέχνης.»
Η θητεία του Γιώργου Καραμάνου στη λογοτεχνία και ιδίως στο ευθυμογράφημα, είναι ένα άλλο, ξεχωριστό και ενδιαφέρον κεφάλαιο. Πριν από λίγα χρόνια δημοσιεύτηκε στην ΕΠΟΧΗ (1 Φεβ. 2004) ολοσέλιδη παρουσίαση-κριτική για την τελευταία συλλογή διηγημάτων του «Γυρεύοντας το πρόσωπο». Εδώ, όμως, δεν υπάρχουν περιθώρια εκτενούς αναφοράς στη συγγραφική του παρουσία. Πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί, ότι ένα από τα 11 συνολικά βιβλία του, η συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Ο φωτογράφος του χωριού» (1984), η οποία έγινε και μεγάλη τηλεοπτική επιτυχία από την κρατική τηλεόραση, διασώζει συμβάντα και λεπτομέρειες από τον φωτογραφικό βίο του πατέρα του κυρίως, αλλά και του ιδίου ως παρατηρητή ή συνεργού. Μέσα από τη λογοτεχνική ανάπλαση αναδύονται με σπαρταριστούς τόνους άφθονα στοιχεία, καθώς και νοοτροπίες γύρω από την επαρχιακή φωτογραφία, όταν η κάθε φωτογράφιση έφτανε να αποτελεί στις αγροτικές κοινότητες, όχι αδιάφορο, αλλά εξαιρετικό γεγονός.
Επί πολλά χρόνια δούλευε, ετοιμάζοντας την έκδοση αυτού του λευκώματος ο Γιώργος Καραμάνος. Δεν έμελλε, όμως, να το ολοκληρώσει. “Μικρό κανόνι εκρέπαρε, μα ξαρματώθει κάστρο”, αποφαίνεται ένα μανιάτικο μοιρολόι. Εγκατέλειψε τον εγκόσμιο βίο, αφήνοντας ταξινόμηση και τεκμηρίωση του πολύτιμου φωτογραφικού υλικού, τα οποία μόνο εκείνος γνώριζε, μισοτελειωμένα. Έτσι, χάθηκε οριστικά η πατρότητα ορισμένων φωτογραφιών, η ακριβής χρονολόγησή τους και, επίσης, η αναγνώριση προσώπων. Ο κλήρος για να πάρει το λεύκωμα τη σημερινή του μορφή, έπεσε στην κόρη του, Βάλια Καραμάνου.
Πατέρας και γιός μοιράζονται σχεδόν εξ ημισείας τις σελίδες του τόμου, ενώ τα εισαγωγικά κείμενα στον καθένα, όπως και ορισμένες επεξηγηματικές λεζάντες, αποτελούν μέρος της προετοιμασίας που άφησε ο δεύτερος. Μέσα από τις 150 περίπου ασπρόμαυρες φωτογραφίες παρελαύνουν “βασανισμένα” πρόσωπα της αργολικής υπαίθρου, αφού η ανθρώπινη παρουσία είναι παντού παρούσα. Καταλαμβάνει δεσπόζουσα θέση, ενώ, αντίστροφα η φύση ή, σωστότερα, το τοπίο μένει κατά κανόνα ως διακοσμητικό φόντο. Τόσο οι λήψεις του Μεσοπολέμου, όσο και εκείνες κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, προσφέρουν όψεις της ελληνικής υπαίθρου από μια άγνωστη εποχή. Με άλλα λόγια, είναι απεικονίσεις, όπως για παράδειγμα οι φουστανελοφόροι του αγροτικού χώρου, που προσλαμβάνουν σήμερα μυθική χροιά.
Ο χώρος της φιλόξενης σελίδας ξοδεύτηκε με το πληροφοριακό μέρος του λευκώματος και καθώς είναι με ακρίβεια λέξεως μετρημένος, δεν αφήνει περιθώρια εκτενέστερης αναφοράς στις φωτογραφίες. Το να γυρέψουμε περισσότερο χώρο, είναι μάλλον αγένεια. Πόσο τώρα, που οι πάντες και τα πάντα φλέγονται μέσα στον προεκλογικό πυρετό. Έτσι, ο σχολιασμός τους μένει ημιτελής. Σώζεται, πάντως, στον σκληρό δίσκο του Η/Υ και ίσως με κάποιο πρόσχημα να επανέλθουμε.
Κωστής Λιόντης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου