Γιώργος Γκολομπίας
«Ψάχνοντας το χρυσάφι»
Θεσσαλονίκη, 2009
Ψάχνοντας το χρυσάφι της λογοτεχνίας καταστρέφουμε τα μάτιά μας, επιβαρύνουμε γενικότερα την υγεία μας και, το βασικότερο όλων, χάνουμε τον καιρό μας. Ωστόσο, θεωρητικώς, η κατεργασία της χρυσοφόρου άμμου είναι μια απλή διαδικασία, κι αυτό, λόγω της μεγάλης διαφοράς ως προς την πυκνότητα του μετάλλου σε σχέση με τα στείρα υλικά. Πρακτικά, όμως, αντικρίζοντας κανείς τις ντάνες των αναγνωσμάτων στους πάγκους των βιβλιοπωλείων, τρομάζει. Ογκωδέστατα τα στείρα υλικά, κάνουν να φαίνεται ο διαχωρισμός των ψηγμάτων χρυσού σχεδόν αδύνατος.
«Ψάχνοντας το χρυσάφι» είναι ο τίτλος και μιας συλλογής διηγημάτων που τυπώθηκε τον Μάιο, στη Θεσσαλονίκη, σε μόλις 750 αριθμημένα αντίτυπα, εκτός εμπορίου. Κρατάμε στα χέριά μας το αντίτυπο με αύξοντα αριθμό 703 και αισθανόμαστε ευγνώμονες, που μας εστάλη. Περιλαμβάνει επτά παράξενες ιστορίες, κατά την εκτίμησή μας ψήγματα χρυσού, που η βιβλιοκατεβασιά του 2009 πολύ φοβόμαστε πως δεν θα επιτρέψει την περισυλλογή τους. Η αφήγηση, στο σύνολο των διηγημάτων, αφήνει να πλανιέται αβεβαιότητα ως προς τον τόπο και το χρόνο. Επιπλέον, δεν προσδιορίζεται εάν και κατά πόσο πρόκειται για ελεύθερους συνειρμούς ή για ενυπνιακές καταβυθίσεις. Αυτή η ρευστότητα προσθέτει, εκ προοιμίου, μια σχεδόν παραμυθική αχλύ στα διηγήματα. Ένας ενήλικας ανατρέχει στα παιδικά του χρόνια. Η νοσταλγία του δεν ομολογείται, αλλά αποτυπώνεται στις λεπτομερείς περιγραφές και ακόμη περισσότερο, στις σκοτεινές νύξεις. Προσπαθεί να μη χάσει τίποτα και μετά γελά με αυτή τη σκέψη, γιατί ξέρει ότι τα έχει χάσει όλα.
Στο ομότιτλο με τη συλλογή διήγημα, ο αφηγητής βλέπει τον εαυτό του παιδί στο σπίτι της γιαγιάς του, στο χωριό. Είναι η εποχή, που κυκλοφορεί το περιοδικό ο «Μικρός Σερίφης». Άρα, βρισκόμαστε κάπου στη δεκαετία του ’60. Στην πλατεία του χωριού έπαιζαν μια ταινία, που μπορεί να ήταν και του βωβού κινηματογράφου. Ανακαλεί τον αδελφό του, μωρό ακόμη, και τη γιαγιά του να λέει ιστορίες για τη μάνα του, που ήταν ένα σκανταλιάρικο παιδί και για μια ζωηρή κοπέλα που την εκτέλεσαν φαντάροι στο νεκροταφείο. Ο συγγραφέας την αποκαλεί Ωραιοζήλη και την θυμάται να τραγουδά, όπως και η αγία Ωραιοζήλη, που και εκείνη βρήκε μαρτυρικό θάνατο, μόνο που εκείνη ήταν από την Πόλη. Αμέσως μετά, θυμάται μια ιστορία της γιαγιάς από τα παιδικά της χρόνια στη Ρωσία. Μαζί με τις αναμνήσεις έρχονται κάποιες απροσδιόριστες δικές του μνήμες. Αυτές τις παραθέτει εντός παρενθέσεως. Έχουν όλες να κάνουν με κάτι που σώθηκε στη μνήμη του ως δυσνόητο και φευγαλέο. Σίγουρα, όμως, θα πρέπει να ήταν κάτι απειλητικό, καθώς προβάλλει καθαρό το αίσθημα του φόβου. Ο συγγραφέας τοποθετεί όλη την εξιστόρηση στην ώρα του δειλινού, σε ένα σκοτεινιασμένο σκηνικό, με μοναδική φωτεινή επιφάνεια μια παιδική φωτογραφία.
Αν υποθέσουμε ότι τα διηγήματα αποτυπώνουν συνειρμούς, τότε αυτοί θα μπορούσαν να ξεκινούν από κάποιες φωτογραφίες. Κι αυτές θα πρέπει να ήταν φωτογραφίες εποχής, γιατί στο επόμενο διήγημα προσδιορίζεται πως η φωτογράφιση έγινε “μπροστά σ’ ένα κρεμασμένο φόντο”, όπως συνηθιζόταν κάποτε για τη δημιουργία του κατάλληλου ντεκόρ. Είναι μία εφαρμογή που διατηρήθηκε από τους φωτογράφους της επαρχίας μέχρι τη δεκαετία του ’60, στην οποία τοποθετείται το δεύτερο διήγημα σαν συνέχεια του πρώτου. Αυτή τη φορά, το παιδί έχει κατέβει από το βουνό στην πόλη. Μια παλιά πόλη με τείχος και πέτρινα σπίτια δίπλα σε μια λίμνη. Στο διήγημα υπάρχει η ίδια βαριά επίφοβη ατμόσφαιρα. Εδώ, δεν είναι σούρουπο, αλλά χειμώνας, βαρύς, βορειοελλαδίτικος. «Χειμώνας στις στέγες» είναι ο τίτλος. Παρότι προσδιορίζεται πως είναι Αποκριές, ο ενήλικας ανακαλεί το αλλοτινό παιδί, αν όχι θλιμμένο, σίγουρα σαν φοβισμένο.
Τα τρία σύντομα διηγήματα, που ακολουθούν, δείχνουν ευκρινέστερα την ονειρική τους υπόσταση. Ο συγγραφέας καταφεύγει στην ενυπνιακή κατάσταση για να δείξει, πίσω από τους φόβους του παιδιού, τις καταχωνιασμένες επιθυμίες. Στο ένα, μόλις ομολογημένες, μένουν μετέωρες μεταξύ εκπλήρωσης και ματαίωσης, ενώ δηλώνονται πλαγίως με τον τίτλο «Ο αρραβωνιαστικός». Στο δεύτερο, «Η κατάρρευση», στο σχεδόν εφιαλτικό τοπίο της έρημης παραλίμνιας πόλης, ο αφηγητής σκαρφαλώνει σε μια γέφυρα. Αυτή, όμως, καταρρέει, όταν εκείνος βρίσκεται στα μισά της και αναγκάζεται να πισωγυρίσει. Τέλος, στο τρίτο διήγημα, κατά τη γνώμη μας το κορυφαίο της τριάδας, ο αφηγητής νικάει στη μάχη με το κακό, ενώ ο φίλος του, δεν θέλει να σωθεί. «Ο μοναχός Νήφων» είναι ο τίτλος του διηγήματος. Κατ’ εξαίρεση, η αφήγηση εδώ δεν είναι στατική, αλλά ξεδιπλώνει σε γρήγορο ρυθμό σκηνές δράσης. Πρωταγωνιστούν ένας μάγκας, που φαίνεται να βγαίνει από παλιά φωτογραφία, και ένας καλόγερος, με κρυμμένη στο ράσο ξιφολόγχη. Σε αυτό το διήγημα, αναφέρονται και δυο τοπωνύμια, Αμυγδαλεώνας και Κωσταράζι, προσδιορίζοντας ως τόπο των διηγημάτων την ευρύτερη περιοχή της Καστοριάς.
Γνωστή η πόλη της Καστοριάς για τη λίμνη και τα αρχοντικά της όπου και τοποθετούνται τα δυο μεγαλύτερα διηγήματα της συλλογής, που παρατίθενται στο βιβλίο ως άνοιγμα και ως κλείσιμο. Σε αυτά διακρίνεται ευκρινέστερα η ρομαντική ιδιοσυγκρασία του συγγραφέα, που υφέρπει και στα επτά διηγήματα. Ρεαλιστική η αφήγηση αποτυπώνει λεπτομερειακά τα αρχοντικά. Όμως ο συγγραφέας δεν είναι απλώς ένας καλός γνώστης του τρόπου κατασκευής τους ή της εσωτερικής τους διαρρύθμισης και διακόσμησης. Είναι, επίσης και κάποιος που συμπάσχει με το ρήμαγμά τους. Γι’ αυτό και τα σπίτια περιγράφονται σαν κάτι το έμψυχο. Ο τίτλος του εναρκτήριου διηγήματος, «Το άρρωστο σπίτι», δηλώνει την προσωποποίηση του αρχοντικού. Μέσω αυτής, η αφήγηση διαφεύγει στο χώρο του μαγικού ρεαλισμού. Στήνεται έτσι μια εντυπωσιακή σκηνογραφία ερειπωμένων πραγμάτων, στην οποία εκτυλίσσονται παράπλευρες ιστορίες με γερόντισσες που πέθαναν μέσα σε αυτό. Το αρχοντικό είναι έρημο και ετοιμοθάνατο. Πάει καιρός που παρουσιάστηκαν πληγές με πύον στους τοίχους του. Εντοπισμένο μαύρο έλκος πρώτα και μετά, η λέπρα να απλώνεται. Αναμενόμενο το τέλος, “χους ην και εις χουν απελεύσητω”. Αποδίδεται, όμως, υπερρεαλιστικά, με το αρχοντικό να συρρικνώνεται και να αναχωνεύεται στο θεμέλιο λίθο του, εκεί όπου είχαν κάποτε σφάξει τον κόκορα.
Στο καταληκτικό διήγημα, επανέρχεται το σκηνικό του αρχοντικού με τους σωρούς από παλαιά πράγματα, αλλά η αναπαράσταση ατονεί έναντι της υπαρξιακής αγωνίας. Συναντάμε και πάλι μια ονειρική περιπλάνηση, με το παιδί χαμένο σε έναν εφιάλτη. Το σπίτι έχει χωριστεί στα δυο, απομένοντας μόνο ένας διάδρομος να συνδέει μεταξύ τους τα δύο τμήματα. Η ερήμωση του σπιτιού τρομάζει το παιδί περισσότερο από το τεράτωμα, ένα είδος θηλώματος που εμφανίζεται αιφνιδιαστικά στο σαγόνι του. Ο τίτλος του διηγήματος, «Τον καιρό της εξόδου», δεν παραπέμπει στην έξοδο από το σπίτι, που φαίνεται ανέφικτη, όπως άλλωστε συμβαίνει κατά κανόνα στους εφιάλτες, αλλά στην έξοδο από τα εγκόσμια. Ο αφηγητής αναθυμάται εδώ και περιγράφει τις τιμωρίες των κολασμένων κατά τη Δευτέρα Παρουσία, όπως τις είχε δει στο νάρθηκα παλιάς εκκλησίας.
Η αναζήτηση των όποιων συγγραφικών καταβολών του Γιώργου Γκολομπία και οι συγκρίσεις θα μας πήγαιναν μακριά. Αρκεί η διαπίστωση πως πρόκειται για έναν βορειοελλαδίτη συγγραφέα και πως πρέπει να κρατάει από το ίδιο κλωνάρι που έδωσε έναν Ν. Γ. Πεντζίκη. Ούτως ή άλλως, αυτό είναι το μοναδικό του βιβλίο. Πρώτον, γιατί πέθανε στις τελευταίες ημέρες του Απριλίου του 2009 και δεύτερον, πιθανώς το σημαντικότερο, γιατί ποτέ δεν θέλησε να εκδώσει πεζογραφικό βιβλίο. Έμεινε γνωστός ως συλλέκτης και ερευνητής στο χώρο κυρίως της φωτογραφίας, εστιάζοντας στον βορειοδυτικό ελλαδικό χώρο, με ομφαλό την περιοχή της Καστοριάς, καθόσον γεννημένος στο Βογατσικό Καστοριάς. Ακόμη και ένα τελευταίο βιβλίο που σχεδίαζε και άφησε ημιτελές, αφορά τις εφημερίδες της Καστοριάς μέχρι το 1961, έτος της γεννήσεώς του.
Τα επτά διηγήματα τα δημοσίευσε ανάμεσα στο φθινόπωρο του 1988 και την άνοιξη του 1990, δηλαδή λίγο πριν κλείσει τα τριάντα. Μετά σιώπησε λογοτεχνικά, εκτός κι αν υπάρχουν δημοσιευμένα πεζά του στην εφημερίδα της γενέτειράς του. Όπως φαίνεται, φρόντισε παλαιούς φωτογράφους, με κορυφαία περίπτωση τον άγνωστο Καστοριανό Λεωνίδα Παπάζογλου, καθώς και αγιορείτικα παλαιά χαρακτικά, όχι όμως τα διηγήματά του. Η μεταθανάτια έκδοση οφείλεται σε πρωτοβουλία δύο φίλων του, του διηγηματογράφου Στάθη Κοψαχείλη και του Νώντα Τσίγκα, ο οποίος γράφει και σύντομο πρόλογο. Εάν δεν εγκατέλειπε τα εγκόσμια, τα διηγήματά του θα εξακολουθούσαν να λανθάνουν στο περιοδικό, όπου δημοσιεύτηκαν μαζί με άλλα ψήγματα χρυσού ζώντων συγγραφέων, οι οποίοι επίσης επέλεξαν να λησμονήσουν τον πεζογραφούντα εαυτό τους. Ή τουλάχιστον, να μην τον δημοσιοποιήσουν. Το περιοδικό έφερε τον πολύσημο τίτλο, «Το Παραμιλητό», και κυκλοφόρησε από το Φθινόπωρο του 1988 μέχρι τον Οκτώβριο του 1994, κλείνοντας με ένα τεύχος αφιερωμένο στον Πεντζίκη. Εκδότης του ήταν ένας από τους παραμένοντες σε αφάνεια, ο Δημήτρης Παναγιωτόπουλος.
Στο βιβλίο, δεν κρατήθηκε η σειρά δημοσίευσης, η οποία, ωστόσο, πιστεύουμε πως σκιαγραφεί τη σύντομη συγγραφική διαδρομή του Γκολομπία: στο πρώτο τεύχος δημοσιεύεται το τελευταίο διήγημα της συλλογής, στο δεύτερο το πρώτο, στο τέταρτο, συνεχόμενα, το δεύτερο και τρίτο διήγημα της συλλογής, και στο έκτο τα τρία ενύπνια, κατ’ αντίστροφη, όμως, σειρά από αυτήν της συλλογής. Επίσης, στο περιοδικό, τα διηγήματα είχαν διαφορετική εικονογράφηση, για την οποία είχε φροντίσει ο συγγραφέας. Ενώ, στο βιβλίο, προτιμήθηκαν φωτογραφίες του Λεωνίδα Παπάζογλου, του οποίου το έργο ανέδειξε ο Γκολομπίας. Η εικονογράφηση, ωστόσο, στο περιοδικό αποτελεί ουσιαστικό μέρος της αφήγησης. Τέλος, η φωτογραφία εξωφύλλου, παρότι σημειώνεται πως προέρχεται από τη συλλογή του συγγραφέα, φαντάζει μάλλον ξένη με τα θέματα και την ατμόσφαιρα των διηγημάτων.
Να σημειώσουμε, ακόμη, πως η συμβολή του Γκολομπία στο περιοδικό δεν περιορίζεται στη δημοσίευση των διηγημάτων. Έχει εικονογραφήσει με φωτογραφίες του τα πρώτα οκτώ τεύχη και έχει δημοσιεύσει τεκμήρια παλαιότερων εποχών, όπως επιστολές, χρονικά και ημερολόγια, με προλόγους σχετικά με το ιστορικό της εύρεσής τους. Μάλιστα, σε δυο περιπτώσεις, δημοσιεύει σε παραλληλία τεκμήρια από εποχές που απέχουν μερικές δεκαετίες μεταξύ τους, προβαίνοντας σε ενδιαφέρουσες συγκρίσεις. Παρεμπιπτόντως, φυλλομετρώντας τα τεύχη του «Παραμιλητού», βρήκαμε και ένα όγδοο διήγημα, δημοσιευμένο στο όγδοο τεύχος, με ημερομηνία γραφής, Μάιο 1990. Φέρει τον τίτλο «Ο άγιος Ζαμπλακάς» και ο Γκολομπίας σημειώνει πως είναι παραλλαγή “από παραμύθι του λαού”. Παρότι δεν γνωρίζουμε το πρωτότυπο, η ανάπλασή του έχει όλα τα προσόντα ενός καλού διηγήματος. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εικονογράφηση του διηγήματος. Εικονογραφείται με σκίτσα, που έχει αντιγράψει ο ίδιος από τοιχογραφικό διάκοσμο παλαιού καστοριανού ναού.
«Ψάχνοντας το χρυσάφι»
Θεσσαλονίκη, 2009
Ψάχνοντας το χρυσάφι της λογοτεχνίας καταστρέφουμε τα μάτιά μας, επιβαρύνουμε γενικότερα την υγεία μας και, το βασικότερο όλων, χάνουμε τον καιρό μας. Ωστόσο, θεωρητικώς, η κατεργασία της χρυσοφόρου άμμου είναι μια απλή διαδικασία, κι αυτό, λόγω της μεγάλης διαφοράς ως προς την πυκνότητα του μετάλλου σε σχέση με τα στείρα υλικά. Πρακτικά, όμως, αντικρίζοντας κανείς τις ντάνες των αναγνωσμάτων στους πάγκους των βιβλιοπωλείων, τρομάζει. Ογκωδέστατα τα στείρα υλικά, κάνουν να φαίνεται ο διαχωρισμός των ψηγμάτων χρυσού σχεδόν αδύνατος.
«Ψάχνοντας το χρυσάφι» είναι ο τίτλος και μιας συλλογής διηγημάτων που τυπώθηκε τον Μάιο, στη Θεσσαλονίκη, σε μόλις 750 αριθμημένα αντίτυπα, εκτός εμπορίου. Κρατάμε στα χέριά μας το αντίτυπο με αύξοντα αριθμό 703 και αισθανόμαστε ευγνώμονες, που μας εστάλη. Περιλαμβάνει επτά παράξενες ιστορίες, κατά την εκτίμησή μας ψήγματα χρυσού, που η βιβλιοκατεβασιά του 2009 πολύ φοβόμαστε πως δεν θα επιτρέψει την περισυλλογή τους. Η αφήγηση, στο σύνολο των διηγημάτων, αφήνει να πλανιέται αβεβαιότητα ως προς τον τόπο και το χρόνο. Επιπλέον, δεν προσδιορίζεται εάν και κατά πόσο πρόκειται για ελεύθερους συνειρμούς ή για ενυπνιακές καταβυθίσεις. Αυτή η ρευστότητα προσθέτει, εκ προοιμίου, μια σχεδόν παραμυθική αχλύ στα διηγήματα. Ένας ενήλικας ανατρέχει στα παιδικά του χρόνια. Η νοσταλγία του δεν ομολογείται, αλλά αποτυπώνεται στις λεπτομερείς περιγραφές και ακόμη περισσότερο, στις σκοτεινές νύξεις. Προσπαθεί να μη χάσει τίποτα και μετά γελά με αυτή τη σκέψη, γιατί ξέρει ότι τα έχει χάσει όλα.
Στο ομότιτλο με τη συλλογή διήγημα, ο αφηγητής βλέπει τον εαυτό του παιδί στο σπίτι της γιαγιάς του, στο χωριό. Είναι η εποχή, που κυκλοφορεί το περιοδικό ο «Μικρός Σερίφης». Άρα, βρισκόμαστε κάπου στη δεκαετία του ’60. Στην πλατεία του χωριού έπαιζαν μια ταινία, που μπορεί να ήταν και του βωβού κινηματογράφου. Ανακαλεί τον αδελφό του, μωρό ακόμη, και τη γιαγιά του να λέει ιστορίες για τη μάνα του, που ήταν ένα σκανταλιάρικο παιδί και για μια ζωηρή κοπέλα που την εκτέλεσαν φαντάροι στο νεκροταφείο. Ο συγγραφέας την αποκαλεί Ωραιοζήλη και την θυμάται να τραγουδά, όπως και η αγία Ωραιοζήλη, που και εκείνη βρήκε μαρτυρικό θάνατο, μόνο που εκείνη ήταν από την Πόλη. Αμέσως μετά, θυμάται μια ιστορία της γιαγιάς από τα παιδικά της χρόνια στη Ρωσία. Μαζί με τις αναμνήσεις έρχονται κάποιες απροσδιόριστες δικές του μνήμες. Αυτές τις παραθέτει εντός παρενθέσεως. Έχουν όλες να κάνουν με κάτι που σώθηκε στη μνήμη του ως δυσνόητο και φευγαλέο. Σίγουρα, όμως, θα πρέπει να ήταν κάτι απειλητικό, καθώς προβάλλει καθαρό το αίσθημα του φόβου. Ο συγγραφέας τοποθετεί όλη την εξιστόρηση στην ώρα του δειλινού, σε ένα σκοτεινιασμένο σκηνικό, με μοναδική φωτεινή επιφάνεια μια παιδική φωτογραφία.
Αν υποθέσουμε ότι τα διηγήματα αποτυπώνουν συνειρμούς, τότε αυτοί θα μπορούσαν να ξεκινούν από κάποιες φωτογραφίες. Κι αυτές θα πρέπει να ήταν φωτογραφίες εποχής, γιατί στο επόμενο διήγημα προσδιορίζεται πως η φωτογράφιση έγινε “μπροστά σ’ ένα κρεμασμένο φόντο”, όπως συνηθιζόταν κάποτε για τη δημιουργία του κατάλληλου ντεκόρ. Είναι μία εφαρμογή που διατηρήθηκε από τους φωτογράφους της επαρχίας μέχρι τη δεκαετία του ’60, στην οποία τοποθετείται το δεύτερο διήγημα σαν συνέχεια του πρώτου. Αυτή τη φορά, το παιδί έχει κατέβει από το βουνό στην πόλη. Μια παλιά πόλη με τείχος και πέτρινα σπίτια δίπλα σε μια λίμνη. Στο διήγημα υπάρχει η ίδια βαριά επίφοβη ατμόσφαιρα. Εδώ, δεν είναι σούρουπο, αλλά χειμώνας, βαρύς, βορειοελλαδίτικος. «Χειμώνας στις στέγες» είναι ο τίτλος. Παρότι προσδιορίζεται πως είναι Αποκριές, ο ενήλικας ανακαλεί το αλλοτινό παιδί, αν όχι θλιμμένο, σίγουρα σαν φοβισμένο.
Τα τρία σύντομα διηγήματα, που ακολουθούν, δείχνουν ευκρινέστερα την ονειρική τους υπόσταση. Ο συγγραφέας καταφεύγει στην ενυπνιακή κατάσταση για να δείξει, πίσω από τους φόβους του παιδιού, τις καταχωνιασμένες επιθυμίες. Στο ένα, μόλις ομολογημένες, μένουν μετέωρες μεταξύ εκπλήρωσης και ματαίωσης, ενώ δηλώνονται πλαγίως με τον τίτλο «Ο αρραβωνιαστικός». Στο δεύτερο, «Η κατάρρευση», στο σχεδόν εφιαλτικό τοπίο της έρημης παραλίμνιας πόλης, ο αφηγητής σκαρφαλώνει σε μια γέφυρα. Αυτή, όμως, καταρρέει, όταν εκείνος βρίσκεται στα μισά της και αναγκάζεται να πισωγυρίσει. Τέλος, στο τρίτο διήγημα, κατά τη γνώμη μας το κορυφαίο της τριάδας, ο αφηγητής νικάει στη μάχη με το κακό, ενώ ο φίλος του, δεν θέλει να σωθεί. «Ο μοναχός Νήφων» είναι ο τίτλος του διηγήματος. Κατ’ εξαίρεση, η αφήγηση εδώ δεν είναι στατική, αλλά ξεδιπλώνει σε γρήγορο ρυθμό σκηνές δράσης. Πρωταγωνιστούν ένας μάγκας, που φαίνεται να βγαίνει από παλιά φωτογραφία, και ένας καλόγερος, με κρυμμένη στο ράσο ξιφολόγχη. Σε αυτό το διήγημα, αναφέρονται και δυο τοπωνύμια, Αμυγδαλεώνας και Κωσταράζι, προσδιορίζοντας ως τόπο των διηγημάτων την ευρύτερη περιοχή της Καστοριάς.
Γνωστή η πόλη της Καστοριάς για τη λίμνη και τα αρχοντικά της όπου και τοποθετούνται τα δυο μεγαλύτερα διηγήματα της συλλογής, που παρατίθενται στο βιβλίο ως άνοιγμα και ως κλείσιμο. Σε αυτά διακρίνεται ευκρινέστερα η ρομαντική ιδιοσυγκρασία του συγγραφέα, που υφέρπει και στα επτά διηγήματα. Ρεαλιστική η αφήγηση αποτυπώνει λεπτομερειακά τα αρχοντικά. Όμως ο συγγραφέας δεν είναι απλώς ένας καλός γνώστης του τρόπου κατασκευής τους ή της εσωτερικής τους διαρρύθμισης και διακόσμησης. Είναι, επίσης και κάποιος που συμπάσχει με το ρήμαγμά τους. Γι’ αυτό και τα σπίτια περιγράφονται σαν κάτι το έμψυχο. Ο τίτλος του εναρκτήριου διηγήματος, «Το άρρωστο σπίτι», δηλώνει την προσωποποίηση του αρχοντικού. Μέσω αυτής, η αφήγηση διαφεύγει στο χώρο του μαγικού ρεαλισμού. Στήνεται έτσι μια εντυπωσιακή σκηνογραφία ερειπωμένων πραγμάτων, στην οποία εκτυλίσσονται παράπλευρες ιστορίες με γερόντισσες που πέθαναν μέσα σε αυτό. Το αρχοντικό είναι έρημο και ετοιμοθάνατο. Πάει καιρός που παρουσιάστηκαν πληγές με πύον στους τοίχους του. Εντοπισμένο μαύρο έλκος πρώτα και μετά, η λέπρα να απλώνεται. Αναμενόμενο το τέλος, “χους ην και εις χουν απελεύσητω”. Αποδίδεται, όμως, υπερρεαλιστικά, με το αρχοντικό να συρρικνώνεται και να αναχωνεύεται στο θεμέλιο λίθο του, εκεί όπου είχαν κάποτε σφάξει τον κόκορα.
Στο καταληκτικό διήγημα, επανέρχεται το σκηνικό του αρχοντικού με τους σωρούς από παλαιά πράγματα, αλλά η αναπαράσταση ατονεί έναντι της υπαρξιακής αγωνίας. Συναντάμε και πάλι μια ονειρική περιπλάνηση, με το παιδί χαμένο σε έναν εφιάλτη. Το σπίτι έχει χωριστεί στα δυο, απομένοντας μόνο ένας διάδρομος να συνδέει μεταξύ τους τα δύο τμήματα. Η ερήμωση του σπιτιού τρομάζει το παιδί περισσότερο από το τεράτωμα, ένα είδος θηλώματος που εμφανίζεται αιφνιδιαστικά στο σαγόνι του. Ο τίτλος του διηγήματος, «Τον καιρό της εξόδου», δεν παραπέμπει στην έξοδο από το σπίτι, που φαίνεται ανέφικτη, όπως άλλωστε συμβαίνει κατά κανόνα στους εφιάλτες, αλλά στην έξοδο από τα εγκόσμια. Ο αφηγητής αναθυμάται εδώ και περιγράφει τις τιμωρίες των κολασμένων κατά τη Δευτέρα Παρουσία, όπως τις είχε δει στο νάρθηκα παλιάς εκκλησίας.
Η αναζήτηση των όποιων συγγραφικών καταβολών του Γιώργου Γκολομπία και οι συγκρίσεις θα μας πήγαιναν μακριά. Αρκεί η διαπίστωση πως πρόκειται για έναν βορειοελλαδίτη συγγραφέα και πως πρέπει να κρατάει από το ίδιο κλωνάρι που έδωσε έναν Ν. Γ. Πεντζίκη. Ούτως ή άλλως, αυτό είναι το μοναδικό του βιβλίο. Πρώτον, γιατί πέθανε στις τελευταίες ημέρες του Απριλίου του 2009 και δεύτερον, πιθανώς το σημαντικότερο, γιατί ποτέ δεν θέλησε να εκδώσει πεζογραφικό βιβλίο. Έμεινε γνωστός ως συλλέκτης και ερευνητής στο χώρο κυρίως της φωτογραφίας, εστιάζοντας στον βορειοδυτικό ελλαδικό χώρο, με ομφαλό την περιοχή της Καστοριάς, καθόσον γεννημένος στο Βογατσικό Καστοριάς. Ακόμη και ένα τελευταίο βιβλίο που σχεδίαζε και άφησε ημιτελές, αφορά τις εφημερίδες της Καστοριάς μέχρι το 1961, έτος της γεννήσεώς του.
Τα επτά διηγήματα τα δημοσίευσε ανάμεσα στο φθινόπωρο του 1988 και την άνοιξη του 1990, δηλαδή λίγο πριν κλείσει τα τριάντα. Μετά σιώπησε λογοτεχνικά, εκτός κι αν υπάρχουν δημοσιευμένα πεζά του στην εφημερίδα της γενέτειράς του. Όπως φαίνεται, φρόντισε παλαιούς φωτογράφους, με κορυφαία περίπτωση τον άγνωστο Καστοριανό Λεωνίδα Παπάζογλου, καθώς και αγιορείτικα παλαιά χαρακτικά, όχι όμως τα διηγήματά του. Η μεταθανάτια έκδοση οφείλεται σε πρωτοβουλία δύο φίλων του, του διηγηματογράφου Στάθη Κοψαχείλη και του Νώντα Τσίγκα, ο οποίος γράφει και σύντομο πρόλογο. Εάν δεν εγκατέλειπε τα εγκόσμια, τα διηγήματά του θα εξακολουθούσαν να λανθάνουν στο περιοδικό, όπου δημοσιεύτηκαν μαζί με άλλα ψήγματα χρυσού ζώντων συγγραφέων, οι οποίοι επίσης επέλεξαν να λησμονήσουν τον πεζογραφούντα εαυτό τους. Ή τουλάχιστον, να μην τον δημοσιοποιήσουν. Το περιοδικό έφερε τον πολύσημο τίτλο, «Το Παραμιλητό», και κυκλοφόρησε από το Φθινόπωρο του 1988 μέχρι τον Οκτώβριο του 1994, κλείνοντας με ένα τεύχος αφιερωμένο στον Πεντζίκη. Εκδότης του ήταν ένας από τους παραμένοντες σε αφάνεια, ο Δημήτρης Παναγιωτόπουλος.
Στο βιβλίο, δεν κρατήθηκε η σειρά δημοσίευσης, η οποία, ωστόσο, πιστεύουμε πως σκιαγραφεί τη σύντομη συγγραφική διαδρομή του Γκολομπία: στο πρώτο τεύχος δημοσιεύεται το τελευταίο διήγημα της συλλογής, στο δεύτερο το πρώτο, στο τέταρτο, συνεχόμενα, το δεύτερο και τρίτο διήγημα της συλλογής, και στο έκτο τα τρία ενύπνια, κατ’ αντίστροφη, όμως, σειρά από αυτήν της συλλογής. Επίσης, στο περιοδικό, τα διηγήματα είχαν διαφορετική εικονογράφηση, για την οποία είχε φροντίσει ο συγγραφέας. Ενώ, στο βιβλίο, προτιμήθηκαν φωτογραφίες του Λεωνίδα Παπάζογλου, του οποίου το έργο ανέδειξε ο Γκολομπίας. Η εικονογράφηση, ωστόσο, στο περιοδικό αποτελεί ουσιαστικό μέρος της αφήγησης. Τέλος, η φωτογραφία εξωφύλλου, παρότι σημειώνεται πως προέρχεται από τη συλλογή του συγγραφέα, φαντάζει μάλλον ξένη με τα θέματα και την ατμόσφαιρα των διηγημάτων.
Να σημειώσουμε, ακόμη, πως η συμβολή του Γκολομπία στο περιοδικό δεν περιορίζεται στη δημοσίευση των διηγημάτων. Έχει εικονογραφήσει με φωτογραφίες του τα πρώτα οκτώ τεύχη και έχει δημοσιεύσει τεκμήρια παλαιότερων εποχών, όπως επιστολές, χρονικά και ημερολόγια, με προλόγους σχετικά με το ιστορικό της εύρεσής τους. Μάλιστα, σε δυο περιπτώσεις, δημοσιεύει σε παραλληλία τεκμήρια από εποχές που απέχουν μερικές δεκαετίες μεταξύ τους, προβαίνοντας σε ενδιαφέρουσες συγκρίσεις. Παρεμπιπτόντως, φυλλομετρώντας τα τεύχη του «Παραμιλητού», βρήκαμε και ένα όγδοο διήγημα, δημοσιευμένο στο όγδοο τεύχος, με ημερομηνία γραφής, Μάιο 1990. Φέρει τον τίτλο «Ο άγιος Ζαμπλακάς» και ο Γκολομπίας σημειώνει πως είναι παραλλαγή “από παραμύθι του λαού”. Παρότι δεν γνωρίζουμε το πρωτότυπο, η ανάπλασή του έχει όλα τα προσόντα ενός καλού διηγήματος. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εικονογράφηση του διηγήματος. Εικονογραφείται με σκίτσα, που έχει αντιγράψει ο ίδιος από τοιχογραφικό διάκοσμο παλαιού καστοριανού ναού.
Μ. Θεοδοσοπούλου
1 σχόλιο:
O "Αγιος Ζαμπλακάς" παίρνει σιγά σιγά το δρόμο του Τυπογραφείου ως αυτόνομος.
(καλοκαιριάτικη μακαριά στο Γιώργο από τους ίδιους ...δύο υπόπτους)
ΥΓ. Το διήγημα έγινε και ...θεατρική παράσταση ήδη.
http://spasmenorodi.blogspot.gr/2013/04/blog-post.html
Καλεσμένη μας το καλοκαίρι στο Βογατσικό για την επανάληψή της!
Δημοσίευση σχολίου