Γιώργος Καβαλλιεράκης
«Σίφνος από πηλό και σύννεφο»
Επιλογή κειμένων: Θ. Θ. Νιάρχος
Λεζάντες φωτογραφιών:
Στ. Φασουλής. Δίγλωσση έκδοση
(ελληνικά, αγγλικά). Δήμος Σίφνου,
Εκδ. Καστανιώτης, Ιούνιος 2009
Τα λευκώματα δεν έχουν ανάγκη του βιβλιοπαρουσιαστή, αφού οι φωτογραφίες από μόνες τους συνιστούν ισχυρό δέλεαρ. Εκτός κι αν πρόκειται για εικαστικό κριτικό, που προτίθεται να αποτιμήσει την αισθητική τους. Ένας παρόμοιος διαμεσολαβητής θα μπορούσε να λειτουργήσει επικουρικά στην περίπτωση που ο φωτογράφος δεν είναι ευρύτερα γνωστός. Γιατί, κακά τα ψέματα, μπορεί να λένε πως μια φωτογραφία αξίζει όσο χίλιες λέξεις, ένα, όμως, διάσημο όνομα μετράει περισσότερο και από χίλιες φωτογραφίες. Ας μην λησμονούμε πως ζούμε στην εποχή που ξετρελαίνεται με τις διασημότητες. Κυριακή εκλογών σήμερα και οι συμπολίτες μας θα ψηφίσουν με το όραμα να καλυφθούν κάποτε τα έδρανα της Βουλής από κάθε είδους σταρ.
Εκτός, όμως, από το όνομα του φωτογράφου, το ενδιαφέρον ενός λευκώματος εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, από το θέμα των φωτογραφιών. Κι όταν πρόκειται για τόπο, από την επωνυμία, που κι αυτός με τη σειρά του απολαμβάνει. Οπότε, αν ο τόπος δεν ανήκει στα τουριστικά θέρετρα, με άλλα λόγια, στα προπύργια της λεγόμενης βαριάς βιομηχανίας του τουρισμού, ο βιβλιοπαρουσιαστής θα πρέπει να πλέξει εγκώμια, μήπως και, μέσω του λευκώματος, σπρώξει τον εν λόγω τόπο ως καταναλωτικό αγαθό στην τουριστική αγορά.
Στην περίπτωση του συγκεκριμένου λευκώματος, ο φωτογράφος Γιώργος Καβαλλιεράκης δεν ανήκει, προσώρας τουλάχιστον, στη χορεία των διάσημων, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν είναι γνωστός, ιδιαίτερα στο χώρο της τουριστικής φωτογραφίας. Επίσης, η Σίφνος δεν καταχωρείται από τους διεθνείς ταξιδιωτικούς οδηγούς στους τουριστικούς παράδεισους της Ελλάδας. Όσο για εμάς, που ανήκουμε στο, κατά γενική ομολογία, παρωχημένο είδος των βιβλιοπαρουσιαστών, την μεν τέχνη του Καβαλλιεράκη είμαστε αναρμόδιοι να την σχολιάσουμε, ανεξάρτητα αν κοιτάζοντας τις φωτογραφίες του μας κατακλύζει αίσθημα γλυκιάς ευδαιμονίας, την δε Σίφνο έχουμε τη διάθεση μάλλον να την δυσφημίσουμε παρά να την καλοσυστήσουμε, μήπως και την κρατήσουμε έναν τόπο μυστικό. Φτάνουν τα παραληρούντα από ενθουσιασμό δημοσιεύματα όσων φιλοξενούνται στο νησί για δυο-τρεις μέρες, συνήθως με αφορμή τα εγκαίνια κάποιας καλοκαιρινής έκθεσης. Ήδη, πληθαίνουν επικίνδυνα οι τουρίστες, προ πάντων οι Αθηναίοι, που αποβαίνουν και οι πλέον καταστροφικοί, δεδομένου ότι “καβάλα παν’ στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε”, όπερ εστί μεθερμηνευόμενον εποχούμενοι παν’ στο νησί, εποχούμενοι το περιέρχονται.
Πάντως, μας καθησυχάζει το γεγονός πως το συγκεκριμένο λεύκωμα δεν φαίνεται να ορμάται από τουριστικά κίνητρα. Το έφτιαξαν τρεις επήλυδες της Σίφνου, ο φωτογράφος και οι δύο επιμελητές. Είναι κάτοικοι της πρωτεύουσας, που ερωτεύτηκαν το νησί και το επέλεξαν ως προνομιούχο τόπο ξεκούρασης. Γι’ αυτό και το λεύκωμά τους παρουσιάζει μια Σίφνο, που δεν έχει ακόμη νοθευτεί. Ο φωτογραφικός φακός επιλέγει προσεκτικά τις όψεις του νησιού, αποφεύγοντας τις οικιστικές αλλοιώσεις και τις τουριστικές επεμβάσεις. Προτιμά τις κοντινές λήψεις, εστιάζοντας στη λεπτομέρεια ή και στρεφόμενος στα βράχια και τη θάλασσα. Παρακάμπτει τις τραυματισμένες πλαγιές, ιδιαίτερα τις βουνοκορφές, όπου τα κτίσματα σαν νεόκοποι βιγλάτορες καταστρέφουν την αρμονία των καμπυλόγραμμων σχημάτων. Καταφεύγει στους διατηρητέους οικισμούς και πάλι, όμως, εκ του σύνεγγυς. Παραδόξως, κατορθώνει ακόμη και οι λιγοστές στις φωτογραφίες ανθρώπινες φιγούρες να παρουσιάζονται σε ειδυλλιακά στιγμιότυπα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι φωτογραφίες από το Βαθύ, όπου ένα από τα εκλεκτά τέκνα της Σίφνου πραγματοποίησε το κορυφαίο έργο αξιοποίησης των τελευταίων χρόνων, μετατρέποντας έναν θαλερό ελαιώνα σε ξενοδοχείο πέντε αστέρων με γήπεδα γκολφ-τένις και πισίνα παρά θιν’ αλός. Κι όμως, οι φωτογραφίες υπόσχονται “τον επί γης παράδεισο”, που θυμάται ο Σταμάτης Φασουλής.
Την ψευδαισθησιακή και τόσο λυτρωτική εικόνα των φωτογραφιών συνδράμει η ανθολόγηση των κειμένων: ποιήματα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις και μελέτες για την αλλοτινή Σύρο. Στα αμιγώς λογοτεχνικά προτάσσεται πολύστιχο ποίημα από τον 19ο αιώνα, ύμνο στη φύση και τους ανθρώπους της θάλασσας, του Αριστομένη Προβελέγγιου. Είναι ο σίφνιος ποιητής, που έχει αφήσει τα περισσότερα απτά ίχνη στο νησί, από το οικογενειακό του αρχοντικό στο κέντρο της Σίφνου μέχρι το κελί στο μοναστήρι της Χρυσοπηγής, όπου ρέμβαζε. Και ακόμη, οικογενειακά εκκλησίδρια, αφιερωματικές εικόνες και την προτομή του στα Σχολεία, έργο του φίλου του Γιαννούλη Χαλεπά. Στο κείμενό του ο ναξιώτης συγγραφέας Πέτρος Γλέζος το χαρακτηρίζει “μέτριο έργο”, χρήσιμο μόνο για να διδάσκει στα παιδιά πως η ποίηση φέρνει δόξα. Ακολουθούν δύο ποιήματα μεταγενέστερα, διαφορετικής πνοής, του έτερου σίφνιου ποιητή, του Ιωάννη Γρυπάρη. Και ένα ακόμη, γεμάτο νοσταλγία, του νεότερου σίφνιου ποιητή, ανιψιού του Προβολέγγιου, Γιώργου Λίκου, γραμμένο στο Παρίσι, το 1961. Απομένει το ποίημα της Κοραλίας Θεοτοκά. Παρότι δεν υπήρξε Σίφνια -ίσως το έγραψε περαστική από το νησί, όταν εργαζόταν ως ξεναγός- το ποίημά της δεν υστερεί σε λυρικούς τόνους. Στο λεύκωμα φιλοξενείται ένας ακόμη σίφνιος ποιητής, τουλάχιστον στην καταγωγή, ο Τίτος Πατρίκιος. Αυτός, όμως, δεν γράφει στίχους, μόνο θυμάται, ταξιδεύοντας για Μύκονο, την Σίφνο των παιδικών του χρόνων . Τη νοσταλγική του διάθεση την καταπολεμάει με την αισιόδοξη σκέψη πως στα ενδιάμεσα χρόνια δεν έγιναν μόνο καταστροφές.
Δεδομένου ότι το φυλλομέτρημα ενός λευκώματος μπορεί να επέχει τη θέση και μιας πρώτης γνωριμίας με τον τόπο, ως εισαγωγή και επίλογος στο λεύκωμα, αναδημοσιεύονται δυο κείμενα από ένα προ δεκατριών ετών αφιέρωμα στη Σίφνο: μια ιστορική διαδρομή από τους βυζαντινούς χρόνους μέχρι σήμερα του κατά το ήμισυ σίφνιου ιστοριοδίφη Σίμου Συμεωνίδη και μια αναφορά στα σιφνιώτικα πανηγύρια από τον καθηγητή λαογραφίας Στέφανο Ημέλλο. Όσο για τα πεζά, κυριαρχεί, σε τρεις συνέχειες, το ταξιδιωτικό του Ηλία Βενέζη, από μια επίσκεψή του στο νησί το 1960, ενώ την παράσταση κλέβει η Σίφνος του Παναγιώτη Τέτση. Σε ανάλαφρα ειρωνικούς τόνους περιγράφει την οδύσσεια, που σήμαινε το ταξίδι στη νησί εν έτει 1964, για να φτάσει στο επόμενο πρωινό, όταν πρωτοαντίκρυσε το “απολλώνιο φως” της Σίφνου. Αρκείται σε ένα μόνο κάδρο: το Κάτω Πετάλι στα χαμηλά της ρεματιάς και αριστερά, στην κορυφογραμμή ο Χρυσόστομος της Φυτειάς, με τον γεροφοίνικα ακόμη όρθιο, πριν οριζοντιωθεί και πριν ανεγερθεί το ομώνυμο ξενοδοχείο. Μια εικαστική όψη, που, όπως εξομολογείται, δεν τόλμησε ποτέ να αποδώσει ζωγραφικά, αφήνοντάς την στον χρωστήρα της γραφίδας του.
«Σίφνος από πηλό και σύννεφο»
Επιλογή κειμένων: Θ. Θ. Νιάρχος
Λεζάντες φωτογραφιών:
Στ. Φασουλής. Δίγλωσση έκδοση
(ελληνικά, αγγλικά). Δήμος Σίφνου,
Εκδ. Καστανιώτης, Ιούνιος 2009
Τα λευκώματα δεν έχουν ανάγκη του βιβλιοπαρουσιαστή, αφού οι φωτογραφίες από μόνες τους συνιστούν ισχυρό δέλεαρ. Εκτός κι αν πρόκειται για εικαστικό κριτικό, που προτίθεται να αποτιμήσει την αισθητική τους. Ένας παρόμοιος διαμεσολαβητής θα μπορούσε να λειτουργήσει επικουρικά στην περίπτωση που ο φωτογράφος δεν είναι ευρύτερα γνωστός. Γιατί, κακά τα ψέματα, μπορεί να λένε πως μια φωτογραφία αξίζει όσο χίλιες λέξεις, ένα, όμως, διάσημο όνομα μετράει περισσότερο και από χίλιες φωτογραφίες. Ας μην λησμονούμε πως ζούμε στην εποχή που ξετρελαίνεται με τις διασημότητες. Κυριακή εκλογών σήμερα και οι συμπολίτες μας θα ψηφίσουν με το όραμα να καλυφθούν κάποτε τα έδρανα της Βουλής από κάθε είδους σταρ.
Εκτός, όμως, από το όνομα του φωτογράφου, το ενδιαφέρον ενός λευκώματος εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, από το θέμα των φωτογραφιών. Κι όταν πρόκειται για τόπο, από την επωνυμία, που κι αυτός με τη σειρά του απολαμβάνει. Οπότε, αν ο τόπος δεν ανήκει στα τουριστικά θέρετρα, με άλλα λόγια, στα προπύργια της λεγόμενης βαριάς βιομηχανίας του τουρισμού, ο βιβλιοπαρουσιαστής θα πρέπει να πλέξει εγκώμια, μήπως και, μέσω του λευκώματος, σπρώξει τον εν λόγω τόπο ως καταναλωτικό αγαθό στην τουριστική αγορά.
Στην περίπτωση του συγκεκριμένου λευκώματος, ο φωτογράφος Γιώργος Καβαλλιεράκης δεν ανήκει, προσώρας τουλάχιστον, στη χορεία των διάσημων, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν είναι γνωστός, ιδιαίτερα στο χώρο της τουριστικής φωτογραφίας. Επίσης, η Σίφνος δεν καταχωρείται από τους διεθνείς ταξιδιωτικούς οδηγούς στους τουριστικούς παράδεισους της Ελλάδας. Όσο για εμάς, που ανήκουμε στο, κατά γενική ομολογία, παρωχημένο είδος των βιβλιοπαρουσιαστών, την μεν τέχνη του Καβαλλιεράκη είμαστε αναρμόδιοι να την σχολιάσουμε, ανεξάρτητα αν κοιτάζοντας τις φωτογραφίες του μας κατακλύζει αίσθημα γλυκιάς ευδαιμονίας, την δε Σίφνο έχουμε τη διάθεση μάλλον να την δυσφημίσουμε παρά να την καλοσυστήσουμε, μήπως και την κρατήσουμε έναν τόπο μυστικό. Φτάνουν τα παραληρούντα από ενθουσιασμό δημοσιεύματα όσων φιλοξενούνται στο νησί για δυο-τρεις μέρες, συνήθως με αφορμή τα εγκαίνια κάποιας καλοκαιρινής έκθεσης. Ήδη, πληθαίνουν επικίνδυνα οι τουρίστες, προ πάντων οι Αθηναίοι, που αποβαίνουν και οι πλέον καταστροφικοί, δεδομένου ότι “καβάλα παν’ στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε”, όπερ εστί μεθερμηνευόμενον εποχούμενοι παν’ στο νησί, εποχούμενοι το περιέρχονται.
Πάντως, μας καθησυχάζει το γεγονός πως το συγκεκριμένο λεύκωμα δεν φαίνεται να ορμάται από τουριστικά κίνητρα. Το έφτιαξαν τρεις επήλυδες της Σίφνου, ο φωτογράφος και οι δύο επιμελητές. Είναι κάτοικοι της πρωτεύουσας, που ερωτεύτηκαν το νησί και το επέλεξαν ως προνομιούχο τόπο ξεκούρασης. Γι’ αυτό και το λεύκωμά τους παρουσιάζει μια Σίφνο, που δεν έχει ακόμη νοθευτεί. Ο φωτογραφικός φακός επιλέγει προσεκτικά τις όψεις του νησιού, αποφεύγοντας τις οικιστικές αλλοιώσεις και τις τουριστικές επεμβάσεις. Προτιμά τις κοντινές λήψεις, εστιάζοντας στη λεπτομέρεια ή και στρεφόμενος στα βράχια και τη θάλασσα. Παρακάμπτει τις τραυματισμένες πλαγιές, ιδιαίτερα τις βουνοκορφές, όπου τα κτίσματα σαν νεόκοποι βιγλάτορες καταστρέφουν την αρμονία των καμπυλόγραμμων σχημάτων. Καταφεύγει στους διατηρητέους οικισμούς και πάλι, όμως, εκ του σύνεγγυς. Παραδόξως, κατορθώνει ακόμη και οι λιγοστές στις φωτογραφίες ανθρώπινες φιγούρες να παρουσιάζονται σε ειδυλλιακά στιγμιότυπα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι φωτογραφίες από το Βαθύ, όπου ένα από τα εκλεκτά τέκνα της Σίφνου πραγματοποίησε το κορυφαίο έργο αξιοποίησης των τελευταίων χρόνων, μετατρέποντας έναν θαλερό ελαιώνα σε ξενοδοχείο πέντε αστέρων με γήπεδα γκολφ-τένις και πισίνα παρά θιν’ αλός. Κι όμως, οι φωτογραφίες υπόσχονται “τον επί γης παράδεισο”, που θυμάται ο Σταμάτης Φασουλής.
Την ψευδαισθησιακή και τόσο λυτρωτική εικόνα των φωτογραφιών συνδράμει η ανθολόγηση των κειμένων: ποιήματα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις και μελέτες για την αλλοτινή Σύρο. Στα αμιγώς λογοτεχνικά προτάσσεται πολύστιχο ποίημα από τον 19ο αιώνα, ύμνο στη φύση και τους ανθρώπους της θάλασσας, του Αριστομένη Προβελέγγιου. Είναι ο σίφνιος ποιητής, που έχει αφήσει τα περισσότερα απτά ίχνη στο νησί, από το οικογενειακό του αρχοντικό στο κέντρο της Σίφνου μέχρι το κελί στο μοναστήρι της Χρυσοπηγής, όπου ρέμβαζε. Και ακόμη, οικογενειακά εκκλησίδρια, αφιερωματικές εικόνες και την προτομή του στα Σχολεία, έργο του φίλου του Γιαννούλη Χαλεπά. Στο κείμενό του ο ναξιώτης συγγραφέας Πέτρος Γλέζος το χαρακτηρίζει “μέτριο έργο”, χρήσιμο μόνο για να διδάσκει στα παιδιά πως η ποίηση φέρνει δόξα. Ακολουθούν δύο ποιήματα μεταγενέστερα, διαφορετικής πνοής, του έτερου σίφνιου ποιητή, του Ιωάννη Γρυπάρη. Και ένα ακόμη, γεμάτο νοσταλγία, του νεότερου σίφνιου ποιητή, ανιψιού του Προβολέγγιου, Γιώργου Λίκου, γραμμένο στο Παρίσι, το 1961. Απομένει το ποίημα της Κοραλίας Θεοτοκά. Παρότι δεν υπήρξε Σίφνια -ίσως το έγραψε περαστική από το νησί, όταν εργαζόταν ως ξεναγός- το ποίημά της δεν υστερεί σε λυρικούς τόνους. Στο λεύκωμα φιλοξενείται ένας ακόμη σίφνιος ποιητής, τουλάχιστον στην καταγωγή, ο Τίτος Πατρίκιος. Αυτός, όμως, δεν γράφει στίχους, μόνο θυμάται, ταξιδεύοντας για Μύκονο, την Σίφνο των παιδικών του χρόνων . Τη νοσταλγική του διάθεση την καταπολεμάει με την αισιόδοξη σκέψη πως στα ενδιάμεσα χρόνια δεν έγιναν μόνο καταστροφές.
Δεδομένου ότι το φυλλομέτρημα ενός λευκώματος μπορεί να επέχει τη θέση και μιας πρώτης γνωριμίας με τον τόπο, ως εισαγωγή και επίλογος στο λεύκωμα, αναδημοσιεύονται δυο κείμενα από ένα προ δεκατριών ετών αφιέρωμα στη Σίφνο: μια ιστορική διαδρομή από τους βυζαντινούς χρόνους μέχρι σήμερα του κατά το ήμισυ σίφνιου ιστοριοδίφη Σίμου Συμεωνίδη και μια αναφορά στα σιφνιώτικα πανηγύρια από τον καθηγητή λαογραφίας Στέφανο Ημέλλο. Όσο για τα πεζά, κυριαρχεί, σε τρεις συνέχειες, το ταξιδιωτικό του Ηλία Βενέζη, από μια επίσκεψή του στο νησί το 1960, ενώ την παράσταση κλέβει η Σίφνος του Παναγιώτη Τέτση. Σε ανάλαφρα ειρωνικούς τόνους περιγράφει την οδύσσεια, που σήμαινε το ταξίδι στη νησί εν έτει 1964, για να φτάσει στο επόμενο πρωινό, όταν πρωτοαντίκρυσε το “απολλώνιο φως” της Σίφνου. Αρκείται σε ένα μόνο κάδρο: το Κάτω Πετάλι στα χαμηλά της ρεματιάς και αριστερά, στην κορυφογραμμή ο Χρυσόστομος της Φυτειάς, με τον γεροφοίνικα ακόμη όρθιο, πριν οριζοντιωθεί και πριν ανεγερθεί το ομώνυμο ξενοδοχείο. Μια εικαστική όψη, που, όπως εξομολογείται, δεν τόλμησε ποτέ να αποδώσει ζωγραφικά, αφήνοντάς την στον χρωστήρα της γραφίδας του.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου