Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2010

Μνημονική κατάδυση στις Παιδοπόλεις

Γιάν­νης Ατζα­κάς
Θο­λός βυ­θός
εκ­δό­σεις Αγρα, σ. 284, 14,40 ευ­ρώ

Ο Γιάν­νης Ατζα­κάς εμ­φα­νί­στη­κε τον Ιού­νιο του 2007, α­φη­γού­με­νος τα παι­δι­κά του χρό­νια στο χω­ριό Θε­ο­λό­γος της Θά­σου. Ηδη α­πό τό­τε θα πρέ­πει να εί­χε έ­τοι­μο, ή του­λά­χι­στον στα σκα­ριά, το δεύ­τε­ρο βι­βλίο του για τα χρό­νια που έ­ζη­σε στις Παι­δο­πό­λεις, α­φού, τε­λι­κά, τα δύο πε­ζο­γρα­φή­μα­τα συ­νι­στούν μια δι­λο­γία που, το πι­θα­νό­τε­ρο, γρα­φό­ταν α­πό και­ρό. Ο ί­διος πα­ρου­σιά­ζει την αυ­το­βιο­γρά­φη­σή του σαν μια ε­πι­τα­κτι­κή α­νά­γκη, στο πρώ­το βι­βλίο, να α­να­στή­σει τον χα­μέ­νο παι­δι­κό πα­ρά­δει­σο, και στο δεύ­τε­ρο, να συν­δέ­σει τα κομ­μά­τια ε­νός παζ­λ, μή­πως και κα­τα­νοή­σει τις εμ­μο­νές και τις φο­βίες, που κα­θό­ρι­σαν τη με­τέ­πει­τα συ­μπε­ρι­φο­ρά του. Πέ­ραν, ό­μως, των ό­ποιων ε­ξη­γή­σεων, που θα μπο­ρού­σαν να ε­κλη­φθούν και ως κα­τα­σκευές, κα­τάλ­λη­λες για τους στο­χα­στι­κής πνοής προ­λό­γους των βι­βλίων του, τα βιώ­μα­τά του προ­σφέ­ρο­νται για συγ­γρα­φι­κή εκ­με­τάλ­λευ­ση. Απο­τε­λούν, τρό­πο­ν τι­νά, μια ε­λά­χι­στη α­ντα­μοι­βή για την κα­κο­τυ­χία του να συ­γκα­τα­λέ­γε­ται στα παι­διά του Εμφυ­λίου, και μά­λι­στα σε αυ­τά που με­τα­φέρ­θη­καν μα­κριά α­πό τον γε­νέ­θλιο τό­πο και τις οι­κο­γέ­νειές τους. Αλλοι συγ­γρα­φείς, που δεν έ­τυ­χε να έ­χουν α­νά­λο­γες ε­μπει­ρίες, α­να­ζη­τούν στα ντο­κου­μέ­ντα της ε­πο­χής ε­ξαι­ρε­τι­κά συμ­βά­ντα για να στή­σουν τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τά τους. Το ε­πι­βε­βαιώ­νουν δύο σχε­τι­κά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, που εκ­δό­θη­καν πρό­σφα­τα, «Τα δά­κρυα της βα­σί­λισ­σας» του Βα­σί­λη Μπού­του και το «Bella Ciao» του Θα­νά­ση Σκρου­μπέ­λου. Και τα δύο πλέ­κο­νται γύ­ρω α­πό τον βια­σμό τρο­φί­μου παι­δό­πο­λης α­πό νυ­χτο­φύ­λα­κα. Ει­δι­κό­τε­ρα του Σκρου­μπέ­λου δια­δρα­μα­τί­ζε­ται σε μία α­πό τις Παι­δο­πό­λεις ό­που διέ­μει­νε και ο Ατζα­κάς, αυ­τή στη­ν πε­ριο­χή της Κη­φι­σιάς, για την ο­ποία υ­πήρ­ξαν κα­ταγ­γε­λίες για σε­ξουα­λι­κή κα­κο­ποίη­ση, που έ­γι­ναν και πρω­το­σέ­λι­δο σε α­ρι­στε­ρό­στρο­φη ε­φη­με­ρί­δα της ε­πο­χής. Ωστό­σο, στο βι­βλίο του Ατζα­κά ού­τε βια­σμοί δια­πράτ­το­νται ού­τε κα­κο­ποιη­μέ­να πτώ­μα­τα α­πο­κα­λύ­πτο­νται. Μό­νον ως φή­μη α­να­φέ­ρε­ται ό­τι έ­νας νυ­χτο­φύ­λα­κας «έ­κα­νε ά­σχη­μα λό­για» σε έ­να παι­δί.

Τα δύο βι­βλία του Ατζα­κά θα μπο­ρού­σαν να ε­κλη­φθούν ως έ­να ε­νιαίο μυ­θι­στό­ρη­μα διά­πλα­σης, με εμ­φα­νείς ε­πι­δρά­σεις α­πό τη λο­γο­τε­χνι­κή μας πα­ρά­δο­ση. Στο πρώ­το βι­βλίο, πε­ρισ­σό­τε­ρο αι­σθη­τές εί­ναι οι πα­πα­δια­μα­ντι­κές α­πη­χή­σεις, ί­σως και λό­γω θέ­μα­τος, κα­θώς ο α­φη­γη­τής α­να­κα­λεί μνή­μες α­πό το νη­σί και ε­πα­να­φέ­ρει την ντο­πιο­λα­λιά, με κε­ντρι­κό πρό­σω­πο τη για­γιά του. Απο­φα­σι­στι­κή η γρια-Βε­νε­τιά, μέ­χρι αν­δρί­κια φο­ρέ­μα­τα θα έ­βα­ζε, ό­πως η γρια-Σκεύω του Πα­πα­δια­μά­ντη στο «Βαρ­διά­νος στα σπόρ­κα», για να προ­στα­τεύ­σει τον εγ­γο­νό της. Μό­νον που ο Ατζα­κάς δεν α­να­φέ­ρε­ται σε ει­ρη­νι­κούς και­ρούς αλ­λά στην τα­ρα­χώ­δη δε­κα­ε­τία του 1940. Κι αυ­τός, ό­μως, τις πα­νάρ­χαιες τέ­χνες και τε­χνι­κές των χω­ρια­νώ­ν πε­ρι­γρά­φει και μό­νο σε έ­να κε­φά­λαιο μνη­μο­νεύει α­ντάρ­τες, χω­ρο­φύ­λα­κες και ΜΑΥδες. Σε αυ­τό το πρώ­το βι­βλίο υιο­θε­τεί πρω­το­πρό­σω­πη α­φή­γη­ση, που α­κο­λου­θεί χα­λα­ρά τη χρο­νο­λο­γι­κή σει­ρά, δη­μιουρ­γώ­ντας πε­ρισ­σό­τε­ρο τη­ν ε­ντύ­πω­ση συ­νειρ­μι­κής αλ­λη­λου­χίας.

Στο δεύ­τε­ρο βι­βλίο δια­κρί­νο­νται σε­φε­ρι­κοί α­πό­η­χοι, του­λά­χι­στον στα ει­σα­γω­γι­κά κε­φά­λαια, ό­που ο α­φη­γη­τής πε­ρι­πλα­νιέ­ται στο βου­νό τω­ν Κε­νταύ­ρων και α­γνα­ντεύει τη θά­λασ­σα, ζη­τώ­ντας να κρα­τη­θεί α­πό τον τό­πο για την α­να­δρο­μή του στις Παι­δο­πό­λεις. Για­τί αν οι παι­δι­κές α­να­μνή­σεις έρ­χο­νται α­βία­στα, κα­τα­κλύ­ζο­ντάς τον με ευ­φρό­συ­νη διά­θε­ση, οι μνή­μες α­πό τα χρό­νια που α­κο­λού­θη­σαν εί­ναι θο­λές, σαν να αν­θί­στα­νται στην α­νά­κλη­σή τους και να χρειά­ζε­ται η τσι­μπί­δα της ψυ­χα­νά­λυ­σης. Γι' αυ­τό και ο συγ­γρα­φέ­ας κα­τα­φεύ­γει σε μια αυ­το­α­νά­λυ­ση, με τη μορ­φή δια­λό­γου α­νά­με­σα στον ε­νή­λι­κα και στο παι­δί που υ­πήρ­ξε κά­πο­τε. Στο τρί­το πρό­σω­πο εκ­φρά­ζε­ται ο α­φη­γη­τής, πα­ρα­χω­ρώ­ντας το πρώ­το πρό­σω­πο στο παι­δί, ώ­στε να φα­νεί ευ­κρι­νέ­στε­ρα το ρήγ­μα που τον χω­ρί­ζει α­πό τον πα­ρελ­θό­ντα ε­αυ­τό του.

Ο Ατζα­κάς πε­τυ­χαί­νει τη δύ­σκο­λη α­να­σύ­στα­ση ε­νός παι­δι­κού λό­γου, α­νό­θευ­του α­πό με­τα­γε­νέ­στε­ρες ε­κλο­γι­κεύ­σεις. Μέ­σα α­πό τις πε­ρι­γρα­φές για ό­σα έ­βλε­πε και ά­κου­γε το παι­δί προ­βάλ­λει μια δια­φο­ρε­τι­κή α­πό τη­ν τρέ­χου­σα σή­με­ρα ει­κό­να για τις Παι­δο­πό­λεις και τους ε­πι­τη­ρη­τές τους. Υπήρ­χε μεν στρα­τιω­τι­κή πει­θαρ­χία, ό­πως, ε­ντέ­λει, εί­θι­σται σε πα­ντός εί­δους ι­δρύ­μα­τα μέ­χρι και σή­με­ρα, αλ­λά και η θαλ­πω­ρή της με­γά­λης οι­κο­γέ­νειας, ώ­στε, συν τω χρό­νω, να μη λεί­πει του παι­διού η για­γιά του, κα­τα­λή­γο­ντας μέ­χρι και να ντρέ­πε­ται γι' αυ­τήν. Επί­σης, υ­πήρ­χαν σκλη­ρές ο­μα­δάρ­χισ­σες, που έ­φτα­ναν σε σα­δι­στι­κές συ­μπε­ρι­φο­ρές, υ­πε­ρί­σχυαν, ό­μως, οι νέες και ό­μορ­φες, με μη­τρι­κά για τους τρο­φί­μους αι­σθή­μα­τα. Όσο για τη λε­γό­με­νη πλύ­ση ε­γκε­φά­λου των παι­διών, αυ­τή γι­νό­ταν υ­πό­γεια και με­θο­δι­κά. Μέ­σα α­πό πα­ρα­μύ­θια και ι­στο­ρίες ε­δραιω­νό­ταν στο παι­δί η πί­στη πως κα­λός Ελλη­νας εί­ναι ο αν­δρείος χρι­στια­νός, που μά­χε­ται τους συμ­μο­ρί­τες. Αυ­τούς τους «α­παί­σιους Ελλη­νες», που α­πο­κα­λού­ντα­ν κα­τσα­πλιά­δες, λη­στές αλ­λά και α­ντάρ­τες, ό­πως ο πα­τέ­ρας του παι­διού, για τους ο­ποίους στο νη­σί τού έ­λε­γαν πως ή­ταν κα­λοί άν­θρω­ποι. Ασυμ­βί­βα­στες α­πό­ψεις, που ο­δη­γούν το παι­δί σε εύ­λο­γη α­πο­ρία, η ο­ποία α­φή­νε­ται α­ξε­διά­λυ­τη, μα­ζί με άλ­λες αμ­φι­ση­μίες της γλώσ­σας και συ­γκε­χυ­μέ­να αι­σθή­μα­τα.

Στην ε­πο­χή μας, που η προ­φο­ρι­κή ι­στο­ρία κερ­δί­ζει συ­νε­χώς έ­δα­φος και οι ι­στο­ρι­κοί συ­γκε­ντρώ­νουν πά­σης φύ­σεως μα­κρο­σκε­λείς α­φη­γή­σεις ζωής, η μαρ­τυ­ρία του Ατζα­κά -αν α­σφα­λώς την ε­κλά­βου­με ως μαρ­τυ­ρία-, που βρέ­θη­κε για έ­ξι χρό­νια υ­πό τη σκέ­πη της Βα­σι­λι­κής Πρό­νοιας και πέ­ρα­σε α­πό πέ­ντε Παι­δο­πό­λεις, πα­ρα­μέ­νο­ντας στις τέσ­σε­ρις α­πό αυ­τές για με­γά­λα χρο­νι­κά δια­στή­μα­τα, πα­ρου­σιά­ζει ι­διαί­τε­ρο εν­δια­φέ­ρον. Εκεί­νο, ό­μως, που τη δια­κρί­νει α­πό τις συ­νε­ντεύ­ξεις παι­διών των Παι­δο­πό­λεων εί­ναι η ρέ­ου­σα και α­κρι­βό­λο­γη α­φή­γη­ση του παι­διού, που, με την πε­ρι­γρα­φι­κή της ζω­ντά­νια, στοι­χί­ζε­ται δί­πλα στις ευ­τυ­χέ­στε­ρες του εί­δους, θυ­μί­ζο­ντας, λ.χ., κά­ποιες πε­ρι­γρα­φές παι­δι­κών παι­χνι­διών σε διη­γή­μα­τα του Τό­λη Κα­ζα­ντζή ή στον «Αγά­θο» του Νί­κου Βα­σι­λειά­δη. Αν, ό­μως, ο Ατζα­κάς πε­τυ­χαί­νει στα δύ­σκο­λα, φαί­νε­ται σαν να υ­στε­ρεί στα εύ­κο­λα, που θα α­να­με­νό­ταν να εί­ναι η α­πό­δο­ση του λό­γου ε­νός ε­νή­λι­κα. Στην α­φή­γη­ση του παι­διού πα­ρεμ­βάλ­λο­νται πλα­γιο­γράμ­μα­τες πε­ρι­κο­πές, ό­που ο α­φη­γη­τής ε­πεμ­βαί­νει προς α­πο­κα­τά­στα­ση της α­λή­θειας. Στην προ­σπά­θειά του, ό­μως, να δώ­σει τη ση­με­ρι­νή θέ­α­ση του Εμφυ­λίου και των Παι­δο­πό­λεων, εκ­φρά­ζει μο­νο­διά­στα­τες α­πό­ψεις, οι ο­ποίες, έ­τσι ό­πως δια­τυ­πώ­νο­νται κα­θ' υ­περ­βο­λήν, φαί­νε­ται α­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο η μο­νο­μέ­ρειά τους.

Οπως και να έ­χει, ο ε­νή­λι­κας διορ­θώ­νει τις σφα­λε­ρές ε­ντυ­πώ­σεις του παι­διού, α­φή­νει ό­μως ε­ντε­λώς α­σχο­λία­στες τις α­να­μνή­σεις του α­πό τη Βα­σί­λισ­σα Φρει­δε­ρί­κη, πα­ντα­χού πα­ρού­σα στις Παι­δο­πό­λεις, α­φού εί­χα­ν τε­θεί υ­πό την προ­στα­σία της. Τρια­ντά­ρα τό­τε η νεό­κο­πη Βα­σί­λισ­σα, ε­πι­σκε­πτό­ταν τη μία παι­δό­πο­λη με­τά την άλ­λη. Εν α­να­μο­νή της ε­πί­σκε­ψής της συμ­βαί­νουν τα μύ­ρια ό­σα στα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα του Μπού­του και του Σκρου­μπέ­λου, χω­ρίς ό­μως να την ε­μπλέ­κουν στις ό­ποιες α­νο­μίες. Στο πε­ζο­γρά­φη­μα του Ατζα­κά, η «Με­γά­λη Μη­τέ­ρα» ε­μπνέει δέ­ος στο παι­δί, που πε­ρι­μέ­νει με α­νυ­πο­μο­νη­σία την πρώ­τη ε­πί­σκε­ψή της. Τε­λι­κά, θα έ­χει τη­ν ευ­και­ρία να πα­ρα­στεί σε πολ­λές ε­πι­σκέ­ψεις της. Πά­ντο­τε, ό­μως, βια­στι­κές, του ά­φη­σαν μια ξε­θω­ρια­σμέ­νη ει­κό­να.
Μ. Θεοδοσοπούλου
30/3/2009 Από την "Ελευθεροτυπία"

Δεν υπάρχουν σχόλια: