Γιάννης Ατζακάς
Θολός βυθός
εκδόσεις Αγρα, σ. 284, 14,40 ευρώ
Ο Γιάννης Ατζακάς εμφανίστηκε τον Ιούνιο του 2007, αφηγούμενος τα παιδικά του χρόνια στο χωριό Θεολόγος της Θάσου. Ηδη από τότε θα πρέπει να είχε έτοιμο, ή τουλάχιστον στα σκαριά, το δεύτερο βιβλίο του για τα χρόνια που έζησε στις Παιδοπόλεις, αφού, τελικά, τα δύο πεζογραφήματα συνιστούν μια διλογία που, το πιθανότερο, γραφόταν από καιρό. Ο ίδιος παρουσιάζει την αυτοβιογράφησή του σαν μια επιτακτική ανάγκη, στο πρώτο βιβλίο, να αναστήσει τον χαμένο παιδικό παράδεισο, και στο δεύτερο, να συνδέσει τα κομμάτια ενός παζλ, μήπως και κατανοήσει τις εμμονές και τις φοβίες, που καθόρισαν τη μετέπειτα συμπεριφορά του. Πέραν, όμως, των όποιων εξηγήσεων, που θα μπορούσαν να εκληφθούν και ως κατασκευές, κατάλληλες για τους στοχαστικής πνοής προλόγους των βιβλίων του, τα βιώματά του προσφέρονται για συγγραφική εκμετάλλευση. Αποτελούν, τρόπον τινά, μια ελάχιστη ανταμοιβή για την κακοτυχία του να συγκαταλέγεται στα παιδιά του Εμφυλίου, και μάλιστα σε αυτά που μεταφέρθηκαν μακριά από τον γενέθλιο τόπο και τις οικογένειές τους. Αλλοι συγγραφείς, που δεν έτυχε να έχουν ανάλογες εμπειρίες, αναζητούν στα ντοκουμέντα της εποχής εξαιρετικά συμβάντα για να στήσουν τα μυθιστορήματά τους. Το επιβεβαιώνουν δύο σχετικά μυθιστορήματα, που εκδόθηκαν πρόσφατα, «Τα δάκρυα της βασίλισσας» του Βασίλη Μπούτου και το «Bella Ciao» του Θανάση Σκρουμπέλου. Και τα δύο πλέκονται γύρω από τον βιασμό τροφίμου παιδόπολης από νυχτοφύλακα. Ειδικότερα του Σκρουμπέλου διαδραματίζεται σε μία από τις Παιδοπόλεις όπου διέμεινε και ο Ατζακάς, αυτή στην περιοχή της Κηφισιάς, για την οποία υπήρξαν καταγγελίες για σεξουαλική κακοποίηση, που έγιναν και πρωτοσέλιδο σε αριστερόστροφη εφημερίδα της εποχής. Ωστόσο, στο βιβλίο του Ατζακά ούτε βιασμοί διαπράττονται ούτε κακοποιημένα πτώματα αποκαλύπτονται. Μόνον ως φήμη αναφέρεται ότι ένας νυχτοφύλακας «έκανε άσχημα λόγια» σε ένα παιδί.
Τα δύο βιβλία του Ατζακά θα μπορούσαν να εκληφθούν ως ένα ενιαίο μυθιστόρημα διάπλασης, με εμφανείς επιδράσεις από τη λογοτεχνική μας παράδοση. Στο πρώτο βιβλίο, περισσότερο αισθητές είναι οι παπαδιαμαντικές απηχήσεις, ίσως και λόγω θέματος, καθώς ο αφηγητής ανακαλεί μνήμες από το νησί και επαναφέρει την ντοπιολαλιά, με κεντρικό πρόσωπο τη γιαγιά του. Αποφασιστική η γρια-Βενετιά, μέχρι ανδρίκια φορέματα θα έβαζε, όπως η γρια-Σκεύω του Παπαδιαμάντη στο «Βαρδιάνος στα σπόρκα», για να προστατεύσει τον εγγονό της. Μόνον που ο Ατζακάς δεν αναφέρεται σε ειρηνικούς καιρούς αλλά στην ταραχώδη δεκαετία του 1940. Κι αυτός, όμως, τις πανάρχαιες τέχνες και τεχνικές των χωριανών περιγράφει και μόνο σε ένα κεφάλαιο μνημονεύει αντάρτες, χωροφύλακες και ΜΑΥδες. Σε αυτό το πρώτο βιβλίο υιοθετεί πρωτοπρόσωπη αφήγηση, που ακολουθεί χαλαρά τη χρονολογική σειρά, δημιουργώντας περισσότερο την εντύπωση συνειρμικής αλληλουχίας.
Στο δεύτερο βιβλίο διακρίνονται σεφερικοί απόηχοι, τουλάχιστον στα εισαγωγικά κεφάλαια, όπου ο αφηγητής περιπλανιέται στο βουνό των Κενταύρων και αγναντεύει τη θάλασσα, ζητώντας να κρατηθεί από τον τόπο για την αναδρομή του στις Παιδοπόλεις. Γιατί αν οι παιδικές αναμνήσεις έρχονται αβίαστα, κατακλύζοντάς τον με ευφρόσυνη διάθεση, οι μνήμες από τα χρόνια που ακολούθησαν είναι θολές, σαν να ανθίστανται στην ανάκλησή τους και να χρειάζεται η τσιμπίδα της ψυχανάλυσης. Γι' αυτό και ο συγγραφέας καταφεύγει σε μια αυτοανάλυση, με τη μορφή διαλόγου ανάμεσα στον ενήλικα και στο παιδί που υπήρξε κάποτε. Στο τρίτο πρόσωπο εκφράζεται ο αφηγητής, παραχωρώντας το πρώτο πρόσωπο στο παιδί, ώστε να φανεί ευκρινέστερα το ρήγμα που τον χωρίζει από τον παρελθόντα εαυτό του.
Ο Ατζακάς πετυχαίνει τη δύσκολη ανασύσταση ενός παιδικού λόγου, ανόθευτου από μεταγενέστερες εκλογικεύσεις. Μέσα από τις περιγραφές για όσα έβλεπε και άκουγε το παιδί προβάλλει μια διαφορετική από την τρέχουσα σήμερα εικόνα για τις Παιδοπόλεις και τους επιτηρητές τους. Υπήρχε μεν στρατιωτική πειθαρχία, όπως, εντέλει, είθισται σε παντός είδους ιδρύματα μέχρι και σήμερα, αλλά και η θαλπωρή της μεγάλης οικογένειας, ώστε, συν τω χρόνω, να μη λείπει του παιδιού η γιαγιά του, καταλήγοντας μέχρι και να ντρέπεται γι' αυτήν. Επίσης, υπήρχαν σκληρές ομαδάρχισσες, που έφταναν σε σαδιστικές συμπεριφορές, υπερίσχυαν, όμως, οι νέες και όμορφες, με μητρικά για τους τροφίμους αισθήματα. Όσο για τη λεγόμενη πλύση εγκεφάλου των παιδιών, αυτή γινόταν υπόγεια και μεθοδικά. Μέσα από παραμύθια και ιστορίες εδραιωνόταν στο παιδί η πίστη πως καλός Ελληνας είναι ο ανδρείος χριστιανός, που μάχεται τους συμμορίτες. Αυτούς τους «απαίσιους Ελληνες», που αποκαλούνταν κατσαπλιάδες, ληστές αλλά και αντάρτες, όπως ο πατέρας του παιδιού, για τους οποίους στο νησί τού έλεγαν πως ήταν καλοί άνθρωποι. Ασυμβίβαστες απόψεις, που οδηγούν το παιδί σε εύλογη απορία, η οποία αφήνεται αξεδιάλυτη, μαζί με άλλες αμφισημίες της γλώσσας και συγκεχυμένα αισθήματα.
Στην εποχή μας, που η προφορική ιστορία κερδίζει συνεχώς έδαφος και οι ιστορικοί συγκεντρώνουν πάσης φύσεως μακροσκελείς αφηγήσεις ζωής, η μαρτυρία του Ατζακά -αν ασφαλώς την εκλάβουμε ως μαρτυρία-, που βρέθηκε για έξι χρόνια υπό τη σκέπη της Βασιλικής Πρόνοιας και πέρασε από πέντε Παιδοπόλεις, παραμένοντας στις τέσσερις από αυτές για μεγάλα χρονικά διαστήματα, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Εκείνο, όμως, που τη διακρίνει από τις συνεντεύξεις παιδιών των Παιδοπόλεων είναι η ρέουσα και ακριβόλογη αφήγηση του παιδιού, που, με την περιγραφική της ζωντάνια, στοιχίζεται δίπλα στις ευτυχέστερες του είδους, θυμίζοντας, λ.χ., κάποιες περιγραφές παιδικών παιχνιδιών σε διηγήματα του Τόλη Καζαντζή ή στον «Αγάθο» του Νίκου Βασιλειάδη. Αν, όμως, ο Ατζακάς πετυχαίνει στα δύσκολα, φαίνεται σαν να υστερεί στα εύκολα, που θα αναμενόταν να είναι η απόδοση του λόγου ενός ενήλικα. Στην αφήγηση του παιδιού παρεμβάλλονται πλαγιογράμματες περικοπές, όπου ο αφηγητής επεμβαίνει προς αποκατάσταση της αλήθειας. Στην προσπάθειά του, όμως, να δώσει τη σημερινή θέαση του Εμφυλίου και των Παιδοπόλεων, εκφράζει μονοδιάστατες απόψεις, οι οποίες, έτσι όπως διατυπώνονται καθ' υπερβολήν, φαίνεται ακόμη περισσότερο η μονομέρειά τους.
Οπως και να έχει, ο ενήλικας διορθώνει τις σφαλερές εντυπώσεις του παιδιού, αφήνει όμως εντελώς ασχολίαστες τις αναμνήσεις του από τη Βασίλισσα Φρειδερίκη, πανταχού παρούσα στις Παιδοπόλεις, αφού είχαν τεθεί υπό την προστασία της. Τριαντάρα τότε η νεόκοπη Βασίλισσα, επισκεπτόταν τη μία παιδόπολη μετά την άλλη. Εν αναμονή της επίσκεψής της συμβαίνουν τα μύρια όσα στα μυθιστορήματα του Μπούτου και του Σκρουμπέλου, χωρίς όμως να την εμπλέκουν στις όποιες ανομίες. Στο πεζογράφημα του Ατζακά, η «Μεγάλη Μητέρα» εμπνέει δέος στο παιδί, που περιμένει με ανυπομονησία την πρώτη επίσκεψή της. Τελικά, θα έχει την ευκαιρία να παραστεί σε πολλές επισκέψεις της. Πάντοτε, όμως, βιαστικές, του άφησαν μια ξεθωριασμένη εικόνα.
Θολός βυθός
εκδόσεις Αγρα, σ. 284, 14,40 ευρώ
Ο Γιάννης Ατζακάς εμφανίστηκε τον Ιούνιο του 2007, αφηγούμενος τα παιδικά του χρόνια στο χωριό Θεολόγος της Θάσου. Ηδη από τότε θα πρέπει να είχε έτοιμο, ή τουλάχιστον στα σκαριά, το δεύτερο βιβλίο του για τα χρόνια που έζησε στις Παιδοπόλεις, αφού, τελικά, τα δύο πεζογραφήματα συνιστούν μια διλογία που, το πιθανότερο, γραφόταν από καιρό. Ο ίδιος παρουσιάζει την αυτοβιογράφησή του σαν μια επιτακτική ανάγκη, στο πρώτο βιβλίο, να αναστήσει τον χαμένο παιδικό παράδεισο, και στο δεύτερο, να συνδέσει τα κομμάτια ενός παζλ, μήπως και κατανοήσει τις εμμονές και τις φοβίες, που καθόρισαν τη μετέπειτα συμπεριφορά του. Πέραν, όμως, των όποιων εξηγήσεων, που θα μπορούσαν να εκληφθούν και ως κατασκευές, κατάλληλες για τους στοχαστικής πνοής προλόγους των βιβλίων του, τα βιώματά του προσφέρονται για συγγραφική εκμετάλλευση. Αποτελούν, τρόπον τινά, μια ελάχιστη ανταμοιβή για την κακοτυχία του να συγκαταλέγεται στα παιδιά του Εμφυλίου, και μάλιστα σε αυτά που μεταφέρθηκαν μακριά από τον γενέθλιο τόπο και τις οικογένειές τους. Αλλοι συγγραφείς, που δεν έτυχε να έχουν ανάλογες εμπειρίες, αναζητούν στα ντοκουμέντα της εποχής εξαιρετικά συμβάντα για να στήσουν τα μυθιστορήματά τους. Το επιβεβαιώνουν δύο σχετικά μυθιστορήματα, που εκδόθηκαν πρόσφατα, «Τα δάκρυα της βασίλισσας» του Βασίλη Μπούτου και το «Bella Ciao» του Θανάση Σκρουμπέλου. Και τα δύο πλέκονται γύρω από τον βιασμό τροφίμου παιδόπολης από νυχτοφύλακα. Ειδικότερα του Σκρουμπέλου διαδραματίζεται σε μία από τις Παιδοπόλεις όπου διέμεινε και ο Ατζακάς, αυτή στην περιοχή της Κηφισιάς, για την οποία υπήρξαν καταγγελίες για σεξουαλική κακοποίηση, που έγιναν και πρωτοσέλιδο σε αριστερόστροφη εφημερίδα της εποχής. Ωστόσο, στο βιβλίο του Ατζακά ούτε βιασμοί διαπράττονται ούτε κακοποιημένα πτώματα αποκαλύπτονται. Μόνον ως φήμη αναφέρεται ότι ένας νυχτοφύλακας «έκανε άσχημα λόγια» σε ένα παιδί.
Τα δύο βιβλία του Ατζακά θα μπορούσαν να εκληφθούν ως ένα ενιαίο μυθιστόρημα διάπλασης, με εμφανείς επιδράσεις από τη λογοτεχνική μας παράδοση. Στο πρώτο βιβλίο, περισσότερο αισθητές είναι οι παπαδιαμαντικές απηχήσεις, ίσως και λόγω θέματος, καθώς ο αφηγητής ανακαλεί μνήμες από το νησί και επαναφέρει την ντοπιολαλιά, με κεντρικό πρόσωπο τη γιαγιά του. Αποφασιστική η γρια-Βενετιά, μέχρι ανδρίκια φορέματα θα έβαζε, όπως η γρια-Σκεύω του Παπαδιαμάντη στο «Βαρδιάνος στα σπόρκα», για να προστατεύσει τον εγγονό της. Μόνον που ο Ατζακάς δεν αναφέρεται σε ειρηνικούς καιρούς αλλά στην ταραχώδη δεκαετία του 1940. Κι αυτός, όμως, τις πανάρχαιες τέχνες και τεχνικές των χωριανών περιγράφει και μόνο σε ένα κεφάλαιο μνημονεύει αντάρτες, χωροφύλακες και ΜΑΥδες. Σε αυτό το πρώτο βιβλίο υιοθετεί πρωτοπρόσωπη αφήγηση, που ακολουθεί χαλαρά τη χρονολογική σειρά, δημιουργώντας περισσότερο την εντύπωση συνειρμικής αλληλουχίας.
Στο δεύτερο βιβλίο διακρίνονται σεφερικοί απόηχοι, τουλάχιστον στα εισαγωγικά κεφάλαια, όπου ο αφηγητής περιπλανιέται στο βουνό των Κενταύρων και αγναντεύει τη θάλασσα, ζητώντας να κρατηθεί από τον τόπο για την αναδρομή του στις Παιδοπόλεις. Γιατί αν οι παιδικές αναμνήσεις έρχονται αβίαστα, κατακλύζοντάς τον με ευφρόσυνη διάθεση, οι μνήμες από τα χρόνια που ακολούθησαν είναι θολές, σαν να ανθίστανται στην ανάκλησή τους και να χρειάζεται η τσιμπίδα της ψυχανάλυσης. Γι' αυτό και ο συγγραφέας καταφεύγει σε μια αυτοανάλυση, με τη μορφή διαλόγου ανάμεσα στον ενήλικα και στο παιδί που υπήρξε κάποτε. Στο τρίτο πρόσωπο εκφράζεται ο αφηγητής, παραχωρώντας το πρώτο πρόσωπο στο παιδί, ώστε να φανεί ευκρινέστερα το ρήγμα που τον χωρίζει από τον παρελθόντα εαυτό του.
Ο Ατζακάς πετυχαίνει τη δύσκολη ανασύσταση ενός παιδικού λόγου, ανόθευτου από μεταγενέστερες εκλογικεύσεις. Μέσα από τις περιγραφές για όσα έβλεπε και άκουγε το παιδί προβάλλει μια διαφορετική από την τρέχουσα σήμερα εικόνα για τις Παιδοπόλεις και τους επιτηρητές τους. Υπήρχε μεν στρατιωτική πειθαρχία, όπως, εντέλει, είθισται σε παντός είδους ιδρύματα μέχρι και σήμερα, αλλά και η θαλπωρή της μεγάλης οικογένειας, ώστε, συν τω χρόνω, να μη λείπει του παιδιού η γιαγιά του, καταλήγοντας μέχρι και να ντρέπεται γι' αυτήν. Επίσης, υπήρχαν σκληρές ομαδάρχισσες, που έφταναν σε σαδιστικές συμπεριφορές, υπερίσχυαν, όμως, οι νέες και όμορφες, με μητρικά για τους τροφίμους αισθήματα. Όσο για τη λεγόμενη πλύση εγκεφάλου των παιδιών, αυτή γινόταν υπόγεια και μεθοδικά. Μέσα από παραμύθια και ιστορίες εδραιωνόταν στο παιδί η πίστη πως καλός Ελληνας είναι ο ανδρείος χριστιανός, που μάχεται τους συμμορίτες. Αυτούς τους «απαίσιους Ελληνες», που αποκαλούνταν κατσαπλιάδες, ληστές αλλά και αντάρτες, όπως ο πατέρας του παιδιού, για τους οποίους στο νησί τού έλεγαν πως ήταν καλοί άνθρωποι. Ασυμβίβαστες απόψεις, που οδηγούν το παιδί σε εύλογη απορία, η οποία αφήνεται αξεδιάλυτη, μαζί με άλλες αμφισημίες της γλώσσας και συγκεχυμένα αισθήματα.
Στην εποχή μας, που η προφορική ιστορία κερδίζει συνεχώς έδαφος και οι ιστορικοί συγκεντρώνουν πάσης φύσεως μακροσκελείς αφηγήσεις ζωής, η μαρτυρία του Ατζακά -αν ασφαλώς την εκλάβουμε ως μαρτυρία-, που βρέθηκε για έξι χρόνια υπό τη σκέπη της Βασιλικής Πρόνοιας και πέρασε από πέντε Παιδοπόλεις, παραμένοντας στις τέσσερις από αυτές για μεγάλα χρονικά διαστήματα, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Εκείνο, όμως, που τη διακρίνει από τις συνεντεύξεις παιδιών των Παιδοπόλεων είναι η ρέουσα και ακριβόλογη αφήγηση του παιδιού, που, με την περιγραφική της ζωντάνια, στοιχίζεται δίπλα στις ευτυχέστερες του είδους, θυμίζοντας, λ.χ., κάποιες περιγραφές παιδικών παιχνιδιών σε διηγήματα του Τόλη Καζαντζή ή στον «Αγάθο» του Νίκου Βασιλειάδη. Αν, όμως, ο Ατζακάς πετυχαίνει στα δύσκολα, φαίνεται σαν να υστερεί στα εύκολα, που θα αναμενόταν να είναι η απόδοση του λόγου ενός ενήλικα. Στην αφήγηση του παιδιού παρεμβάλλονται πλαγιογράμματες περικοπές, όπου ο αφηγητής επεμβαίνει προς αποκατάσταση της αλήθειας. Στην προσπάθειά του, όμως, να δώσει τη σημερινή θέαση του Εμφυλίου και των Παιδοπόλεων, εκφράζει μονοδιάστατες απόψεις, οι οποίες, έτσι όπως διατυπώνονται καθ' υπερβολήν, φαίνεται ακόμη περισσότερο η μονομέρειά τους.
Οπως και να έχει, ο ενήλικας διορθώνει τις σφαλερές εντυπώσεις του παιδιού, αφήνει όμως εντελώς ασχολίαστες τις αναμνήσεις του από τη Βασίλισσα Φρειδερίκη, πανταχού παρούσα στις Παιδοπόλεις, αφού είχαν τεθεί υπό την προστασία της. Τριαντάρα τότε η νεόκοπη Βασίλισσα, επισκεπτόταν τη μία παιδόπολη μετά την άλλη. Εν αναμονή της επίσκεψής της συμβαίνουν τα μύρια όσα στα μυθιστορήματα του Μπούτου και του Σκρουμπέλου, χωρίς όμως να την εμπλέκουν στις όποιες ανομίες. Στο πεζογράφημα του Ατζακά, η «Μεγάλη Μητέρα» εμπνέει δέος στο παιδί, που περιμένει με ανυπομονησία την πρώτη επίσκεψή της. Τελικά, θα έχει την ευκαιρία να παραστεί σε πολλές επισκέψεις της. Πάντοτε, όμως, βιαστικές, του άφησαν μια ξεθωριασμένη εικόνα.
Μ. Θεοδοσοπούλου
30/3/2009 Από την "Ελευθεροτυπία"
30/3/2009 Από την "Ελευθεροτυπία"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου