Χένρυ Τζαίημς «Το αυθεντικό»
Μετάφραση: Αντώνης Πέρης
Επιμέλεια: Αργύρης Παπασυριόπουλος
Σχέδια: Ντένι Λόμ
Εκδόσεις Κίχλη Δεκέμβριος 2009
Μετάφραση: Αντώνης Πέρης
Επιμέλεια: Αργύρης Παπασυριόπουλος
Σχέδια: Ντένι Λόμ
Εκδόσεις Κίχλη Δεκέμβριος 2009
Εκτός από είκοσι μυθιστορήματα, ο Χένρυ Τζαίημς δημοσίευσε και 112 συντομότερα πεζά. Τα εκτενέστερα από αυτά, δώδεκα τον αριθμό, είθισται να αποκαλούνται νουβέλες, ενώ τα υπόλοιπα, διηγήματα. Με λιγότερες από δέκα χιλιάδες λέξεις «Το αυθεντικό», κατατάσσεται μάλλον στα διηγήματα. Αν η παρούσα μετάφραση είναι η πρώτη στα ελληνικά παραμένει, όπως φαίνεται, αδιερεύνητο. Επίσης, αδιερεύνητο παραμένει και το πότε δημοσιεύτηκε πρώτη φορά σε ελληνικό έντυπο πεζό του Τζαίημς. Μάλλον απίθανο φαίνεται να πρωτοεμφανίζεται το 1959, με το μυθιστόρημα, «Ένας Αμερικανός», αγνώστου μεταφραστή. Ωστόσο, γενικότερα, ο Τζαίημς άρχισε να μεταφράζεται συστηματικά και να γίνεται γνωστός σε ένα ευρύτερο κοινό, μετά το 1943 και τους εορτασμούς για την εκατονταετηρίδα από τη γέννησή του, στις 15 Απριλίου 1843, στη Νέα Υόρκη. Πάντως, ο πρώτος γνωστός μεταφραστής του στα ελληνικά είναι ο Κοσμάς Πολίτης, με το «Στρίψιμο της βίδας», το 1964. Κατά τα άλλα, επανεκδίδεται κάθε τόσο κάποιο από τα γνωστά μυθιστορήματά του. Συχνότερα, όμως, κυκλοφορούν βιβλιάρια με ένα ή και περισσότερα διηγήματά του. Σε αυτά εντάσσεται και το πρόσφατο. Έκδοση, τυποτεχνικά προσεγμένη, όπως όλες του νεότευκτου εκδοτικού οίκου Κίχλη, η οποία εικονογραφείται με 14 έγχρωμα σχέδια του γάλλου Ντένι Λομ, που εδώ και μια δεκαπενταετία παρεπιδημεί στην Αθήνα. Αν δεν σφάλλουμε, συνιστά την πρώτη του προσπάθεια να εικονογραφήσει ένα βιβλίο πέρα από το χώρο των παραμυθιών. Το εικονογραφικό αποτέλεσμα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί άνισο, με κάποια ενδιαφέροντα σχέδια και με ορισμένα άλλα να ενδίδουν στην εύκολη λύση του παραμυθικού μοτίβου. Τη μετάφραση του κειμένου την επιχειρεί ο νεότατος διηγηματογράφος Αντώνης Πέρης (γεννηθείς το 1972, πρωτοεμφανίζεται το 2002), με την επιμέλεια του Αργύρη Παπασυριόπουλου, που έχει μεταφράσει και τα κείμενα του Επίμετρου στο βιβλίο. Την εργογραφία του Τζαίημς την συντάσσουν ο μεταφραστής και ο Σωτήρης Φασούλας. Όσο αφορά τις πληροφορίες για τις ελληνικές μεταφράσεις του Τζαίημς, αρκούνται στα στοιχεία που δίνει ο Σταύρος Πετσόπουλος στο χρονολόγιο των βιβλίων του Τζαίημς από τις εκδόσεις Άγρα. Εκείνο, όμως, που κυρίως ενδιαφέρει, όταν πρόκειται για λογοτέχνες της στάθμης του Τζαίημς, είναι, προφανώς, η ποιότητα της μετάφρασης. Πιστεύουμε πως έγινε μια φιλότιμη προσπάθεια, παρότι, αν δεν σφάλλουμε, η προηγούμενη εμπειρία μεταφραστή και επιμελητή είναι μικρή. Όπως και να έχει, ο Τζαίημς συνιστά ένα μάλλον πρώιμο εγχείρημα. «Το αυθεντικό» γράφτηκε το 1891, σύμφωνα και με την εγγραφή στο σημειωματάριο του Τζαίημς, που αναδημοσιεύεται στο Επίμετρο. Ωστόσο, το δεύτερο κείμενο του Επίμετρου, το απόσπασμα από τον πρόλογο στην νεοϋρκέζικη έκδοση του 1909, αναφέρει ως έτος έκδοσης του διηγήματος το 1890. Δυστυχώς, ο επιμελητής δεν παρέχει κάποια διευκρίνιση για αυτήν την ασυμφωνία. Το διήγημα δημοσιεύτηκε πρώτα στον αμερικανικό Τύπο μέσω ενός αμερικανικού πρακτορείου, που προωθούσε πρωτότυπα κείμενα αγγλόφωνων συγγραφέων στις αμερικανικές εφημερίδες. Στην Αγγλία, δημοσιεύτηκε, στις 16 Απριλίου 1892, στο εβδομαδιαίο εικονογραφημένο περιοδικό «Black and White», που είχε ξεκινήσει τον προηγούμενο χρόνο. Τέλος, σε βιβλίο, εκδόθηκε το επόμενο έτος, μαζί με πέντε ακόμη διηγήματα. Εκείνη την περίοδο, συγκεκριμένα την πενταετία 1890-1895, ο Τζαίημς ήταν εγκατεστημένος στο Λονδίνο και ασχολείτο με το θέατρο, γράφοντας πρωτότυπα έργα και διασκευάζοντας ήδη έτοιμα, όπως το «Ένας Αμερικανός». Η περιορισμένη, όμως, επιτυχία τους τον έστρεψε και πάλι προς την πεζογραφία. Ο Τζαίημς, τουλάχιστον για τα διηγήματά του, συχνά εμπνεόταν από πραγματικά περιστατικά. Στην προκειμένη περίπτωση, το ερέθισμα τού το έδωσε ο φίλος του Ζωρζ ντε Μωριέ, που εργαζόταν ως σκιτσογράφος στο αγγλικό περιοδικό «Punch». Όπως του διηγήθηκε, τον είχε επισκεφτεί ένα ζευγάρι ξεπεσμένων αριστοκρατών, ζητώντας του να τους χρησιμοποιήσει σαν μοντέλα. Του παρουσιαζόταν, δηλαδή, η δελεαστική ευκαιρία να αντικαταστήσει τους μεροκαματιάρηδες, που είχε μοντέλα, με ανθρώπους της ίδιας κοινωνικής τάξης με αυτούς που σκιτσάριζε. Αν αποφάσιζε την αλλαγή, μπορεί να έχανε τη βολή του, τουλάχιστον αρχικά, αλλά θα είχε αυθεντικά πρόσωπα να ποζάρουν. Το δίλημμα του φίλου του, ο Τζαίημς το μεταμόρφωσε σε ένα διήγημα, που συμβάλλει στην περί τέχνης συζήτηση, όπως την ανοίγει, εξήντα χρόνια νωρίτερα, «Το Άγνωστο αριστούργημα» του Μπαλζάκ. Σύμφωνα με τις ημερολογιακές του σημειώσεις, εκείνο που αρχικά τον εντυπωσίασε ήταν η κοινωνική πλευρά του περιστατικού. Δηλαδή το γεγονός ότι γόνοι αριστοκρατών, που είχαν εξασφαλισμένα τα προς το ζην και περιφέρονταν αργόσχολα σε συνευρέσεις της υψηλής κοινωνίας, τους βρήκε μια κακοτυχία και αναγκάστηκαν να εργαστούν. Παρόλο τον αέρα των σαλονιών, που διέθεταν, δεν είχαν κάποια επαγγελματική κατάρτιση, αφού το μόνο που έκαναν μέχρι τότε, ήταν να επιδεικνύουν την καλή τους εμφάνιση και να επαίρονται για την ανωτερότητα της τάξης τους. Οπότε, το ίδιο σκέφτηκαν να κάνουν και σε ώρα ανάγκης. Μόνο που, αυτή τη φορά, το ποζάρισμα, δεύτερη έξη γι’ αυτούς, θα γινόταν επί χρήμασι. Αυτές, όμως, οι κοινωνιολογίζουσες σκέψεις του Τζαίημς βρίσκονται μόνο στο ημερολόγιό του. Διαβάζοντας μόνο αυτές, μένει κανείς με την εντύπωση πως ο συγγραφέας συνομιλεί με τους λίγο μεταγενέστερούς του κοινωνιολόγους, όπως ο συμπατριώτης του Θόρσταϊν Βέμπλιν, ο πρώτος ανατόμος της αργόσχολης τάξης. Αν, όμως, ο Τζαίημς περιοριζόταν σε αυτό το πλαίσιο, θα έγραφε απλώς μια σύντομη ιστορία, όπως πλείστοι άλλοι σύγχρονοί του και ακόμη περισσότεροι σημερινοί. Ήδη, όμως, το 1884, στο δοκίμιό του, «Η Τέχνη της Μυθοπλασίας», σαρκάζει την πρυτανεύουσα, έως και σήμερα, θέση «Η ιστορία είναι το παν». Ενώ, εκείνος αναζητούσε τη βαθύτερη ουσία ενός θέματος, την “ιδέα”, την οποία αποκαλύπτει η οπτική, μέσα από την οποία γράφεται ένα διήγημα. Εδώ, επιλέγει την οπτική ενός επίδοξου ζωγράφου, που προσωρινά αρκείται στην εικονογράφηση βιβλίων. Για τον Τζαίημς, ζωγράφος και λογοτέχνης είναι αδελφές ψυχές. Μέσω του ζωγράφου ήρωά του, ξεδιπλώνει δικές του σκέψεις περί τέχνης, ερασιτεχνισμού και κριτικής αναγνώρισης. Στην αφήγηση από την σκοπιά του ζωγράφου, προβάλλεται ο ψυχολογικός παράγοντας, ενώ, σε ένα δεύτερο επίπεδο, αναπτύσσεται ο στοχασμός περί τέχνης. Το ζεύγος των παρηκμασμένων αριστοκρατών, το οποίο ο ζωγράφος του διηγήματος προσλαμβάνει, τον γοητεύει με την εμφάνιση, τους τρόπους και την ομιλία του. Ταυτόχρονα, τον κάνει να αισθάνεται άβολα. Αυτός, ένας άνθρωπος της μεσαίας τάξης, κατέληξε να έχει στην υπηρεσία του και, κατ’ επέκταση, να διατάζει πρόσωπα της υψηλής κοινωνίας. Αυτό το, τρόπον τινά, αίσθημα κατωτερότητας συχνά τον ωθεί να υιοθετεί τις απόψεις τους, αναθεωρώντας κάποιες δικές του. Κυρίως, όμως, λειτουργεί καταλυτικά στο υποσυνείδητό του. Αυτό ακριβώς αντανακλάται στις ζωγραφικές του συνθέσεις, όπου το ζεύγος προβάλλει με τη θεωρία υψηλά ιστάμενων. Εκεί, σχεδόν αθέλητα, τους σχεδιάζει με ύψος πολύ πάνω από το μέσο απαντώμενο. Αυτά, όσο αφορά τον ψυχολογικό παράγοντα. Ο στοχασμός του Τζαίημς περί τέχνης ξεκινά με το πλάσιμο δυο ακόμη ηρώων. Προς διατήρηση της αφηγηματικής συμμετρίας, πλάθει ένα δεύτερο ζεύγος μοντέλων. Η γυναίκα είναι ο αντιπροσωπευτικός λαϊκός τύπος της Λονδρέζας και ο άντρας, ένας ναπολιτάνος φτωχοδιάβολος. Σ’ αυτούς ο ζωγράφος έχει όλη την άνεση να τους ντύνει, να τους στήνει, να τους διδάσκει. Με άλλα λόγια, να τους πλάθει, όπως ο σκηνοθέτης τον ηθοποιό, προσπαθώντας να εκμαιεύσει τα πρόσωπα, που έχει στη φαντασία του. Παρενθετικά, να σημειώσουμε εδώ την παιγνιώδη ονοματολογία του συγγραφέα: Το επώνυμο του αριστοκρατικού ζεύγους είναι “Monarch”, ένα δάνειο από την ελληνική, που θα μπορούσε να διασωθεί στη μετάφραση. Και η λαϊκή Αγγλίδα αποκαλείται “Μις Τσάρμ”. Σε αντίθεση με τους πληβείους, οι γνήσιοι αριστοκράτες λειτουργούν απέναντι στο ζωγράφο καταλυτικά. Τον υποβιβάζουν στο ρόλο του φωτογράφου. Ουσιαστικά, τον αφοπλίζουν και τον καθιστούν έναν απλό τεχνίτη, που αντιγράφει δουλικά την πραγματικότητα. Με άλλα λόγια, δεν του αφήνουν δημιουργικά περιθώρια, ούτε κάποια πνοή αυτοσχεδιασμού. Ο καλλιτέχνης καθηλώνεται μπροστά στη δυναμική του αυθεντικού που, όχι μόνο επιβάλλεται, αλλά γυρεύει και κυρίαρχα δικαιώματα. Το διήγημα θα μπορούσε, μεταξύ των άλλων, να θεωρηθεί και ως μια παραβολή. Φέρει όλα εκείνα τα ενδογενή στοιχεία προς συγγραφική σπουδή, ιδιαίτερα για συγγραφείς που ρέπουν προς την “αντιγραφή” της πραγματικότητας. Ακόμη περισσότερο σήμερα, στο πλαίσιο, δηλαδή, μιας εποχής “μετά” το μοντέρνο, όπου, όλο και συχνότερα, οι νεότεροι συγγραφείς την σερβίρουν ωμή, χωρίς καμία δημιουργική μετουσίωση, παρά μόνο με κάποια κοινότοπα, συνήθως ρηχά ή μονοδιάστατα, κοινωνιολογικά αιτήματα. Φαίνεται, όμως, ότι ο άνεμος του μεταμοντέρνου σάρωσε και τον ίδιον τον Τζαίημς. Το «Στρίψιμο της βίδας», αφού υπέστη μεταμοντέρνα θεατρική διασκευή και απέκτησε τον εμπνευσμένο τίτλο «Επισκέπτες», “τρέχει” φιλόδοξα και τολμηρά ως παράσταση στην φετεινή θεατρική σαιζόν. Παρότι δοκιμασμένος θεατρικός συγγραφέας ο ίδιος ο Τζαίημς, φαίνεται ότι αδυνατούσε να το διασκευάσει θεατρικά. Κατά τα άλλα, το διήγημα παρουσιάζει όλες τις τζαιμσιανές αρετές. Ανάγλυφους, ζωντανούς χαρακτήρες και πειστική διήγηση, με έμμονη προσοχή στη λεπτομέρεια, που φτιάχνει την απόχρωση και δίνει την ειδοποιό διαφορά.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου