Σάββατο 20 Μαρτίου 2010

Πολλά και ενδιαφέροντα περί Παπαδιαμάντη

«Πα­πα­δια­μα­ντι­κά Τε­τρά­δια
Τεύ­χος 9 Πρω­το­χρο­νιά 2010
Εκδό­σεις Δό­μος

Σαν πρω­το­χρο­νιά­τι­κος μπο­να­μάς έρ­χο­νται κά­θε χρό­νο τα «Πα­πα­δια­μα­ντι­κά Τε­τρά­δια», α­πό την Πρω­το­χρο­νιά του 1992, που κυ­κλο­φό­ρη­σε το πρώ­το τεύ­χος. Πρω­το­χρο­νιά 2008, εί­χε κυ­κλο­φο­ρή­σει το ό­γδοο τεύ­χος. Πέ­ρυ­σι μεί­να­με πα­ρα­πο­νε­μέ­νοι. Εφέ­τος, ό­μως, ήρ­θαν στην ώ­ρα τους. Μό­νο που ως ά­νοιγ­μα του τεύ­χους πε­ρι­μέ­να­με το και­νού­ριο χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο διή­γη­μα του Πα­πα­δια­μά­ντη. «Το Για­λό­ξυ­λο», που ε­ντό­πι­σε ο Βα­σί­λειος Φ. Τω­μα­δά­κης. Έχουν, ό­μως, πε­ρά­σει κιό­λας δυο χρό­νια α­πό την α­να­κά­λυ­ψή του και έ­χουν ή­δη γί­νει του­λά­χι­στον δυο α­να­δη­μο­σιεύ­σεις. Πα­ρό­λα αυ­τά, μια α­να­δη­μο­σίευ­ση στο μο­να­δι­κό πε­ριο­δι­κό, α­πο­κλει­στι­κά α­φιε­ρω­μέ­νο στον Πα­πα­δια­μά­ντη, του α­ντι­στοι­χού­σε. Και μά­λι­στα, μια κα­τα­χώ­ρη­ση πρω­το­χρο­νιά­τι­κη. Ύστε­ρα, τό­σο η πρώ­τη α­να­δη­μο­σίευ­ση στην ε­πί­το­μη έκ­δο­ση «Παρ­νασ­σός» ό­σο και η δεύ­τε­ρη στο πε­ριο­δι­κό «Νέα Εστία», το κα­τα­χω­νιά­ζουν εν μέ­σω πολ­λών και αλ­λό­τριων κει­μέ­νων.
Για πα­ρη­γο­ριά δη­μο­σιεύο­νται δυο με­τα­φρά­σμα­τα του Πα­πα­δια­μά­ντη. Και τα δυο α­νώ­νυ­μα, α­νή­κουν στις α­νυ­πό­γρα­φες με­τα­φρά­σεις, που ταυ­το­ποιεί ο Ν. Δ. Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λος. Πρό­κει­ται για το τρί­το κε­φά­λαιο μιας πα­ρι­σι­νής έκ­δο­σης, «L’ Ecosse jadis et aujourd’ hui», του ά­γνω­στου στα κα­θ’ η­μάς Louis Lafond, που, ό­μως, α­φο­ρά έ­να πο­λύ γνω­στό πρό­σω­πο. Ανα­φέ­ρε­ται στον σκω­τσέ­ζο συγ­γρα­φέα Γουόλ­τερ Σκο­τ, τον βίο του και την μυ­θι­στο­ριο­γρα­φία του. Η με­τά­φρα­ση δη­μο­σιεύ­τη­κε στην «Ακρό­πο­λη», το 1893, ως ει­σα­γω­γή στη δη­μο­σίευ­ση σε συ­νέ­χειες του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος του Σκο­τ, «Η μνη­στή του Λα­μερ­μούρ», στην πα­λαιό­τε­ρη με­τά­φρα­ση τού 1865. Η με­τά­φρα­ση του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος ή­ταν της κό­ρης του Νι­κό­λα­ου Δρα­γού­μη, Ζωής. Ο Πα­πα­δια­μά­ντης, α­πό ό­σο γνω­ρί­ζου­με, δεν με­τέ­φρα­σε Σκο­τ, ω­στό­σο εί­χε αρ­κε­τά κοι­νά μα­ζί του. Ο Σκοτ α­γα­πού­σε την σκο­τσέ­ζι­κη φύ­ση, εί­χε α­δυ­να­μία στο πο­τό με κα­λή πα­ρέα, εί­χε γεν­νη­θεί α­κρι­βώς ο­γδό­ντα χρό­νια νω­ρί­τε­ρα α­πό ε­κεί­νον, το 1771, και έ­ζη­σε μό­λις έ­να χρό­νο πε­ρισ­σό­τε­ρο, πε­θαί­νο­ντας το 1832.Το δεύ­τε­ρο με­τά­φρα­σμα εί­ναι μια ι­στο­ρία του Τζέ­ρομ Κ. Τζέ­ρο­μ, «Δια τα γα­τιά και τα σκυ­λιά», δη­μο­σιευ­μέ­νη στο «Νέο Πνεύ­μα», το 1894.
Αυ­τά, ό­σο α­φο­ρά την πρω­το­γε­νή σο­δειά. Στη δευ­τε­ρο­γε­νή, δη­λα­δή την κρι­τι­κή του πα­πα­δια­μα­ντι­κού έρ­γου, ε­ντάσ­σο­νται τα κεί­με­να δυο φι­λο­λό­γων με­λε­τη­τών, ε­νός, κυ­ρίως ποιη­τή και ε­νός, κα­τά κύ­ριο λό­γο, πε­ζο­γρά­φου: Του Λου­κά Κού­σου­λα και του Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λου. Ομό­θε­μα και ο­μό­θυ­μα, α­φο­ρούν το διή­γη­μα του Πα­πα­δια­μά­ντη «Το Κα­μί­νι» και α­να­πτύσ­σουν το σκε­πτι­κό τους με θαυ­μα­στι­κή διά­θε­ση για το διή­γη­μα και ε­πι­πλη­κτι­κή για τους ο­μο­τέ­χνους τους. Ανά­λα­φρα ει­ρω­νι­κές οι πα­ρα­τη­ρή­σεις του πρώ­του, πλέ­ον α­κο­νι­σμέ­νες του δεύ­τε­ρου. «Το Κα­μί­νι» εί­ναι έ­να α­πό τα εν­νέα διη­γή­μα­τα της πα­πα­δια­μα­ντι­κής σο­δειάς του 1907, δη­μο­σιευ­μέ­νο στο πε­ριο­δι­κό «Νέα Ζωή» της Αλε­ξάν­δρειας, ό­που ο Πα­πα­δια­μά­ντης δη­μο­σίευ­σε α­κό­μη πέ­ντε διη­γή­μα­τα α­πό τα τέ­λη του 1906 μέ­χρι τα μέ­σα του 1909. Δεν πρέ­πει να ξε­χνά­με ό­τι εν­διά­με­σα, Απρί­λιο του 1908, στις σε­λί­δες του α­λε­ξαν­δρι­νού πε­ριο­δι­κού φι­λο­ξε­νεί­ται το πρώ­το και το μό­νο εν ζωή α­φιέ­ρω­μα στον Σκια­θί­τη
Οι δυο με­λε­τη­τές το­νί­ζουν την πρω­το­τυ­πία της α­φη­γη­μα­τι­κής δο­μής του διη­γή­μα­τος. Ο Πα­πα­δια­μά­ντης, πρώ­τα, πε­ρι­γρά­φει έ­να α­σβε­στο­κά­μι­νο, στη συ­νέ­χεια, έ­να σπή­λαιο στην πε­ριο­χή της Πού­ντας στη Σκιά­θο, που φέ­ρει το ό­νο­μα Κα­μί­νι, και με­τά, α­φη­γεί­ται την ι­στο­ρία μιας βο­σκο­πού­λας, που της προ­ξέ­νευαν έ­ναν χή­ρο βο­σκό με δυο παι­διά, αλ­λά ε­κεί­νη ή­ταν ε­ρω­τευ­μέ­νη με έ­ναν νε­α­ρό ναύ­τη. Αυ­τό το, τρό­πον τι­νά, τρί­το κα­μί­νι, της α­γά­πης, στο ο­ποίο δο­κι­μά­ζε­ται η βο­σκο­πού­λα, μπο­ρεί και να εί­ναι το κυ­ρίως κα­μί­νι του τίτ­λου. Κά­πως αυ­θαί­ρε­τη η δι­κή μας ερ­μη­νεία, εάν ό­μως την α­πο­κλεί­σου­με, τό­τε τα δύο πρώ­τα α­φη­γη­μα­τι­κά μέ­ρη, του­λά­χι­στον φαι­νο­με­νι­κά, μέ­νουν πα­ρά­ται­ρα ή α­πλό πα­ρα­γέ­μι­σμα της α­φή­γη­σης. Ο Κού­σου­λας το χα­ρα­κτη­ρί­ζει “ποίη­μα” ή και με­τα­μο­ντέρ­νο διή­γη­μα, α­πο­ρώ­ντας με τον Ελύ­τη, που, στο «Μα­γεία του Πα­πα­δια­μά­ντη», αν­θο­λο­γεί μό­νο την πε­ρι­γρα­φή της θα­λάσ­σιας σπη­λιάς. Ο Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λος στή­νει το κεί­με­νό του ως α­πά­ντη­ση στην α­πα­ξιω­τι­κή κρί­ση για το εν λό­γω διή­γη­μα του Γκυ Σω­νιέ. Ο γάλ­λος νε­ο­ελ­λη­νι­στής, ό­πως το συ­νη­θί­ζει, κρί­νει το διή­γη­μα, α­γνοώ­ντας τα το­πι­κά ε­θι­μι­κά συμ­φρα­ζό­με­να. Μέ­σα στην εμ­μο­νή του για την ψυ­χα­να­λυ­τι­κή διά­στα­ση του έρ­γου του Πα­πα­δια­μά­ντη, πα­ρα­βλέ­πει, ε­κτός των άλ­λων, και το α­δό­κη­το άλ­μα ή, αλ­λιώς, την ελ­λει­πτι­κό­τη­τα στο τέ­λος του διη­γή­μα­τος. Η πο­λε­μι­κή εί­ναι έ­νας α­πό τους πολ­λούς τρό­πους, που δια­θέ­τει έ­νας κρι­τι­κός. Ο Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λος έ­χει κα­τα­φέ­ρει να την α­να­γά­γει σε α­φη­γη­μα­τι­κό τρό­πο, με τον ο­ποίο προσ­δί­δει στο, κα­τά κα­νό­να, δύ­σκα­μπτο εί­δος της κρι­τι­κής την ζω­ντά­νια του δια­λό­γου.
Κα­τά τα άλ­λα, τα τεύ­χη του πε­ριο­δι­κού έ­χουν μια στα­θε­ρή δο­μή: προ­τάσ­σε­ται έ­να ποίη­μα (ε­δώ, του Δη­μή­τρη Κο­σμό­που­λου) και α­κο­λου­θούν τα κυ­ρίως κεί­με­να, ε­νώ, στο τέ­λος, πα­ρα­τί­θε­νται ε­νό­τη­τες με σύ­ντο­μα κεί­με­να, βι­βλιο­κρι­σίες, βι­βλιο­γρα­φι­κά ση­μειώ­μα­τα και πα­πα­δια­μα­ντι­κές ει­δή­σεις. Στο κυ­ρίως σώ­μα του πρό­σφα­του τεύ­χους, ε­κτός α­πό τις δυο κρι­τι­κές, που προ­α­να­φέρ­θη­καν, δη­μο­σιεύο­νται κεί­με­να του Άγγε­λου Κα­λο­γε­ρό­που­λου και του Πα­να­γιώ­τη Υφα­ντή. Επί­σης, κεί­με­να του Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λου για τον Αλέ­ξαν­δρο Μω­ραϊτί­δη. Αυ­τά εί­ναι ο­φει­λό­με­να για τη συ­μπλή­ρω­ση το 2008 ο­γδό­ντα χρό­νων α­πό το θά­να­τό του, στις 25 Οκτω­βρίου 1928. Ορθή η πα­ρα­τή­ρη­ση του Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λου ό­τι αν ο Μω­ραϊτί­δης τύ­χαι­νε να γεν­νη­θεί σε μια άλ­λη νή­σο, λο­γο­τε­χνι­κά ορ­φα­νή, θα εί­χε τε­λείως δια­φο­ρε­τι­κή φι­λο­λο­γι­κή τύ­χη. Με­τά τα με­τα­φρά­σμα­τα του Πα­πα­δια­μά­ντη, δη­μο­σιεύε­ται διή­γη­μα του Ευ­ρι­πί­δη Νε­γρε­πό­ντη, «Διά­λο­γος σε πε­ρι­γιά­λι». Ας μη σχο­λιά­σου­με το ποιός κρύ­βε­ται δια­κρι­τι­κά πί­σω α­πο την υ­πο­γρα­φή. Πά­ντως, οι πο­λύ­πλευ­ρες δια­κει­με­νι­κές α­να­φο­ρές και το βιω­μα­τι­κό υ­πό­στρω­μα του χα­ρί­ζουν, σε σχέ­ση με τα υ­πό­λοι­πα κεί­με­να του τεύ­χους, λο­γο­τε­χνι­κή αυ­τάρ­κεια.
Στην πρώ­τη, α­πό τις συ­νο­δευ­τι­κές ε­νό­τη­τες, α­να­δη­μο­σιεύο­νται κεί­με­να πα­λαιό­τε­ρων. Στο πρό­σφα­το τεύ­χος, πρό­κει­ται για δυο άρ­θρα του Ζα­χα­ρία Πα­πα­ντω­νίου, που α­φο­ρούν τον Πα­πα­δια­μά­ντη και την βυ­ζα­ντι­νή μου­σι­κή. Το πρώ­το δη­μο­σιεύ­τη­κε στην ε­φη­με­ρί­δα «Σκριπ», την 7η Απρι­λίου 1900 και έ­χει τίτ­λο «Σκέ­ψεις Ρω­μιού» και υ­πό­τιτ­λο, «Αι η­μέ­ραι των Πα­θών». Το δεύ­τε­ρο, στην ε­φη­με­ρί­δα «Εμπρός», στις 23 Ια­νουα­ρίου 1911, με τίτ­λο «Ο ψάλ­της». Στο πρώ­το ο Πα­πα­ντω­νίου θλί­βε­ται για την ε­ξα­φά­νι­ση της βυ­ζα­ντι­νής μου­σι­κής α­πό τις εκ­κλη­σίες κα­τά την Με­γά­λη Εβδο­μά­δα. Ανα­φέ­ρει πως οι μό­νοι ψάλ­τες που α­πέ­μει­ναν στην Αθή­να εί­ναι οι δυο βυ­ζα­ντι­νο­μα­νείς διη­γη­μα­το­γρά­φοι, Πα­πα­δια­μά­ντης και Μω­ραϊτί­δης. Την ε­πο­μέ­νη τού α­πα­ντά ορ­γι­σμέ­νος ο Πα­πα­δια­μά­ντης, α­πό την ε­φη­με­ρί­δα «Το Άστυ», ό­τι, “ί­σα-ί­σα”, ε­κεί­νη τη χρο­νιά η βυ­ζα­ντι­νή μου­σι­κή εί­χε ε­πι­κρα­τή­σει και α­να­φέ­ρει ο­νο­μα­στι­κά τους ψάλ­τες ε­πτά α­θη­ναϊκών εκ­κλη­σιών του λε­γό­με­νου σή­με­ρα ι­στο­ρι­κού κέ­ντρου. Ξε­κι­νά, μά­λι­στα, το κεί­με­νό του με τη φρά­ση: “Βε­βαίως ο κ. Ζ. Π. α­πό μα­κράν έρ­χε­ται...”. εν­νοώ­ντας, υ­πο­θέ­του­με, τη μι­κρή σχέ­ση του, 23χρο­νου, τό­τε, Πα­πα­ντω­νίου με τα εκ­κλη­σια­στι­κά.
Το δεύ­τε­ρο κεί­με­νο του Πα­πα­ντω­νίου εί­ναι σχό­λια πά­νω σε άρ­θρο του Ιωάν­νη Τσώ­κλη, δη­μο­σιευ­μέ­νο στη μου­σι­κή ε­φη­με­ρί­δα των Αθη­νών «Φόρ­μιγξ». Το κεί­με­νο του Τσώ­κλη, που ή­ταν ο διευ­θυ­ντής της ε­φη­με­ρί­δας, εί­ναι γραμ­μέ­νο με­τά το θά­να­το του Πα­πα­δια­μά­ντη, στις 3 Ια­νουα­ρίου 1911, και έ­χει χα­ρα­κτή­ρα νε­κρο­λο­γίας. Οπό­τε α­πο­κλείε­ται να εί­ναι δη­μο­σιευ­μέ­νο στο τεύ­χος, 15-31 Δε­κεμ­βρίου 1910, ε­κτός κι αν το τεύ­χος κυ­κλο­φό­ρη­σε ε­τε­ρο­χρο­νι­σμέ­νο. Σύμ­φω­να, πά­ντως, με τις βι­βλιο­γρα­φι­κές κα­τα­γρα­φές, η ε­φη­με­ρί­δα κυ­κλο­φό­ρη­σε σε δυο πε­ριό­δους: η πρώ­τη ή­ταν το 1900 και η δεύ­τε­ρη, τη διε­τία, 1911-1912. Όπως και να έ­χει, ο Πα­πα­ντω­νίου σχο­λιά­ζει, με λε­πτό χιού­μο­ρ, την κρι­τι­κή της ψαλ­τι­κής του α­πο­θα­νό­ντος, που α­πο­πει­ρά­ται ο Τσώ­κλης. Και τα δυο κεί­με­να, ε­κτός α­πό το εν­δια­φέ­ρον τους σε σχέ­ση με τον Πα­πα­δια­μά­ντη, θυ­μί­ζουν το ι­διαί­τε­ρο ύ­φος του Πα­πα­ντω­νίου. Μια, εν πολ­λοίς, πα­ρα­γνω­ρι­σμέ­νη μορ­φή, ό­χι μό­νο της λο­γο­τε­χνίας. Θα ε­πα­νέλ­θου­με.
Στα “πα­λαιά κεί­με­να” α­να­δη­μο­σιεύο­νται οι σύ­ντο­μες ει­δή­σεις της εφ. «Ακρό­πο­λις» για την ε­πι­δη­μία της χο­λέ­ρας, που εί­χε εν­σκή­ψει στην Ευ­ρώ­πη το 1893. Αυ­τές οι ει­δή­σεις δη­μο­σιεύο­νταν ταυ­τό­χρο­να με το «Βαρ­διά­νος στα Σπόρ­κα», που δη­μο­σιευό­ταν σε συ­νέ­χειες («Ακρό­πο­λις», 14 Αυγ. - 5 Σεπ. 1893), αλ­λά α­φο­ρού­σε πα­λαιό­τε­ρη ε­πι­δη­μία χο­λέ­ρας, ε­κεί­νη του 1865. Επί­σης, στην ε­νό­τη­τα “ο κό­σμος του Πα­πα­δια­μά­ντη”, α­να­δη­μο­σιεύε­ται α­νυ­πό­γρα­φο κεί­με­νο του 1886, που πε­ρι­γρά­φει μια “εκ­δρο­μή στο Χαρ­βά­τι”. Αυ­τό θα μπο­ρού­σε να δια­βα­στεί πα­ράλ­λη­λα με την εκ­δρο­μή, που α­νι­στο­ρεί ο Πα­πα­δια­μά­ντης στο «Ο Επι­τά­φιος και η Ανά­στα­ση εις τα χω­ρία», δη­μο­σιευ­μέ­νο το ε­πό­με­νο έ­τος.
Ιδιαί­τε­ρα ση­μα­ντι­κή εί­ναι η ε­νό­τη­τα, που φέ­ρει τον τίτ­λο «Πλο­η­γός» και υ­πο­γρά­φε­ται α­πό τους Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λους, πα­τέ­ρα και κό­ρη. Πρό­κει­ται, α­κρι­βώς, για έ­ναν πλο­η­γό κα­τά τον α­να­γνω­στι­κό α­νά­πλου στο χρό­νο και την α­πρό­σκο­πτη εί­σο­δο στον κό­σμο του Πα­πα­δια­μά­ντη. Σή­με­ρα, α­να­δη­μο­σιεύο­νται συ­χνά πα­λαιά κεί­με­να με α­σα­φείς συ­ντε­ταγ­μέ­νες. Όμως, ο χρό­νος και το έ­ντυ­πο στο ο­ποίο δη­μο­σιεύ­τη­κε έ­να κεί­με­νο βο­η­θούν στην κα­τα­νό­η­σή του.
Όπως ό­λα τα τεύ­χη των «Πα­πα­δια­μα­ντι­κών Τε­τρα­δίων», έ­τσι και το πρό­σφα­το έ­χει ε­ξαί­ρε­τη φι­λο­λο­γι­κή και τυ­πο­γρα­φι­κή φρο­ντί­δα. Αναμ­φι­βό­λως, εί­ναι έ­να πε­ριο­δι­κό ει­δι­κού εν­δια­φέ­ρο­ντος. Ωστό­σο, η σχο­λιο­γρα­φία του α­φο­ρά ευ­ρύ­τε­ρα την πα­λαιό­τε­ρη πε­ζο­γρα­φία μας ή, σω­στό­τε­ρα, την α­τμό­σφαι­ρα της πε­ζο­γρα­φι­κής μας πα­ρά­δο­σης.
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δεν υπάρχουν σχόλια: