«Παπαδιαμαντικά Τετράδια
Τεύχος 9 Πρωτοχρονιά 2010
Εκδόσεις Δόμος
Σαν πρωτοχρονιάτικος μποναμάς έρχονται κάθε χρόνο τα «Παπαδιαμαντικά Τετράδια», από την Πρωτοχρονιά του 1992, που κυκλοφόρησε το πρώτο τεύχος. Πρωτοχρονιά 2008, είχε κυκλοφορήσει το όγδοο τεύχος. Πέρυσι μείναμε παραπονεμένοι. Εφέτος, όμως, ήρθαν στην ώρα τους. Μόνο που ως άνοιγμα του τεύχους περιμέναμε το καινούριο χριστουγεννιάτικο διήγημα του Παπαδιαμάντη. «Το Γιαλόξυλο», που εντόπισε ο Βασίλειος Φ. Τωμαδάκης. Έχουν, όμως, περάσει κιόλας δυο χρόνια από την ανακάλυψή του και έχουν ήδη γίνει τουλάχιστον δυο αναδημοσιεύσεις. Παρόλα αυτά, μια αναδημοσίευση στο μοναδικό περιοδικό, αποκλειστικά αφιερωμένο στον Παπαδιαμάντη, του αντιστοιχούσε. Και μάλιστα, μια καταχώρηση πρωτοχρονιάτικη. Ύστερα, τόσο η πρώτη αναδημοσίευση στην επίτομη έκδοση «Παρνασσός» όσο και η δεύτερη στο περιοδικό «Νέα Εστία», το καταχωνιάζουν εν μέσω πολλών και αλλότριων κειμένων.
Για παρηγοριά δημοσιεύονται δυο μεταφράσματα του Παπαδιαμάντη. Και τα δυο ανώνυμα, ανήκουν στις ανυπόγραφες μεταφράσεις, που ταυτοποιεί ο Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος. Πρόκειται για το τρίτο κεφάλαιο μιας παρισινής έκδοσης, «L’ Ecosse jadis et aujourd’ hui», του άγνωστου στα καθ’ ημάς Louis Lafond, που, όμως, αφορά ένα πολύ γνωστό πρόσωπο. Αναφέρεται στον σκωτσέζο συγγραφέα Γουόλτερ Σκοτ, τον βίο του και την μυθιστοριογραφία του. Η μετάφραση δημοσιεύτηκε στην «Ακρόπολη», το 1893, ως εισαγωγή στη δημοσίευση σε συνέχειες του μυθιστορήματος του Σκοτ, «Η μνηστή του Λαμερμούρ», στην παλαιότερη μετάφραση τού 1865. Η μετάφραση του μυθιστορήματος ήταν της κόρης του Νικόλαου Δραγούμη, Ζωής. Ο Παπαδιαμάντης, από όσο γνωρίζουμε, δεν μετέφρασε Σκοτ, ωστόσο είχε αρκετά κοινά μαζί του. Ο Σκοτ αγαπούσε την σκοτσέζικη φύση, είχε αδυναμία στο ποτό με καλή παρέα, είχε γεννηθεί ακριβώς ογδόντα χρόνια νωρίτερα από εκείνον, το 1771, και έζησε μόλις ένα χρόνο περισσότερο, πεθαίνοντας το 1832.Το δεύτερο μετάφρασμα είναι μια ιστορία του Τζέρομ Κ. Τζέρομ, «Δια τα γατιά και τα σκυλιά», δημοσιευμένη στο «Νέο Πνεύμα», το 1894.
Αυτά, όσο αφορά την πρωτογενή σοδειά. Στη δευτερογενή, δηλαδή την κριτική του παπαδιαμαντικού έργου, εντάσσονται τα κείμενα δυο φιλολόγων μελετητών, ενός, κυρίως ποιητή και ενός, κατά κύριο λόγο, πεζογράφου: Του Λουκά Κούσουλα και του Τριανταφυλλόπουλου. Ομόθεμα και ομόθυμα, αφορούν το διήγημα του Παπαδιαμάντη «Το Καμίνι» και αναπτύσσουν το σκεπτικό τους με θαυμαστική διάθεση για το διήγημα και επιπληκτική για τους ομοτέχνους τους. Ανάλαφρα ειρωνικές οι παρατηρήσεις του πρώτου, πλέον ακονισμένες του δεύτερου. «Το Καμίνι» είναι ένα από τα εννέα διηγήματα της παπαδιαμαντικής σοδειάς του 1907, δημοσιευμένο στο περιοδικό «Νέα Ζωή» της Αλεξάνδρειας, όπου ο Παπαδιαμάντης δημοσίευσε ακόμη πέντε διηγήματα από τα τέλη του 1906 μέχρι τα μέσα του 1909. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ενδιάμεσα, Απρίλιο του 1908, στις σελίδες του αλεξανδρινού περιοδικού φιλοξενείται το πρώτο και το μόνο εν ζωή αφιέρωμα στον Σκιαθίτη
Οι δυο μελετητές τονίζουν την πρωτοτυπία της αφηγηματικής δομής του διηγήματος. Ο Παπαδιαμάντης, πρώτα, περιγράφει ένα ασβεστοκάμινο, στη συνέχεια, ένα σπήλαιο στην περιοχή της Πούντας στη Σκιάθο, που φέρει το όνομα Καμίνι, και μετά, αφηγείται την ιστορία μιας βοσκοπούλας, που της προξένευαν έναν χήρο βοσκό με δυο παιδιά, αλλά εκείνη ήταν ερωτευμένη με έναν νεαρό ναύτη. Αυτό το, τρόπον τινά, τρίτο καμίνι, της αγάπης, στο οποίο δοκιμάζεται η βοσκοπούλα, μπορεί και να είναι το κυρίως καμίνι του τίτλου. Κάπως αυθαίρετη η δική μας ερμηνεία, εάν όμως την αποκλείσουμε, τότε τα δύο πρώτα αφηγηματικά μέρη, τουλάχιστον φαινομενικά, μένουν παράταιρα ή απλό παραγέμισμα της αφήγησης. Ο Κούσουλας το χαρακτηρίζει “ποίημα” ή και μεταμοντέρνο διήγημα, απορώντας με τον Ελύτη, που, στο «Μαγεία του Παπαδιαμάντη», ανθολογεί μόνο την περιγραφή της θαλάσσιας σπηλιάς. Ο Τριανταφυλλόπουλος στήνει το κείμενό του ως απάντηση στην απαξιωτική κρίση για το εν λόγω διήγημα του Γκυ Σωνιέ. Ο γάλλος νεοελληνιστής, όπως το συνηθίζει, κρίνει το διήγημα, αγνοώντας τα τοπικά εθιμικά συμφραζόμενα. Μέσα στην εμμονή του για την ψυχαναλυτική διάσταση του έργου του Παπαδιαμάντη, παραβλέπει, εκτός των άλλων, και το αδόκητο άλμα ή, αλλιώς, την ελλειπτικότητα στο τέλος του διηγήματος. Η πολεμική είναι ένας από τους πολλούς τρόπους, που διαθέτει ένας κριτικός. Ο Τριανταφυλλόπουλος έχει καταφέρει να την αναγάγει σε αφηγηματικό τρόπο, με τον οποίο προσδίδει στο, κατά κανόνα, δύσκαμπτο είδος της κριτικής την ζωντάνια του διαλόγου.
Κατά τα άλλα, τα τεύχη του περιοδικού έχουν μια σταθερή δομή: προτάσσεται ένα ποίημα (εδώ, του Δημήτρη Κοσμόπουλου) και ακολουθούν τα κυρίως κείμενα, ενώ, στο τέλος, παρατίθενται ενότητες με σύντομα κείμενα, βιβλιοκρισίες, βιβλιογραφικά σημειώματα και παπαδιαμαντικές ειδήσεις. Στο κυρίως σώμα του πρόσφατου τεύχους, εκτός από τις δυο κριτικές, που προαναφέρθηκαν, δημοσιεύονται κείμενα του Άγγελου Καλογερόπουλου και του Παναγιώτη Υφαντή. Επίσης, κείμενα του Τριανταφυλλόπουλου για τον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη. Αυτά είναι οφειλόμενα για τη συμπλήρωση το 2008 ογδόντα χρόνων από το θάνατό του, στις 25 Οκτωβρίου 1928. Ορθή η παρατήρηση του Τριανταφυλλόπουλου ότι αν ο Μωραϊτίδης τύχαινε να γεννηθεί σε μια άλλη νήσο, λογοτεχνικά ορφανή, θα είχε τελείως διαφορετική φιλολογική τύχη. Μετά τα μεταφράσματα του Παπαδιαμάντη, δημοσιεύεται διήγημα του Ευριπίδη Νεγρεπόντη, «Διάλογος σε περιγιάλι». Ας μη σχολιάσουμε το ποιός κρύβεται διακριτικά πίσω απο την υπογραφή. Πάντως, οι πολύπλευρες διακειμενικές αναφορές και το βιωματικό υπόστρωμα του χαρίζουν, σε σχέση με τα υπόλοιπα κείμενα του τεύχους, λογοτεχνική αυτάρκεια.
Στην πρώτη, από τις συνοδευτικές ενότητες, αναδημοσιεύονται κείμενα παλαιότερων. Στο πρόσφατο τεύχος, πρόκειται για δυο άρθρα του Ζαχαρία Παπαντωνίου, που αφορούν τον Παπαδιαμάντη και την βυζαντινή μουσική. Το πρώτο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Σκριπ», την 7η Απριλίου 1900 και έχει τίτλο «Σκέψεις Ρωμιού» και υπότιτλο, «Αι ημέραι των Παθών». Το δεύτερο, στην εφημερίδα «Εμπρός», στις 23 Ιανουαρίου 1911, με τίτλο «Ο ψάλτης». Στο πρώτο ο Παπαντωνίου θλίβεται για την εξαφάνιση της βυζαντινής μουσικής από τις εκκλησίες κατά την Μεγάλη Εβδομάδα. Αναφέρει πως οι μόνοι ψάλτες που απέμειναν στην Αθήνα είναι οι δυο βυζαντινομανείς διηγηματογράφοι, Παπαδιαμάντης και Μωραϊτίδης. Την επομένη τού απαντά οργισμένος ο Παπαδιαμάντης, από την εφημερίδα «Το Άστυ», ότι, “ίσα-ίσα”, εκείνη τη χρονιά η βυζαντινή μουσική είχε επικρατήσει και αναφέρει ονομαστικά τους ψάλτες επτά αθηναϊκών εκκλησιών του λεγόμενου σήμερα ιστορικού κέντρου. Ξεκινά, μάλιστα, το κείμενό του με τη φράση: “Βεβαίως ο κ. Ζ. Π. από μακράν έρχεται...”. εννοώντας, υποθέτουμε, τη μικρή σχέση του, 23χρονου, τότε, Παπαντωνίου με τα εκκλησιαστικά.
Το δεύτερο κείμενο του Παπαντωνίου είναι σχόλια πάνω σε άρθρο του Ιωάννη Τσώκλη, δημοσιευμένο στη μουσική εφημερίδα των Αθηνών «Φόρμιγξ». Το κείμενο του Τσώκλη, που ήταν ο διευθυντής της εφημερίδας, είναι γραμμένο μετά το θάνατο του Παπαδιαμάντη, στις 3 Ιανουαρίου 1911, και έχει χαρακτήρα νεκρολογίας. Οπότε αποκλείεται να είναι δημοσιευμένο στο τεύχος, 15-31 Δεκεμβρίου 1910, εκτός κι αν το τεύχος κυκλοφόρησε ετεροχρονισμένο. Σύμφωνα, πάντως, με τις βιβλιογραφικές καταγραφές, η εφημερίδα κυκλοφόρησε σε δυο περιόδους: η πρώτη ήταν το 1900 και η δεύτερη, τη διετία, 1911-1912. Όπως και να έχει, ο Παπαντωνίου σχολιάζει, με λεπτό χιούμορ, την κριτική της ψαλτικής του αποθανόντος, που αποπειράται ο Τσώκλης. Και τα δυο κείμενα, εκτός από το ενδιαφέρον τους σε σχέση με τον Παπαδιαμάντη, θυμίζουν το ιδιαίτερο ύφος του Παπαντωνίου. Μια, εν πολλοίς, παραγνωρισμένη μορφή, όχι μόνο της λογοτεχνίας. Θα επανέλθουμε.
Στα “παλαιά κείμενα” αναδημοσιεύονται οι σύντομες ειδήσεις της εφ. «Ακρόπολις» για την επιδημία της χολέρας, που είχε ενσκήψει στην Ευρώπη το 1893. Αυτές οι ειδήσεις δημοσιεύονταν ταυτόχρονα με το «Βαρδιάνος στα Σπόρκα», που δημοσιευόταν σε συνέχειες («Ακρόπολις», 14 Αυγ. - 5 Σεπ. 1893), αλλά αφορούσε παλαιότερη επιδημία χολέρας, εκείνη του 1865. Επίσης, στην ενότητα “ο κόσμος του Παπαδιαμάντη”, αναδημοσιεύεται ανυπόγραφο κείμενο του 1886, που περιγράφει μια “εκδρομή στο Χαρβάτι”. Αυτό θα μπορούσε να διαβαστεί παράλληλα με την εκδρομή, που ανιστορεί ο Παπαδιαμάντης στο «Ο Επιτάφιος και η Ανάσταση εις τα χωρία», δημοσιευμένο το επόμενο έτος.
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η ενότητα, που φέρει τον τίτλο «Πλοηγός» και υπογράφεται από τους Τριανταφυλλόπουλους, πατέρα και κόρη. Πρόκειται, ακριβώς, για έναν πλοηγό κατά τον αναγνωστικό ανάπλου στο χρόνο και την απρόσκοπτη είσοδο στον κόσμο του Παπαδιαμάντη. Σήμερα, αναδημοσιεύονται συχνά παλαιά κείμενα με ασαφείς συντεταγμένες. Όμως, ο χρόνος και το έντυπο στο οποίο δημοσιεύτηκε ένα κείμενο βοηθούν στην κατανόησή του.
Όπως όλα τα τεύχη των «Παπαδιαμαντικών Τετραδίων», έτσι και το πρόσφατο έχει εξαίρετη φιλολογική και τυπογραφική φροντίδα. Αναμφιβόλως, είναι ένα περιοδικό ειδικού ενδιαφέροντος. Ωστόσο, η σχολιογραφία του αφορά ευρύτερα την παλαιότερη πεζογραφία μας ή, σωστότερα, την ατμόσφαιρα της πεζογραφικής μας παράδοσης.
Τεύχος 9 Πρωτοχρονιά 2010
Εκδόσεις Δόμος
Σαν πρωτοχρονιάτικος μποναμάς έρχονται κάθε χρόνο τα «Παπαδιαμαντικά Τετράδια», από την Πρωτοχρονιά του 1992, που κυκλοφόρησε το πρώτο τεύχος. Πρωτοχρονιά 2008, είχε κυκλοφορήσει το όγδοο τεύχος. Πέρυσι μείναμε παραπονεμένοι. Εφέτος, όμως, ήρθαν στην ώρα τους. Μόνο που ως άνοιγμα του τεύχους περιμέναμε το καινούριο χριστουγεννιάτικο διήγημα του Παπαδιαμάντη. «Το Γιαλόξυλο», που εντόπισε ο Βασίλειος Φ. Τωμαδάκης. Έχουν, όμως, περάσει κιόλας δυο χρόνια από την ανακάλυψή του και έχουν ήδη γίνει τουλάχιστον δυο αναδημοσιεύσεις. Παρόλα αυτά, μια αναδημοσίευση στο μοναδικό περιοδικό, αποκλειστικά αφιερωμένο στον Παπαδιαμάντη, του αντιστοιχούσε. Και μάλιστα, μια καταχώρηση πρωτοχρονιάτικη. Ύστερα, τόσο η πρώτη αναδημοσίευση στην επίτομη έκδοση «Παρνασσός» όσο και η δεύτερη στο περιοδικό «Νέα Εστία», το καταχωνιάζουν εν μέσω πολλών και αλλότριων κειμένων.
Για παρηγοριά δημοσιεύονται δυο μεταφράσματα του Παπαδιαμάντη. Και τα δυο ανώνυμα, ανήκουν στις ανυπόγραφες μεταφράσεις, που ταυτοποιεί ο Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος. Πρόκειται για το τρίτο κεφάλαιο μιας παρισινής έκδοσης, «L’ Ecosse jadis et aujourd’ hui», του άγνωστου στα καθ’ ημάς Louis Lafond, που, όμως, αφορά ένα πολύ γνωστό πρόσωπο. Αναφέρεται στον σκωτσέζο συγγραφέα Γουόλτερ Σκοτ, τον βίο του και την μυθιστοριογραφία του. Η μετάφραση δημοσιεύτηκε στην «Ακρόπολη», το 1893, ως εισαγωγή στη δημοσίευση σε συνέχειες του μυθιστορήματος του Σκοτ, «Η μνηστή του Λαμερμούρ», στην παλαιότερη μετάφραση τού 1865. Η μετάφραση του μυθιστορήματος ήταν της κόρης του Νικόλαου Δραγούμη, Ζωής. Ο Παπαδιαμάντης, από όσο γνωρίζουμε, δεν μετέφρασε Σκοτ, ωστόσο είχε αρκετά κοινά μαζί του. Ο Σκοτ αγαπούσε την σκοτσέζικη φύση, είχε αδυναμία στο ποτό με καλή παρέα, είχε γεννηθεί ακριβώς ογδόντα χρόνια νωρίτερα από εκείνον, το 1771, και έζησε μόλις ένα χρόνο περισσότερο, πεθαίνοντας το 1832.Το δεύτερο μετάφρασμα είναι μια ιστορία του Τζέρομ Κ. Τζέρομ, «Δια τα γατιά και τα σκυλιά», δημοσιευμένη στο «Νέο Πνεύμα», το 1894.
Αυτά, όσο αφορά την πρωτογενή σοδειά. Στη δευτερογενή, δηλαδή την κριτική του παπαδιαμαντικού έργου, εντάσσονται τα κείμενα δυο φιλολόγων μελετητών, ενός, κυρίως ποιητή και ενός, κατά κύριο λόγο, πεζογράφου: Του Λουκά Κούσουλα και του Τριανταφυλλόπουλου. Ομόθεμα και ομόθυμα, αφορούν το διήγημα του Παπαδιαμάντη «Το Καμίνι» και αναπτύσσουν το σκεπτικό τους με θαυμαστική διάθεση για το διήγημα και επιπληκτική για τους ομοτέχνους τους. Ανάλαφρα ειρωνικές οι παρατηρήσεις του πρώτου, πλέον ακονισμένες του δεύτερου. «Το Καμίνι» είναι ένα από τα εννέα διηγήματα της παπαδιαμαντικής σοδειάς του 1907, δημοσιευμένο στο περιοδικό «Νέα Ζωή» της Αλεξάνδρειας, όπου ο Παπαδιαμάντης δημοσίευσε ακόμη πέντε διηγήματα από τα τέλη του 1906 μέχρι τα μέσα του 1909. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ενδιάμεσα, Απρίλιο του 1908, στις σελίδες του αλεξανδρινού περιοδικού φιλοξενείται το πρώτο και το μόνο εν ζωή αφιέρωμα στον Σκιαθίτη
Οι δυο μελετητές τονίζουν την πρωτοτυπία της αφηγηματικής δομής του διηγήματος. Ο Παπαδιαμάντης, πρώτα, περιγράφει ένα ασβεστοκάμινο, στη συνέχεια, ένα σπήλαιο στην περιοχή της Πούντας στη Σκιάθο, που φέρει το όνομα Καμίνι, και μετά, αφηγείται την ιστορία μιας βοσκοπούλας, που της προξένευαν έναν χήρο βοσκό με δυο παιδιά, αλλά εκείνη ήταν ερωτευμένη με έναν νεαρό ναύτη. Αυτό το, τρόπον τινά, τρίτο καμίνι, της αγάπης, στο οποίο δοκιμάζεται η βοσκοπούλα, μπορεί και να είναι το κυρίως καμίνι του τίτλου. Κάπως αυθαίρετη η δική μας ερμηνεία, εάν όμως την αποκλείσουμε, τότε τα δύο πρώτα αφηγηματικά μέρη, τουλάχιστον φαινομενικά, μένουν παράταιρα ή απλό παραγέμισμα της αφήγησης. Ο Κούσουλας το χαρακτηρίζει “ποίημα” ή και μεταμοντέρνο διήγημα, απορώντας με τον Ελύτη, που, στο «Μαγεία του Παπαδιαμάντη», ανθολογεί μόνο την περιγραφή της θαλάσσιας σπηλιάς. Ο Τριανταφυλλόπουλος στήνει το κείμενό του ως απάντηση στην απαξιωτική κρίση για το εν λόγω διήγημα του Γκυ Σωνιέ. Ο γάλλος νεοελληνιστής, όπως το συνηθίζει, κρίνει το διήγημα, αγνοώντας τα τοπικά εθιμικά συμφραζόμενα. Μέσα στην εμμονή του για την ψυχαναλυτική διάσταση του έργου του Παπαδιαμάντη, παραβλέπει, εκτός των άλλων, και το αδόκητο άλμα ή, αλλιώς, την ελλειπτικότητα στο τέλος του διηγήματος. Η πολεμική είναι ένας από τους πολλούς τρόπους, που διαθέτει ένας κριτικός. Ο Τριανταφυλλόπουλος έχει καταφέρει να την αναγάγει σε αφηγηματικό τρόπο, με τον οποίο προσδίδει στο, κατά κανόνα, δύσκαμπτο είδος της κριτικής την ζωντάνια του διαλόγου.
Κατά τα άλλα, τα τεύχη του περιοδικού έχουν μια σταθερή δομή: προτάσσεται ένα ποίημα (εδώ, του Δημήτρη Κοσμόπουλου) και ακολουθούν τα κυρίως κείμενα, ενώ, στο τέλος, παρατίθενται ενότητες με σύντομα κείμενα, βιβλιοκρισίες, βιβλιογραφικά σημειώματα και παπαδιαμαντικές ειδήσεις. Στο κυρίως σώμα του πρόσφατου τεύχους, εκτός από τις δυο κριτικές, που προαναφέρθηκαν, δημοσιεύονται κείμενα του Άγγελου Καλογερόπουλου και του Παναγιώτη Υφαντή. Επίσης, κείμενα του Τριανταφυλλόπουλου για τον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη. Αυτά είναι οφειλόμενα για τη συμπλήρωση το 2008 ογδόντα χρόνων από το θάνατό του, στις 25 Οκτωβρίου 1928. Ορθή η παρατήρηση του Τριανταφυλλόπουλου ότι αν ο Μωραϊτίδης τύχαινε να γεννηθεί σε μια άλλη νήσο, λογοτεχνικά ορφανή, θα είχε τελείως διαφορετική φιλολογική τύχη. Μετά τα μεταφράσματα του Παπαδιαμάντη, δημοσιεύεται διήγημα του Ευριπίδη Νεγρεπόντη, «Διάλογος σε περιγιάλι». Ας μη σχολιάσουμε το ποιός κρύβεται διακριτικά πίσω απο την υπογραφή. Πάντως, οι πολύπλευρες διακειμενικές αναφορές και το βιωματικό υπόστρωμα του χαρίζουν, σε σχέση με τα υπόλοιπα κείμενα του τεύχους, λογοτεχνική αυτάρκεια.
Στην πρώτη, από τις συνοδευτικές ενότητες, αναδημοσιεύονται κείμενα παλαιότερων. Στο πρόσφατο τεύχος, πρόκειται για δυο άρθρα του Ζαχαρία Παπαντωνίου, που αφορούν τον Παπαδιαμάντη και την βυζαντινή μουσική. Το πρώτο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Σκριπ», την 7η Απριλίου 1900 και έχει τίτλο «Σκέψεις Ρωμιού» και υπότιτλο, «Αι ημέραι των Παθών». Το δεύτερο, στην εφημερίδα «Εμπρός», στις 23 Ιανουαρίου 1911, με τίτλο «Ο ψάλτης». Στο πρώτο ο Παπαντωνίου θλίβεται για την εξαφάνιση της βυζαντινής μουσικής από τις εκκλησίες κατά την Μεγάλη Εβδομάδα. Αναφέρει πως οι μόνοι ψάλτες που απέμειναν στην Αθήνα είναι οι δυο βυζαντινομανείς διηγηματογράφοι, Παπαδιαμάντης και Μωραϊτίδης. Την επομένη τού απαντά οργισμένος ο Παπαδιαμάντης, από την εφημερίδα «Το Άστυ», ότι, “ίσα-ίσα”, εκείνη τη χρονιά η βυζαντινή μουσική είχε επικρατήσει και αναφέρει ονομαστικά τους ψάλτες επτά αθηναϊκών εκκλησιών του λεγόμενου σήμερα ιστορικού κέντρου. Ξεκινά, μάλιστα, το κείμενό του με τη φράση: “Βεβαίως ο κ. Ζ. Π. από μακράν έρχεται...”. εννοώντας, υποθέτουμε, τη μικρή σχέση του, 23χρονου, τότε, Παπαντωνίου με τα εκκλησιαστικά.
Το δεύτερο κείμενο του Παπαντωνίου είναι σχόλια πάνω σε άρθρο του Ιωάννη Τσώκλη, δημοσιευμένο στη μουσική εφημερίδα των Αθηνών «Φόρμιγξ». Το κείμενο του Τσώκλη, που ήταν ο διευθυντής της εφημερίδας, είναι γραμμένο μετά το θάνατο του Παπαδιαμάντη, στις 3 Ιανουαρίου 1911, και έχει χαρακτήρα νεκρολογίας. Οπότε αποκλείεται να είναι δημοσιευμένο στο τεύχος, 15-31 Δεκεμβρίου 1910, εκτός κι αν το τεύχος κυκλοφόρησε ετεροχρονισμένο. Σύμφωνα, πάντως, με τις βιβλιογραφικές καταγραφές, η εφημερίδα κυκλοφόρησε σε δυο περιόδους: η πρώτη ήταν το 1900 και η δεύτερη, τη διετία, 1911-1912. Όπως και να έχει, ο Παπαντωνίου σχολιάζει, με λεπτό χιούμορ, την κριτική της ψαλτικής του αποθανόντος, που αποπειράται ο Τσώκλης. Και τα δυο κείμενα, εκτός από το ενδιαφέρον τους σε σχέση με τον Παπαδιαμάντη, θυμίζουν το ιδιαίτερο ύφος του Παπαντωνίου. Μια, εν πολλοίς, παραγνωρισμένη μορφή, όχι μόνο της λογοτεχνίας. Θα επανέλθουμε.
Στα “παλαιά κείμενα” αναδημοσιεύονται οι σύντομες ειδήσεις της εφ. «Ακρόπολις» για την επιδημία της χολέρας, που είχε ενσκήψει στην Ευρώπη το 1893. Αυτές οι ειδήσεις δημοσιεύονταν ταυτόχρονα με το «Βαρδιάνος στα Σπόρκα», που δημοσιευόταν σε συνέχειες («Ακρόπολις», 14 Αυγ. - 5 Σεπ. 1893), αλλά αφορούσε παλαιότερη επιδημία χολέρας, εκείνη του 1865. Επίσης, στην ενότητα “ο κόσμος του Παπαδιαμάντη”, αναδημοσιεύεται ανυπόγραφο κείμενο του 1886, που περιγράφει μια “εκδρομή στο Χαρβάτι”. Αυτό θα μπορούσε να διαβαστεί παράλληλα με την εκδρομή, που ανιστορεί ο Παπαδιαμάντης στο «Ο Επιτάφιος και η Ανάσταση εις τα χωρία», δημοσιευμένο το επόμενο έτος.
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η ενότητα, που φέρει τον τίτλο «Πλοηγός» και υπογράφεται από τους Τριανταφυλλόπουλους, πατέρα και κόρη. Πρόκειται, ακριβώς, για έναν πλοηγό κατά τον αναγνωστικό ανάπλου στο χρόνο και την απρόσκοπτη είσοδο στον κόσμο του Παπαδιαμάντη. Σήμερα, αναδημοσιεύονται συχνά παλαιά κείμενα με ασαφείς συντεταγμένες. Όμως, ο χρόνος και το έντυπο στο οποίο δημοσιεύτηκε ένα κείμενο βοηθούν στην κατανόησή του.
Όπως όλα τα τεύχη των «Παπαδιαμαντικών Τετραδίων», έτσι και το πρόσφατο έχει εξαίρετη φιλολογική και τυπογραφική φροντίδα. Αναμφιβόλως, είναι ένα περιοδικό ειδικού ενδιαφέροντος. Ωστόσο, η σχολιογραφία του αφορά ευρύτερα την παλαιότερη πεζογραφία μας ή, σωστότερα, την ατμόσφαιρα της πεζογραφικής μας παράδοσης.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου