Το Νόμπελ Λογοτεχνίας, από την πρώτη απονομή του (1901) και για ολόκληρο το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, στάθηκε μια ευρωπαϊκή υπόθεση, με μόλις πέντε βραβεία να απονέμονται σε αμερικανούς συγγραφείς. Ωστόσο, αυτή η πρώτη περίοδος κλείνει με δύο σημαντικούς της αμερικανικής λογοτεχνίας. Το 1948 απονέμεται στον Τ. Σ. Έλιοτ, που καταχωρείται ως Νόμπελ εξ ημισείας στις ΗΠΑ και την Μεγάλη Βρετανία, και το 1949, στον Ουίλλιαμ Φώκνερ. Στο δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα, η Σουηδική Ακαδημία άρχισε, σταδιακά, να ανοίγεται και προς τις υπόλοιπες Ηπείρους. Πάντοτε, όμως, με φειδώ. Άλλα πέντε Νόμπελ για τις ΗΠΑ, συνυπολογίζοντας τον Καναδά, ένα για την Αυστραλία, τέσσερα για την Αφρική, τα δύο από αυτά σε αγγλόφωνους συγγραφείς, και πέντε για την Ασία (δύο για την Ιαπωνία και από ένα σε Κίνα, Ισραήλ, Τουρκία). Όσο για το υπόλοιπο της αμερικανικής Ηπείρου, ότι αποκαλούμε Λατινική Αμερική, δηλαδή το κεντρικό και νότιο τμήμα, δόθηκαν, παρά την αίγλη της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας, μόλις έξι βραβεία. Το πρώτο ήταν το 1967, στον γαλλοτραφή διπλωμάτη της Γουατεμάλας Μιγκέλ Άνχελ Αστούριας. Ποιητής και μυθιστοριογράφος, δεν βραβεύτηκε για τα σονέτα του, αλλά για το πολιτικό περιεχόμενο των μυθιστορημάτων του, όπου καταγγέλλει τα δικτατορικά καθεστώτα. Από τα υπόλοιπα πέντε Νόμπελ, ένα δόθηκε, πριν είκοσι χρόνια, στον Μεξικανό Οκτάβιο Πας, έναν ακόμη διπλωμάτη, δύο σε συγγραφείς της Καραϊβικής και απομένουν δύο για το νότιο κώνο της αμερικανικής ηπείρου, που είναι και η κατ’ εξοχήν κοιτίδα της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας. Δύο μεν, αλλά απονεμήθηκαν σε πραγματικά σημαίνοντες συγγραφείς: τον χιλιανό ποιητή Πάμπλο Νερούδα, το 1971, και τον κολομβιανό Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές, το 1982.
Οι αργεντινοί πρωτοπόροι, Χόρχε Λουίς Μπόρχες και Χούλιο Κορτάσαρ, καίτοι μακροημέρευσαν περιμένοντας, τελικά διέλαθαν της νομπελοποίησης. Ενώ, ο τρίτος και πιο στοχαστικός, ο Ερνέστο Σάμπατο, συνομήλικος του Ελύτη, συν τω χρόνω, λόγω και ηλικίας, βρέθηκε εκτός νυμφώνος. Όπως και να έχει, το τρίτο Νόμπελ για την Νότια Αμερική και το έβδομο της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας είναι το εφετινό στον περουβιανό Μάριο Βάργκας Λιόσα ή και Γιόσα, όπως πρωτοαποδόθηκε το όνομά του στα ελληνικά, λόγω των δύο διαφορετικών αποδόσεων του διπλού ισπανικού λάμδα. Να θυμίσουμε πως το Βάργκας είναι το πατρώνυμο και το Λιόσα, το μητρώνυμο. Γενικώς, αναφέρεται με το μητρώνυμο, ωστόσο οι εγκυκλοπαίδειες τον καταχωρούν με το πατρώνυμο. Και βεβαίως, ο Λιόσα είναι το πρώτο Νόμπελ για τη χώρα του. Και σε αυτήν την περίπτωση, η Σουηδική Ακαδημία εξαίρει το πολιτικό περιεχόμενο των μυθιστορημάτων του. Κατά το σκεπτικό της, τιμήθηκε “για τη χαρτογράφηση των δομών της εξουσίας και για τις αιχμηρές εικόνες της ατομικής αντίστασης, της εξέγερσης και της ήττας”. Ετυμηγορία, που θα ταίριαζε περισσότερο για τη βράβευση δοκιμιακής γραφής.
Τα δύο προηγούμενα Νόμπελ της Νότιας Αμερικής, Νερούδα-Μαρκές, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν αμιγώς λογοτεχνικά. Πιθανώς και γιατί, παλαιότερα, το Νόμπελ Λογοτεχνίας δεν είχε, σε αυτόν το βαθμό, πάρει πολιτική χροιά. Τα μεταπολεμικά χρόνια, η Σουηδική Ακαδημία φαίνεται να εναλλάσσει δύο τακτικές. Είτε βραβεύει συγγραφείς άγνωστους στον Δυτικό Κόσμο, με κύριο κριτήριο τη χώρα προέλευσής τους και την γεωπολιτική της θέση. Είτε επικεντρώνεται στο πρόσωπο του συγγραφέα και το ιδεολογικό του προφίλ. Ορισμένοι, που μένουν για χρόνια στις λίστες των φαβορί και τελικά, κάποιο έτος βραβεύονται, όπως είναι η περίπτωση του Λιόσα, δεν σημαίνει ότι, εμπλουτίζοντας το έργο τους, αυτό φθάνει να βαραίνει τόσο, ώστε να γείρει η πλάστιγγα της κρίσης με το μέρος τους. Χωρίς, βεβαίως, να ισχυριζόμαστε ότι και αυτό δεν συμβάλλει. Το καθοριστικό, όμως, είναι οι ιδεολογικές θέσεις του συγγραφέα σε συνδυασμό με τις πολιτικές συγκυρίες. Με άλλα λόγια, οι κριτές αναζητούν τον πολιτικοποιημένο συγγραφέα, με τον προσφυή, κατά τις κρατούσες αντιλήψεις, προσανατολισμό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα συνιστά η περυσινή βραβευμένη Χέρτα Μίλλερ, από τη γερμανόφωνη μειονότητα της Ρουμανίας, κάτοικος από το 1987 της Δυτικής Γερμανίας, που, στα βιβλία της, περιγράφει τα δεινά της περιοχής της από τους Ρώσους, μετά τον Πόλεμο. Όσοι παραμερίζουν τον πολιτικό χαρακτήρα της βράβευσης, σχολιάζοντας το πολύπλοκο τυπικό συλλογής των υποψηφιοτήτων και πρόκρισης, μάλλον εθελοτυφλούν. Για παράδειγμα, αν δεν βραβεύτηκαν οι Σικελιανός και Καζαντζάκης, όταν βρέθηκαν στους καταλόγους των υποψηφίων, ο μόνος λόγος δεν ήταν ότι υπήρχαν στη λίστα πολλοί υποψήφιοι. Ήταν, κυρίως, το γεγονός ότι το ιδεολογικό προφίλ, που τους αποδόθηκε, κρίθηκε ασύμβατο με τις νόρμες της Σουηδικής Ακαδημίας, η οποία φαίνεται ότι είχε υποκύψει στις μεθοδικές υπονομεύσεις, που ακολούθησε το τότε πνευματικό κατεστημένο και ο δεξιός Τύπος της τρισένδοξης πατρίδας μας.
Τα δύο προηγούμενα Νόμπελ της Νότιας Αμερικής, Νερούδα-Μαρκές, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν αμιγώς λογοτεχνικά. Πιθανώς και γιατί, παλαιότερα, το Νόμπελ Λογοτεχνίας δεν είχε, σε αυτόν το βαθμό, πάρει πολιτική χροιά. Τα μεταπολεμικά χρόνια, η Σουηδική Ακαδημία φαίνεται να εναλλάσσει δύο τακτικές. Είτε βραβεύει συγγραφείς άγνωστους στον Δυτικό Κόσμο, με κύριο κριτήριο τη χώρα προέλευσής τους και την γεωπολιτική της θέση. Είτε επικεντρώνεται στο πρόσωπο του συγγραφέα και το ιδεολογικό του προφίλ. Ορισμένοι, που μένουν για χρόνια στις λίστες των φαβορί και τελικά, κάποιο έτος βραβεύονται, όπως είναι η περίπτωση του Λιόσα, δεν σημαίνει ότι, εμπλουτίζοντας το έργο τους, αυτό φθάνει να βαραίνει τόσο, ώστε να γείρει η πλάστιγγα της κρίσης με το μέρος τους. Χωρίς, βεβαίως, να ισχυριζόμαστε ότι και αυτό δεν συμβάλλει. Το καθοριστικό, όμως, είναι οι ιδεολογικές θέσεις του συγγραφέα σε συνδυασμό με τις πολιτικές συγκυρίες. Με άλλα λόγια, οι κριτές αναζητούν τον πολιτικοποιημένο συγγραφέα, με τον προσφυή, κατά τις κρατούσες αντιλήψεις, προσανατολισμό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα συνιστά η περυσινή βραβευμένη Χέρτα Μίλλερ, από τη γερμανόφωνη μειονότητα της Ρουμανίας, κάτοικος από το 1987 της Δυτικής Γερμανίας, που, στα βιβλία της, περιγράφει τα δεινά της περιοχής της από τους Ρώσους, μετά τον Πόλεμο. Όσοι παραμερίζουν τον πολιτικό χαρακτήρα της βράβευσης, σχολιάζοντας το πολύπλοκο τυπικό συλλογής των υποψηφιοτήτων και πρόκρισης, μάλλον εθελοτυφλούν. Για παράδειγμα, αν δεν βραβεύτηκαν οι Σικελιανός και Καζαντζάκης, όταν βρέθηκαν στους καταλόγους των υποψηφίων, ο μόνος λόγος δεν ήταν ότι υπήρχαν στη λίστα πολλοί υποψήφιοι. Ήταν, κυρίως, το γεγονός ότι το ιδεολογικό προφίλ, που τους αποδόθηκε, κρίθηκε ασύμβατο με τις νόρμες της Σουηδικής Ακαδημίας, η οποία φαίνεται ότι είχε υποκύψει στις μεθοδικές υπονομεύσεις, που ακολούθησε το τότε πνευματικό κατεστημένο και ο δεξιός Τύπος της τρισένδοξης πατρίδας μας.
Πολίτης του κόσμου
Ο Μαρκές βραβεύτηκε ως εκπρόσωπος του “μαγικού ρεαλισμού”. Με ιεράρχηση, βεβαίως, των μεγεθών, εκείνο το βραβείο θα αναμενόταν να δοθεί μάλλον στον Μπόρχες. Ίσως, όμως, να μέτρησε και η ηλικία. Το 1982, ο Μπόρχες ήταν 78 ετών και ο Μαρκές 54. Ο Λιόσα, εφέτος, είναι 74. Δηλώνει “πολίτης του κόσμου” και από τα 54 του ζει στην Ευρώπη. Κινείται μεταξύ Μαδρίτης-Λονδίνου και τους καλοκαιρινούς μήνες πετάγεται για διακοπές στο Περού, που εγκατέλειψε ως μόνιμο τόπο κατοικίας το 1990. Αιτία στάθηκε η αποτυχία του στις εκλογές για την προεδρία της Δημοκρατίας, την οποία είχε διεκδικήσει ως υποψήφιος του Δημοκρατικού Μετώπου, αλλά έχασε στον δεύτερο γύρο. Καθοριστικά συνετέλεσε το πρόγραμμα αντιπληθωριστικών μέτρων, που είχε προτείνει, μη όντας εξοικειωμένος με τα δημαγωγικά τεχνάσματα της πολιτικής. Απογοητευμένος πήρε των ομματιών του και το 1993 απέκτησε και την ισπανική υπηκοότητα. Τον επόμενο χρόνο, του απονεμήθηκε το βραβείο Θερβάντες και, συγχρόνως, εκλέχτηκε στην Ακαδημία της Ισπανίας. Τότε, έγραψε και το αυτοβιογραφικό αφήγημα, «Ένα ψάρι στο νερό», κατ’ αντιστροφή του «Ένα ψάρι έξω απ’ το νερό», καθώς εκείνος, με την πολιτική του αποτυχία, βρέθηκε να κολυμπάει και πάλι σε οικεία ύδατα, αυτά της λογοτεχνίας. Εκεί, διαγράφονται και οι ιδεολογικές του μεταπτώσεις.
Στην εφηβεία του ο Λιόσα δήλωνε αριστερός. Ήταν τα χρόνια, που φοιτούσε στην Στρατιωτική Ακαδημία της Λίμας, όπου τον είχε, με το ζόρι, εγγράψει ο πατέρας του. Οι γονείς του είχαν χωρίσει, όταν η μητέρα του ήταν στον πέμπτο μήνα της εγκυμοσύνης. Ένα ωραίο πρωί, ο σύζυγός της την αποχαιρέτησε, φεύγοντας για ένα επαγγελματικό ταξίδι, από το οποίο ξέχασε να γυρίσει. Έδωσε σημεία ζωής έντεκα χρόνια αργότερα, αναστατώνοντας τον δεκαετή γιο του, που μεγάλωνε ευτυχής με την οικογένεια της μητέρας του και πάτερ φαμίλια τον παππού του, που του ενέπνευσε και το πρώτο του διήγημα. Σύμφωνα με τις αυτοβιογραφικές εξομολογήσεις του, γεννήθηκε ξημερώματα της 28ης Μαρτίου 1936. Την Στρατιωτική Ακαδημία την εγκατέλειψε ένα χρόνο πριν το πτυχίο. Εργαζόμενος ως δημοσιογράφος, κατόρθωσε να γραφεί στο Πανεπιστήμιο. Σπούδασε νομικά αλλά κι αυτά τα εγκατέλειψε για τις ανθρωπιστικές επιστήμες. Τότε, εμβάθυνε και στον μαρξισμό. Τη διετία, 1958-1960, που σπούδαζε με υποτροφία στη Μαδρίτη, τον συνεπήρε ο ενθουσιασμός για τη νικηφόρα κουβανική επανάσταση, πεισμένος πλέον για τα ιδεώδη του κομμουνισμού. Η διάσταση ήρθε το 1971, όταν το καθεστώς του Φιντέλ Κάστρο φυλάκισε τον κουβανό ποιητή Χερ-μπέρτο Παντίγια και ο Λιόσα υπέγραψε μαζί με άλλους διανοούμενους και συγγραφείς για την απελευθέρωσή του. Έκτοτε άρχισε να δηλώνει φιλελεύθερος, κρατώντας πλέον αποστάσεις από την αριστερή ιδεολογία. Μετακινείται, δηλαδή, από την κομμουνιστική αριστερά προς έναν ατομοκεντρικό φιλελευθερισμό.
Η επόμενη μάλλον ατυχής εμπλοκή του στα πολιτικά της χώρας του, που του στοίχισε την κριτική της περουβιανής διανόησης, ήταν το 1983, όταν η κυβέρνηση του Φερνάντο Μελαούντε Τέρυ βρισκόταν αντιμέτωπη με τους αντάρτες της μαοϊκής οργάνωσης Φωτεινό Μονοπάτι. Τότε, σε ορεινό χωριό, δολοφονήθηκαν οκτώ δημοσιογράφοι. Ο Λιόσα προσκλήθηκε από τον Πρόεδρο να συμμετέχει στην Επιτροπή, που διενεργούσε έρευνες. Το πόρισμα της εν λόγω Επιτροπής κατέληγε στην ενοχή των χωρικών, ενώ η επικρατούσα άποψη ήταν ότι δολοφονήθηκαν για να μην αποκαλύψουν τους παραστρατιωτικούς, που δρούσαν στην περιοχή. Αυτή η εμπλοκή του στάθηκε το θέμα δύο μυθιστορημάτων του: «Ποιος σκότωσε τον Παλομίνο Μολέρο;» το 1988 και «Ο Λιτούμα στις Άνδεις» το 1993. Επόμενη εμπλοκή, η κάθοδός του στις εκλογές. Σήμερα, πάντως, αποκαλεί “παλιάτσο” τον Κάστρο και θεωρεί την διακυβέρνησή του ένα ακόμη λατινοαμερικανικό αυταρχικό καθεστώς. Αυτό φαίνεται ότι συμπαρέσυρε και την αλλοτινή, στενή φιλία του με τον Μαρκές. Επικίνδυνο θεωρεί και τον Ούγκο Τσάβες, αποφαινόμενος ότι “η Βενεζουέλα έχει στην πραγματικότητα δικτατορία”.
Από τα βιβλία του Λιόσα, στα ελληνικά, έχουν εκδοθεί η συλλογή διηγημάτων, 13 μυθιστορήματα, το αυτοβιογραφικό του και ένα δοκιμιακό από τέσσερις διαφορετικούς εκδοτικούς οίκους. Στις εκδόσεις Καστανιώτη, από το 1997 μέχρι και το 2008, έχουν εκδοθεί επτά μυθιστορήματα, το αυτοβιογραφικό του και το δοκιμιακό «Επιστολές σ’ ένα νέο συγγραφέα». Οι μεταφράσεις γίνονται από τα ισπανικά. Οι μεταφραστές, όμως, δεν στεριώνουν και αλλάζουν από βιβλίο σε βιβλίο. Εκτός από την Αγγελική Αλεξοπούλου που μεταφράζει τρία. Να συγκρατήσουμε την Λήδα Παλλαντίου, που μεταφράζει το ογκώδες αυτοβιογραφικό του. Η ίδια μεταφράζει και τη συλλογή διηγημάτων του στις εκδόσεις Πατάκη, από τις οποίες κυκλοφόρησε και το ερωτογράφημα «Μητριάς εγκώμιο». Από τις εκδόσεις Εξάντας έχουν εκδοθεί έξι βιβλία. Η συλλογή διηγημάτων και πέντε μυθιστορήματα, μεταξύ αυτών, «Ο πόλεμος της συντέλειας του κόσμου», που αποτέλεσε τον 18ο τόμο στη σειρά «Σύγχρονη Κλασική Βιβλιοθήκη». Ο πρώτος ήταν το «Περί ηρώων και τάφων» του Σάμπατο και ο 14ος, «Το κουτσό» του Κορτάζαρ.
Τον Λιόσα, όμως, τον γνωρίσαμε πολύ νωρίτερα. Εμφανίζεται μαζί με όλη την κουστωδία του “μαγικού ρεαλισμού”, στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Ο Φίλιππος Δρακονταειδής είχε συγκεντρώσει επίλεκτα πεζά λατινοαμερικανών συγγραφέων και τα είχε μεταφράσει ο ίδιος. Η έκδοση ήταν του θεσσαλονικιώτικου εκδοτικού οίκου «Εγνατία», που είχε στήσει ο Γιώργος Κάτος. Ο Δρακονταειδής είχε επιλέξει ένα από τα διηγήματα του Λιόσα, τη «Μονομαχία». Λίγο αργότερα, το 1983, κυκλοφόρησε από τον Εξάντα η συλλογή διηγημάτων του, με αλλαγμένο τον τίτλο του πρωτότυπου. Ο Λιόσα είχε τιτλοφορήσει τη συλλογή από το πρώτο δημοσιευμένο διήγημά του, ενώ, στην ελληνική έκδοση προτιμήθηκε ο τίτλος ενός αλλού διηγήματος, το «Απρόσμενη επίσκεψη». Την μετάφραση, από τα γαλλικά, υπογράφει η τιμηθείσα εφέτος με το βραβείο λογοτεχνικής μετάφρασης γαλλόφωνης λογοτεχνίας, Ρίτα Κολαΐτη. Το επόμενο βιβλίο του Λιόσα στα ελληνικά είναι το «Η θεία Χούλια και ο γραφιάς». Κυκλοφόρησε το 1986, από τις εκδόσεις Οδυσσέας, σε μετάφραση Τασίας Χατζή, που αργότερα μετέφρασε ένα ακόμη μυθιστόρημά του.
Στην εφηβεία του ο Λιόσα δήλωνε αριστερός. Ήταν τα χρόνια, που φοιτούσε στην Στρατιωτική Ακαδημία της Λίμας, όπου τον είχε, με το ζόρι, εγγράψει ο πατέρας του. Οι γονείς του είχαν χωρίσει, όταν η μητέρα του ήταν στον πέμπτο μήνα της εγκυμοσύνης. Ένα ωραίο πρωί, ο σύζυγός της την αποχαιρέτησε, φεύγοντας για ένα επαγγελματικό ταξίδι, από το οποίο ξέχασε να γυρίσει. Έδωσε σημεία ζωής έντεκα χρόνια αργότερα, αναστατώνοντας τον δεκαετή γιο του, που μεγάλωνε ευτυχής με την οικογένεια της μητέρας του και πάτερ φαμίλια τον παππού του, που του ενέπνευσε και το πρώτο του διήγημα. Σύμφωνα με τις αυτοβιογραφικές εξομολογήσεις του, γεννήθηκε ξημερώματα της 28ης Μαρτίου 1936. Την Στρατιωτική Ακαδημία την εγκατέλειψε ένα χρόνο πριν το πτυχίο. Εργαζόμενος ως δημοσιογράφος, κατόρθωσε να γραφεί στο Πανεπιστήμιο. Σπούδασε νομικά αλλά κι αυτά τα εγκατέλειψε για τις ανθρωπιστικές επιστήμες. Τότε, εμβάθυνε και στον μαρξισμό. Τη διετία, 1958-1960, που σπούδαζε με υποτροφία στη Μαδρίτη, τον συνεπήρε ο ενθουσιασμός για τη νικηφόρα κουβανική επανάσταση, πεισμένος πλέον για τα ιδεώδη του κομμουνισμού. Η διάσταση ήρθε το 1971, όταν το καθεστώς του Φιντέλ Κάστρο φυλάκισε τον κουβανό ποιητή Χερ-μπέρτο Παντίγια και ο Λιόσα υπέγραψε μαζί με άλλους διανοούμενους και συγγραφείς για την απελευθέρωσή του. Έκτοτε άρχισε να δηλώνει φιλελεύθερος, κρατώντας πλέον αποστάσεις από την αριστερή ιδεολογία. Μετακινείται, δηλαδή, από την κομμουνιστική αριστερά προς έναν ατομοκεντρικό φιλελευθερισμό.
Η επόμενη μάλλον ατυχής εμπλοκή του στα πολιτικά της χώρας του, που του στοίχισε την κριτική της περουβιανής διανόησης, ήταν το 1983, όταν η κυβέρνηση του Φερνάντο Μελαούντε Τέρυ βρισκόταν αντιμέτωπη με τους αντάρτες της μαοϊκής οργάνωσης Φωτεινό Μονοπάτι. Τότε, σε ορεινό χωριό, δολοφονήθηκαν οκτώ δημοσιογράφοι. Ο Λιόσα προσκλήθηκε από τον Πρόεδρο να συμμετέχει στην Επιτροπή, που διενεργούσε έρευνες. Το πόρισμα της εν λόγω Επιτροπής κατέληγε στην ενοχή των χωρικών, ενώ η επικρατούσα άποψη ήταν ότι δολοφονήθηκαν για να μην αποκαλύψουν τους παραστρατιωτικούς, που δρούσαν στην περιοχή. Αυτή η εμπλοκή του στάθηκε το θέμα δύο μυθιστορημάτων του: «Ποιος σκότωσε τον Παλομίνο Μολέρο;» το 1988 και «Ο Λιτούμα στις Άνδεις» το 1993. Επόμενη εμπλοκή, η κάθοδός του στις εκλογές. Σήμερα, πάντως, αποκαλεί “παλιάτσο” τον Κάστρο και θεωρεί την διακυβέρνησή του ένα ακόμη λατινοαμερικανικό αυταρχικό καθεστώς. Αυτό φαίνεται ότι συμπαρέσυρε και την αλλοτινή, στενή φιλία του με τον Μαρκές. Επικίνδυνο θεωρεί και τον Ούγκο Τσάβες, αποφαινόμενος ότι “η Βενεζουέλα έχει στην πραγματικότητα δικτατορία”.
Συγγραφική πορεία
Η συγγραφική σταδιοδρομία του Λιόσα ξεκίνησε το 1957, όταν εργαζόταν ως δημοσιογράφος. Τότε, δημοσίευσε σε εφημερίδες τα δύο πρώτα διηγήματά του, «Οι αρχηγοί» και «Ο παππούς». Δύο χρόνια αργότερα, το 1959, ξεδιάλεξε έξι ιστορίες από τις πολλές που είχε γράψει από το 1953 και εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο, με τίτλο, «Οι αρχηγοί». Ακολούθησαν δύο μυθιστορήματα, που τον καθιέρωσαν και με τα οποία απέσπασε τις πρώτες βραβεύσεις. Το 1963, «Η πόλη και τα σκυλιά», και το 1965, «Το πράσινο σπίτι», εμπνευσμένα, το πρώτο από τη Στρατιωτική Σχολή, στην οποία είχε φοιτήσει, και το δεύτερο από έναν θρυλικό οίκο ανοχής στην πόλη Πιούρα του Βορειοδυτικού Περού, όπου πέρασε μια περίοδο από τα παιδικά του χρόνια. Ευθύς εξ αρχής, ο Λιόσα στηλιτεύει τα κακώς κείμενα της χώρας του, δίνοντας ταυτόχρονα ιδιαίτερη προσοχή στα μορφικά χαρακτηριστικά της αφήγησης. Συνεχίζοντας να αντλεί θέματα από το Περού, εξέδωσε τη νουβέλα «Τ’ αγρίμια», το 1967, και το παρωδιακό μυθιστόρημα, «Συνομιλία στον καθεδρικό ναό» (στα ελληνικά αποδόθηκε «Πότε πήραμε την κάτω βόλτα;»), το 1969, που επικεντρώνεται στη δικτατορία του στρατηγού Αρτούρο Οντρία, καθώς συνέπεσε με τα εφηβικά του χρόνια. Μετά αποπειράθηκε να δώσει χιουμοριστικές εκδοχές σε θέματα, όπως ο στρατός και η πορνεία, στο «Ο Καπετάν Παντόγια και η Ειδική Υπηρεσία», το 1973.
Ο Λιόσα είχε φύγει για σπουδές στη Μαδρίτη το 1958 και επέστρεψε στο Περού το 1974, αφού περιπλανήθηκε σε Παρίσι και Λονδίνο. Το 1977 εξέδωσε το αυτοβιογραφικό «Η θεία Τζούλια και ο γραφιάς», όπου ανιστορεί τον έρωτά του με μια εξ αγχιστείας θεία του, δεκατρία χρόνια μεγαλύτερή του, την οποία παντρεύτηκε στα 19 του και χώρισε στα 28 του. Τον επόμενο χρόνο ξαναπαντρεύτηκε, διαλέγοντας και τη δεύτερη νύφη από τον οικογενειακό του περίγυρο, μια εξαδέλφη του. Το 1981, εξέδωσε το ιστορικό μυθιστόρημα «Ο πόλεμος της συντέλειας του κόσμου». Είναι το πρώτο βιβλίο του, που διαδραματίζεται εκτός Περού, στη Βραζιλία, με θέμα την εξέγερση στο Κανούντος του 1889. Τον Δεκέμβριο του 2006, ένα αφιέρωμα του «Magazine Litteraire», με τίτλο, «40 χρόνια λογοτεχνίας», είχε συγκεντρώσει τα σημαντικότερα βιβλία της τεσσαρακονταετίας, ζητώντας από τους συγγραφείς τους να τα παρουσιάσουν. Ανάμεσα σε αυτά ήταν το «Αλέφ» του Μπόρχες, τα «Εκατό χρόνια μοναξιάς» του Μαρκές και «Ο πόλεμος της συντέλειας του κόσμου» του Λιόσα. Ακολούθησαν τρία μυθιστορήματα που διαδραματίζονται στις Άνδεις. Το 1983, «Μια ιστορία για τον Μάυτα», όπου αναπλάθει τον βίο του τροτσκιστή Αλεχάντρο Μάυτα μέσα από διηγήσεις όσων τον γνώρισαν, αναπτύσσοντας τον προβληματισμό του γύρω από την ουτοπία της επανάστασης. Και ακολουθούν τα δύο προαναφερθέντα μυθιστορήματα, που πηγάζουν από το μακελειό των οκτώ δημοσιογράφων. Ένα από τα σημαντικά πολιτικά του βιβλία είναι «Η γιορτή του τράγου», που εκδόθηκε το 2000 και αφορά την τριακονταετή δικτατορία του στρατηγού Τρουχίγιο στη Δομινικανική Δημοκρατία, που τερματίστηκε με τη δολοφονία του. Πέρα από τα πολιτικά θρίλερ, το 1988, εξέδωσε, πιθανώς, το ερωτικότερο βιβλίο του, «Μητριάς εγκώμιο». Συνολικά έχει εκδώσει μία συλλογή διηγημάτων και 16 μυθιστορήματα. Σ’ αυτά προστίθενται τα δοκιμιακά του, όπως αυτά για τον Φλωμπέρ και τον Μαρκές, τα λίγα θεατρικά του και το αυτοβιογραφικό του. Για τη λογοτεχνικότητα των βιβλίων του ισχύει το γενικό, ότι όσοι δεν μπορούν να διαβάσουν στο πρωτότυπο έναν συγγραφέα, θα πρέπει να στηρίζονται στις κριτικές. Το μεταφρασμένο βιβλίο διασώζει πλοκή και χαρακτήρες. Κι αυτό, όμως, μόνο όταν η μετάφραση ευτυχεί.
Ο Λιόσα είχε φύγει για σπουδές στη Μαδρίτη το 1958 και επέστρεψε στο Περού το 1974, αφού περιπλανήθηκε σε Παρίσι και Λονδίνο. Το 1977 εξέδωσε το αυτοβιογραφικό «Η θεία Τζούλια και ο γραφιάς», όπου ανιστορεί τον έρωτά του με μια εξ αγχιστείας θεία του, δεκατρία χρόνια μεγαλύτερή του, την οποία παντρεύτηκε στα 19 του και χώρισε στα 28 του. Τον επόμενο χρόνο ξαναπαντρεύτηκε, διαλέγοντας και τη δεύτερη νύφη από τον οικογενειακό του περίγυρο, μια εξαδέλφη του. Το 1981, εξέδωσε το ιστορικό μυθιστόρημα «Ο πόλεμος της συντέλειας του κόσμου». Είναι το πρώτο βιβλίο του, που διαδραματίζεται εκτός Περού, στη Βραζιλία, με θέμα την εξέγερση στο Κανούντος του 1889. Τον Δεκέμβριο του 2006, ένα αφιέρωμα του «Magazine Litteraire», με τίτλο, «40 χρόνια λογοτεχνίας», είχε συγκεντρώσει τα σημαντικότερα βιβλία της τεσσαρακονταετίας, ζητώντας από τους συγγραφείς τους να τα παρουσιάσουν. Ανάμεσα σε αυτά ήταν το «Αλέφ» του Μπόρχες, τα «Εκατό χρόνια μοναξιάς» του Μαρκές και «Ο πόλεμος της συντέλειας του κόσμου» του Λιόσα. Ακολούθησαν τρία μυθιστορήματα που διαδραματίζονται στις Άνδεις. Το 1983, «Μια ιστορία για τον Μάυτα», όπου αναπλάθει τον βίο του τροτσκιστή Αλεχάντρο Μάυτα μέσα από διηγήσεις όσων τον γνώρισαν, αναπτύσσοντας τον προβληματισμό του γύρω από την ουτοπία της επανάστασης. Και ακολουθούν τα δύο προαναφερθέντα μυθιστορήματα, που πηγάζουν από το μακελειό των οκτώ δημοσιογράφων. Ένα από τα σημαντικά πολιτικά του βιβλία είναι «Η γιορτή του τράγου», που εκδόθηκε το 2000 και αφορά την τριακονταετή δικτατορία του στρατηγού Τρουχίγιο στη Δομινικανική Δημοκρατία, που τερματίστηκε με τη δολοφονία του. Πέρα από τα πολιτικά θρίλερ, το 1988, εξέδωσε, πιθανώς, το ερωτικότερο βιβλίο του, «Μητριάς εγκώμιο». Συνολικά έχει εκδώσει μία συλλογή διηγημάτων και 16 μυθιστορήματα. Σ’ αυτά προστίθενται τα δοκιμιακά του, όπως αυτά για τον Φλωμπέρ και τον Μαρκές, τα λίγα θεατρικά του και το αυτοβιογραφικό του. Για τη λογοτεχνικότητα των βιβλίων του ισχύει το γενικό, ότι όσοι δεν μπορούν να διαβάσουν στο πρωτότυπο έναν συγγραφέα, θα πρέπει να στηρίζονται στις κριτικές. Το μεταφρασμένο βιβλίο διασώζει πλοκή και χαρακτήρες. Κι αυτό, όμως, μόνο όταν η μετάφραση ευτυχεί.
Στα ελληνικά
Από τα βιβλία του Λιόσα, στα ελληνικά, έχουν εκδοθεί η συλλογή διηγημάτων, 13 μυθιστορήματα, το αυτοβιογραφικό του και ένα δοκιμιακό από τέσσερις διαφορετικούς εκδοτικούς οίκους. Στις εκδόσεις Καστανιώτη, από το 1997 μέχρι και το 2008, έχουν εκδοθεί επτά μυθιστορήματα, το αυτοβιογραφικό του και το δοκιμιακό «Επιστολές σ’ ένα νέο συγγραφέα». Οι μεταφράσεις γίνονται από τα ισπανικά. Οι μεταφραστές, όμως, δεν στεριώνουν και αλλάζουν από βιβλίο σε βιβλίο. Εκτός από την Αγγελική Αλεξοπούλου που μεταφράζει τρία. Να συγκρατήσουμε την Λήδα Παλλαντίου, που μεταφράζει το ογκώδες αυτοβιογραφικό του. Η ίδια μεταφράζει και τη συλλογή διηγημάτων του στις εκδόσεις Πατάκη, από τις οποίες κυκλοφόρησε και το ερωτογράφημα «Μητριάς εγκώμιο». Από τις εκδόσεις Εξάντας έχουν εκδοθεί έξι βιβλία. Η συλλογή διηγημάτων και πέντε μυθιστορήματα, μεταξύ αυτών, «Ο πόλεμος της συντέλειας του κόσμου», που αποτέλεσε τον 18ο τόμο στη σειρά «Σύγχρονη Κλασική Βιβλιοθήκη». Ο πρώτος ήταν το «Περί ηρώων και τάφων» του Σάμπατο και ο 14ος, «Το κουτσό» του Κορτάζαρ.
Τον Λιόσα, όμως, τον γνωρίσαμε πολύ νωρίτερα. Εμφανίζεται μαζί με όλη την κουστωδία του “μαγικού ρεαλισμού”, στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Ο Φίλιππος Δρακονταειδής είχε συγκεντρώσει επίλεκτα πεζά λατινοαμερικανών συγγραφέων και τα είχε μεταφράσει ο ίδιος. Η έκδοση ήταν του θεσσαλονικιώτικου εκδοτικού οίκου «Εγνατία», που είχε στήσει ο Γιώργος Κάτος. Ο Δρακονταειδής είχε επιλέξει ένα από τα διηγήματα του Λιόσα, τη «Μονομαχία». Λίγο αργότερα, το 1983, κυκλοφόρησε από τον Εξάντα η συλλογή διηγημάτων του, με αλλαγμένο τον τίτλο του πρωτότυπου. Ο Λιόσα είχε τιτλοφορήσει τη συλλογή από το πρώτο δημοσιευμένο διήγημά του, ενώ, στην ελληνική έκδοση προτιμήθηκε ο τίτλος ενός αλλού διηγήματος, το «Απρόσμενη επίσκεψη». Την μετάφραση, από τα γαλλικά, υπογράφει η τιμηθείσα εφέτος με το βραβείο λογοτεχνικής μετάφρασης γαλλόφωνης λογοτεχνίας, Ρίτα Κολαΐτη. Το επόμενο βιβλίο του Λιόσα στα ελληνικά είναι το «Η θεία Χούλια και ο γραφιάς». Κυκλοφόρησε το 1986, από τις εκδόσεις Οδυσσέας, σε μετάφραση Τασίας Χατζή, που αργότερα μετέφρασε ένα ακόμη μυθιστόρημά του.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου