Τρίτη 26 Οκτωβρίου 2010

Ανατρεπτική κωμωδία

Joe Orton «Loot»
Με­τά­φρα­ση Τώ­νια Ράλ­λη
Εκδό­σεις SCRIPTA
Αθή­να, 2010

Το μαύ­ρο χιού­μορ και η μαύ­ρη κω­μω­δία φέ­ρο­νται ως γεν­νή­μα­τα του Με­σο­πο­λέ­μου, τα ο­ποία γνώ­ρι­σαν ι­διαί­τε­ρη άν­θη­ση στις πρώ­τες με­τα­πο­λε­μι­κές δε­κα­ε­τίες. Σή­με­ρα δεν φαί­νε­ται να ευ­δο­κι­μούν στον ί­διο βαθ­μό, πα­ρό­τι οι κοι­νω­νι­κές συν­θή­κες γί­νο­νται ό­λο και ευ­νοϊκό­τε­ρες. Πε­ρισ­σό­τε­ρο α­νε­βαί­νουν στο θέ­α­τρο ή γυ­ρί­ζο­νται ται­νίες τα πα­λαιό­τε­ρα έρ­γα του εί­δους πα­ρά γρά­φο­νται και­νούρ­για. Η λε­γό­με­νη μαύ­ρη, κά­πο­τε και σκο­τει­νή, κω­μω­δία ε­πι­στρα­τεύει το μαύ­ρο χιού­μο­ρ, που συ­νή­θως κα­τα­λή­γει συ­νώ­νυ­μο του νο­ση­ρού χιού­μορ ή και του αρ­ρω­στη­μέ­νου α­στείου. Στρέ­φε­ται, κα­τά προ­τί­μη­ση, γύ­ρω α­πό σο­βα­ρά κοι­νω­νι­κά ζη­τή­μα­τα, που δεν ε­πι­δέ­χο­νται α­στεϊσμούς, πα­ρα­βιά­ζο­ντας τα κοι­νω­νι­κά τα­μπού. Πλά­θει ή­ρωες κυ­νι­κούς, οι ο­ποίοι έρ­χο­νται α­ντι­μέ­τω­ποι με άλ­λους, που βρί­σκο­νται στα ό­ρια της α­πό­γνω­σης. Ως προ­δρο­μι­κές εκ­φάν­σεις της μαύ­ρης κω­μω­δίας θεω­ρού­νται ο­ρι­σμέ­νες α­πό τις πιο σκο­τει­νές σαιξ­πη­ρι­κές κω­μω­δίες. Γνω­στό­τε­ροι θε­α­τρι­κοί συγ­γρα­φείς, που κα­τα­πιά­στη­καν με την μαύ­ρη κω­μω­δία, εί­ναι ο Ζαν Ανούι­γ, ο Ζαν Ζε­νέ, ο Χά­ρολ­ντ Πί­ντερ. Στους βα­σι­κούς εκ­προ­σώ­πους του εί­δους συ­γκα­τα­λέ­γε­ται και ο λι­γό­τε­ρο γνω­στός βρε­τα­νός θε­α­τρι­κός συγ­γρα­φέ­ας Τζο Όρτον, του ο­ποίου ο βίος και η πο­λι­τεία θα μπο­ρού­σαν να α­πο­τε­λέ­σουν και θέ­μα μαύ­ρης κω­μω­δίας.
Γεν­νη­μέ­νος ο Όρτον στο Λέ­στερ της Αγγλίας, την 1η Ια­νουα­ρίου του 1933, σπού­δα­σε με υ­πο­τρο­φία η­θο­ποιός στη Βα­σι­λι­κή Ακα­δη­μία Δρα­μα­τι­κής Τέ­χνης. Στη δε­κα­ε­τία του '50 ή­ταν έ­νας ω­ραίος ά­ντρας, που έ­κα­νε μπό­ντι μπίλ­ντιν­γκ και α­ντί να κρύ­βει, ό­πως ε­πέ­βα­λαν τα τό­τε κοι­νω­νι­κά ή­θη, την ο­μο­φυ­λο­φι­λία του, ε­κεί­νος την ε­πι­δεί­κνυε. Μά­λι­στα, με τη συ­μπε­ρι­φο­ρά του δεν προ­κα­λού­σε μό­νο τον κοι­νω­νι­κό πε­ρί­γυ­ρο του Λον­δί­νου ε­κεί­νης της ε­πο­χής αλ­λά και τον σύ­ντρο­φό του, έ­ναν με­γα­λύ­τε­ρο κα­τά δέ­κα χρό­νια συμ­φοι­τη­τή του στην Ακα­δη­μία, με τον ο­ποίο συμ­βίω­νε με­τά την α­πο­φοί­τη­σή του. Ως η­θο­ποιοί φαί­νε­ται ό­τι δεν εί­χαν ι­διαί­τε­ρη τύ­χη, γι' αυ­τό και ε­πι­δό­θη­καν στο α­πό κοι­νού γρά­ψι­μο μυ­θι­στο­ρη­μά­των. Και πά­λι, ό­μως, α­νε­πι­τυ­χώς. Ένα πα­ρά­ξε­νο χό­μπι ά­νοι­ξε τον δρό­μο του Όρτον προς τη μαύ­ρη κω­μω­δία. Ο βαν­δα­λι­σμός βι­βλίων. Δα­νεί­ζο­νταν βι­βλία λο­γο­τε­χνίας α­πό τη Δη­μό­σια Βι­βλιο­θή­κη και τα ε­πέ­στρε­φαν με ε­ξώ­φυλ­λα μαϊμού­δες. Δη­λα­δή, α­ντι­κα­θι­στού­σαν τις κα­θώς πρέ­πει φω­το­γρα­φίες του ε­μπρο­σθό­φυλ­λου και το σο­βα­ρό κεί­με­νο του ο­πι­σθό­φυλ­λου με άλ­λα πορ­νο­γρα­φι­κού πε­ριε­χο­μέ­νου. Τε­λι­κά, συ­νε­λή­φθη­σαν και δι­κά­στη­καν για κα­τα­στρο­φή 70 βι­βλίων. Η ποι­νή δεν ή­ταν με­γά­λη, μια ε­ξά­μη­νη φυ­λά­κι­ση. Ωστό­σο, στά­θη­κε αρ­κε­τή, ώ­στε, α­φε­νός μεν, να χω­ρι­στεί για λί­γο το δί­δυ­μο, του­λά­χι­στον συγ­γρα­φι­κά, και α­φε­τέ­ρου, να δει ο Όρτον, μέ­σα α­πό τη δια­φθο­ρά των α­στυ­νο­μι­κών και δι­κα­στι­κών Αρχών, την άλ­λη πλευ­ρά της φι­λε­λεύ­θε­ρης χώ­ρας του. Όπως ο ί­διος γρά­φει: “Εί­χα α­νέ­κα­θεν μια α­σα­φή ε­ντύ­πω­ση ό­τι υ­πήρ­χε κά­που κά­τι σά­πιο. Η φυ­λα­κή μου α­πε­κά­λυ­ψε έ­να καρ­κί­νω­μα. Σαν η κοι­νω­νία, ό­μοια με γριά πόρ­νη, να σή­κω­σε τα φου­στά­νιά της. Η α­πο­φο­ρά ή­ταν α­νυ­πό­φο­ρη.” Στις αρ­χές της δε­κα­ε­τίας του 1960, ξε­κί­νη­σε η σύ­ντο­μη αλ­λά θε­α­μα­τι­κή στα­διο­δρο­μία του ως θε­α­τρι­κού συγ­γρα­φέα. Τρία έρ­γα α­πο­τέ­λε­σαν την κο­ρω­νί­δα. Ανέ­βη­καν και ξα­να­νέ­βη­καν στο θέ­α­τρο, με­τα­φρά­στη­καν, γυ­ρί­στη­καν ται­νίες: «Τα γού­στα του κυ­ρίου Σλό­αν», «Το πλιά­τσι­κο», «Τι εί­δε ο μπάτ­λερ». Ωστό­σο, στην ακ­μή της η­λι­κίας του αλ­λά και της δό­ξας του, ήρ­θε το τέ­λος. Ένα ά­γριο έ­γκλη­μα, με δρά­στη τον σύ­ντρο­φό του, με τον ο­ποίο ε­ξα­κο­λου­θού­σε να συμ­βιώ­νει. Στις 9 Αυ­γού­στου 1967, τον σκό­τω­σε με εν­νέα σφυ­ριές στο κε­φά­λι. Ει­κά­ζε­ται ό­τι ο φί­λος του πρό­λα­βε και πέ­θα­νε πρώ­τος, α­φού προ­τί­μη­σε για την αυ­το­κτο­νία του μια γε­ρή δό­ση υ­πνω­τι­κών χα­πιών.
Αυ­τή, εν συ­ντο­μία, εί­ναι η μαύ­ρη κω­μω­δία της ζωής του. Όσο για τις μαύ­ρες κω­μω­δίες που έ­γρα­ψε, ε­φέ­τος ξα­να­θυ­μη­θή­κα­με δύο α­πό αυ­τές. Τον Ια­νουά­ριο α­νέ­βη­κε το «Τι εί­δε ο Μπάτ­λερ», σε ε­ναλ­λασ­σό­με­νο ρε­περ­τό­ριο με τη «Δω­δε­κά­τη νύ­χτα» του Σαίξ­πη­ρ, και την ά­νοι­ξη, «Το πλιά­τσι­κο». Αυ­τό το τε­λευ­ταίο, το 1965, που α­νέ­βη­κε για πρώ­τη φο­ρά εί­χε κερ­δί­σει και έ­να ε­ξέ­χον τό­τε αγ­γλι­κό βρα­βείο για το κα­λύ­τε­ρο θε­α­τρι­κό έρ­γο. Στην Αθή­να, ε­φέ­τος, α­νέ­βη­κε με τον τίτ­λο «Loot» α­πό τον θία­σο «Νο­σταλ­γία», που συ­μπλη­ρώ­νει δε­κα­ε­τή πα­ρου­σία. Η σκη­νο­θε­σία ή­ταν του δί­δυ­μου των θια­σαρ­χών Γιώρ­γου Σί­μω­να και Τώ­νιας Ράλ­λη, στην ο­ποία ο­φεί­λο­νταν και τα σκη­νι­κά. Σε δι­κή της με­τά­φρα­ση εκ­δό­θη­κε το έρ­γο σε μό­λις 500 α­ντί­τυ­πα, και ως συ­νο­δευ­τι­κό του θε­α­τρι­κού α­νε­βά­σμα­τος. Οι πα­ρα­στά­σεις, ό­μως, α­νε­βαί­νουν και κα­τε­βαί­νουν, ε­νώ η έκ­δο­ση ε­νός θε­α­τρι­κού κει­μέ­νου πα­ρα­μέ­νει μια α­πό­λαυ­ση, ε­σα­εί πρό­σφο­ρη για την κα­ταλ­λη­λό­τε­ρη ώ­ρα α­νά­γνω­σης.
Να θυ­μί­σου­με ό­τι, πέ­ρυ­σι, ε­πα­νεκ­δό­θη­κε α­πό τις εκ­δό­σεις Αστάρ­τη μια πα­λαιό­τε­ρη με­τά­φρα­ση του έρ­γου, ε­κεί­νη του 1982, των Τό­νυ Γουλφ και Κώ­στα Τσια­νά­κου. Επί­σης, υ­πάρ­χουν οι πο­λύ κα­λές με­τα­φρά­σεις των Παύ­λου Μά­τε­σι και Ερρί­κου Μπε­λιέ, που, δυ­στυ­χώς, δεν έ­χουν εκ­δο­θεί σε βι­βλίο. Έγι­ναν, η πρώ­τη για το α­νέ­βα­σμα α­πό τον Αντώ­νη Αντύ­πα το 1989 και η δεύ­τε­ρη για το α­νέ­βα­σμα α­πό τον Γιώρ­γο Μι­χα­λα­κό­που­λο και τον Πέ­τρο Φι­λιπ­πί­δη, αρ­χές του 1997. Και οι δύο με­τα­φρα­στές α­πέ­δω­σαν τον τίτ­λο ως λε­η­λα­σία.
Σε μια πρώ­τη μορ­φή του θε­α­τρι­κού κει­μέ­νου, «Το πλιά­τσι­κο» εί­χε τον τίτ­λο «Επι­κή­δεια παι­χνί­δια», που δί­νει μια συ­νο­λι­κό­τε­ρη ει­κό­να ό­σων συμ­βαί­νουν ε­πί σκη­νής. Όπου τη λέ­ξη παι­χνί­δια θα πρέ­πει να την ε­κλά­βου­με με την έν­νοια του γκρο­τέ­σκο. Δί­πρα­κτο το έρ­γο, δια­δρα­μα­τί­ζε­ται εξ ο­λο­κλή­ρου μέ­σα σε έ­να δω­μά­τιο σπι­τιού, σύγ­χρο­νου της ε­πο­χής που γρά­φτη­κε το έρ­γο, δη­λα­δή της δε­κα­ε­τίας του 1960. Στη μέ­ση του δω­μα­τίου δε­σπό­ζει έ­να φέ­ρε­τρο. Η κυ­ρία του σπι­τιού πέ­θα­νε με­τά μα­κρό­χρο­νη α­σθέ­νεια. Ανα­μέ­νε­ται ο άν­θρω­πος του γρα­φείου κη­δειών για τη με­τα­φο­ρά του στην εκ­κλη­σία. Δί­πλα στο φέ­ρε­τρο κά­θε­ται ο θλιμ­μέ­νος σύ­ζυ­γος, έ­τοι­μος για την κη­δεία. Πι­στός κα­θο­λι­κός, ό­πως, κα­τά κα­νό­να, ό­λοι οι Ιρλαν­δοί, πα­ρου­σιά­ζε­ται ως το πρό­τυ­πο του έ­ντι­μου και σε­βα­στού πο­λί­τη. Μο­να­δι­κή του έ­γνοια τα τρια­ντά­φυλ­λα και η ποι­κι­λία τους, που κο­σμούν τα στε­φά­νια της νε­κρής. Για τις α­νά­γκες της κω­μω­δίας, εμ­φα­νί­ζε­ται α­γα­θός και εύ­πι­στος.
Σε α­ντί­στι­ξη, τον πε­ρι­βάλ­λουν δυο ε­γκλη­μα­τι­κές υ­πάρ­ξεις. Ο γιος του και η νο­σο­κό­μα, που εί­χε προσ­λά­βει για τη σύ­ζυ­γό του. Ο νε­α­ρός δεί­χνει σαν μια δι­χα­σμέ­νη προ­σω­πι­κό­τη­τα. Χά­ρις στην κα­λή του α­να­τρο­φή, α­δυ­να­τεί να ψευ­σθεί, ε­νώ, λό­γω κα­κών συ­να­να­στρο­φών, διά­γει έ­κλυ­το βίο. Δεί­χνει να ά­γε­ται και να φέ­ρε­ται α­πό τον ε­ρα­στή του, που εί­ναι υ­πάλ­λη­λος σε γρα­φείο κη­δειών. Έναν κυ­νι­κό και α­δί­στα­κτο τύ­πο, που χρη­σι­μο­ποιεί το ε­πάγ­γελ­μά του ως προ­κά­λυμ­μα για τις πα­ρα­νο­μίες του. Η νο­σο­κό­μα εί­ναι η σα­τα­νι­κή φι­γού­ρα της κω­μω­δίας. Θα­να­τώ­νει συ­στη­μα­τι­κά τους α­σθε­νείς της και ε­πι­προ­σθέ­τως, τους συ­ζύ­γους της, που φτά­νουν τους ε­πτά στο πα­ρόν της α­φή­γη­σης. Το πέ­μπτο πρό­σω­πο, που α­πο­βαί­νει και το πρω­τα­γω­νι­στι­κό, εί­ναι ο α­στυ­νό­μος, έ­νας ε­πι­θεω­ρη­τής της Σκότ­λα­ντ Γιάρ­ντ, που έρ­χε­ται στο σπί­τι για να ε­ξι­χνιά­σει τη λη­στεία μιας Τρά­πε­ζας. Συ­μπτω­μα­τι­κά, δια­πράχ­θη­κε την βρα­διά που ξε­νυ­χτού­σαν τη νε­κρή, ε­νώ η Τρά­πε­ζα βρι­σκό­ταν α­κρι­βώς δί­πλα στο γρα­φείο κη­δειών. Από ε­κεί α­νοίχ­θη­κε το λα­γού­μι για να ει­σβάλ­λουν στην Τρά­πε­ζα, ε­νώ, για τα μπά­ζα, χρη­σι­μο­ποιή­θη­καν ά­δεια φέ­ρε­τρα.
Στον πυ­ρή­να των φαρ­σι­κών δρώ­με­νων βρί­σκο­νται τα κλο­πι­μαία και το λεί­ψα­νο, τα ο­ποία, στην προ­σπά­θεια α­πό­κρυ­ψης των χρη­μά­των, συ­νε­χώς αλ­λά­ζουν α­να­με­τα­ξύ τους θέ­ση. Ο Όρτον προ­κα­λεί, θί­γο­ντας τα ιε­ρά και ό­σια του κοι­νού. Κα­τ' αρ­χήν, πα­ρου­σιά­ζει έ­να ζευ­γά­ρι ο­μο­φυ­λό­φι­λων, που κου­βε­ντιά­ζει ε­πί σκη­νής τη σχέ­ση του αλ­λά και τις ε­τε­ρο­φυ­λο­φι­λι­κές δια­θέ­σεις αμ­φο­τέ­ρων. Ένας δεύ­τε­ρος στό­χος εί­ναι η α­στυ­νο­μία, που δια­κω­μω­δεί­ται με ξε­τύ­λιγ­μα της συλ­λο­γι­στι­κής του α­στυ­νο­μι­κού ε­πι­θεω­ρη­τή. Ενώ, μέ­σα α­πό τη στά­ση του α­φε­λούς Ιρλαν­δού, χλευά­ζε­ται η ε­μπι­στο­σύ­νη, που τρέ­φουν οι πο­λί­τες στην α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα αλ­λά και τις με­θό­δους, τις ό­χι πά­ντο­τε νο­μό­τυ­πες, της α­στυ­νο­μίας. Ένας άλ­λος στό­χος, πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο α­νίε­ρος, α­φού σο­κά­ρει και έ­ναν ση­με­ρι­νό θε­α­τή ή α­κό­μη και α­να­γνώ­στη, εί­ναι ο ο­φει­λό­με­νος σε­βα­σμός στους νε­κρούς. Για­τί, στον κο­ντά μι­σό αιώ­να που έ­χει πα­ρέλ­θει, μπο­ρεί η α­στυ­νο­μία να έ­χει χά­σει, σχε­δόν ο­λο­σχε­ρώς, την υ­πό­λη­ψή της και η ο­μο­φυ­λο­φι­λία να α­πο­λαμ­βά­νει πε­ρί­που πλή­ρη ι­σο­τι­μία με την ε­τε­ρο­φυ­λο­φι­λία, ό­μως η σο­ρός του νε­κρού πα­ρα­μέ­νει κά­τι το ιε­ρό. Ωστό­σο, ο συγ­γρα­φέ­ας, μέ­σα α­πό τα δει­νο­πα­θή­μα­τα του τα­ρι­χευ­μέ­νου, για τις α­νά­γκες μιας ω­ραίας κη­δείας, λει­ψά­νου, προ­βάλ­λει την μα­ταιό­τη­τα της ό­λης ιε­ρο­τε­λε­στίας. Ένα βα­σι­κό στοι­χείο για την ε­πι­τυ­χία της σά­τι­ρας του Όρτον εί­ναι η γλώσ­σα. Δα­νεί­ζε­ται α­τά­κες α­πό λαϊκά θεά­μα­τα ή και δια­φη­μι­στι­κά σλό­γκαν και α­να­τρέ­πει το νό­η­μά τους αλ­λά­ζο­ντας ο­ρι­σμέ­νες λέ­ξεις ή και α­πλώς α­να­δια­τάσ­σο­ντάς τες.
Ο Όρτον πλά­θει ή­ρωες κα­κούς ό­σο και κω­μι­κούς. Υπε­ρι­σχύει, ω­στό­σο, η αί­σθη­ση της θλι­βε­ρής κα­ρι­κα­τού­ρας. Πα­ρά τις α­στείες σκη­νές και τις πα­ρε­ξη­γή­σεις που δη­μιουρ­γεί η αμ­φι­ση­μία των δια­λό­γων, το γέ­λιο εί­ναι μό­νο πρό­σκαι­ρο. Ίσως, για­τί ο θρίαμ­βος των κα­κο­ποιών, με την αρ­ρα­γή συ­μπα­ρά­στα­ση του ε­πι­κε­φα­λής της α­στυ­νο­μίας, δεν α­πο­τε­λεί μό­νο μια α­ντι­συμ­βα­τι­κή α­να­τρο­πή του χά­πι ε­ντ, αλ­λά α­ντα­να­κλά, σή­με­ρα πε­ρισ­σό­τε­ρο πα­ρά πο­τέ, την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Τε­λι­κά, πρό­κει­ται για έ­να έρ­γο α­να­τρε­πτι­κό, με ά­φθο­νο πι­κρί­ζον χιού­μορ.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου
Λεζάντα 2ης φωτογραφίας: Η μακέττα σκηνικού του Σάββα Χαρατσίδη για το έργο του Τζο Όρτον, «Το πλιάτσικο», που ανέβηκε το 1989 στο Απλό Θέατρο με τίτλο «Λεηλασία»

Δεν υπάρχουν σχόλια: