Το πιο δυσάρεστο με την τρέχουσα οικονομική κρίση είναι ότι έχει εισχωρήσει παντού, είτε ως ωμή πραγματικότητα είτε ως αιωρούμενη απειλή, ενώ ο λόγος γύρω από αυτήν τείνει να κυριαρχήσει στα κάθε είδους έντυπα. Τελικά, διείσδυσε ακόμη και στο χώρο ενός πνευματικού αγαθού, όπως το βιβλίο. Κι αυτό, βεβαίως, αν δώσουμε βάση στα παράπονα των εκδοτών. Ήδη, πάντως, διαφαίνονται προθέσεις αλλαγών στην εκδοτική στρατηγική, που ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο το λογοτεχνικό βιβλίο, ως πλέον ευάλωτο, λόγω της περιορισμένης ζήτησής του. Σαν μοναδική εξαίρεση σε αυτήν την απαισιόδοξη εικόνα προβάλλουν, τουλάχιστον προσώρας, τα λογοτεχνικά περιοδικά. Συνιστούν μια αναγνωστική όαση, με φρέσκα ποιήματα, διηγήματα, μελέτες και σχολιογραφία γύρω από λογοτεχνικά θέματα, τωρινά και παρελθοντικά. Καμιά φορά, όμως, καιροφυλακτούν και στις οάσεις εκπλήξεις. Διαφορετικής, βεβαίως, φύσεως από τις οικονομικές. Σταχυολογούμε δύο παραδείγματα από δύο πρόσφατα τεύχη μακρόβιων λογοτεχνικών περιοδικών.
Το περιοδικό «Ευθύνη», μετά την αποχώρηση του Κώστα Τσιρόπουλου από τη θέση του εκδότη-διευθυντή, τελικά δεν κλείνει. Τη σκυτάλη παραλαμβάνει ο νεότερος ποιητής Δημήτρης Αγγελής, με τη συμπαράσταση πενταμελούς επιτροπής (Ηλίας Κεφάλας, Κώστας Χατζηαντωνίου, Κώστας Ανδρουλιδάκης, Νίκος Μηλιώνης, Βασιλική Τσακίρη). Αλλάζει ο τίτλος σε «Νέα Ευθύνη», η συχνότητα έκδοσης σε διμηνιαία, ενώ παραμένει ο χαρακτήρας του περιοδικού ιδεών, χωρίς να διαφοροποιείται αισθητά η διάταξη της ύλης. Επίσης, διατηρούνται σε μεγάλο βαθμό οι ίδιοι συνεργάτες. Ακόμη, το περιοδικό ανανεώνεται ως προς την εμφάνιση, όπου το πρώτο τεύχος εικονογραφείται με σχέδια του Αλέκου Κυραρίνη.
Η έκπληξη, που επιφυλάσσει το πρώτο τεύχος, είναι οι επιστολές Γιώργου Σεφέρη-Ιωάννας Τσάτσου, που παρουσιάζονται ως προδημοσίευση από την αλληλογραφία τους. Πρόκειται για έναν ελλείποντα τόμο, ιδιαίτερα σημαντικό, στην ήδη εκδοθείσα πολύτομη αλληλογραφία Σεφέρη, τον οποίο δεν αναλαμβάνει, όπως θα αναμενόταν, ένας μελετητής του Σεφέρη. Η αλληλογραφία έρχεται ως απότοκο διδακτορικής διατριβής, με θέμα, «Αυτοβιογραφία και ιστορία στο έργο της Ιωάννας Τσάτσου», την οποία εκπόνησε η μεταφράστρια στα ισπανικά του βιβλίου της Τσάτσου, «Ο αδελφός μου Γιώργος Σεφέρης», Μάιλα Γκαρθία Αμορός. Όπως πληροφορεί η μελετήτρια στο εισαγωγικό της σημείωμα, το σύνολο των επιστολών, που τα δυο αδέλφια αντάλλαξαν, ανέρχονται σχεδόν στις 800 και καλύπτουν περί τον μισό αιώνα, 1919-1970, με μεγάλα, ωστόσο, χρονικά κενά. Το σώμα της αλληλογραφίας χωρίζεται σε τρεις περιόδους: 1919-1924, 1927-1937, 1947-1962. Την μελετήτρια απασχολεί κυρίως η πρώτη περίοδος, με συνολικά 232 επιστολές, από τις οποίες δημοσιεύει έξι, τρεις του Σεφέρη και τρεις της Ιωάννας, από την περίοδο 9.1.1921-23.3.1922. Αυτή η επιλογή είχε ως κριτήριο την Ιωάννα. Όπως γράφει η μελετήτρια: “Οι επιστολές της Ιωάννας από τη Σμύρνη το 1919 και το 1921 είναι πολύ σημαντικές, προκειμένου να κατανοήσουμε καλύτερα την ποίηση και την προσωπικότητά της. Η εξιδανικευμένη εικόνα της Σκάλας που προβάλλεται συχνά στο έργο της, τόσο στο πεζογραφικό όσο και στο ποιητικό, έχει την πηγή της σ' αυτήν ακριβώς την περίοδο”.
Με κριτήριο, όμως, τον Σεφέρη, θα λέγαμε ότι οι επιστολές δεν τον καλοσυσταίνουν. Αυθόρμητος, πηδάει από τον έρωτα μιας Γαλλίδας σε εκείνον μιας Νορβηγίδας, ενθυμούμενος και την Μέλπω των δεκαπέντε του Μαΐων. Ζητά να του στείλει η αδελφή του, πολύ Παλαμά. “Όλα του τα έργα”, αν της ήταν δυνατόν. “Και Σολωμό, που είχε ξεχάσει όλως διόλου”. Ενώ παραπονιέται και μυκτηρίζει την ελληνική γλώσσα: “Γαλλικά θα μπορούσα ίσως να γράψω μα δε θέλω, γιατί αγαπώ την Ελλάδα. Ελληνικά μου είναι αδύνατο να πω ό,τι θέλω γιατί δεν έχωμε γλώσσα, για να το πιστέψεις πάρε ένα οποιοδήποτε γαλλικό βιβλίο και προσπάθησε να το μεταφράσεις ελληνικά, θα πεισθείς πως είναι αδύνατο. Στην ελληνική, εκτός από αισθήματα βουνίσια ή χωριανέϊκα δεν μπορούμε να πούμε τίποτα για την ώρα, γι' αυτό και τα πιο πολιτισμένα ποιήματα που έχουν γραφτεί στην ελληνική μυρίζουν μυτζήθρα…” Ωστόσο, για έναν συγγραφέα όπως ο Σεφέρης, τα πάντα, φωτεινές και σκοτεινές πτυχές, ενδιαφέρουν. Όλα αυτά, όμως, θα ξανασυζητηθούν του χρόνου, που η μελετήτρια υπόσχεται ότι θα έχει εκδοθεί η αλληλογραφία Σεφέρη-Τσάτσου. Ελπίζουμε να εννοεί στα ελληνικά.
Σε ένα άλλο περιοδικό εντοπίζουμε δημοσίευμα που αφορά έτερον επιφανή των ελληνικών γραμμάτων. Ο λόγος, ακόμη μια φορά, για τον Παπαδιαμάντη. Σε αυτήν, όμως, την περίπτωση, απαιτείται μεγαλύτερη προσοχή, γιατί το παρουσιαζόμενο ως τεκμήριο είναι ανώνυμο και αποδίδεται σε αυτόν από τον ευρέτη του, δια της εις άτοπον απαγωγής. Αν, όμως, και μια στο εκατομμύριο, δεν αφορά τον Παπαδιαμάντη, η δημοσίευσή του μετά απολύτου βεβαιότητας ως παπαδιαμαντικού, πιστεύουμε ότι είναι ταπεινωτική απέναντι στην εικόνα του Παπαδιαμάντη. Ιδιαίτερα, καθώς επιλέγεται να γίνει στο λυκαυγές του Έτους Παπαδιαμάντη.
Αλλά ας πάρουμε τα δεδομένα με τη σειρά. Αναφερόμαστε στο περιοδικό «Πλανόδιον» του Γιάννη Πατίλη, που μόλις κυκλοφόρησε το 48ο τεύχος του. Είναι αυτό του μηνός Δεκεμβρίου, με τη γνωστή καλή συντροφιά του περιοδικού σε απαρτία. Παρουσιάζεται εκτενές αφιέρωμα στον Αντονέν Αρτώ, ενώ το τεύχος ανοίγει με διήγημα της Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου, που μόλις εξέδωσε την καινούρια συλλογή διηγημάτων της, «Η Ευρυδίκη με το τσιγάρο στο μπαλκόνι». Στις τελευταίες σελίδες του τεύχους, τις αφιερωμένες “σε σπάνια κείμενα του παρελθόντος”, δημοσιεύεται κείμενο του Γιώργου Ζεβελάκη, με τίτλο, «Γεώργιος Φιλάρετος. Διηγηματογράφος και αρωγός του Παπαδιαμάντη». Σε αυτό δεν παρουσιάζεται ο βίος και το έργο του μαχητικού δημοσιογράφου και πολιτικού Φιλάρετου, που υπήρξε από τους πρωτοπόρους των αγώνων υπέρ της δημοκρατίας στην Ελλάδα, αλλά επισημαίνονται, όπως προϊδεάζει ο τίτλος, δυο πλευρές της προσωπικότητάς του: η αγνοημένη του διηγηματογράφου και η εντελώς άγνωστη του αρωγού του Παπαδιαμάντη. Στους τρεις τόμους των Απάντων του Φιλάρετου, που έχει εκδώσει η Βουλή, δεν συμπεριλαμβάνονται διηγήματα. Πράγματι, όσο τουλάχιστον γνωρίζουμε, ο Φιλάρετος δεν δημοσίευσε διηγήματα, παρά μόνο αφηγήσεις και χρονικά. Σε αυτά, ακριβώς, αναφέρεται ο μελετητής, επιχειρηματολογώντας ότι μερικά συνιστούν γνήσια διηγήματα. Για το αληθές του λόγου, παραθέτει σχετική αφήγηση.
Όσο αφορά το επίμαχο, δεύτερο σκέλος, ορμάται από ένα εύρημα, που εντόπισε στα απομνημονεύματα του Φιλάρετου. Μετά το 1922, ο Φιλάρετος είχε προσπαθήσει εις μάτην να δημιουργήσει ένα κόμμα αρχών. Οι συνθήκες, όμως, στάθηκαν αντίξοες κι αυτός αποσύρθηκε οριστικά στην εξοχική κατοικία του, στο νεόδμητο τότε προάστιο της Καλλιθέας, όπου και συνέγραψε τις «Σημειώσεις από του 75ου υψώματος». Ο τίτλος δεν παραπέμπει σε φυσικό ύψωμα, δεδομένου ότι μπροστά του απλωνόταν “κριθάσπαρτος πεδιάς φθάνουσα μέχρι τον Φαληρικόν λιμένα”, αλλά στο ύψος της ηλικίας του. Ήταν το 1923, που εκείνος συμπλήρωνε τα 75. Σε ένα σημείο, ο Φιλάρετος αναφέρει τους ποιητές Σπυρίδωνα Βασιλειάδη και Δημήτριο Παπαρρηγόπουλο και τους αντιδιαστέλλει ως προς το πολυέξοδο του βίου τους “ προς άλλους συναδέλφους των οίτινες προετοίμων να πεινώσι, αλλά και να μένωσιν ακλόνητοι εις τα αιθέρια ύψη της ποιήσεώς των.” Και συνεχίζει, “εις εξ αυτών, εκ των δημοφιλεστέρων και επιφανεστέρων μοι απηύθυνεν, εις μεταγενεστέραν εποχήν, αχρονολόγητον επιστολήν, ην θεωρώ αξίαν δημοσιεύσεως δια τε το ποιητικόν ύφος της και ως ευχάριστον ανάμνησιν του ευαισθήτου και φιλελευθέρου ποιητού, μεθ’ ου ήμην φιλικώς συνδεδεμένος”. Μετά από αυτήν την εισαγωγή, παραθέτει την επιστολή: «Φίλε μου! – Αγωνιώ εκ της ανάγκης. Κρυφά, κρυφά σε το λέγω^ ουδ’ άρτος υπάρχει εις την ορφανευθείσαν οικογένειάν μου… – Δεν είσαι πλούσιος^ είσαι καλός και με αγαπάς. Το ηξεύρω, διότι κ' εγώ σ' αγαπώ! – Εις την φρικτήν θέσιν μου σ' ενθυμήθην, δεν ηξεύρω διά τι… Είμαι εξηντλημένος και δεν έχω άλλον σήμερον παρά την καρδίαν σου. – Δος μοι ό,τι δύνασαι! Θα σε το επιστρέψω, όταν δυνηθώ…. αλλά θα σε το επιστρέψω. – Θα έλθω ο ίδιος σήμερον…Τι υποφέρω φίλε μου! Ο φίλος σου Π...»
Ο Ζεβελάκης συμπεραίνει ότι πρόκειται για επιστολή του Παπαδιαμάντη, γιατί μεταξύ “των προβεβλημένων συγγραφέων της εποχής (Ροΐδης, Παλαμάς, Βιζυηνός κ.ά.)” μόνο αυτός ταιριάζει στα συμφραζόμενα. Και ακόμη, γιατί, “σχεδόν σε όλες τις επιστολές του, ο Παπαδιαμάντης αναφέρεται στο πρόβλημα της επιβίωσης”. Εδώ, παραβλέπει ότι πρόκειται κυρίως για ενδοοικογενειακές επιστολές, ενώ, στις υπόλοιπες, προς φίλους, ο Παπαδιαμάντης αναφέρεται σε αμοιβές εργασιών του. Όπως και να έχει, ορμώμενος ο μελετητής από την αναφορά σε “ορφανευθείσαν οικογένεια”, χρονολογεί την επιστολή εντός του 1895, δηλαδή μετά τον θάνατο του πατέρα του Παπαδιαμάντη. Επιπροσθέτως, εξαίρει το ύφος της επιστολής, το οποίο παρουσιάζει και ως βασικό κίνητρο για τη δημοσίευσή της. Αποφαινόμενος ότι πλησιάζει “τη μορφή ποιήματος με ανισομήκεις στίχους”. Σε αυτό το σημείο, εξομολογείται την αμαρτία του. Την επιστολή ήθελε να δημοσιεύσει και ο Φιλάρετος αποτέλεσε, τρόπον τινά, τη γλάστρα, που ποτίστηκε χάρις στον βασιλικό. Παρασυρόμενος, μάλιστα, από την λογοτεχνικότητα της επιστολής, καταλήγει με ένα συγκινητικό κρεσέντο: “Ένας εξαντλημένος άνθρωπος σε απόγνωση, υποφέρει, διστάζει, αμφιβάλλει και εκπέμπει αγωνιώδες S.O.S. καίριο, εύστοχο, δραστικό.”
Αν δεν επρόκειτο για έναν σοβαρό μελετητή κι αν το δημοσίευμα δεν παρουσιαζόταν στο συγκεκριμένο περιοδικό, που έχει στη συντροφιά του γνώστες του Παπαδιαμάντη και τον κορυφαίο περί αυτόν ειδήμονα, θα αποσιωπούσαμε το εύρημα. Τώρα, όμως, το δημοσίευμα αποκτά διαφορετική βαρύτητα και καλό είναι να διατυπωθούν κάποιες απορίες. Κατ' αρχήν, φαίνεται παράδοξο να αναφέρει κάποιος τον Παπαδιαμάντη ως ευαίσθητο και φιλελεύθερο ποιητή. Ύστερα, όσο αφορά την ίδια την επιστολή, προκύπτουν ορισμένα ερωτήματα: Υπάρχουν “τεκμήρια εσωτερικά”, που να δείχνουν την παπαδιαμαντική πατρότητα; Θυμίζουν ο τόνος, το ύφος, η προσφώνηση τις παπαδιαμάντιες επιστολές; Ήταν, το 1895, τόσο απελπιστική η οικονομική κατάσταση του Παπαδιαμάντη; Ήταν τόσο εξαντλημένος ο σαραντατετράχρονος τότε συγγραφέας; Και πότε ακριβώς εντός του 1895 εξέπεμψε το S.O.S; Σύμφωνα με το βιογραφικό χρονολόγιο του Φώτη Δημητρακόπουλου, στις 2 Ιουνίου 1895, πεθαίνει ο Παπα-Αδαμάντιος. Από τον Ιούλιο μέχρι τον Σεπτέμβριο, ο Παπαδιαμάντης διαμένει στη Σκιάθο. Όταν επιστρέφει, είναι ακόμη συνεργάτης στην εφημερίδα «Ακρόπολις». Μάλιστα, στο εν λόγω χρονολόγιο, παρατίθεται επιστολή του Παπαδιαμάντη προς την μητέρα του, με ημερομηνία 7 Ιουνίου 1895, όπου την πληροφορεί ότι ο εκδότης της εφημερίδας, Βλάσης Γαβριηλίδης, “του παρεχώρησε πάσαν ευκολίαν να εργάζεται επί τινας εβδομάδας εις Σκίαθον, λαμβάνων και τα δύο τρίτα του μισθού” του.
“Θα έλθω ο ίδιος σήμερον…” γράφει ο αποστολέας της επιστολής. Τι εννοεί άραγε; Διατηρούσε ο Φιλάρετος το 1895 πολιτικό γραφείο στην Αθήνα, στο οποίο θα πήγαινε ο Παπαδιαμάντης; Ή μήπως ο αποστολέας θα κατέβαινε στην Καλλιθέα, όπου κατοικούσε πλέον μονίμως ο Φιλάρετος; Ομολογούμε ότι αδυνατούμε να φανταστούμε ασθμαίνοντα τον Παπαδιαμάντη να εγκαταλείπει τα γραφεία της «Ακροπόλεως», να σπεύδει στην οδό Πανεπιστημίου, έμπροσθεν της Ακαδημίας, να επιβιβάζεται στον ατμοκίνητο σιδηρόδρομο του Φαλήρου, να κατεβαίνει επί της λεωφόρου Θησέως, μια στάση πριν την Αγία Ελεούσα και από εκεί, να το κόβει με τα πόδια. Κι όλα αυτά για να πάρει τα δανεικά και αγύριστα, κατά τον Φιλάρετο. Τέλος, θα παρατηρούσαμε ότι η σημερινή άποψη για τους “προβεβλημένους συγγραφείς της εποχής” δεν συμπίπτει αναγκαστικά με την συγχρονική, που εκφράζει ο Φιλάρετος. Επίσης, όταν ο Φιλάρετος χαρακτηρίζει τον αποστολέα έναν “εκ των δημοφιλεστέρων και επιφανεστέρων”, πιθανόν και να υπερβάλλει λόγω αβρότητας. Βεβαίως, παραμένει το ερώτημα, ποιος είναι ο αποστολέας, που υπογράφει ως Π. Όπως και να έχει, το δημοσίευμα είναι επίκαιρο, αφού βάζει από το παράθυρο στο τεύχος το εσαεί ζέον θέμα της οικονομικής στενότητας.
Το περιοδικό «Ευθύνη», μετά την αποχώρηση του Κώστα Τσιρόπουλου από τη θέση του εκδότη-διευθυντή, τελικά δεν κλείνει. Τη σκυτάλη παραλαμβάνει ο νεότερος ποιητής Δημήτρης Αγγελής, με τη συμπαράσταση πενταμελούς επιτροπής (Ηλίας Κεφάλας, Κώστας Χατζηαντωνίου, Κώστας Ανδρουλιδάκης, Νίκος Μηλιώνης, Βασιλική Τσακίρη). Αλλάζει ο τίτλος σε «Νέα Ευθύνη», η συχνότητα έκδοσης σε διμηνιαία, ενώ παραμένει ο χαρακτήρας του περιοδικού ιδεών, χωρίς να διαφοροποιείται αισθητά η διάταξη της ύλης. Επίσης, διατηρούνται σε μεγάλο βαθμό οι ίδιοι συνεργάτες. Ακόμη, το περιοδικό ανανεώνεται ως προς την εμφάνιση, όπου το πρώτο τεύχος εικονογραφείται με σχέδια του Αλέκου Κυραρίνη.
Η έκπληξη, που επιφυλάσσει το πρώτο τεύχος, είναι οι επιστολές Γιώργου Σεφέρη-Ιωάννας Τσάτσου, που παρουσιάζονται ως προδημοσίευση από την αλληλογραφία τους. Πρόκειται για έναν ελλείποντα τόμο, ιδιαίτερα σημαντικό, στην ήδη εκδοθείσα πολύτομη αλληλογραφία Σεφέρη, τον οποίο δεν αναλαμβάνει, όπως θα αναμενόταν, ένας μελετητής του Σεφέρη. Η αλληλογραφία έρχεται ως απότοκο διδακτορικής διατριβής, με θέμα, «Αυτοβιογραφία και ιστορία στο έργο της Ιωάννας Τσάτσου», την οποία εκπόνησε η μεταφράστρια στα ισπανικά του βιβλίου της Τσάτσου, «Ο αδελφός μου Γιώργος Σεφέρης», Μάιλα Γκαρθία Αμορός. Όπως πληροφορεί η μελετήτρια στο εισαγωγικό της σημείωμα, το σύνολο των επιστολών, που τα δυο αδέλφια αντάλλαξαν, ανέρχονται σχεδόν στις 800 και καλύπτουν περί τον μισό αιώνα, 1919-1970, με μεγάλα, ωστόσο, χρονικά κενά. Το σώμα της αλληλογραφίας χωρίζεται σε τρεις περιόδους: 1919-1924, 1927-1937, 1947-1962. Την μελετήτρια απασχολεί κυρίως η πρώτη περίοδος, με συνολικά 232 επιστολές, από τις οποίες δημοσιεύει έξι, τρεις του Σεφέρη και τρεις της Ιωάννας, από την περίοδο 9.1.1921-23.3.1922. Αυτή η επιλογή είχε ως κριτήριο την Ιωάννα. Όπως γράφει η μελετήτρια: “Οι επιστολές της Ιωάννας από τη Σμύρνη το 1919 και το 1921 είναι πολύ σημαντικές, προκειμένου να κατανοήσουμε καλύτερα την ποίηση και την προσωπικότητά της. Η εξιδανικευμένη εικόνα της Σκάλας που προβάλλεται συχνά στο έργο της, τόσο στο πεζογραφικό όσο και στο ποιητικό, έχει την πηγή της σ' αυτήν ακριβώς την περίοδο”.
Με κριτήριο, όμως, τον Σεφέρη, θα λέγαμε ότι οι επιστολές δεν τον καλοσυσταίνουν. Αυθόρμητος, πηδάει από τον έρωτα μιας Γαλλίδας σε εκείνον μιας Νορβηγίδας, ενθυμούμενος και την Μέλπω των δεκαπέντε του Μαΐων. Ζητά να του στείλει η αδελφή του, πολύ Παλαμά. “Όλα του τα έργα”, αν της ήταν δυνατόν. “Και Σολωμό, που είχε ξεχάσει όλως διόλου”. Ενώ παραπονιέται και μυκτηρίζει την ελληνική γλώσσα: “Γαλλικά θα μπορούσα ίσως να γράψω μα δε θέλω, γιατί αγαπώ την Ελλάδα. Ελληνικά μου είναι αδύνατο να πω ό,τι θέλω γιατί δεν έχωμε γλώσσα, για να το πιστέψεις πάρε ένα οποιοδήποτε γαλλικό βιβλίο και προσπάθησε να το μεταφράσεις ελληνικά, θα πεισθείς πως είναι αδύνατο. Στην ελληνική, εκτός από αισθήματα βουνίσια ή χωριανέϊκα δεν μπορούμε να πούμε τίποτα για την ώρα, γι' αυτό και τα πιο πολιτισμένα ποιήματα που έχουν γραφτεί στην ελληνική μυρίζουν μυτζήθρα…” Ωστόσο, για έναν συγγραφέα όπως ο Σεφέρης, τα πάντα, φωτεινές και σκοτεινές πτυχές, ενδιαφέρουν. Όλα αυτά, όμως, θα ξανασυζητηθούν του χρόνου, που η μελετήτρια υπόσχεται ότι θα έχει εκδοθεί η αλληλογραφία Σεφέρη-Τσάτσου. Ελπίζουμε να εννοεί στα ελληνικά.
Σε ένα άλλο περιοδικό εντοπίζουμε δημοσίευμα που αφορά έτερον επιφανή των ελληνικών γραμμάτων. Ο λόγος, ακόμη μια φορά, για τον Παπαδιαμάντη. Σε αυτήν, όμως, την περίπτωση, απαιτείται μεγαλύτερη προσοχή, γιατί το παρουσιαζόμενο ως τεκμήριο είναι ανώνυμο και αποδίδεται σε αυτόν από τον ευρέτη του, δια της εις άτοπον απαγωγής. Αν, όμως, και μια στο εκατομμύριο, δεν αφορά τον Παπαδιαμάντη, η δημοσίευσή του μετά απολύτου βεβαιότητας ως παπαδιαμαντικού, πιστεύουμε ότι είναι ταπεινωτική απέναντι στην εικόνα του Παπαδιαμάντη. Ιδιαίτερα, καθώς επιλέγεται να γίνει στο λυκαυγές του Έτους Παπαδιαμάντη.
Αλλά ας πάρουμε τα δεδομένα με τη σειρά. Αναφερόμαστε στο περιοδικό «Πλανόδιον» του Γιάννη Πατίλη, που μόλις κυκλοφόρησε το 48ο τεύχος του. Είναι αυτό του μηνός Δεκεμβρίου, με τη γνωστή καλή συντροφιά του περιοδικού σε απαρτία. Παρουσιάζεται εκτενές αφιέρωμα στον Αντονέν Αρτώ, ενώ το τεύχος ανοίγει με διήγημα της Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου, που μόλις εξέδωσε την καινούρια συλλογή διηγημάτων της, «Η Ευρυδίκη με το τσιγάρο στο μπαλκόνι». Στις τελευταίες σελίδες του τεύχους, τις αφιερωμένες “σε σπάνια κείμενα του παρελθόντος”, δημοσιεύεται κείμενο του Γιώργου Ζεβελάκη, με τίτλο, «Γεώργιος Φιλάρετος. Διηγηματογράφος και αρωγός του Παπαδιαμάντη». Σε αυτό δεν παρουσιάζεται ο βίος και το έργο του μαχητικού δημοσιογράφου και πολιτικού Φιλάρετου, που υπήρξε από τους πρωτοπόρους των αγώνων υπέρ της δημοκρατίας στην Ελλάδα, αλλά επισημαίνονται, όπως προϊδεάζει ο τίτλος, δυο πλευρές της προσωπικότητάς του: η αγνοημένη του διηγηματογράφου και η εντελώς άγνωστη του αρωγού του Παπαδιαμάντη. Στους τρεις τόμους των Απάντων του Φιλάρετου, που έχει εκδώσει η Βουλή, δεν συμπεριλαμβάνονται διηγήματα. Πράγματι, όσο τουλάχιστον γνωρίζουμε, ο Φιλάρετος δεν δημοσίευσε διηγήματα, παρά μόνο αφηγήσεις και χρονικά. Σε αυτά, ακριβώς, αναφέρεται ο μελετητής, επιχειρηματολογώντας ότι μερικά συνιστούν γνήσια διηγήματα. Για το αληθές του λόγου, παραθέτει σχετική αφήγηση.
Όσο αφορά το επίμαχο, δεύτερο σκέλος, ορμάται από ένα εύρημα, που εντόπισε στα απομνημονεύματα του Φιλάρετου. Μετά το 1922, ο Φιλάρετος είχε προσπαθήσει εις μάτην να δημιουργήσει ένα κόμμα αρχών. Οι συνθήκες, όμως, στάθηκαν αντίξοες κι αυτός αποσύρθηκε οριστικά στην εξοχική κατοικία του, στο νεόδμητο τότε προάστιο της Καλλιθέας, όπου και συνέγραψε τις «Σημειώσεις από του 75ου υψώματος». Ο τίτλος δεν παραπέμπει σε φυσικό ύψωμα, δεδομένου ότι μπροστά του απλωνόταν “κριθάσπαρτος πεδιάς φθάνουσα μέχρι τον Φαληρικόν λιμένα”, αλλά στο ύψος της ηλικίας του. Ήταν το 1923, που εκείνος συμπλήρωνε τα 75. Σε ένα σημείο, ο Φιλάρετος αναφέρει τους ποιητές Σπυρίδωνα Βασιλειάδη και Δημήτριο Παπαρρηγόπουλο και τους αντιδιαστέλλει ως προς το πολυέξοδο του βίου τους “ προς άλλους συναδέλφους των οίτινες προετοίμων να πεινώσι, αλλά και να μένωσιν ακλόνητοι εις τα αιθέρια ύψη της ποιήσεώς των.” Και συνεχίζει, “εις εξ αυτών, εκ των δημοφιλεστέρων και επιφανεστέρων μοι απηύθυνεν, εις μεταγενεστέραν εποχήν, αχρονολόγητον επιστολήν, ην θεωρώ αξίαν δημοσιεύσεως δια τε το ποιητικόν ύφος της και ως ευχάριστον ανάμνησιν του ευαισθήτου και φιλελευθέρου ποιητού, μεθ’ ου ήμην φιλικώς συνδεδεμένος”. Μετά από αυτήν την εισαγωγή, παραθέτει την επιστολή: «Φίλε μου! – Αγωνιώ εκ της ανάγκης. Κρυφά, κρυφά σε το λέγω^ ουδ’ άρτος υπάρχει εις την ορφανευθείσαν οικογένειάν μου… – Δεν είσαι πλούσιος^ είσαι καλός και με αγαπάς. Το ηξεύρω, διότι κ' εγώ σ' αγαπώ! – Εις την φρικτήν θέσιν μου σ' ενθυμήθην, δεν ηξεύρω διά τι… Είμαι εξηντλημένος και δεν έχω άλλον σήμερον παρά την καρδίαν σου. – Δος μοι ό,τι δύνασαι! Θα σε το επιστρέψω, όταν δυνηθώ…. αλλά θα σε το επιστρέψω. – Θα έλθω ο ίδιος σήμερον…Τι υποφέρω φίλε μου! Ο φίλος σου Π...»
Ο Ζεβελάκης συμπεραίνει ότι πρόκειται για επιστολή του Παπαδιαμάντη, γιατί μεταξύ “των προβεβλημένων συγγραφέων της εποχής (Ροΐδης, Παλαμάς, Βιζυηνός κ.ά.)” μόνο αυτός ταιριάζει στα συμφραζόμενα. Και ακόμη, γιατί, “σχεδόν σε όλες τις επιστολές του, ο Παπαδιαμάντης αναφέρεται στο πρόβλημα της επιβίωσης”. Εδώ, παραβλέπει ότι πρόκειται κυρίως για ενδοοικογενειακές επιστολές, ενώ, στις υπόλοιπες, προς φίλους, ο Παπαδιαμάντης αναφέρεται σε αμοιβές εργασιών του. Όπως και να έχει, ορμώμενος ο μελετητής από την αναφορά σε “ορφανευθείσαν οικογένεια”, χρονολογεί την επιστολή εντός του 1895, δηλαδή μετά τον θάνατο του πατέρα του Παπαδιαμάντη. Επιπροσθέτως, εξαίρει το ύφος της επιστολής, το οποίο παρουσιάζει και ως βασικό κίνητρο για τη δημοσίευσή της. Αποφαινόμενος ότι πλησιάζει “τη μορφή ποιήματος με ανισομήκεις στίχους”. Σε αυτό το σημείο, εξομολογείται την αμαρτία του. Την επιστολή ήθελε να δημοσιεύσει και ο Φιλάρετος αποτέλεσε, τρόπον τινά, τη γλάστρα, που ποτίστηκε χάρις στον βασιλικό. Παρασυρόμενος, μάλιστα, από την λογοτεχνικότητα της επιστολής, καταλήγει με ένα συγκινητικό κρεσέντο: “Ένας εξαντλημένος άνθρωπος σε απόγνωση, υποφέρει, διστάζει, αμφιβάλλει και εκπέμπει αγωνιώδες S.O.S. καίριο, εύστοχο, δραστικό.”
Αν δεν επρόκειτο για έναν σοβαρό μελετητή κι αν το δημοσίευμα δεν παρουσιαζόταν στο συγκεκριμένο περιοδικό, που έχει στη συντροφιά του γνώστες του Παπαδιαμάντη και τον κορυφαίο περί αυτόν ειδήμονα, θα αποσιωπούσαμε το εύρημα. Τώρα, όμως, το δημοσίευμα αποκτά διαφορετική βαρύτητα και καλό είναι να διατυπωθούν κάποιες απορίες. Κατ' αρχήν, φαίνεται παράδοξο να αναφέρει κάποιος τον Παπαδιαμάντη ως ευαίσθητο και φιλελεύθερο ποιητή. Ύστερα, όσο αφορά την ίδια την επιστολή, προκύπτουν ορισμένα ερωτήματα: Υπάρχουν “τεκμήρια εσωτερικά”, που να δείχνουν την παπαδιαμαντική πατρότητα; Θυμίζουν ο τόνος, το ύφος, η προσφώνηση τις παπαδιαμάντιες επιστολές; Ήταν, το 1895, τόσο απελπιστική η οικονομική κατάσταση του Παπαδιαμάντη; Ήταν τόσο εξαντλημένος ο σαραντατετράχρονος τότε συγγραφέας; Και πότε ακριβώς εντός του 1895 εξέπεμψε το S.O.S; Σύμφωνα με το βιογραφικό χρονολόγιο του Φώτη Δημητρακόπουλου, στις 2 Ιουνίου 1895, πεθαίνει ο Παπα-Αδαμάντιος. Από τον Ιούλιο μέχρι τον Σεπτέμβριο, ο Παπαδιαμάντης διαμένει στη Σκιάθο. Όταν επιστρέφει, είναι ακόμη συνεργάτης στην εφημερίδα «Ακρόπολις». Μάλιστα, στο εν λόγω χρονολόγιο, παρατίθεται επιστολή του Παπαδιαμάντη προς την μητέρα του, με ημερομηνία 7 Ιουνίου 1895, όπου την πληροφορεί ότι ο εκδότης της εφημερίδας, Βλάσης Γαβριηλίδης, “του παρεχώρησε πάσαν ευκολίαν να εργάζεται επί τινας εβδομάδας εις Σκίαθον, λαμβάνων και τα δύο τρίτα του μισθού” του.
“Θα έλθω ο ίδιος σήμερον…” γράφει ο αποστολέας της επιστολής. Τι εννοεί άραγε; Διατηρούσε ο Φιλάρετος το 1895 πολιτικό γραφείο στην Αθήνα, στο οποίο θα πήγαινε ο Παπαδιαμάντης; Ή μήπως ο αποστολέας θα κατέβαινε στην Καλλιθέα, όπου κατοικούσε πλέον μονίμως ο Φιλάρετος; Ομολογούμε ότι αδυνατούμε να φανταστούμε ασθμαίνοντα τον Παπαδιαμάντη να εγκαταλείπει τα γραφεία της «Ακροπόλεως», να σπεύδει στην οδό Πανεπιστημίου, έμπροσθεν της Ακαδημίας, να επιβιβάζεται στον ατμοκίνητο σιδηρόδρομο του Φαλήρου, να κατεβαίνει επί της λεωφόρου Θησέως, μια στάση πριν την Αγία Ελεούσα και από εκεί, να το κόβει με τα πόδια. Κι όλα αυτά για να πάρει τα δανεικά και αγύριστα, κατά τον Φιλάρετο. Τέλος, θα παρατηρούσαμε ότι η σημερινή άποψη για τους “προβεβλημένους συγγραφείς της εποχής” δεν συμπίπτει αναγκαστικά με την συγχρονική, που εκφράζει ο Φιλάρετος. Επίσης, όταν ο Φιλάρετος χαρακτηρίζει τον αποστολέα έναν “εκ των δημοφιλεστέρων και επιφανεστέρων”, πιθανόν και να υπερβάλλει λόγω αβρότητας. Βεβαίως, παραμένει το ερώτημα, ποιος είναι ο αποστολέας, που υπογράφει ως Π. Όπως και να έχει, το δημοσίευμα είναι επίκαιρο, αφού βάζει από το παράθυρο στο τεύχος το εσαεί ζέον θέμα της οικονομικής στενότητας.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου