«Κονδυλοφόρος»
Ετήσια έκδοση
νεότερης
ελληνικής φιλολογίας
Τεύχος 9, 2010
Εκδόσεις University
Studio Press
Θεσσαλονίκη, 2010
Πριν τρεις εβδομάδες, την Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου, συμπληρώθηκε ένας χρόνος από το θάνατο του Πάνου Μουλλά. Το τεύχος ανοίγει με το αποχαιρετιστήριο κείμενο της φίλης και συναδέλφου του Λίζυς Τσιριμώκου. Μια φιλία σαράντα χρόνων, που ξεκίνησε “στην όαση του Νεοελληνικού Ινστιτούτου της Σορβόννης”. Εκείνη, μεταπτυχιακή φοιτήτρια και εκείνος, από τους βασικούς συνεργάτες του Κ.Θ. Δημαρά, ετοίμαζε τη διδακτορική διατριβή του. Η Τσιριμώκου σκιαγραφεί την άλλη όψη του αυστηρού φιλόλογου και ιστορικού. “Ήταν αισιόδοξος, φιλόγελως, χαριτωμένος άνθρωπος, έτοιμος να ακούσει ή να μεταφέρει το αστείο, να σκαρώσει το λογοπαίγνιο, να ενδιαφερθεί για τα μικρά ή τα μεγάλα προβλήματα του διπλανού του”.
Και σε αυτό το τεύχος του περιοδικού υπερισχύουν τα δημοσιεύματα για την ποίηση: Σολωμός, Κάλβος, Καβάφης, Καρυωτάκης. Εν αρχή, ο Σολωμός. Η Κατερίνα Τικτοπούλου αναζητάει την πρώτη έκδοση ενός από τα έξι ιταλικά ποιήματα, που έγραψε ο Σολωμός κατά την τριετία 1815-1818, όντας φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Παβίας. Πρόκειται για την «Ωδή για Πρώτη Λειτουργία», όπου ως Πρώτη Λειτουργία νοείται η πρώτη επίσημη Λειτουργία, που τελεί ένας καθολικός ιερέας μετά τη χειροτονία του. Αυτήν την Ωδή διάβασε ο Σολωμός στον Σπυρίδωνα Τρικούπη, σε εκείνη την πρώτη τους συνάντηση, που είχε ως επακόλουθο την οριστική στροφή του στην ελληνική γλώσσα και στιχουργία. Η Ωδή, όπως αποκαλύπτεται, εκδόθηκε περί τα εξήντα χρόνια αργότερα, το 1877, στην Βιτσέντσα της περιφέρειας Βένετο, χάρις σε δυο σημαντικούς λογίους. Γνωστότερος σε μας είναι ο Ιωάννης Βελούδης, αδελφός του τυπογράφου Σπυρίδωνα Βελούδη, κι αυτός επιμελητής εκδόσεων, αλλά και καθηγητής στην Φλαγγίνειο Σχολή και αργότερα, διευθυντής της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης. Η μελετήτρια συγκρίνει τις χειρόγραφες μορφές της Ωδής με την, σε πρόζα, μετάφρασή της από τον Λίνο Πολίτη και δημοσιεύει αντικριστά ιταλικό πρωτότυπο και μετάφραση.ελληνικού Ινστιτούτου της Σορβόννης”. Εκείνη, μεταπτυχιακή φοιτήτρια και εκείνος, από τους βασικούς συνεργάτες του Κ.Θ. Δημαρά, ετοίμαζε τη διδακτορική διατριβή του. Η Τσιριμώκου σκιαγραφεί την άλλη όψη του αυστηρού φιλόλογου και ιστορικού. “Ήταν αισιόδοξος, φιλόγελως, χαριτωμένος άνθρωπος, έτοιμος να ακούσει ή να μεταφέρει το αστείο, να σκαρώσει το λογοπαίγνιο, να ενδιαφερθεί για τα μικρά ή τα μεγάλα προβλήματα του διπλανού του”.
Στον Κάλβο αναφέρεται το κείμενο της Αγγέλας Γιώτη. Ειδικότερα, ανασυνθέτει τον Κάλβο του Νικόλα Κάλας. Του τρισυπόστατου Νίκου Καλαμάρη, όπως τον αποκαλεί ο Αλέξ. Αργυρίου, ο οποίος, μεταξύ άλλων, τον θεωρεί ως τον πρώτο συνειδητά μοντέρνο ποιητή μας. Ως Νικήτας Ράντος υπογράφει τα ποιήματά του, ως Μ. Σπιέρος (ψευδώνυμο εμπνευσμένο από τον Ροβεσπιέρο) τα θεωρητικά του κείμενα, ενώ, στην ιστορία της λογοτεχνίας, καταγράφεται με τη γαλλική σύντμηση του ονόματός του, αφού έζησε για χρόνια στο Παρίσι και εν συνεχεία, στη Νέα Υόρκη, όπου, από το 1945, πολιτογραφήθηκε Αμερικανός πολίτης. Η μελετήτρια στηρίζεται κυρίως σε τρία κείμενα του Κάλας: μια συνέντευξη, Μάη 1933, όπου αναφέρει ως τον μεγαλύτερο ποιητή του 19ου αιώνα τον Κάλβο, μια διάλεξη του ίδιου έτους, με τίτλο, «Η απελευθέρωση του συναισθήματος στη νεοελληνική ποίηση», και ένα άρθρο στο περιοδικό «Νεοελληνικά Γράμματα», δυο χρόνια αργότερα, για τον Τάκη Παπατσώνη, στο οποίο ορίζει “τα τρία στάδια της λυρικής μας εξελίξεως”: Κάλβος, Καβάφης, Παπατσώνης.
Η Γιώτη παίρνει ως μέτρο σύγκρισης τον Κάλβο του Θεοτοκά, όπως αυτός σκιαγραφείται στο αφιερωματικό ποίημα, «Γέρος αετός», γραμμένο στο Παρίσι το 1934. Αλλά και τον Κάλβο οποιουδήποτε άλλου συγγραφέα του μεσοπολέμου αν επέλεγε, η απόσταση θα ήταν το ίδιο μεγάλη. Γιατί ο Κάλας δεν είναι μόνο ένας από τους πρώτους υπερρεαλιστές ποιητές, αλλά φοιτητής ακόμη, στα τέλη της δεκαετίας του ’20, στρατεύεται στην κομουνιστική αριστερά για να προσχωρήσει την επόμενη δεκαετία στους τροτσκιστές, ενώ, τα ίδια χρόνια, αποδέχεται τη φροϋδική ψυχανάλυση. Όλα αυτά ερμηνεύουν το γιατί, αντί για τον πατριωτικό ποιητή Κάλβο, βλέπει τον πάσχοντα άνθρωπο, που ποτέ δεν ξεπέρασε τον πρόωρο χωρισμό από τη μητέρα του, αλλά και τον επαναστατημένο ποιητή, που κατόρθωσε μια εξπρεσιονιστικά ρεαλιστική απόδοση της πραγματικότητας. Σε αυτόν τον Κάλβο, ο Κάλας αναγνωρίζει έναν πρόγονο στην ποίηση.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το τελευταίο μέρος της μελέτης της Γιώτη, που αναφέρεται σε ένα δημοσίευμα σχετικό με τον Κάλβο, το οποίο βρέθηκε στο Αρχείο Κάλας. Πρόκειται για την ελληνική μετάφραση από τον καθηγητή Γεώργιο Ζώρα της «Απολογίας της αυτοκτονίας» του Κάλβου. Εικάζεται ότι το κείμενο γράφτηκε πριν την αναχώρηση του Κάλβου από την Ιταλία. Στα ιταλικά πρωτοδημοσιεύθηκε το 1916 και η ελληνική μετάφρασή του, το 1937. Τότε, οι μελετητές του Κάλβου, συμπεριλαμβανομένου του μεταφραστή, αντιμετώπισαν με αμηχανία το κείμενο. Αντίθετα, για τον Κάλας φαίνεται ότι αποτέλεσε την ελλείπουσα ψηφίδα στην εικόνα του Κάλβου που είχε φανταστεί. Κατά τον Κάλας: «...Ο Κάλβος σκοτώνει τον εαυτό του, σκοτώνοντας το καλύτερο και πιο σημαντικό στοιχείο του εαυτού του, την ποίησή του· ο Κάλβος σε ηλικία 34 ετών αυτοκτόνησε...»
Ο Καβάφης αναφέρεται με αφορμή ένα πεζό κείμενο, το «Χρίστος και όχι Χρήστος», που τυπώθηκε ανωνύμως στην εφημερίδα «Τηλέγραφος» της Αλεξάνδρειας, Δεκέμβριο 1901. Το κείμενο βρέθηκε στο Αρχείο του, με αποτέλεσμα να θεωρηθεί από ορισμένους μελετητές ως δικό του έργο. Συγκεκριμένα, συμπεριλαμβάνεται στα «Πεζά» του, στην έκδοση Φέξη του 1963, που παρουσίασε ο Γιώργος Παπουτσάκης και στην έκδοση Ίκαρου του 2003, που επιμελήθηκε ο Μιχάλης Πιερής. Το κείμενο, ωστόσο, δεν συμπεριλαμβάνεται στα έργα του Καβάφη, που συγκέντρωσε ο Γ. Π. Σαββίδης, ούτε ποτέ αναφέρεται από εκείνον. Η Κατερίνα Γκίκα διερευνά τη πατρότητα του κειμένου, για να καταλήξει ότι δεν ανήκει στον Καβάφη, αλλά γράφτηκε από τον δημοτικιστή γλωσσολόγο Μένο Φιλήντα. Εξ ου και ο τίτλος της μελέτης της, «Μενελάου και όχι Κωνσταντίνου».
Η Ναταλία Δεληγιαννάκη αποπειράται μια “τυπολατρική απόπειρα χαρτογράφησης της ομοιοκαταληξίας του Καρυωτάκη”. Συντάσσει, μάλιστα, μετά επιμονής και υπομονής, «Ριμάριο Κ. Γ. Καρυωτάκη». Στα δημοσιεύματα για την ποίηση του τεύχους, εντάσσεται και η παρουσίαση της χειρόγραφης ανθολογίας του Αλέξανδρου Ρίζου Δορμούση από την Στέση Αθήνη. Δεύτερης ή ίσως και τρίτης γενιάς μετανάστης στην Πέστη από τον Τύρναβο της Θεσσαλίας ο Δορμούσης, εργαζόμενος στην οικογενειακή του επιχείρηση, ξεκίνησε για προσωπική του αναψυχή την ανθολογία στα 35 του, το 1795, και την εγκατέλειψε κοντά 40 χρόνια αργότερα, το 1832. Θυμίζει τις φαναριώτικες μισμάγιες, με λυρικά στιχουργήματα, υμνητικά και πατριωτικά άσματα, αποσπάσματα από μελοδράματα κ.ά. Η μελετήτρια δίνει αναλυτική περιγραφή των περιεχομένων της.
Στα δημοσιεύματα του τεύχους τα σχετικά με την πεζογραφία, ο Γιώργος Καλλίνης ανασύρει από τους θησαυρούς των Αρχείων τρεις επιστολές και ένα επισκεπτήριο του Κοσμά Πολίτη προς τον Αλκιβιάδη Γιαννόπουλο, από την τριετία, Νοέμβριος 1934 - Δεκέμβριος 1937, σκιαγραφώντας στην εισαγωγή του μια εικόνα της σχέσης τους. Πιστεύουμε, ωστόσο, ότι θα έπρεπε να δώσει περισσότερα στοιχεία για την ιδιαίτερη κατάσταση, στην οποία βρισκόταν εκείνη την περίοδο ο Κοσμάς Πολίτης, ειδάλλως οι επιστολές του δημιουργούν την εντύπωση ότι άλλοτε αντιφάσκει και άλλοτε ψεύδεται, με αποτέλεσμα να μην τον καλοσυσταίνουν.
Ο Καλλίνης θυμίζει ότι το Σεπτέμβριο του 1934, ο Πολίτης μετατίθεται στην Πάτρα ως διευθυντής του εκεί υποκαταστήματος της Ιονικής Τράπεζας. “Το 1934 ξελογιάζεται με κάποια, εγκαταλείπει σπίτι, γυναίκα και παιδί (στην εφηβεία του), μετατίθεται στην Πάτρα και ξεκόβει εντελώς για πολλά χρόνια από την οικογένειά του”, γράφει μάλλον ειρωνικά η Νόρα Αναγνωστάκη. Ενώ, μια νεότερη μελετήτρια, η Αγγέλα Καστρινάκη, στην περσινή επανέκδοση του πρώτου μυθιστορήματος του Πολίτη, «Λεμονόδασος», υιοθετεί τον ίδιο ειρωνικό τόνο. “Το 1934 θα αφήσει την οικογενειακή εστία για την Πάτρα και τα ερωτικά της θέλγητρα.” Προβληματική, όμως, ήταν και η κατάσταση του συγγραφέα Πολίτη, όπου το πρώτο του μυθιστόρημα χειροκροτήθηκε, ενώ το επόμενο, «Εκάτη», αντιμετωπίστηκε ως πρωτόλειο, όπως συνοψίζει και πάλι η Αναγνωστάκη.
Στα χρόνια της Πάτρας, ο Πολίτης γράφει τα επόμενα τρία έργα του, τις δυο νουβέλες, «Η κυρία Ελεονώρα» και «Μαρίνα», και το μυθιστόρημα «Eroica», τα οποία και δημοσιεύει σε συνέχειες στα «Νέα Γράμματα». Οι επιστολές του δείχνουν ότι της όποιας ερωτικής έξαψης είχε υπερισχύσει η συγγραφική αποτυχία. Στην πρώτη επιστολή, αποκαλεί την Πάτρα “αιχμηρή έρημο” και ισχυρίζεται ότι θα περάσει πολύς καιρός προτού αποφασίσει να ξαναγράψει. Στην δεύτερη, του 1935, δηλώνει ότι απεχθάνεται το βιβλιοδετημένο έντυπο χαρτί σαν το διάβολο το λιβάνι. Ενώ, στην τρίτη, του 1937, εξομολογείται ότι η «Eroica» “γράφεται μέρα με τη μέρα, σαν επιφυλλίδα, και κάπως βιαστικά”. Επιπροσθέτως, διατείνεται ότι, παρόλο που λείπουν μόνο δυο κεφάλαια, δεν ξέρει το τέλος. Δηλαδή, με άλλα λόγια, η «Eroica» γράφτηκε επί του πιεστηρίου. Ισχυρισμός, που για το συγκεκριμένο μυθιστόρημα μάλλον εκπλήσσει.
Αφορμή της επιστολογραφίας τους στάθηκε η αποστολή από τον Γιαννόπουλο, κατά οκτώ χρόνια νεότερο του Πολίτη και συνάδελφό του τραπεζικό, του πρώτου του βιβλίου. Ήταν η συλλογή διηγημάτων, «Κεφάλια στη σειρά». Σχετικά με την κριτική του Πολίτη για τα διηγήματα, ο Καλλίνης τον συλλαμβάνει ψευδόμενο. Στον μεν Γιαννόπουλο γράφει ότι βρίσκει τέσσερα από τα συνολικά έντεκα διηγήματά του αληθινά αριστουργήματα, ενώ, σε επιστολή του στον Αντρέα Καταντώνη, παρατηρεί ότι είναι φλύαρα. Αυτό, όμως, ανήκει στην κατηγορία των κατά συνθήκη ψευδών, που συνηθίζονται από ανέκαθεν στο λογοτεχνικό σινάφι, το πιθανότερο για λόγους αβρότητας.
Στον τόμο, συμπεριλαμβάνονται και δυο κείμενα για δυο μεταπολεμικούς πεζογράφους. Ο Αλέξ. Μπαζούκης γράφει για “τον άβολο μετεωρισμό ενός φιλελεύθερου διανοούμενου στη δεκαετία του 1950”, του Ρόδη Ρούφου. Ενώ, ο Μιχ. Μπακογιάννης βιβλιογραφεί μερικώς τον μεταφραστή Άγγελο Βλάχο, καταγράφοντας τις μεταφράσεις του λογοτεχνικών έργων στο περιοδικό «Εστία» την περίοδο 1876-1895.
Την ταυτότητα του έλληνα μεταφραστή στον 19ο αιώνα αναζητάει ο Φίλιππος Παππάς. Πρόκειται για ανακοίνωση σε συνέδριο στη Γρανάδα, του 2010, και μάλλον για την πρώτη δημοσίευση του μελετητή στον «Κονδυλοφόρο», που σηματοδοτεί και την είσοδο σε αυτόν μιας τρίτης γενιάς φιλολόγων. Ενδιαφέρων ο διαχωρισμός που προτείνει: «Από τη μια μεριά, κάτι που θυμίζει κλειστή λέσχη επώνυμων κλασικιζόντων μεταφραστών και από την άλλη, ένας ανοιχτός ξενώνας ανωνύμων. Οι πρώτοι μοιάζουν με οικοδεσπότες, οι δεύτεροι με μεταφορείς.» Έχουμε την εντύπωση ότι παρόμοιες αποφάνσεις είναι επισφαλείς λόγω του απόλυτου χαρακτήρα τους. Ας μη λησμονούμε ότι υπάρχουν ορισμένοι μεταφραστές που μετέχουν και στις δυο ομάδες. Για παράδειγμα, ο Παπαδιαμάντης δεν στάθηκε καθ’ όλον τον μεταφραστικό του βίο “ένας ανώνυμος εργάτης υπογείου εφημερίδας”, όπως τον αναφέρει.
Την προηγούμενη άνοιξη, έγκριτος κριτικός αποφαινόταν με τον ίδιο κατηγορηματικό τρόπο, ότι ο Παπαδιαμάντης ήταν ένας επαγγελματίας μεταφραστής, που εργάστηκε επί χρόνια με καλές αμοιβές στον αθηναϊκό Τύπο. Ο κριτικός αναφερόταν στην πρόσφατη τότε έκδοση του μυθιστορήματος του Ουέλλς «Ο αόρατος άνθρωπος». Μια από τις ανώνυμες μεταφράσεις, που αποδόθηκαν στον Παπαδιαμάντη, όπως, μετά βεβαιότητας, αποδόθηκε και εκείνη του μυθιστορήματος του Μπραμ Στόουκερ, «Ο Δράκουλας», που, κατά τα φαινόμενα, θα κυκλοφορήσει στο κλείσιμο του τρέχοντος έτους Παπαδιαμάντη. Παρατηρείται μια τάση προς τις απόλυτες διατυπώσεις τόσο γενικότερα όσο και ειδικότερα στην περίπτωση του Παπαδιαμάντη. Είτε πρόκειται για τα του βίου του είτε για την πατρότητα των μεταφράσεών του, οι περισσότεροι αποφαίνονται συχνά με προκλητική σιγουριά. Ανεξάρτητα αν τα ισχνά δεδομένα επιβάλλουν, τις περισσότερες φορές, μετριοπάθεια. Χάθηκε, δηλαδή, κάποιος τροπικός επιρρηματικός προσδιορισμός αμφιβολίας ή και φιλολογικής εγκράτειας;
Στον Παπαδιαμάντη επικεντρώνεται και η μελέτη της Στέλλας Χελιδώνη, με τίτλο, «Μια εκκλησιαστική παράδοση κρυμμένη στο “Κοινωνικόν Μυθιστόρημα” του Αλέξανδρου Παπαδιανάντη Η Φόνισσα».
Μ. Θεοδοσοπούλου
Λεζάντα φωτογραφίας: Ο Νικόλας Κάλας σε νεαρή ηλικία.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 2/10/2011.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου