Πολλές ερμηνευτικές προσεγγίσεις έχουν, κατά καιρούς, διατυπωθεί για το “κοινωνικόν μυθιστόρημα” «Η Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη. Ορισμένοι μελετητές ακολουθούν κάποιο συγκεκριμένο θεωρητικό πλαίσιο, ενώ άλλοι προτείνουν διακειμενικές αναγνώσεις με έργα ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας. Στη δεύτερη περίπτωση, οι ανιχνευόμενες “συνομιλίες” της «Φόνισσας» μπορεί να δηλώνουν επιδράσεις, που δέχτηκε ο Παπαδιαμάντης, μπορεί, όμως, να πρόκειται και για συμπτωματικές συσχετίσεις. Μια πρωτότυπη διακειμενική ανάγνωση προτείνει η Στέλλα Χελιδώνη στο μελέτημά της «Μια εκκλησιαστική παράδοση κρυμμένη στο “κοινωνικόν μυθιστόρημα” του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Η Φόνισσα», που δημοσιεύεται στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Κονδυλοφόρος». Την αποκαλούμε πρωτότυπη, καθώς δεν εντοπίζει το διακειμενικό της στοιχείο στη λογοτεχνία. Τουλάχιστον όχι στη λογοτεχνία, με την στενή έννοια, που αποκλείει τις παλαιότερες διηγήσεις της βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου, καθώς και εκείνες που ανήκουν σε διαφορετικούς ειδολογικούς κλάδους πέραν του αμιγώς λογοτεχνικού. Πρωτότυπη, λοιπόν, αλλά καθόλου εκπλήττουσα, αφού ξεκινάει από μια, κατ’ εξοχήν, φίλια προς τον Παπαδιαμάντη περιοχή, αυτήν των αγιολογικών κειμένων.
Όπως θυμίζει η Χελιδώνη, ο πνιγμός αποτελεί τον θεματικό ιστό της «Φόνισσας». Αφενός μεν, ως τρόπος θανάτωσης, καθώς συμβαίνουν πέντε συνολικά πνιγμοί, δυο βρεφών και τριών κορασίδων. Αν και τον πνιγμό μιας από τις κορασίδες δεν τον διαπράττει η Φραγκογιαννού, απλώς τον εύχεται μεγαλοφώνως. Και αφετέρου, ως τρόπος θανάτου της ίδιας. Όσο αφορά τους πνιγμούς των δυο βρεφών, ο Παπαδιαμάντης στηρίζεται στην πρακτική ιατρική της εποχής του. Ειδικά, στις Σποράδες, οι αποκαλούμενοι και κομπογιαννίτες επιβιώνουν και στα χρόνια που στην υπόλοιπη Ελλάδα έχουν αναλάβει πλήρως το ιατρικό έργο επιστήμονες. Έτσι, η Φραγκογιαννού “σκάζει” το πρώτο βρέφος. Όπου το “σκάζω”, στη δημώδη χρήση του, δεν προέρχεται από το μεσαιωνικό σκάζω, που σημαίνει χωλαίνω, αλλά από το αρχαίο σχάζω, που εδώ δηλώνει το σχίσιμο δια των δακτύλων της υαλοειδούς μεμβράνης, η οποία ενίοτε αναπτύσσεται στο φάρυγγα του βρέφους. Πρόκειται για θεραπευτική πρακτική, μόνο που η ηρωίδα του Παπαδιαμάντη δεν την εφαρμόζει προς διευκόλυνση της αναπνοής αλλά για να προκαλέσει το οριστικό σκάσιμο και σύμφωνα με το δικό της νοσηρό σκεπτικό, την οριστική ανακούφιση. Το δεύτερο βρέφος δεν το “σκάζει”, μόνο επικαλείται, όντας πρακτική γιάτρισσα, το “σκάσιμο” ως δικαιολογία των κινήσεών της, προτιμώντας, ως βολικότερη λύση, να του φράξει το στόμα.
Στην προκειμένη περίπτωση, αν θέλουμε να κάνουμε λόγο για διακειμενικότητα, αυτή αποκαθίσταται με την λαϊκή παράδοση. Δηλαδή, τις λαϊκές δοξασίες και πρακτικές, με τις οποίες μεγάλωσε ο Παπαδιαμάντης. Από αυτήν την άποψη, η “συνομιλία” της «Φόνισσας» με τη δημώδη ιατρική έχει διερευνηθεί από τον γιατρό και πεζογράφο Γεράσιμο Ρηγάτο. Η διακειμενικότητα, την οποία πρώτη επισημαίνει η Χελιδώνη, αφορά τους πνιγμούς των τριών κορασίδων και αναφέρεται σε θρησκευτικές διηγήσεις. Πιο συγκεκριμένα, η μελετήτρια συσχετίζει τις σκηνές των πνιγμών με αντίστοιχες σκηνές, που απαντώνται σε ανιστορήσεις με θέμα το θαύμα της σωτηρίας από πνιγμό.
Παραθέτει τα σχετικά αποσπάσματα από τέσσερις διηγήσεις, τις οποίες αντλεί από τη βυζαντινή γραμματεία και τη μεταγενέστερη των αγιολογικών εκδόσεων. Από αυτές, οι δυο είναι γνωστές και σε ένα ευρύτερο κοινό. Η πρώτη και παλαιότερη, από τον 5ο αιώνα μ.Χ., είναι από το «Βίος Αγίου Πορφυρίου Επισκόπου Γάζης» του Μάρκου Διακόνου. Αποτελεί ένα από τα αρχαιότερα κείμενα του κλάδου της Βυζαντινής Λογοτεχνίας που αποκαλείται Αγιολογία. Αυτή είναι και η μόνη από τις τέσσερις διηγήσεις, την οποία μπορεί ο αναγνώστης να διαβάσει αυτούσια, καθώς το βιβλίο επανεκδόθηκε, το 2003, στην εξαίρετη σειρά «Βυζαντινοί Συγγραφείς» των εκδόσεων Ζήτρος, την οποία διευθύνει ο καθηγητής Βυζαντινής Φιλολογίας Βασίλης Κατσαρός. Γνωστή, όχι όμως διαθέσιμη σε πρόσφατη έκδοση, είναι και η τέταρτη διήγηση, που ανήκει στη μεταγενέστερη παράδοση βιβλίων με θαύματα και βίους αγίων. Πρόκειται για απόσπασμα από το «Βιβλίον ωραιότατον καλούμενον Αμαρτωλών σωτηρία» του Αγαπίου Λάνδου, που εκδόθηκε το 1641. Τον λόγιο μοναχό, του οποίου οι συναξαριστικές αφηγήσεις γοήτευσαν τον Νικόδημο Αγιορείτη αλλά και τον Καβάφη, έχει παρουσιάσει ο Γιώργος Κεχαγιόγλου, στη δίτομη «Πεζογραφική Ανθολογία», που είχε εκδώσει προ δεκαετίας. Εκεί, ανθολογεί αποσπάσματα από το εν λόγω βιβλίο, που αποτέλεσε, σύμφωνα τον Κ. Θ. Δημαρά, το μπεστ σέλερ κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Ο Κεχαγιόγλου, όμως, προτιμά αποσπάσματα από άλλους βίους και θαύματα.
Στη συνέχεια, η Χελιδώνη παρουσιάζει μελέτημα του καθηγητή Κατσαρού, δημοσιευμένο το 2006, το οποίο της έδωσε την ιδέα για την συγκεκριμένη διακειμενική ανάγνωση της «Φόνισσας». Σύμφωνα με τον θεολογικό σχολιασμό, η σωτηρία από πνιγμό μέσω της θείας παρέμβασης εντάσσεται στο μυστήριο της βάπτισης. Και στις δυο περιπτώσεις, υπάρχουν δυο στάδια, το πρώτο της κατάδυσης στο νερό και το δεύτερο της ανάδυσης. Όπου, κατά έναν προχριστιανικό συμβολισμό, που εμπλουτισμένος έδωσε την χριστιανική σημειολογία, το πρώτο συμβολίζει το θάνατο και το δεύτερο την κάθαρση και την αναγέννηση. Η μελετήτρια, κατά την παράλληλη ανάγνωση αυτών των θαυματουργών διηγήσεων και της «Φόνισσας», εντοπίζει τα κοινά στοιχεία αλλά και την εκ διαμέτρου αντίθετη κατάληξη. Υποστηρίζει ότι ο Παπαδιαμάντης γνωρίζει και εκμεταλλεύεται τη συγκεκριμένη εκκλησιαστική παράδοση μέσω της ποιητικής της αντίθεσης. Στη «Φόνισσα», κατά το δεύτερο στάδιο, αντί της θεϊκής παρέμβασης, εμπλέκεται ο παραλογισμένος νους και αντί αναγέννησης υπάρχει μόνο θάνατος. Παρεμπιπτόντως, σε άλλες διηγήσεις του Λάνδου με θέμα τον πνιγμό, η θεϊκή παρέμβαση δεν είναι σωτήρια αλλά καταδικαστική, καθώς, σε εκείνες, ο Θεός εμφανίζεται ως τιμωρός των αμαρτωλών. Έτσι κι αλλιώς, κι Εκείνος την τάξη αποκαθιστά, όπως και η Φραγκογιαννού, με την δική της αρρωστημένη αντίληψη περί του σωστού. Πόσο, άραγε, διαφέρει το στρεβλό σκεπτικό της από εκείνο παλαιότερων λαών, στους οποίους αποτελούσε θεσμό η απαλλαγή από τις αδύνατες και εν γένει, χωλαίνουσες υπάρξεις, αλλά και από την ευθανασία, που προηγμένες κοινωνίες θέλουν να καταστήσουν θεσμό και η οποία υποτίθεται ότι μέριμνα για το καλό τόσο του πάσχοντα όσο και του περίγυρού του!
Μια επιπλέον απόδειξη ότι το θαύμα της σωτηρίας από πνιγμό συνδέεται στενά με το μυστήριο του βαπτίσματος δίνει η εικονογραφική παράδοση, όπου το θαύμα αποτελεί μέρος από το αφηγηματικό συμπλήρωμα της ιστόρησης της βάπτισης, όπως, για παράδειγμα, το λουτρό του βρέφους Ιησού της γνωστής παράστασης της γέννησης. Ένα χαρακτηριστικό δείγμα ενσωμάτωσης του θαύματος προσφέρει η τοιχογραφία της βάπτισης στην Παλαιά Μητρόπολη Βεροίας, την οποία παρουσιάζει διεξοδικά ο Κατσαρός στο μελέτημά του. Απορούμε μόνο για τον ισχυρισμό ότι πρόκειται για το μοναδικό σωζόμενο τεκμήριο.
Επανερχόμενη η Χελιδώνη στη «Φόνισσα», επισημαίνει ένα επιπλέον στοιχείο ταύτισης με τις θρησκευτικές διηγήσεις που παρέθεσε, το οποίο, επίσης, υπακούει στην ποιητική της αντίθεσης. Πρόκειται για τους σκηνικούς χώρους, που στήνει ο Παπαδιαμάντης. Στις αγιολογικές διηγήσεις, που προαναφέρθηκαν, περιγράφονται ναοί, ευρισκόμενοι πλησίον του τόπου του θαύματος. Αυτοί οι ναοί είναι καινούριοι, με τις τοιχογραφίες να έχουν μόλις αποκατασταθεί. Αντιθέτως, στη «Φόνισσα», το “μονύδριον”, ο Άι Γιάννης ο Κρυφός, όπου προσκυνά η Φραγκογιαννού πριν τον πνιγμό των δύο πρώτων κορασίδων, είναι ένας “ναΐσκος”, “έρημος και αλειτούργητος”. Επιπροσθέτως, “αι ολίγαι τοιχογραφίαι είχαν φθαρεί από την υγρασίαν και τα πρόσωπα των Αγίων δεν διεκρίνοντο πλέον”. Η μελετήτρια προχωρά λίγο περισσότερο τη συλλογιστική της, καθώς, από τη συγκεκριμένη περικοπή της «Φόνισσας», συμπεραίνει ότι ο Παπαδιαμάντης γνώριζε ενδελεχώς την εικονογραφία της Βάπτισης, μέχρι τις λεπτομέρειες ενός παρόμοιου μάλλον σπανίζοντος αφηγηματικού στοιχείου. Επίσης, το κάπως ιδιότυπο σκηνικό του τρίτου πνιγμού, εκείνου που οφείλεται σε ατύχημα, δηλαδή την ευρεία αυλή, με την πελώρια ξύλινη καρούτα ως Κιβωτό του Νώε και τους σταυροειδώς διατεταγμένους κλώνους της μορέας, εικάζει ότι συνιστά αναφορά στο ναό της Παναγίας των Χαλκοπρατείων της Κωνσταντινούπολης, όπου συνέβη το θαύμα της σωτηρίας στη δεύτερη αγιολογική διήγηση. Δηλαδή, ότι ο Παπαδιαμάντης στοχεύει με το συγκεκριμένο σκηνικό σε μνημόνευση του εν λόγω θεομητορικού ναού.
Ένα τελευταίο επιχείρημα της Χελιδώνη για το εμπρόθετο της διακειμενικότητας είναι το χρονικό άπλωμα της «Φόνισσας», από τα Θεοφάνεια μέχρι την Κυριακή μετά του Θωμά, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται το τρίπτυχο Γέννηση-Βάπτιση-Ανάσταση. Δηλαδή, αντιστοιχεί στο συμβολικό άνοιγμα του μυστηρίου του βαπτίσματος και δεν μπορεί να επιλέχτηκε τυχαία.
Όπως και να έχει, είτε πρόκειται για εμπρόθετη διακειμενικότητα είτε για συμπτωματική, δηλαδή “συνομιλία” των κειμένων - στο βαθμό, βεβαίως, που “συνομιλούν” - ερήμην του Παπαδιαμάντη, εμείς θα την χαρακτηρίζαμε πρωτότυπη όσο και ενδιαφέρουσα, καθώς διερευνά χώρους πέραν των συνηθισμένων, του λογοτεχνικού και του ψυχαναλυτικού. Στα των πνιγμών και του βαπτίσματος στη διηγηματογραφία του Παπαδιαμάντη θα επανέλθουμε.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Λεζάντα φωτογραφίας: «...’Ωθησε τα κοράσια με μεγάλην βίαν...» Σχέδιο από την εικονογράφηση των Απάντων Παπαδιαμάντη σε έκδοση Π. Κουτσουμπός Α.Ε., 1967. Η εικονογράφηση της έκδοσης έγινε από τον ζωγράφο-χαράκτη Παύλο Βαλασάκη, ο οποίος, από το 1960, ασχολήθηκε με επιτυχία στην εικονογράφηση βιβλίων, κυρίως παιδικών.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 9/2/2011.
1 σχόλιο:
Διαβάστε:
http://www.tanea.gr/ellada/article/?aid=4663357
Δημοσίευση σχολίου