Λίλια Διαμαντοπούλου-Χίρνερ
«Κορόνα και γράμματα.
Ένα οπτικό ποίημα
του Νεόφυτου Δούκα
προς τον βασιλέα Όθωνα»
Εκδόσεις Μ.Ι.Ε.Τ.
Φεβρουάριος 2012
Νεόφυτος Δούκας και Όθωνας
Ο Παναγιώτης Μουλλάς είχε καλή σχέση με τα βραβεία. Διδάκτωρ στο Παρίσι αναγορεύτηκε, το 1976, με διατριβή για τους πανεπιστημιακούς διαγωνισμούς, ενώ στον πανεπιστημιακό του βίο βραβεύτηκε κατ’ επανάληψη. Αυτή η καλή σχέση έμελλε να συμπληρωθεί με ένα “βραβείο εις μνήμην” του. Κάτι μάλλον ασυνήθιστο, καθώς οι καθιερωμένες τιμητικές εκδηλώσεις στη μνήμη καθηγητών περιορίζονται σε αφιερωματικούς τόμους, ημερίδες και συνέδρια. Το βραβείο δεν προέκυψε από ένα πανεπιστημιακό ίδρυμα, αλλά από το Μ.Ι.Ε.Τ., που θεσμοθέτησε, για πρώτη φορά, βραβείο, τιμώντας έναν συνεργάτη και μέλος του Δ.Σ. του. Η κοινοποίηση της απονομής του πρώτου βραβείου έγινε στις 26 Σεπ. 2011, με τη συμπλήρωση ενός έτους από το θάνατό του, στις 11 Σεπ. 2010.
Σύμφωνα με την προκήρυξη, το βραβείο είναι ετήσιο και έχει ήδη εξαγγελθεί ότι η προθεσμία υποβολής κειμένων για το επόμενο λήγει στις 31 Μαΐ. Δικαίωμα συμμετοχής έχουν μεταπτυχιακοί φοιτητές της νέας ελληνικής ή της συγκριτικής φιλολογίας, που είναι εγγεγραμμένοι σε πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών σε πανεπιστημιακή σχολή στην Ελλάδα ή το εξωτερικό. Αυτοί θα πρέπει να υποβάλλουν μελέτη με θέμα από την νεοελληνική γραμματεία, σε ολόκληρο το χρονικό της άνοιγμα, συμπεριλαμβανομένης της δημώδους μεσαιωνικής. Σε αυτοτελές ή σε συγκριτικό πλαίσιο η μελέτη, απαιτείται να είναι αδημοσίευτη, γραμμένη στα ελληνικά και η έκτασή της να κυμαίνεται μεταξύ 7000 και 8000 λέξεων. Το βραβείο συνοδεύεται από χρηματικό έπαθλο 2500 ευρώ.
Έχουν ληφθεί και μέτρα για το αδιάβλητο του διαγωνισμού. Οι μελέτες αποστέλλονται ανυπόγραφες, ενώ τα βιογραφικά των υποψηφίων αποστέλλονται σε χωριστό αρχείο του Μ.Ι.Ε.Τ.. Το μέτρο δείχνει αναγκαίο, καθώς δεν προβλέπονται περιορισμοί για τα μέλη της κριτικής επιτροπής, που μπορεί να είναι και εν ενεργεία καθηγητές από τον τομέα των νεοελληνικών σπουδών. Θα ήταν άδικο να αποκλείονται οι μεταπτυχιακοί φοιτητές τους. Βεβαίως, ένας καθηγητής γνωρίζει τα θέματα των μεταπτυχιακών φοιτητών του, που συνήθως είναι ολιγάριθμοι. Οπότε, στην περίπτωση που οι ενδιαφερόμενοι εκπονούν διατριβή με εποπτεύοντα καθηγητή έναν από τους κριτές, θα πρέπει, επιπροσθέτως, να επιλέγουν θέμα ξένο προς τη μεταπτυχιακή εργασία τους. Πάντως, η κριτική επιτροπή δεν υποχρεούται να δημοσιοποιεί το σκεπτικό αξιολόγησης. Ανακοινώνει μόνο την βραχεία λίστα υποψηφίων, από την οποία έγινε η τελική επιλογή. Κατά τα άλλα, η επιτροπή είναι πενταμελής και αντιστοίχως, η βραχεία λίστα περιλαμβάνει πέντε υποψήφιους.
Στην πρώτη κριτική επιτροπή συμμετέχουν καθηγητές από τρία πανεπιστημιακά ιδρύματα, με το οικείο στον τιμώμενο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο να εκπροσωπείται με δυο καθηγητές: την παλαιά μαθήτριά του Μαίρη Μικέ και τον Μιχάλη Χρυσανθόπουλο. Απουσιάζει το Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ εκείνο της Κρήτης εκπροσωπείται με δυο μέλη: τον στενό φίλο του Αλέξη Πολίτη και την τέως καθηγήτρια τουρκολογίας, σήμερα επίτιμο μέλος του Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών, Ελισάβετ Ζαχαριάδη. Αμφότεροι μέλη του Δ.Σ. του Μ.Ι.Ε.Τ.. Ενώ, το πέμπτο μέλος της επιτροπής, η Μαριλίζα Μητσού, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, εκπροσωπεί τις έδρες νεοελληνικών σπουδών του εξωτερικού.
Η επιλογή των μελών της επιτροπής θα ευχαριστούσε τον τιμώμενο. Ίσως, όμως, να τον απογοήτευε η επιλογή των πέντε υποψηφίων του τελικού γύρου. Μπορεί μεν να είναι αντιπροσωπευτικοί, αφού έρχονται, αν δεν σφάλλουμε, από πέντε διαφορετικά πανεπιστήμια, τρία γηγενή και δυο ξένα ευρωπαϊκά, αλλά μόνο ένας εκπροσωπεί το δικό του Πανεπιστήμιο. Πού πήγαν οι μαθητές των μαθητών του; Αλλά και γενικότερα, το γεγονός ότι οι δυο στους πέντε είναι μεταπτυχιακοί εξωτερικού δείχνει ότι είτε οι γηγενείς ολιγώρησαν είτε οι σπουδές νεοελληνικών σπουδών στην κοιτίδα τους πάσχουν. Το ενδεχόμενο μεροληψίας για να δοθεί η εικόνα ενός ευρωπαϊκού βραβείου ή και προς στήριξη των χειμαζομένων ελληνικών εδρών εξωτερικού δεν έχει θέση σε έναν εν κρυπτώ διαγωνισμό. Επίσης, η παρουσία ενός μόνο άρρενος στην τελική πεντάδα μπορεί να σημαίνει και πάλι ολιγωρία, ίσως, όμως, να αποτελεί και ένδειξη ότι το θηλυκό στοιχείο υπερτερεί στο πλήθος των επίδοξων νεοελληνιστών.
Από τον Μάνο στον Χειμωνά
Όσο για τα θέματα των πέντε προκριθέντων μελετών, συμπτωματικά δεν ανήκουν σε εκείνα που απασχόλησαν τον τιμώμενο, παρότι το ερευνητικό του ενδιαφέρον απλώθηκε στον 19ο και τον 20ο αιώνα. Εκτός, ίσως, της μελέτης της Αικ. Σχοινά, με τίτλο, «Σε αναζήτηση του άγνωστου εχθρού. Μια ανάγνωση του έργου Ο εχθρός του ποιητή του Γιώργου Χειμωνά». Τα θέματα των υπολοίπων ανήκουν σε διαφορετικές περιόδους της νεοελληνικής γραμματείας. Εκείνο της μελέτης της Δανάης Οτατζή, «Η συμβολή των Δοκιμών του Γιώργου Σεφέρη στη διαμόρφωση του λογοτεχνικού κανόνα», εκφράζει τον πανεπιστημιακό χώρο της Λυών, στον οποίο γράφτηκε, καθώς είναι γνωστή η εμμονή των Γάλλων με τους λογοτεχνικούς κανόνες. Πολλά υποσχόμενος, αλλά κάπως ασαφής, είναι ο τίτλος της μελέτης της Ειρήνης-Ιωάννας Σάμιτα, «Η “σκόνη” της μνήμης πάνω στο “ρινγκ” της Ιστορίας του Εμφυλίου. Μνήμη, τραύμα και ατομική ταυτότητα».
Τέλος, η τέταρτη μελέτη του Αλέξανδρου Κατσιγιάννη, όπως και η βραβευμένη, αναφέρεται σε συγγραφέα γεννημένο τον 18ο αιώνα, για τον οποίο λίγα γνωρίζουμε. Το 2010, στο 4ο Πανευρωπαϊκό Συνέδριο Νεοελληνικών Σπουδών, ο Κατσιγιάννης είχε παρουσιάσει τρία ποιμενικά ειδύλλια από τα χρόνια του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Στη μελέτη του επανέρχεται σε ένα από αυτά, «Τα κατά Κλεάνθη και Αβρακόμην». Για την ακρίβεια, σύμφωνα τουλάχιστον με τον τίτλο, δεν επανέρχεται στο έργο αλλά στον συγγραφέα του, τον Κωνσταντίνο Μάνο. Και καλά κάνει, γιατί το έργο ήταν δημοφιλές στην εποχή του και διασώθηκε χάρις και στις προσεγμένες πρώτες εκδόσεις του στο ξεκίνημα του 19ου αι. Σε αντίθεση με τον Μάνο, που μνημονεύεται με λήμματα μερικών αράδων, παρότι ιταλοσπούδαστος και υψηλός αξιωματούχος στις παραδουνάβιες ηγεμονίες.
Ο ελληνισμός στην κεφαλή του
Ο Νεόφυτος Δούκας, γεννημένος τον 18ο αιώνα, λίγο νωρίτερα από τον Μάνο, το 1760, αλλά γνωστός μέχρι σήμερα, είναι το θέμα της βραβευμένης μελέτης. Αυτός δεν καταγόταν από φαναριώτικη οικογένεια αριστοκρατών άλλα από φτωχή ηπειρώτικη, γι’ αυτό και περιβλήθηκε δωδεκαετής το μοναχικό σχήμα. Σήμερα θα χαρακτηριζόταν αυτοδημιούργητος. Κατόρθωσε να μάθει γράμματα πρώτα στα Ιωάννινα, μετά στο Μέτσοβο και αργότερα, στην Αυθεντική Σχολή του Βουκουρεστίου, μαθητής του Λάμπρου Φωτιάδη. Η μελέτη, ωστόσο, δεν τον καλοσυσταίνει. Ήδη, στις πρώτες αράδες, αναφέρεται ότι είναι γνωστός χάρις “στις αρχαϊστικές και συντηρητικές γλωσσικές απόψεις του”. Πράγματι, στάθηκε ο σημαντικότερος αντίπαλος του Κοραή, υπέρμαχος της αρχαίας ελληνικής. Ωστόσο, ο αρχαϊσμός του δεν εκδηλώνει συντηρητικό πνεύμα. Κατά την εκτίμηση του Κ.Θ.Δημαρά, εκφράζει το κλασικίστικο πνεύμα, που επικράτησε μετά την Γαλλική Επανάσταση. Γι’ αυτό, άλλωστε, πολεμήθηκε και από τους εκκλησιαστικούς κύκλους.
Ο Δούκας δεν έγραψε ένα μόνο βιβλίο όπως ο Μάνος, αλλά πολυάριθμα διδακτικού χαρακτήρα. Εξέδωσε Όμηρο, Θουκυδίδη, Θεόκριτο, Πίνδαρο, όπως επίσης τους Τραγικούς και πλείστους άλλους. Στη μελέτη αναφέρεται ότι σε Λόγο του εντοπίζονται δάνεια παραθέματα χωρίς παραπομπή και εικάζεται ότι στολιζόταν, “όπως ο αισώπειος κόρακας, με ξένα φτερά”. Η παρατήρηση δείχνει παράταιρη με την εικόνα που παραδίδεται για την λογιοσύνη του. Προτιμούμε τη θαυμαστική διατύπωση του Δημήτρη Βερναρδάκη: “Ο Δούκας έγραφε και ανεγίγνωσκεν αρχαία ελληνικά χωρίς να έχη κανέν ξένο βοήθημα ως αδαής ξένων γλωσσών. Ο ελληνισμός υπήρχεν ολόκληρος εν τη κεφαλή του.”
Οι ελληνογερμανικές σχέσεις
Το Μ.Ι.Ε.Τ. είχε την καλή ιδέα να εκδώσει τη βραβευμένη αυτή μελέτη στη μορφή των χριστουγεννιάτικων φυλλαδίων του, δίνοντας, μάλιστα, περισσότερες σελίδες. Αν και πιστεύουμε πως θα χρειάζονταν ακόμη περισσότερες, για να μπορέσει να διαβαστεί από ένα ευρύτερο κοινό. Γέννημα θρέμμα του Μονάχου η Λίλια Διαμαντοπούλου-Χίρνερ, έχει ένα κοινό σημείο με τον “φιλόπατριν εις άκρον” Δούκα. Αγαπάει την αρχαία ελληνική γραμματεία. Τουλάχιστον αυτό δείχνει ο τίτλος της διατριβής που εκπονεί, «Η οπτική ποίηση στον ελληνικό χώρο από την Αρχαιότητα έως τον 21ο αιώνα». Είναι τόσο ευρύ το θέμα της οπτικής ή και σχηματικής ποίησης, που θα μπορούσε να περιοριστεί στον 20ο αιώνα και να μην συμπεριλάβει τα τεχνοπαίγνια των παλαιότερων.
Την Διαμαντοπούλου την συναντήσαμε για πρώτη φορά προ τετραετίας, διαβάζοντας ένα πρώτο απότοκο της διατριβής της, το μελέτημα «Παραδείγματα σχηματικής ποίησης στις νεοελληνικές μετρικές και στιχουργικές του Χαρίσιου Μεγδάνη (1819) και του Παναγιώτη Γριτσάνη (1891)». Η δεύτερη φορά ήταν πέρυσι τον Μάϊο, στη γερμανική εφημερίδα «Zeit». Με αφορμή τις δοκιμαζόμενες ελληνογερμανικές σχέσεις, είχε μεταφράσει ένα οπτικό ποίημα του Ντίνου Σιώτη από τη συλλογή του «Μουσείο Αέρος», σώζοντας τον πυραμιδοειδή χαρακτήρα του. Τρίτωσε, τώρα, με τη βραβευμένη μελέτη της, όπου και πάλι οι ελληνογερμανικές σχέσεις φαίνεται να συνέβαλαν στην επιλογή του θέματος. Ειδάλλως, γιατί να μην προτιμήσει κάτι πιο εντυπωσιακό από το οπτικό ποίημα του Δούκα. Για παράδειγμα, κάποιο τεχνοπαίγνιο από την «Παλατινή Ανθολογία» ή ένα από τα εικονιστικά ποιήματα των βυζαντινών στιχουργών.
Σύμφωνα και με τον τίτλο της μελέτης, των “γραμμάτων”, που εκπροσωπεί ο Δούκας, προτάσσεται η “κορώνα”, δηλαδή ο Όθωνας. Όπως σε ένα συμβολικό πεδίο προτάσσεται η Βαυαρία της Ελλάδας, όπου η δεύτερη υποτίθεται ότι προσδοκά οφέλη από την πρώτη. Εξ ου και το ερώτημα που διατυπώνεται, για το ποιες μπορεί να ήταν οι προσδοκίες του Δούκα, όταν συνέθετε ένα ποιητικό εγκώμιο για τον Όθωνα. Μάλιστα, παραλληλίζεται το εγκώμιό του με εκείνο του Αλέξανδρου Σούτσου. Μόνο που ο Δούκας δεν ήταν ένας τριαντάχρονος. Ούτε τις φιλοδοξίες του Σούτσου είχε, αλλά ούτε τους οραματισμούς για μια ευνομούμενη, δίκαιη και προοδευτική πολιτεία ενός άλλου νέου ποιητή, που και εκείνος έπλεξε εγκώμιο για τον Βασιλέα, του Γεωργίου Τερτσέτη. Ο Δούκας δεν ήταν ποιητής ούτε εζήλωσε να γίνει. Το εγκώμιο του Όθωνα το συνέθεσε ως συνοδευτικό Λόγου, που εκφώνησε κατά την επίσκεψη του Βασιλέως στο Ορφανοτροφείο της Αίγινας, ως διευθυντής του. Να σημειώσουμε ότι σε αυτό δεν ζητάει την εύνοια του νεαρού Βασιλέα αλλά, αντιθέτως, προβαίνει σε νουθεσίες.
Το ποίημα χρονολογείται από τον Δούκα στις 15 Μαΐου 1833. Η μελετήτρια δείχνει ότι η ημερομηνία συμπίπτει με την επίσκεψη του Όθωνα στην Αίγινα. Δημιουργεί, όμως, κάποια σύγχυση με την ανάμιξη ιουλιανού και γρηγοριανού ημερολογίου. Δεδομένου ότι προτιμά να αναζητήσει την ημερομηνία της επίσκεψης στις γερμανικές εφημερίδες, τη δίνει στο γρηγοριανό. Ενώ, η χρονολογία του Δούκα είναι στο ιουλιανό. Στη συνέχεια, αναφερόμενη στην αποβίβαση του Όθωνα στο Ναύπλιο και τον εορτασμό των γενεθλίων του, δεν προσδιορίζει ότι χρησιμοποιεί το γρηγοριανό. Παρεμβάλλει, ωστόσο, μια δεύτερη ημερομηνία ποιήματος, εκείνη του εγκωμίου του Σούτσου, που είναι και πάλι στο ιουλιανό. Τη σύγχυση επιτείνει ένα παρατύπωμα. Ο Βασιλέας αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο στις 25 Ιαν./6 Φεβρ. Ο αδελφός του Μαξιμιλιανός, με τον οποίο ξεκίνησε το ταξίδι, που είχε ως κατάληξη την επίσκεψη στην Αίγινα, ήρθε τον Μάϊο και όχι “ένα μήνα περίπου μετά την άφιξη του Όθωνα στο Ναύπλιο”, όπως αναφέρεται.
Ο Δούκας ακολουθεί τη παράδοση των Βυζαντινών και κατ’ επέκταση, των Φαναριωτών. Συνοδεύει τον Λόγο του με ένα εγκώμιο, το οποίο δημοσιεύει χωριστά στη σελίδα τίτλου των σοφόκλειων τραγωδιών, που εξέδωσε τον επόμενο χρόνο. Δεν του έδωσε περίτεχνη μορφή. Ούτε πληγωμένο περιστέρι ούτε φελούκες στο Νείλο “καλλιγράφησε” όπως, για παράδειγμα, ο Απολλιναίρ ή ο Σεφέρης. Έναν ρόμβο σχηματίζουν οι στίχοι του, γραμμένοι στην αρχαΐζουσα. Γι’ αυτό και θα ήταν αναγκαίες, πέραν της φωτοτυπικής αναπαραγωγής, μεταγραφή και μετάφρασή. Η σημασία ορισμένων μεμονωμένων λέξεων, που παραθέτει η μελετήτρια, δεν καλύπτει τις ανάγκες του σημερινού αναγνωστικού κοινού. Επίσης, ήταν απαραίτητη η δημοσίευση του Λόγου, καθώς η μελετήτρια παραπέμπει σε αυτόν κατά την ανάπτυξη του σκεπτικού της.
Η Διαμαντοπούλου συγκρίνει το ποίημα του Δούκα με άλλα εγκώμια, τοποθετώντας το στο πλαίσιο της οπτικής ποίησης. Πρόκειται για μια διεξοδική κειμενική ανάλυση. Ωστόσο, οι συμβολισμοί που αναζητούνται στις προεκτάσεις της ερμηνείας φαίνονται σαν βεβιασμένοι. Πιθανώς, αυτό να οφείλεται στην ελλιπή εικόνα που έχει σχηματίσει για τον Δούκα, παραβλέποντας τις ιδεολογικές αρχές και το ήθος του. Ο τρόπος που εκείνος υποδέχτηκε τον Όθωνα δείχνει προσκόλληση στο τυπικό. Γιατί η στάση του να ερμηνευθεί “ως στάση αβεβαιότητας απέναντι στη νέα πολιτική κατάσταση, δηλαδή τη μοναρχία”; Εκείνη την εποχή, ο Δούκας ήταν αυτάρκης και ολόψυχα δοσμένος στο έργο του. Έστω και αργά, όταν πλέον “το γήρας επικαλείται το πορθμείο του Χάρωνος”, όπως ο ίδιος γράφει, είχε βρει στο πρόσωπο του Ανδρέα Κορομηλά τον τόσο απαραίτητο για τις εκπαιδευτικές εκδόσεις που σχεδίαζε τυπογράφο. Και όταν η Αντιβασιλεία μετέφερε το Ορφανοτροφείο από την Αίγινα στο Ναύπλιο, εκείνος δεν το ακολούθησε αλλά παρέμεινε στην Αίγινα, διδάσκοντας αμισθί.
Τώρα, κατά πόσο το ρομβοειδές σχήμα του ποιήματος παραπέμπει στο έμβλημα του οίκου της Βαυαρίας ή στο ιερατικό επιγονάτιο ή και σε αμφότερα και κατ’ επέκταση, στις ελληνογερμανικές σχέσεις, όπως υποστηρίζει η μελετήτρια, μένει ζητούμενο. Το θετικό, πάντως, είναι ότι η μελέτη επαναφέρει στην επιφάνεια ξεχασμένα πρόσωπα και θέματα των πρώτων μετεπαναστατικών χρόνων.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 24/3/2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου