Δημήτρης Δ. Αρβανιτάκης
«Απολογία της αυτοκτονίας.
Ένα αφελές κείμενο
του Ανδρέα Κάλβου»
Έκδοση:
Βιβλιοθήκη Μουσείου Μπενάκη
Ιανουάριος 2012
Κατά φαντασία πορτραίτο
του Ανδρέα Κάλβου
από τον Οδυσσέα Ελύτη.
Με το τέλος του μηνός Μαρτίου, συμπληρώθηκαν μετά βεβαιότητας 220 χρόνια από τη γέννηση του Ανδρέα Κάλβου. Γράφουμε μετά βεβαιότητας, γιατί το μόνο σίγουρο είναι ο μήνας. Γεννήθηκε Μάρτιο 1792. Προσώρας, η ακριβής ημερομηνία λανθάνει. Προσώρας, γιατί δεν αποκλείεται, αύριο μεθαύριο, κάποιος ερευνητής να εντοπίσει την ημέρα, ακόμη κι αν ήταν ξημέρωμα, μεσημέρι ή τις προμεσονύκτιες ώρες, όταν η Αντριανούλα Ρουκάνη- Κάλβου έφερε στον κόσμο το πρώτο της παιδί. Η ημερομηνία γέννησης του ποιητή είναι μια πρώτη από τις πολλές ελλείπουσες ψηφίδες στο παζλ του Κάλβου. Το μυστήριο που θάλλει γύρω από το πρόσωπό του φαίνεται να ελκύει περισσότερο και από τον ίδιο τον ποιητή Κάλβο. Ένα μυστήριο, που είναι συσχετισμένο και με “τον άλλο Κάλβο”, όπως έχει αποκαλέσει ο βιβλιογράφος του, Γιώργος Ανδρειωμένος, τον, πέραν του ποιητή, πολυμερή συγγραφέα Κάλβο.
Αυτός “ο άλλος Κάλβος” ενδιαφέρει και τον Δημήτρη Αρβανιτάκη, θεωρώντας τον απαραίτητο για την καλύτερη κατανόηση του ποιητή. Γι’ αυτό και επικεντρώνει την έρευνά του σε μια πρώιμη χρονική περίοδο. Εκείνη του νεαρού Ζακύνθιου, που φθάνει δεκαετής στην Ιταλία και εκεί εκκολάπτεται ως δραματουργός και ποιητής της ιταλικής γλώσσας. Αλλά και την λίγο μεταγενέστερη, του εικοσιτετράχρονου Κάλβου, του μόλις αφιχθέντος στο Λονδίνο γραμματέα του Ούγο Φώσκολο, που συγχρωτίζεται με τους εκεί ιταλούς εξόριστους. Ο Αρβανιτάκης έχει εκδώσει, μέσα σε ενάμισι χρόνο, δυο πολυσέλιδες μονογραφίες. Αμφότερες αφορούν ιταλικά κείμενα του Κάλβου και έχουν ως στόχο να φωτίσουν τους τρόπους που διαμορφώθηκε πνευματικά ο μετέπειτα θεωρούμενος ως εθνικός ποιητής, με την έμφαση να δίνεται στο χρόνο και τους χώρους που αυτή η διάπλαση έλαβε χώρα.
Η πρώτη έρευνα αφορούσε πιθανολογούμενες συνεργασίες του Κάλβου στο ιταλικό περιοδικό, «L’ Ape italiana a Londra», που κυκλοφόρησε στο Λονδίνο το 1819. Εκείνο που κέντρισε τον Αρβανιτάκη ήταν η αδυναμία των μελετητών να εντοπίσουν το περιοδικό αλλά και να συγκεντρώσουν στοιχεία για τον εκδότη του, του οποίου γνώριζαν μόνο το όνομα. Τελικά, εντόπισε το περιοδικό και κατήρτισε το βιογραφικό όχι μόνο του εκδότη αλλά και εκείνα των συνεργατών του περιοδικού, ωστόσο η έρευνα στάθηκε άγονη. Ο Κάλβος δεν συνεργάστηκε σε κανένα από τα δώδεκα τεύχη του περιοδικού, που εκδόθηκαν από 15 Απριλίου μέχρι 30 Σεπτεμβρίου 1819. Κι όμως, παρά την πρώτη εντύπωση, που δημιουργεί το αρνητικό αποτέλεσμα, ο τόσος κόπος δεν πήγε χαμένος. Δεν ήταν “για ένα πουκάμισο αδειανό”. Μέσω της παρουσίασης του περιοδικού, ο μελετητής συμπληρώνει ψηφίδες για τα τρεισήμισι χρόνια της πρώτης διαμονής του Κάλβου στο Λονδίνο και παράλληλα, συλλογάται τις τύχες των ποιητών και την εποχή τους, φιλοσοφώντας για τις πατρίδες, χαμένες, εθνικές, με ή και χωρίς σύνορα.
Στο δεύτερο βιβλίο, ο Αρβανιτάκης φαίνεται σαν να δηλώνει εκ προοιμίου, με τον υπότιτλο που επιλέγει, ότι καταπιάστηκε για δεύτερη φορά με “ένα πουκάμισο αδειανό”. Μπορεί, βεβαίως, στην πορεία να προκύπτει ότι ο χαρακτηρισμός “αφελές” για το κείμενο του Ανδρέα Κάλβου, που φέρεται με τον ελληνικό τίτλο «Απολογία της αυτοκτονίας», ανήκει σε άλλους και ότι αυτός συγκεντρώνει επιχειρήματα προς κατάρριψή του, ωστόσο το γεγονός ότι τον παραθέτει στον υπότιτλο χωρίς ανωφερή εισαγωγικά προς δήλωση ότι πρόκειται για δάνειο, δημιουργεί την εντύπωση ότι τον υιοθετεί ως άμυνα ή ίσως, και για να προκαλέσει το αναγνωστικό ενδιαφέρον. Όπως και να έχει, το εν λόγω κείμενο, το οποίο παλαιότερα χαρακτηρίστηκε ως ανάξιο λόγου, τα τελευταία χρόνια φαίνεται πως επανεκτιμάται. Για παράδειγμα, το 2009, στο αφιέρωμα του περιοδικού, «Επτανησιακά Φύλλα», για τα «140 χρόνια από τον θάνατο του ποιητή των Ωδών», το σχολιάζει ο νεότερος ζακύνθιος ποιητής Ζαχαρίας Στουφής. Ένα χρόνο αργότερα, η Αγγελική Γιώτη, στο περιοδικό «Κονδυλοφόρος» (όχι «Μαντατοφόρος», όπως εκ παραδρομής αναγράφεται στη μελέτη), εξετάζοντας την πρόσληψη του Κάλβου από τη γενιά του ’30, διακρίνει τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τον Κάλβο ο υπερρεαλιστής ποιητής Νικόλας Κάλας, αναφερόμενη και στο συγκεκριμένο περί αυτοκτονίας κείμενο του Κάλβου.
Αυτά τα δημοσιεύματα, καθώς και άλλες αναφορές, δημιουργούν την εντύπωση ότι τόσο ο τίτλος του κειμένου όσο και η πατρότητά του είναι δεδομένα. Εικόνα που ανατρέπει η ιστορία του χειρογράφου, όπως την παραθέτει στο πρώτο κεφάλαιο ο Αρβανιτάκης. Εκεί δείχνει, με τον διεξοδικό και γλαφυρό αφηγηματικό του τρόπο, ότι πρόκειται για “ένα αινιγματικό χειρόγραφο, που χάθηκε”. Αινιγματικό, αφού ούτε τίτλος ούτε υπογραφή υπάρχουν και ο ιταλός μελετητής τού Ούγο Φώσκολο, που το πρωτοδημοσίευσε το 1916, παραλείπει να διαβεβαιώσει ότι ο γραφικός χαρακτήρας είναι του Κάλβου, όπως κάνει για το δεύτερο κείμενο που παρουσιάζει στην ίδια δημοσίευση. Επίσης, σήμερα πλέον, θεωρείται χαμένο, αφού η βιβλιοθήκη του Λιβόρνο, στην οποία δόθηκαν τα καλβικά χειρόγραφα βομβαρδίστηκε στον πόλεμο και ο φάκελος εξαφανίστηκε. Οι δυο έλληνες μελετητές του Κάλβου, που είδαν το χειρόγραφο, ο Γέωργιος Ζώρας, που το μετέφρασε και το δημοσίευσε για πρώτη φορά στα ελληνικά το 1937, και ο Νικόλαος Τωμαδάκης, δείχνουν να υπεκφεύγουν ή και να αυθαιρετούν κατά την παρουσίασή του ως κείμενο αυταπόδεικτα του Κάλβου, που φέρει τον συγκεκριμένο τίτλο. Τουλάχιστον αυτήν την εντύπωση δημιουργεί ο σχολιασμός του Αρβανιτάκη για τα δημοσιεύματά τους. Εκείνο, όμως, το στοιχείο, που καθιστά πράγματι αινιγματικό το χειρόγραφο, είναι η πληροφορία ότι έφερε την επικεφαλίδα, «Στον Α. Κάλβο», και ότι ο τίτλος που επικράτησε δόθηκε από τους μελετητές ως επιγραμματική περίληψη του περιεχομένου του. Παραδόξως, αυτή η επικεφαλίδα, που έχει τη μορφή αφιέρωσης του κειμένου στον Κάλβο, δεν οδήγησε στην εικασία ότι πρόκειται για κείμενο φίλου, που δόθηκε στον Κάλβο ή που του εστάλη, πιθανώς ως συνοδευτικό επιστολής, αφού, μάλιστα, στον φάκελο με τα δυο κείμενα υπήρχαν και επιστολές προς αυτόν. Αντ’ αυτού, ο Τωμαδάκης θεώρησε ότι η αφιερωματική φράση γράφτηκε από τον Κάλβο και την ερμήνευσε ως ισοδύναμη της έκφρασης «Εις εαυτόν». Κατά το σκεπτικό του, με αυτήν την επικεφαλίδα ο συγγραφέας στοχεύει στη δημιουργία απόστασης από το κείμενό του. Υπόθεση, που θα είχε κάποια αληθοφάνεια, αν τουλάχιστον παρετίθετο ακέραιο το ονοματεπώνυμο και όχι το αρχικό του μικρού ονόματος.
Σε αυτό το σημείο, πάντως, αφού ο Αρβανιτάκης ανακινεί το θέμα του χειρογράφου, θα αναμενόταν μια έστω και επί τροχάδην αναζήτηση πιθανών συγγραφέων του ανάμεσα στους αποστολείς των επιστολών του φακέλου ή και ανάμεσα στους άλλους αλληλογράφους του Κάλβου και τα πρόσωπα του στενότερου περιβάλλοντός του. Προς μεγάλη απογοήτευση του αναγνώστη, του οποίου έχει υποδαυλίσει την περιέργεια, παρακάμπτει την περαιτέρω εξέταση και περνά στο χρόνο γραφής του κειμένου και κατ’ επέκταση, στον τόπο γραφής του. Στην πρώτη ελληνική δημοσίευσή του, ο Ζώρας γράφει: «Δεν γνωρίζομε επίσης την ακριβή χρονολογίαν της συγγραφής. Το πρωτότυπο δεν παρέχει ουδεμίαν σχετική πληροφορία. Πάντως εγράφη προ της αναχωρήσεως του Κάλβου εξ Ιταλίας, ήτοι προ του 1818.» Ο Αρβανιτάκης δέχεται αυτήν την υπόθεση, διορθώνοντας μόνο ως τυπογραφικό λάθος το έτος και τοποθετώντας το πριν από το 1816. Υποθέτουμε ότι εννοεί πριν από τις 27 Μαΐου 1816, όταν ο Κάλβος αναχώρησε από το Μιλάνο για την Γενεύη. Ενώ, απορρίπτει την υπόθεση του Τωμαδάκη, ότι γράφτηκε τον χειμώνα 1820-1821, που ο Κάλβος είχε επιστρέψει στην Ιταλία. Κι αυτό, γιατί η εκτίμηση του Τωμαδάκη ότι το κείμενο πρέπει να γράφτηκε προ της Ελληνικής Επαναστάσεως, καθώς “ο ποιητής το 1821 βρήκε τον σκοπό της ζωής του στρεβλώνει το νόημα του κειμένου”. Ακριβώς, η απόδειξη αυτής της στρέβλωσης συνιστά την πεμπτουσία της δικής του μελέτης, που εντάσσει το κείμενο στη μεγάλη ευρωπαϊκή συζήτηση περί αυτοκτονίας και στο κλίμα της αφυπνιζόμενης Ιταλίας κατά τη ναπολεόντεια εποχή. Αν και έχουμε την εντύπωση ότι αυτή η ιστορική αναδρομή είναι εκτενέστερη από όσο θα χρειαζόταν. Δεδομένου, μάλιστα, ότι για την συνολική ευρωπαϊκή εικόνα υπάρχουν οι μονογραφίες του Ζωρζ Μινουά, «Ιστορία της αυτοκτονίας» του 1995 και «Η αθεΐα στον Δυτικό κόσμο» του 1998. Και οι δυο έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά, η πρώτη, της οποίας η παραπομπή έχει παραπέσει, το 2006 από τις εκδόσεις Πολύτροπον.
Όσο αφορά τη χρονολόγηση του χειρογράφου, θα αναμενόταν να ληφθεί υπόψη και ένα άλλο terminus ante quem. Το κείμενο θα πρέπει να γράφτηκε πριν από τη μύηση του Κάλβου στην επαναστατική αδελφότητα των Καρμπoνάρων. Στην περσινή μελέτη της, η Αθηνά Γεωργαντά τοποθετεί την στράτευσή του στην περίοδο της παραμονής του στο Λονδίνο, δηλαδή από τις 11 Σεπτεμβρίου 1816 και μέχρι, το αργότερο, το 1819, όταν συγγράφει την λανθάνουσα μέχρι το 2003 ωδή «Ελπίς πατρίδος». Ο Αρβανιτάκης δεν αναφέρει τη συγκεκριμένη μελέτη, ούτε τον απασχολεί ο Καρμπονάρος Κάλβος. Μόνο στο εισαγωγικό μέρος, μνημονεύοντας “μικρές και μεγαλύτερες ψηφίδες για τον μη ελληνικό κόσμο του Κάλβου”, που προστέθηκαν “από τη δεκαετία του 1930 και μετά”, αναφέρει και “την ανακάλυψη από τον Κ. Πορφύρη της συμμετοχής του στο κίνημα των Καρμπονάρων της Τοσκάνης(1820-1821)”. Οπότε, θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι θεωρεί την ένταξη στον καρμποναρισμό ή και γενικότερα σε μια ριζοσπαστική οργάνωση αδιάφορη σε μια συζήτηση γύρω από την “κλασική” αυτοκτονία, όπως αποκαλείται η αυτοκτονία για την πατρίδα. Όπως και να έχει, το κείμενο της απολογίας δύσκολα αποδίδεται σε έναν Καρμπονάρο. Πέραν αυτού, από τον Κάλβο, που είναι μεν ιταλοθρεμμένος αλλά στρέφεται συνεχώς προς την αρχαία Ελλάδα, σε ένα λόγο υπερασπιστικό της αυτοκτονίας πιο δόκιμο θα ήταν να μνημονεύει ως κορυφαίο παράδειγμα εκείνη του ομηρικού Αίαντα και όχι του Κάτωνα.
Παρατηρούμε, πάντως, ότι οι δυο πρόσφατες μελέτες, της Γεωργαντά και του Αρβανιτάκη, συνομιλούν ακόμη και εις πείσμα των συγγραφέων τους. Και στις δυο σχολιάζεται η αντιμετώπιση του θανάτου από τον Κάλβο, ξεκινώντας από την ποίηση του Φώσκολο και καταλήγοντας στην ωδή «Εις θάνατον». Ο Αρβανιτάκης επιμένει περισσότερο στο “μυθιστόρημα-ορόσημο” του Φώσκολο, «Τελευταίες επιστολές του Γιάκοπο Όρτις», μεταφράζοντας και παραθέτοντας σε παράρτημα επιστολή του Φώσκολο στον φίλο του Γιάκομπ Σάλομον Μπαρτόλντυ για τα στάδια της σύνθεσης. Ενώ, δεν αναφέρει τον Καρμπονάρο Φώσκολο ούτε ερμηνεύει την ωδή «Εις θάνατον» με τους συμβολισμούς του καρμποναρισμού, όπως κάνει η Γεωργαντά. Αντ’ αυτού, προτείνει μια βήμα προς βήμα παρακολούθηση “της οικοδόμησης του ποιητή-πολίτη”. Οι δυο μελετητές φαίνεται να συμφωνούν ότι υπήρξε μια μακριά περίοδος μύησης και να απορρίπτουν την άποψη της “στιγμιαίας, λόγω της εθνικής επανάστασης, έκλαμψης”.
Ένα σημαντικό κεφάλαιο της πρόσφατης μελέτης του Αρβανιτάκη, που παρατίθεται ως εισαγωγικό στην ερμηνεία της «Απολογίας της αυτοκτονίας», αφορά τον αντίκτυπο που είχε το κείμενο στη γενιά του μεσοπολέμου. Η δημοσίευση της μετάφρασής του έγινε την 1η Οκτωβρίου 1937, λίγες μέρες μετά την αυτοκτονία του Ιωάννη Συκουτρή, στις 22 Σεπτεμβρίου. Δεν φαίνεται να πρόκειται για σύμπτωση, δεδομένου ότι το κείμενο του Ζώρα προτάσσεται στο τεύχος, ενώ στη ρουμπρίκα «Το δεκαπενθήμερον» δημοσιεύεται νεκρολογία του Ν. Ι. Λούβαρη για τον Συκουτρή. Διόλου απίθανο, χωρίς την αυτοκτονία Συκουτρή, να αργούσε η δημοσίευση, καθώς ο Ζώρας, στο προλογικό του σημείωμα, σπεύδει να παρατηρήσει ότι “δεν παρουσιάζει μέγα ενδιαφέρον, ούτε τα επιχειρήματα είναι πολύ σπουδαία, τόσον από θεολογικής όσον και από κοινωνικής απόψεως· ακόμη δε μικροτέρα είναι η σημασία του έργου από λογοτεχνικής απόψεως”. Πάντως, η συζήτηση γύρω από το κείμενο άργησε να ξεκινήσει. Ο Αρβανιτάκης σχολιάζει σε χρονολογική σειρά τα δημοσιεύματα, σταθμίζοντας τις αποχρώσεις μιας γενικότερα απορριπτικής στάσης, καθώς το κείμενο της απολογίας δεν συμφωνούσε με τη θεμελιωμένη άποψη του πολιτικού ποιητή Κάλβου. Οι μόνοι, που υπερασπίζονταν μια διαφορετική εικόνα του Κάλβου, ήταν ο νέος αισθητικός Δημήτρης Καπετανάκης και ο Κάλας. Μόνο που και οι δύο είχαν μορφώσει αυτήν την εικόνα πριν διαβάσουν το κείμενο της απολογίας. Η Γιώτη αναφέρει κάποιες σημειώσεις, που ο Κάλας άρχισε να κρατά, το πιθανότερο μετά την ανάγνωση, με την οπτική μιας μελέτης περί Κάλβου. Ούτε εκείνη ούτε ο Αρβανιτάκης παρουσιάζουν αυτές τις σημειώσεις, παρότι δίνουν ιδιαίτερο βάρος στις απόψεις του υπερρεαλιστή ποιητή. Εκτός κι αν αμφότεροι ετοιμάζουν δημοσιεύσεις. Οψόμεθα. Όπως και να έχει, με το ρηξικέλευθο βιβλίο του συντοπίτη του Κάλβου, ο εορτασμός του επετειακού 2012 μόλις που ξεκίνησε.
Μ.Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 8/4/2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου