«Συγκεχυμένες αγάπες»
Εκδόσεις Γαβριήλδης
Νοέμβριος 2011
Έργο του ζωγράφου Κώστα Ντιός,
που κοσμεί το εξώφυλλο της συλλογής.
Με την συνεχή απίσχνανση ή και απλοποίηση της ελληνικής, που, από μια νεοτερίζουσα οπτική χαρακτηρίζεται ως απολέπιση από ένα παλαιότερο γλωσσικό υλικό προς εκσυγχρονισμό, τα διηγήματα του Βασίλη Καραγιάννη μπορεί και να απομακρύνουν το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Κάτι οι άγνωστες λέξεις, κάτι η ποικιλία των εκφραστικών τρόπων, κάτι οι ειρωνικές αποχρώσεις, που υποσκάπτουν το όποιο στέρεο έδαφος μυθοπλασίας, πιστεύουμε ότι δυσκολεύουν ένα μέσο σημερινό αναγνώστη. Άλλωστε και η ανάγνωση μια συνήθεια είναι, την οποία διαμορφώνει η κάθε εποχή με τους δικούς της μέσους όρους αναγνωσμάτων. Τα χαρακτηριστικά, όμως, που αποκλείουν τους πολλούς, ελκύουν την αναγνωστική μειονότητα. Όσους, δηλαδή, διαθέτουν κάποια λεκτική επάρκεια και αρέσκονται στη σκωπτική θεώρηση των πραγμάτων. Αυτήν τη μερίδα αναγνωστών την έχει κερδίσει ο Καραγιάννης και μόνο με τους τίτλους των νέων διηγημάτων του, έτσι όπως δείχνουν εκ προοιμίου τον ασυνήθη και ιδιότυπο χαρακτήρα της έμπνευσης.
Η πρόσφατη συλλογή περιλαμβάνει επτά διηγήματα συν μια “ημινουβέλα”, σύμφωνα με τους ειδολογικούς χαρακτηρισμούς του συγγραφέα. Το εκτενές πεζό, με τίτλο «Τα 6,6 της σκηνοπηγίας», παρουσιάζει τα του σεισμού 6,6 Ρίχτερ, που έπληξε την περιοχή της Κοζάνης στις 13 Μαΐου 1995. Αφηγηματικά διαφορετικό και θεματικά εστιασμένο, διαφοροποιείται από το υπόλοιπο βιβλίο και αυτονομείται. Αντιθέτως, τα επτά διηγήματα δεν έχουν έναν συγκεκριμένο μύθο, δηλαδή μια σαφώς διαγεγραμμένη υπόθεση, που να συνοψίζεται και να προσφέρεται για αναδιήγηση. Διακρίνεται, ωστόσο, σε όλα ένας αρχικός θεματικός πυρήνας, ενώ, καθώς προχωρά η αφήγηση, αποκαλύπτονται και άλλοι δευτερεύοντες. Αυτοί φαίνεται σαν να αναδύονται από τις συνειρμικές παρεκβάσεις του αφηγητή, οι οποίες και αποτελούν χαρακτηριστικό του τρόπου που διηγείται. Οι αφηγήσεις δεν έχουν επικαιρικό χαρακτήρα, ούτε όταν περιγράφουν συγκεκριμένα περιστατικά. Είναι προφανές ότι περισσότερο απασχολεί γενικότερα η ανθρώπινη φύση, που ανάλογα με τις περιστάσεις δείχνει διαφορετικές πλευρές της. Ο αφηγητής περιγράφει, τις περισσότερες φορές, χωρίς να συμμετέχει αλλά και χωρίς να μένει ουδέτερος. Τα σχόλιά του δεν έχουν χαρακτήρα επεξήγησης ούτε κριτικής. Έτσι όπως ανατρέχει σε παλαιότερες εποχές, διαφαίνεται μια φιλοσοφίζουσα διάθεση, που καθόλου δεν επιβαρύνει την αφήγηση. Το μυστικό της αλαφράδας της είναι οι διακυμάνσεις της ειρωνείας που καλλιεργεί. Σε άλλά σημεία, παραμένει διακριτική, σχεδόν κρυμμένη μέσα σε απανωτές στρώσεις νοσταλγικής διάθεσης και άλλού προβάλλει σε πρώτο πλάνο, κάποτε καταφανώς περιπαικτική.
Σύμφωνα και με τους αισώπειους μύθους, τα ανθρώπινα κατά Καραγιάννη μπορούν να αναδειχθούν και με ιστορίες, που έχουν ήρωες ζώα. Ένα από τα διασκεδαστικότερα διηγήματα της συλλογής στρέφεται γύρω από τα συνουσιαστικά ήθη, παλαιότερα και νεότερα, εστιάζοντας στα αντίστοιχα των αιγών. Ήδη, ο τίτλος του διηγήματος, «Τράγου απόδραση», που στην καθομιλουμένη θα αποδιδόταν «Ο τράγος το ’σκασε», δηλώνει, τουλάχιστον για τους κινηματογραφόφιλους, τον ανθρωπομορφισμό, καθόσον είναι εμπνευσμένος από τη δημοφιλή ταινία, «Η νύφη το ’σκασε». Κατά τον υπέρτιτλο, το διήγημα έχει τη μορφή “ποιμενικού ερωτικού δράγματος”. Προσοχή εδώ στο λογοπαίγνιο: ο υπέρτιτλος παραπέμπει μεν ηχητικά στο βουκολικό δράμα, διακριτικά, όμως, κάνει λόγο για δράγμα, τουτέστιν πρόχειρο σχεδίασμα. Όπως και να έχει, η ιστορία ξεκινά με το δανεισμό από τον γείτονα του τράγου και την μεταγωγή του στον στάβλο, όπου βρίσκεται μαζί με τα λοιπά κατοικίδια του νοικοκυριού η γίδα, και τελειώνει με τη φυγή του προ του καταναγκαστικού έργου προς τον παρακείμενο “τόπο χλοερό και αναπαύσεως”. Αποκτά, ωστόσο, σχεδόν μετανεοτερικό χαρακτήρα, καθώς ο κυρίως κορμός διανθίζεται με εμβόλιμες, δοκιμιακής φύσεως παρεκβάσεις για την τεχνική ζευγαρώματος των βοοειδών, από τον δάνειο μπουγά μέχρι τις πρακτικές της σπερματέγχυσης και του ευνουχισμού. Ένας σχολιασμός, που αναμετρά όλο το μέγεθος της βίαιης παρέμβασης του ανθρώπου στα ερωτικά των ζώων προς ίδιον όφελος. Το ποιμενικό δράμα και τα συναφή τοποθετούνται, όπως αρμόζει, στο σκηνικό του χωριού, ενώ οι διακειμενικοί διασκελισμοί, από την ελληνική μυθολογία στον Μπόρχες και τον Βασίλη Βασιλικό, δίνουν την ευκαιρία για σατιρικά ιντερμέδια.
Επανερχόμενοι στο πολυσυλλεκτικό λεκτικό του βιβλίου, παρατηρούμε ότι δεν γίνεται προς επίδειξη, αλλά ως βοηθητικό κατά την πρόσμιξη διαφορετικών ειδών λόγου. Από το ιδιόλεκτο της αφήγησης περνάμε σε εκφράσεις της καθαρεύουσας, που συνάδουν με έναν δοκιμιακό λόγο, καθώς και σε δάνειες λέξεις από ξένα κείμενα, που επέχουν θέση υπόμνησης. Αναπόφευκτα, σε αυτές τις έμμεσες, λιγότερο ή περισσότερο πλάγιες αναφορές, μπορεί να υπάρχουν απώλειες κατά την ανάγνωση. Παράδειγμα, ο τίτλος του ενός από τα δυο άλλα διηγήματα, που, επίσης, πλέκονται γύρω από ερωτικά σμιξίματα, αλλά αυτά χωρίς συμβολιστικές υπεκφυγές στο ζωικό βασίλειο, περιπαίζοντας ευθέως τα ανθρώπινα. Ο τίτλος είναι «Κολόκες στην άμμο». Το θέμα, όπως προοιωνίζεται από τον τίτλο και τον υπέρτιτλο, «Κύπρια Επ(ε)ια», στρέφεται γύρω από τα επιπόλαια αλλά όχι και αδιάφορα ερωτικά παιχνίδια στη διάρκεια ενός ταξιδιού αναψυχής στην Κύπρο. Ο πλαγίως σεφερικός τίτλος, μαζί με ένα εμπειρίκιο διάνθισμα για την αρσενική γονιμοποιό βροχή και μερικούς στίχους Κωστή Παλαμά, επαυξάνει τη θυμηδία όσων ανιστορούνται. Το ίδιο αποτέλεσμα επιτυγχάνεται στο άλλο ερωτικό διήγημα, με προσδιοριστικό υπέρτιτλο, «Αιματηρή ηθογραφία». Αυτή τη φορά, χάρις στην υιοθέτηση της μεθόδου της συρραφής αλλότριων κειμένων. Για το σωτήριον έτος 1928, στην εξιστόρηση ενός ερωτικού δράματος, που οδηγεί στον τάφο –ακριβέστερα σε δύο τάφους, καθόσον πολύ αιματηρό– και τη φυλακή, παρεμβάλλονται ειδήσεις τοπικής εφημερίδας πολιτικού και κοινωνικού περιεχομένου Μόνο που εδώ, ο κωμικοτραγικός χαρακτήρας της ιστορίας φαίνεται σαν να αντανακλάται και στη μέθοδο γραφής της. Πιθανώς, προς διακωμώδηση ενός αφηγηματικού τρόπου, που, τα τελευταία χρόνια, στα καθ’ ημάς, θεωρείται ως σήμα κατατεθέν υψηλής λογοτεχνίας.
Μια από τις ιστορίες της συλλογής είναι αφιερωμένη στα κατορθώματα των παιδικών χρόνων. Ήδη, από τον τίτλο, «Ο Μποέμ και οι Βοημοί της μνήμης μας», άρχονται οι διακειμενικές σε λογοτεχνία και κινηματογράφο νύξεις. Εδώ, όπως δηλώνεται ευθαρσώς και με τον υπότιτλο, «Μνήμη δικαίων μετ’ εγκωμίων», υπερισχύει η νοσταλγία, ενώ ανασταίνεται για ακόμη μια φορά ο γενέθλιος τόπος, η Κοζάνη. Συνυφασμένο, ωστόσο, με τον τόπο αλλά και με τον χρόνο, είναι το ιδεολογικό παρελθόν. Μπορεί από το αναπεπταμένο φάσμα της ειρωνείας να επιλέγεται για τις αναμνήσεις ο περιπαικτικός τόνος, αλλάζει, όμως, και γίνεται πικρός, κάποτε και καταγγελτικός, όταν η αφήγηση σκοντάφτει στον Εμφύλιο ή και στα μετεμφυλιακά, σε χρόνους, δηλαδή, που προβάλλει καθοριστικό το δίδυμο εθνικοφροσύνης κομουνισμού.
Στη συλλογή, μετράμε δυο ιστορίες ταξιδιωτικού χαρακτήρα. Μια σύντομη, όπου ο αφηγητής φαίνεται σαν να ειρωνεύεται το ιταλικό ταμπεραμέντο, ενώ συμπάσχει με τους εκ βορράς λαθραίως ερχόμενους, όπου δεν αποφεύγονται οι ελαφρώς δραματικοί τόνοι. Και μια εκτενή, που περιγράφει ένα ανοιξιάτικο τετραήμερο οδοιπορικό στο Άγιο Όρος. Η αφήγηση ξεκινά με την αναχώρηση από την Ουρανούπολη την τρίτη πρωινή του Σαββάτου και τελειώνει με την αναχώρηση για το ταξίδι της επιστροφής από το λιμάνι της Δάφνης, μεσημέρι Τρίτης. Ο αφηγητής χαρακτηρίζει το ταξίδι εξαίσιο και εμείς, από την πλευρά μας, συναρπαστική την εξιστόρησή του. Πιθανώς και γιατί αφορά οδοιπορικό σε μια περιοχή, που θα παραμείνει – και καλώς θα κάνει να παραμείνει – φανταστική για το ήμισυ και κάτι του πληθυσμού, στο οποίο ανήκουμε. Συμβάλλουν, πάντως, ο ελλειπτικός χαρακτήρας της διήγησης, η πρόταξη σε κάθε μια από τις ημερολογιακές καταγραφές του ημερήσιου εορτολογίου και βεβαίως, ο χιουμοριστικός σχολιασμός.
Απομένει το πρώτο διήγημα της συλλογής και, κατά τη γνώμη μας, το μορφικά εντελέστερο. Στο αποτέλεσμα, συνεπικουρούν, και πάλι, ο ειρωνικός σχολιασμός
–αυτή τη φορά κουρδισμένος στο μοτίβο ματαιότης ματαιοτήτων– αλλά και το πυκνό πέπλο αναφορών, που η αφήγηση αποκρύβει. Ό,τι, βεβαίως, μένει κρυπτικό για τον αθηναίο αναγνώστη, δείχνει να συνιστά συνομιλία μεταξύ ζώντων και τεθνεώτων, λογοτεχνών και καλλιτεχνών της Κοζάνης. Στο διήγημα, η διακειμενικότητα δηλώνεται και με τον υπέρτιτλο. Μόνο που, αυτή τη φορά, η “διακειμενική περιδιάβαση” ξεκινάει από διάδοχο του Μπόρχες, τον Σέρβο εβραϊκής καταγωγής Ντανίλο Κις. Εκείνος ήταν που, το 1983, πέντε χρόνια πριν τον πρώιμο θάνατό του, στα 54, κατήρτισε την μυθιστορηματική «Εγκυκλοπαίδεια των νεκρών», αποτίοντας φόρο τιμής σε όσους, λόγω πρόωρου θανάτου κατά τις σταλινικές διώξεις, καμιά εκυκλοπαίδεια δεν κατέγραψε το όνομά τους. Σαν σε εγκυκλοπαίδεια, και ο Καραγιάννης καταγράφει στο διήγημά του τα καταραμένα παιδιά άλλων τόπων και εποχών. Μεταξύ αυτών, καταχωρεί το όνομα του μεταφραστή του βιβλίου του Κις, Χρήστου Αρβανιτίδη, που έφυγε νωρίς. Κάποιες άλλες, ωστόσο, αναφορές, όπως εκείνη στον Νίκο Μπελογιάννη, μένουν πέραν του δέοντος κρυπτικές, τουλάχιστον για έναν φιλοπερίεργο αναγνώστη. Όσο για τον τίτλο, «Ο πατών επί πτωμάτων κι ο περιπατών επί χρωμάτων», μπορεί να είναι εμπνευσμένος από το αναστάσιμο, “θανάτω θάνατον πατήσας”, αλλά, ταυτόχρονα, κυριολεκτεί, αφού ο ήρωας είναι ένας ζωγράφος, που έχει αναλάβει την επί τόπου αγιογράφηση μαρμάρινου επιτύμβιου. Αυτός δεν κατονομάζεται. Μόνο δίνεται η πληροφορία πως, όταν σπούδαζε στο Παρίσι, είχε γνωρίσει τον Σέρβο συγγραφέα, κι αυτό χάρις στον έλληνα μεταφραστή του. Κατά μια άλλη αφήγηση, ζωγράφος και συγγραφέας ξημερώθηκαν, αδειάζοντας την μπουκάλα με το τσίπουρο, που είχε στείλει ο Χρήστος στον Ντανίλο.
Ο συνδυασμός κειμενικών και εξωκειμενικών στοιχείων υποδηλώνει ως πρότυπο του κεντρικού ήρωα τον ζωγράφο Κώστα Ντιός, του οποίου πίνακας κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου. Τον είχαμε ξανασυναντήσει, προ χρόνων, στο διήγημα του Δημήτρη Νόλλα «Η μηχανή υπ’ αριθμό 721». Εκεί αναφερόταν ένας από τους πιο εντυπωσιακούς πίνακές του. Καθισμένος σε μια καφετέρια της Κοζάνης ο Νόλλας, παρατηρεί τον πίνακα, που καλύπτει ολόκληρο τον έναν τοίχο. Η αμαξοστοιχία στον πίνακα τού φαίνεται σαν να κατακρημνίζεται μαζί με τον θερμαστή της μέσα στο δωμάτιο, θυμίζοντάς του λησμονημένους φρουρούς του Ελληνισμού. Και τα δυο διηγήματα, του Καραγιάννη και του Νόλλα, με πλάγιες μνείες σε αυτόχειρες και αδικοσκοτωμένους, εστιάζουν στη μνήμη του τόπου. Από μια άποψη, αποτελεί και θέμα ολόκληρης της νέας συλλογής του Καραγιάννη, έστω και λανθάνον πίσω από μια διαβρωτική ειρωνεία.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 13/5/2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου