Γιάννης Παπακώστας
«Ο EMILE LEGRAND
και η Ελληνική Βιβλιογραφία
Αρχειακή μελέτη»
Εκδόσεις Ίδρυμα Ουράνη
Νοέ. 2011
Μια αλληλογραφία παρουσιάζει ενδιαφέρον, όταν γνωρίζουμε τα πρόσωπα των αλληλογράφων. Εμείς, όμως, δηλαδή ένα κάπως ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, πόσο μπορεί να γνωρίζουμε τον γάλλο ελληνιστή και βιβλιογράφο Εμίλ Λεγκράν; Σε μια καθολικού χαρακτήρα κλίμακα απαντήσεων, μήπως η επικρατέστερη απάντηση θα ήταν καθόλου; Αλλά μήπως και γνωρίζουμε τι είδους βιβλιογραφία είναι αυτή η «Ελληνική Βιβλιογραφία», όπως αποδόθηκε στα ελληνικά ο τίτλος της; Πόσω μάλλον να την έχουμε φυλλομετρήσει; Αλλά και πού να την βρεις να την περιεργαστείς;
Προχωρώντας τώρα στους αλληλογράφους· πόσο γνωρίζουμε τον ιστοριοδίφη Κωνσταντίνο Σάθα, ο οποίος θα μπορούσε να θεωρηθεί ο γνωστότερος μεταξύ των συνολικά επτά επιστολογράφων του Λεγκράν, των οποίων επιστολές δημοσιεύονται στο βιβλίο; Όσο για τα ονόματα των υπολοίπων, ούτε που τα έχουμε ακούσει, ασχέτως εάν τρία από αυτά αντιστοιχούν σε δύο επιφανείς βυζαντινολόγους και έναν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Άλλωστε, κανένα από τα αναφερόμενα ονόματα δεν καταχωρείται στις εγκύκλιες σπουδές, ούτε έχει φτάσει ποτέ να αποτελεί πτυχή της γενικότερης παιδείας μας.
Συνεπώς, η αλληλογραφία του Λεγκράν μπορεί να χαρακτηρίζεται από τους ειδήμονες ως σημαντικό έργο, αφού αφορά την κυοφορία μιας θεμελιώδους για τις νεοελληνικές σπουδές βιβλιογραφίας, αλλά εκ προοιμίου στερείται αναγνωστών. Έχουμε, μάλιστα, την εντύπωση ότι δεν θα αποκτούσε αναγνώστες ούτε εάν ήταν ευρύτερα γνωστή αυτή η τεράστιας έκτασης βιβλιογραφία, που συνέταξε ο γάλλος ελληνιστής. Κι αυτό γιατί το σκεπτικό με το οποίο καταρτίστηκε μάλλον δεν συμφωνεί με τα σημερινά κριτήρια αξιολόγησης. Καλύπτει μεν τα βιβλία από τέσσερις αιώνες τουρκοκρατίας, δηλαδή από την εμφάνιση της τυπογραφίας μέχρι το 1790, αλλά με τον όρο, ένας τουλάχιστον από τους συντελεστές τού καταγραφόμενου βιβλίου –τουτέστιν συγγραφέας, επιμελητής, εκδότης– να είναι Έλληνας ή ελληνικής καταγωγής, με σχετική δραστηριότητα σε αυτήν την περίοδο. Ανεξάρτητα από τη γλώσσα του βιβλίου. Αυτό, μεθερμηνευόμενο, αποκλείει μια έκδοση, λ.χ., Αριστοτέλη ή Ευριπίδη, που επιμελήθηκαν και εξέδωσαν ξένοι, ενώ συμπεριλαμβάνει πλήθος εκκλησιαστικών βιβλίων.
Υπάρχει, ωστόσο, και η άποψη, ότι μια αλληλογραφία, αυτή καθ’ εαυτή ως ανάγνωσμα, μπορεί να αναπτύξει τη δική της δυναμική, δεδομένου ότι δεν απαιτεί το γνωστικό πεδίο, που χρειάζεται η ανάγνωση του κυρίως έργου των αλληλογράφων. Στο γεγονός, άλλωστε, ότι μπορεί να κινήσει το ενδιαφέρον ενός νεότερου και μη ειδικού αναγνωστικού κοινού, έγκειται μέρος της αξίας μιας αλληλογραφίας. Για να επιτευχθεί, όμως, αυτό, απαιτούνται ορισμένες προϋποθέσεις. Κατ’ αρχήν, η αλληλογραφία να είναι αμφίπλευρη, ώστε να αναπτύσσεται διάλογος μεταξύ των δυο αλληλογράφων, ο οποίος, σε αντίθεση με την μονόπλευρη και συνακόλουθα μονολογική επιστολογραφία, δίνει μια εικόνα, έστω και περί διαγραμμάτων, του θέματος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, αυτό είναι αδύνατο, αφού, όπως φαίνεται, σε κανένα από τα αρχεία των αλληλογράφων του Λεγκράν δεν διασώθηκαν επιστολές του, ούτε ο ίδιος ήταν τόσο συστηματικός ώστε να κρατάει αντίγραφο. Παρόλο που αυτό το τελευταίο, θα αναμενόταν. Αν όχι αντίγραφο, τουλάχιστον κάποια σημείωση εις εαυτόν, όλο και θα πρέπει να κρατούσε, δεδομένου ότι ζητούσε κείμενα και πληροφορίες ταυτόχρονα από ένα πλήθος προσώπων. Ποιος γνωρίζει αν δεν υπάρχει ένα παρόμοιο μνημόνιο στο Αρχείο του; Κατά κανόνα, για να εντοπισθεί το οτιδήποτε, απαιτείται ο ερευνών να έχει συγκεκριμένη εικόνα του ζητούμενου.
Μια δεύτερη προϋπόθεση θα ήταν να πρόκειται τουλάχιστον για ένα ακέραιο επιστολικό σώμα. Αυτή η προϋπόθεση εν μέρει πληρούται. Οι επιστολογράφοι είναι επτά και από την αλληλογραφία του καθενός σώζεται ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο τμήμα, μέχρι το ελάχιστο της μιας επιστολής. Ωστόσο, τα πέντε από τα επιστολικά σώματα, των τεσσάρων Ελλήνων επιστολογράφων και του ενός Πολωνού, που είναι και το κυρίως σώμα, καλύπτουν, χωρίς να επικαλύπτονται, την μακριά χρονική περίοδο συγγραφής της «Ελληνικής Βιβλιογραφίας», δηλαδή από το 1869 μέχρι το 1910. Παραδόξως, μάλιστα, φαίνεται να σώζεται σε όλες τις περιπτώσεις, η εναρκτήρια επιστολή. Με αυτό το ατού, αν ο επιμελητής ήθελε να ελκύσει ένα κάπως πλατύτερο κοινό, θα χρειαζόταν να παρουσιάσει τα πρόσωπα, πρωτίστως τον Λεγκράν, που είναι ο βασικός αλλά βουβός συνομιλητής, αλλά και να αποκαταστήσει τον αναμεταξύ τους διάλογο, με πληροφορίες εκτός αλληλογραφίας, όπως το ποιες ήταν κάθε φορά οι αντιδράσεις του παραλήπτη σε όσα του έγραφαν. Δηλαδή, κατά πόσο έπραττε σύμφωνα με τις συστάσεις και διορθώσεις, που του έκαναν, το πώς αντιμετώπιζε τις τυχόν απαιτήσεις, που πρόβαλαν, ή και τις κρίσεις, που διατύπωναν.
Από τον περασμένο Μάϊο, που διαβάσαμε για το υπό εκκόλαψη βιβλίο του Γιάννη Παπακώστα, περιμέναμε με ενδιαφέρον να μάθουμε περισσότερα για τον γάλλο ελληνιστή και το μνημειώδες έργο του. Τελικά, πρόκειται, σύμφωνα και με τον υπότιτλο, για μια “αρχειακή μελέτη”, που έχει καταρτισθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να αποβεί πολύτιμη για έναν ευρύ κύκλο μελετητών, δηλαδή για όλους εκείνους που εντρυφούν ή και χρησιμοποιούν ως βασικό βοήθημα την «Ελληνική Βιβλιογραφία» του Λεγκράν. Τόσο το πρώτο μέρος της μελέτης, το εισαγωγικό στην αλληλογραφία, όσο και τα υποσελίδια φιλολογικά σχόλια συντάχθηκαν, έχοντας κατά νου αυτό το κοινό, που έχει την ευχέρεια να καταφεύγει στις αρχειακές πηγές. Οι υπόλοιποι θα πρέπει να αρκεστούν στις απόψεις περί των προσώπων και των κινήτρων τους, όπως τις συνοψίζει ο επιμελητής. Για τα πρόσωπα, ωστόσο, εκείνης της εποχής, την αξία τους και τις μεταξύ τους διαφορές, καλό είναι να διαμορφώνονται κρίσεις από πρωτογενείς πηγές.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο κεντρικός ήρωας αυτής της αφήγησης, ο Αιμίλιος Λεγράνδιος, όπως ο ίδιος φέρεται να είχε εξελληνίσει το όνομά του. Για τα βιογραφικά του δίνονται δυο βασικές παραπομπές: Σε κείμενο του μαθητή και διαδόχου του Υμπέρ Περνώ, ενσωματωμένο στον τελευταίο τόμο της «Ελληνικής Βιβλιογραφίας», τον οποίο επιμελήθηκε εκείνος μετά το θάνατο του Λεγκράν. Και σε ανέκδοτη δακτυλογραφημένη διδακτορική διατριβή του 1974 στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης της Μαριάννας Δήτσα. Ενώ, δεν δίνονται επαρκείς πληροφορίες, όπως γίνεται για τους λιγότερο ή και καθόλου γνωστούς επιστολογράφους του. Για παράδειγμα, από τις πληροφορίες που παρατίθενται, μαθαίνουμε την ημερομηνία γέννησης του Λεγκραν (30 Δεκ. 1841), αλλά μόνο την χρονολογία θανάτου, ενώ είναι γνωστή η ημερομηνία (14 Νοε. 1914), χωρίς ιδιαίτερη αναφορά στις συνθήκες θανάτου του, που συνήθως έχουν άμεση σχέση με την τύχη των κατάλοιπων. Επίσης, ότι φοίτησε στο Λύκειο Caen, που ως ονομασία δεν λέει τίποτα στον τυχόντα έλληνα αναγνώστη. Ποιος γνωρίζει ότι το εν λόγω ίδρυμα είναι ένα από τα πρώτα καθολικά λύκεια της Γαλλίας; Γι’ αυτό, ακριβώς, και επιλέχτηκε από την οικογένεια Λεγκράν, που τον προόριζε για το ιερατικό επάγγελμα. Μπορεί μεν εκείνος να το εγκατέλειψε νωρίς, αλλά στην εκεί διαμονή του όφειλε το ενδιαφέρον του για τον νεότερο ελληνισμό. Ακόμη, ότι ταξίδεψε στην Αθήνα και αλλού στην Ευρώπη, χωρίς, όμως, αναφορά χρονολογιών, που θα μπορούσαν να αποβούν βοηθητικές κατά την ανάγνωση των επιστολών.
Μεγαλύτερη είναι η απογοήτευση εκείνου του φιλοπερίεργου αναγνώστη, που μπορεί να μην είχε την τύχη να περιεργαστεί το βιβλιογραφικό κολοσσό του Λεγκράν, αλλά έτυχε να φυλλομετρήσει ή και να διαβάσει επιλεκτικά κάποια από τα βιβλία του Σάθα. Αυτός ήλπιζε να μάθει περισσότερα, καθώς τον κέρδισε ο πλούτος των στοιχείων και η ζωντάνια της αφήγησης. Εδώ, η κύρια πηγή του Παπακώστα είναι οι 80 επιστολές Σάθα προς Δημήτριο Βικέλα, που βρίσκονται ανέκδοτες στο Αρχείο του δεύτερου. Κάθε φορά που αντλεί μια πληροφορία, αναφέρει ότι πρόκειται για άγνωστη ή, κατά παραλλαγή, αδημοσίευτη επιστολή, ενίοτε παραθέτει και επίμαχο απόσπασμα. Ας μας επιτραπεί να χαρακτηρίσουμε αυτήν την τακτική ως το κινέζικο μαρτύριο της σταγόνας. Και δεν είναι η πρώτη φορά. Σε πρόσφατο δημοσίευμά του, είχε παρουσιάσει μερικές επιστολές του εκδότη Γεωργίου Κασδόνη προς Βικέλα, χωρίς να αναφέρει το συνολικό αριθμό και το χρονικό τους άνοιγμα. Ολόκληρο σύλλογο έστησε ο Βικέλας. Απορούμε, γιατί αυτά τα πολύτιμα επιστολικά σώματα, που τα οφείλουμε στην ευταξία και προνοητικότητά του, να μην έχουν εκδοθεί σε μια σειρά τόμων.
Οι επιστολές Σάθα προς Βικέλα φαίνεται να αποτελούν προαπαιτούμενο των επιστολών του προς Λεγκράν. Ειδάλλως, οι σχέσεις Λεγκράν-Σάθα μένουν θολές, αδικώντας αμφότερους και κυρίως τον Σάθα. Σημειωτέον ότι πρόκειται για τον μοναδικό από τους επιστολογράφους του Λεγκράν, που είναι ομήλικός του και την περίοδο της αλληλογραφίας τους, τουλάχιστον στο πρώτο τμήμα των 38 επιστολών, γραμμένων στα ελληνικά και χωρίς μεγάλα χρονικά κενά, από τον Ιούνιο 1869 μέχρι τον Νοέμβριο 1872, ο Λεγκράν δεν είχε αρχίσει να διδάσκει στο Πανεπιστήμιο. Άρα, θα μπορούσαν να θεωρηθούν, από κάθε άποψη, ως ισότιμοι, καθώς αμφότεροι μόλις ξεκινούσαν. Ο Παπακώστας διαβεβαιώνει ότι, σύμφωνα με τις πηγές του, ο Λεγκράν εκφραζόταν υποτιμητικά για το έργο του Σάθα. Το γιατί μένει μετέωρο.
Κατά τα άλλα, όσο αφορά την έκδοση της αλληλογραφίας, ισχύει η αρχή, ότι το καλό πράγμα αργεί να γίνει. Η “αρχειακή μελέτη” τυπώθηκε Νοέ. 2011. Παρουσιάζει ένα επιστολικό σώμα 160 γραμμάτων από τα κατάλοιπα του Λεγκράν, που, με το θάνατό του, έμειναν στον Περνώ. Το 1903, ο δεύτερος ήταν 33 ετών. Πέθανε το 1946. Ένα χρόνο νωρίτερα, πήγε στο Παρίσι ως υπότροφος του γαλλικού κράτους ο Σταμάτης Καρατζάς, τότε νέος διδάκτορας. Ο Περνώ του εμπιστεύτηκε το εν λόγω επιστολικό σώμα προς έκδοση. Εκείνος, με τη σειρά του, δεκαετίες αργότερα, το εμπιστεύτηκε, και πάλι προς έκδοση, σε έναν άλλο νέο διδάκτορα, τον Παπακώστα. Στο προοίμιο της έκδοσης, αυτός δεν προσδιορίζει τη χρονολογία. Πάντως ο Καρατζάς πέθανε το 1986, αλλά, λόγω προβλημάτων υγείας, είχε εγκαταλείψει το Πανεπιστήμιο από το 1975.
Στο προοίμιό του, ο Παπακώστας προσδιορίζει ότι δεν πρόκειται για προσωπική αλληλογραφία αλλά για επιστημονικό διάλογο. Κι αν όχι ακριβώς για διάλογο, για μια σειρά από μονολόγους, που αντανακλούν το πώς γινόταν τότε η έρευνα γενικότερα, και πέραν του συγκεκριμένου παραδείγματος της κατάρτισης από τον Λεγκράν της Βιβλιογραφίας του. Ο Παπακώστας αναδεικνύει αυτό “το ρεύμα ιδεών” μεταξύ Ανατολής και Δύσης, παρακολουθώντας τις έρευνες των επιστολογράφων. Οι επιστολικοί μονόλογοι διατάσσονται ως εξής: 41 επιστολές Σάθα, στο διάστημα 1869-1880, από Αθήνα, Βιέννη, Βενετία, Παρίσι, με κενό το διάστημα 1872-1877, κατά το οποίο συναντήθηκαν στο Παρίσι και συνεργάστηκαν. Η αλληλογραφία τους ξεκινά, όπως και όλες οι άλλες, κατά παρότρυνση κοινού γνωστού. Ανταλλάσσουν πληροφορίες και συχνά ο ένας σχολιάζει βιβλίο του άλλου, ενώ αλληλοκαλύπτουν ανάγκες σε αγορές βιβλίων. Ο Σάθας του αντιγράφει τουλάχιστον δυο έργα και του υποδεικνύει μετά επιμονής τα αξιόλογα προς έκδοση, όπως τα απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη και τη γραμματική του Νικόλαου Σοφιανού. Αντιθέτως, τον αποτρέπει να ανατυπώσει κάποια άλλα, όπως την φυλλάδα του Σπανού. Εδώ, ο επιμελητής παρατηρεί ότι ο Σάθας αντιμετωπίζει τον Λεγκράν ισότιμα, αν όχι από θέση υπεροχής, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του την επιστημονική πρόοδο εκείνου. Θα λέγαμε ότι εκφράζεται με το κύρος κάποιου που γνωρίζει ένα θέμα από πρώτο χέρι και τα κείμενα εξ αυτοψίας, αλλά και με την υπεροχή της ελληνικής ως μητρικής γλώσσας. Απορούμε γιατί χαρακτηρίζει τον Σάθα ως κάποιον που δεν άσκησε κανένα επάγγελμα, με κριτήριο ότι η πηγή της χρηματοδότησής του ήταν το κράτος. Με αυτήν τη λογική, και σήμερα, ερευνητής θα πρέπει να θεωρείται μόνο ο οργανικά ενταγμένος σε ένα ίδρυμα ή ο χρηματοδοτούμενος από αυτό.
Ακολουθούν 18 επιστολές του Κωνσταντινουπολίτη Βασίλειου Γεωργιάδη, από το Μόναχο, την περίοδο Ιουν. 1882-Απρ. 1883. Τότε μεταπτυχιακός φοιτητής ο Γεωργιαδης - είναι ο κατόπιν Πατριάρχης Βασίλειος ο Γ΄- γράφει εκτενείς επιστολές, στις οποίες περιγράφει βιβλία, πολλά από τα οποία και τού αντιγράφει. Είναι μόλις πέντε χρόνια νεότερος του Λεγκράν, αλλά ο τόνος των επιστολών είναι αυτός του ευπειθούς μαθητού. Έπονται οι 14 επιστολές του πηλιορείτη δάσκαλου και ιερέα Αθανάσιου Παπαδόπουλου Κεραμέως, από Κωνσταντινούπολη και Ιεροσόλυμα, την περίοδο Δεκ. 1884- Δεκ. 1887. Δεκαπέντε χρόνια νεότερος ο Κεραμεύς, 28 ετών το 1884, αντιγράφει κυρίως Μηναία και περιγράφει εκκλησιαστικά βιβλία, όπως και ο Γεωργιάδης. Κατ’ εξαίρεση, οι επιστολές του έχουν έναν τόνο οικειότητας. Ο τέταρτος έλληνας επιστολογράφος είναι ο επίσης Κωνσταντινουπολίτης Βασίλειος Μυστακίδης, 16 χρόνια νεότερος του Λεγκράν, 30 ετών το 1888, όταν αρχίζει η αλληλογραφία τους, που είναι και η μεγαλύτερη από τις σωζόμενες, φθάνοντας 49 επιστολές μέχρι το 1890. Οι περισσότερες σταλμένες από τη Γερμανία, όπου βρισκόταν ως μεταπτυχιακός φοιτητής, επικεντρώνονται στο Αρχείο του ελληνιστή θεολόγου του 16ου αιώνα, Μαρτίνου Κρούσιου. Πολυλογά και μίζερο τον βρίσκει ο επιμελητής. Μάλλον πολύ πρόθυμος φαίνεται σε εμάς, όπως και ο έτερος μεταπτυχιακός, ο Γεωργιάδης. Είναι δύο φιλότιμοι αντιγραφείς, που επιμένουν στην πιστή έκδοση των έργων.
Γενικότερα, δημιουργείται η εντύπωση ότι οι επιστολογράφοι έχουν ως βασικό κίνητρο την προβολή των ελληνικών γραμμάτων στον ευρωπαϊκό χώρο, γι’ αυτό και νιώθουν υπόχρεοι απέναντι στον γάλλο ελληνιστή και, από μια στιγμή και μετά, πανεπιστημιακό. Εκείνος, από την πλευρά του, στο Παρίσι ή και στην εξοχή, κατήρτιζε με βάση τις πληροφορίες και τις αντιγραφές τους τα δελτία της Βιβλιογραφίας. Σε αυτά, ανέφερε τη βιβλιοθήκη, αλλά όχι πάντοτε τον ερευνητή. Η μνεία εξαρτιόταν από τη θέση που κατείχε. Ένας μεταπτυχιακός, τότε όπως και σήμερα, δεν μνημονεύεται. Ορισμένες από τις αλληλογραφίες φαίνεται να διακόπτονται λόγω οικονομικού αιτήματος του ερευνητή. Κάποια πράγματα όπως φαίνεται δεν αλλάζουν. Σε αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε την διχόνοια, που φαίνεται να υπάρχει αναμεταξύ κάποιων επιστολογράφων. Ενώ, ομαδικά πυρά εξαπολύουν εναντίον του Μανουήλ Γεδεών, στα οποία προστίθεται και η αντιπάθεια του Λεγκράν, καθώς φαίνεται ότι ο Γεδεών, από μιας αρχής, του είχε ζητήσει αμοιβή για την όποια βοήθεια στην έρευνα. Όπως και να έχει, δεν δίνονται ακριβείς πληροφορίες για τις σχέσεις αυτών των δυο, παρά μόνο ότι ήταν και ο Γεδεών ανάμεσα στους επιστολογράφους του Λεγκράν.
Πέρα από τις επιμέρους παρατηρήσεις, ενδεχομένως μεμψίμοιρες, η έκδοση της αλληλογραφίας είναι άρτια, τόσο ως επιστολικό σώμα όσο και ως αρχειακή μελέτη. Ενδεικτικό της προσεκτικής επιμέλειας είναι ο υπομνηματισμός, ο οποίος δεν εξαντλείται στην απλή λημματογράφηση, αλλά συχνά προκύπτει από αρχειακή έρευνα. Σε αυτό πρέπει να συνυπολογιστεί και η συμβολή του Ιδρύματος Ουράνη, που συμπεριέλαβε στο εκδοτικό του πρόγραμμα την αντιεμπορική αυτή έκδοση. Εκείνο, πάντως, που καθίσταται σαφές από την αλληλογραφία Λεγκράν είναι ότι αυτή η μνημειώδης Βιβλιογραφία δεν οφείλεται αποκλειστικά σε ένα πρόσωπο. Ένα ποσοστό της, το οποίο μένει αδιευκρίνιστο, προέκυψε μέσα από συλλογικό μόχθο. Εκείνος, εκτός από εμπνευστής και συστηματικός ερανιστής λημμάτων ο ίδιος, κρατά θέση μόνιμου συντονιστή και αυστηρού ελεγκτή στο τελικό άθροισμα του λημματολογίου. Πίσω του, όμως, στοιχίζονται, δηλωμένα ή όχι, ακόμη κάποια πρόσωπα. Εξ αυτών, το πόσο ακριβώς συνέβαλλε ο καθένας συνιστά ένα ζητούμενο, το οποίο ίσως να μη μάθουμε ποτέ.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 20/5/2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου