Με το 67ο τεύχος, που κυκλοφόρησε Δεκέμβριο 2011, το εξαμηνιαίο περιοδικό συμπλήρωσε τριάντα χρόνια αδιάλειπτης παρουσίας. Ποιος, όμως, Αθηναίος ή και γενικότερα, Παλαιοελλαδίτης, είναι τόσο καλλιεργημένος, ώστε να γνωρίζει τον τόπο, στον οποίο αναφέρεται ο τίτλος; Κανονικά, ο καθένας με εγκύκλιες σπουδές, αφού αρκεί να έχει ξεφυλλίσει Θουκυδίδη, Στράβωνα ή Αριστοτέλη. Άλλωστε, η λέξη Ελίμεια ή Ελιμεία, ακόμη Ελιμία ή και Ελιμιώτις, όπως διαβεβαιώνουν οι γλωσσολόγοι, είναι συγγενική της λέξης Ελλάς, με κοινή πελασγική ρίζα, που σημαίνει υψηλός. Δηλαδή, πρόκειται για τοπωνύμια, όλα εκ Πίνδου αρχόμενα. Προλογίζοντας το επετειακό τεύχος ο διευθυντής σύνταξης Στράτος Ηλιαδέλης, προσδιορίζει, “για τους μη γνωρίζοντες”, ότι η Ελίμεια ήταν τμήμα της αρχαίας Άνω Μακεδονίας και κατείχε μεγάλο μέρος των Νομών Κοζάνης και Γρεβενών. Σε ένα παλαιότερο διπλό τεύχος του 2008 (τχ. 60-61, Ιούνιος 2008), η αρχαιολόγος Γεωργία Καραμήτρου-Μεντεσίδη θυμίζει ότι Άνω Μακεδονία, από τον Ηρόδοτο μέχρι τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο, αποκαλείται η ορεινή, σε μεγάλο υψόμετρο, Μακεδονία, στην οποία περιλαμβάνονται οι περιοχές Ελιμιώτις, Λυγκηστίς, Ορεστίς, Πελαγονία, Εορδαία.
Η αναδρομή της αρχαιολόγου στο ιστορικό και γεωγραφικό πλαίσιο γίνεται και πάλι σε ένα εόρτιο τεύχος του περιοδικού με αφορμή μια προηγούμενη επέτειο. Τη συμπλήρωση εκατό χρόνων του Συλλόγου Κοζανιτών Θεσσαλονίκης, που είναι ο εκδότης του περιοδικού. Ο Σύλλογος ονομάζεται «Ο Άγιος Νικόλαος», προς τιμή της ομώνυμης μεταβυζαντινής εκκλησίας στη γενέτειρα. Άλλωστε, η πρώτη ιστορική αναφορά των Κοζανιτών της Θεσσαλονίκης σχετίζεται με το ναό: «...Κατά το έτος 1905 εστάλη ως αφιέρωμα υπό των εν Θεσσαλονίκη πατριωτών ο μέγας βαθύηχος κώδων δια το ιστορικόν Κωδωνοστάσιον του Αγίου Νικολάου, αλλ’ ο τυραννικός Καϊμακάμης (υποδιοικητής) τότε Σουλεϊμάν-Μπέης απηγόρευσε την ανάρτησιν αυτού...» Ήδη, από τα μέσα του 18ου αιώνα, αναφέρονται απόδημοι Κοζανίτες στη Θεσσαλονίκη, η κύρια όμως εγκατάστασή τους στη συμπρωτεύουσα έγινε στα τέλη του επόμενου αιώνα. Ο Σύλλογος ιδρύθηκε στα οθωμανικά ακόμη χρόνια, το 1908, με πρώτο πρόεδρο τον Γεώργιο Παπαδέλη, τον μεγαλύτερο από τα τέσσερα αδέλφια, που ήταν ανάμεσα στα είκοσι ιδρυτικά μέλη. Εκατό χρόνια αργότερα, στην κεφαλή του Συλλόγου βρίσκεται η Μιμή Παπαδέλη-Παπαναστασίου. Το λεύκωμα για την εκατονταετία, που εκδόθηκε το 2009, ιστορεί εκείνους που δημιούργησαν και στήριξαν τον Σύλλογο.
Γεννιέται, ωστόσο, το ερώτημα, πόσο μπορεί να ενδιαφέρει ένα περιοδικό, που έχει ως στόχο την προβολή και διάσωση της πνευματικής και ιστορικής κληρονομιάς του ελιμειακού χώρου. Από μια άποψη, ελάχιστα έως καθόλου, αφού είναι ζητούμενο κατά πόσο θα κινούσε το ενδιαφέρον ακόμη κι αν αγκάλιαζε τον ευρύτερο ελληνικό χώρο. Και είναι αναμενόμενο, ιδίως σήμερα, που η άμεση προτεραιότητα είναι η εναρμόνιση με το παγκοσμιοποιημένο πνεύμα. Εμείς, τώρα, τρέχουμε με την ελπίδα να προλάβουμε να πιάσουμε μια θέση στην ευρωπαϊκή εξέδρα, έστω και στις έσχατες σειρές. Τι να τα κάνουμε τα τοπικά ιδιόλεκτα, τα οποία παρουσιάζονται κατά καιρούς στο περιοδικό, όταν αγκομαχούμε στα ταχύρρυθμα τμήματα γερμανικών; Ποιος ενδιαφέρεται για την κοζανίτικη αρχιτεκτονική από τους περασμένους αιώνες μέχρι σήμερα, που παρουσιάζεται σε σειρά κειμένων, βασισμένων σε πολύτιμο αρχειακό υλικό, όταν ονειρευόμαστε διαμερίσματα διαστάσεων γηπέδου με μπαλκόνια πρόσφορα για παρκάρισμα τροχοφόρου; Ποιος διαβάζει εκτενή βιογραφικά απόδημων του 17ου και του 19ου αιώνα, όπως τα συγκεντρωμένα από τον κοζανίτη ιστοριοδίφη Θεοφάνη Πάμπα, τη στιγμή που χρειάζονται οδηγίες για μετανάστευση στις συνθήκες, τις επικρατούσες τον 21ο;
Αν, ωστόσο, σταματούσαμε να πάρουμε μια ανάσα, δεν αποκλείεται σε περιοδικά, ακριβώς όπως τα «Ελιμειακά», να ανακαλύπταμε έναν διαφορετικό και ποιος ξέρει αποτελεσματικότερο μπούσουλα. Για παράδειγμα, στο τεύχος για τα τριαντάχρονα του περιοδικού, ο Χαρίτων Καρανάσιος παρουσιάζει ένα άγνωστο κειμήλιο της ιστορικής Κοβεντάρειου Δημοτικής Βιβλιοθήκης Κοζάνης. Πρόκειται για δυο σπαράγματα περγαμηνής από άγνωστο βυζαντινό κείμενο του 10ου -11ου αιώνα. Πολύς λόγος γίνεται εσχάτως για τα “φιλέτα” γης προς εξοικονόμηση πόρων. Εκείνα προσφέρονται για πώληση. Υπάρχουν, όμως, και τα “φιλέτα” πολιτισμού, από τα οποία τα κράτη προσπορίζονται αίγλη, διατηρώντας την κυριότητά τους, απλώς δια επιδείξεως. Τουτέστιν, δεν είναι μιας χρήσεως. Ύστερα, την αποκτηθείσα αίγλη, ικανοί αργυραμοιβοί και όχι αλμπάνηδες από τις αμερικανικές πανεπιστημιουπόλεις, την ανταλλάσσουν με χρυσό.
Συνοψίζοντας, μην περιφρονείτε τα περιοδικά, που, ως λέγεται περιπαικτικά, μυρίζουν ναφθαλίνη. Το μόνο που δείχνουν παρόμοιες εκτιμήσεις είναι την κοντόθωρη νοοτροπία, που έχει επικρατήσει.
Μ.Θ.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 25/11/2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου