Την προπερασμένη Κυριακή, σχολιάζοντας την τελευταία συλλογή του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, «Περιπολών περί πολλών τυρβάζω», είχαμε υποσχεθεί να επανέλθουμε σε ένα από τα 26 διηγήματα, καθώς έχουμε την εντύπωση ότι “συνομιλεί” με ορισμένα διηγήματα, τόσο παλαιότερα όσο και ομόχρονά του. Ένα από αυτά δημοσιεύτηκε στο επετειακό τεύχος των «Ελιμειακών», στο οποίο αναφερόμαστε αυτοτελώς στη σελίδα. Δεδομένου ότι η συλλογή και το τεύχος δημοσιεύτηκαν σχεδόν ταυτόχρονα, εικάζουμε ότι πρόκειται για “συνομιλία” πέραν της πρόθεσης των συγγραφέων. Σε αυτήν την περίπτωση, οι θεωρητικοί της λογοτεχνίας συμβουλεύουν, κατ’ αρχάς την εξέταση καθενός χωριστά σε σχέση και με τα εξωκειμενικά στοιχεία και στη συνέχεια, τη συγκριτική τους προσέγγιση. Αμ’ έπος αμ’ έργον. Το διήγημα του περιοδικού έχει τίτλο «Τα Κλαψόδεντρα» και είναι της ψυχολόγου και συγγραφέως Κατερίνας Μήλιου. Παρουσιάζεται ως απότοκο της αυτοβιογραφίας του Μήλιου Δ. Μήλιου, που δημοσιεύτηκε σε προηγούμενα τεύχη, με τίτλο «Η οικογένεια Μήλιου της Κοζάνης», με δική της επιμέλεια. Σε αυτό θα ταίριαζε περισσότερο ο χαρακτηρισμός σύντομη ιστορία παρά διήγημα, καθώς ανιστορεί τους δύσκολους αποχαιρετισμούς, όταν στενοί συγγενείς έφευγαν μετανάστες, γνωρίζοντας ότι ο χωρισμός θα είναι μακρόχρονος, κάποτε και χωρίς επιστροφή. Τα δυο μεγαλύτερα αδέλφια του αφηγητή έφυγαν για την Αυστραλία σχεδόν έφηβοι, το 1926 ο μεγάλος, το 1932 ο δεύτερος. Ο πρώτος επέστρεψε οικογενειακά το 1959, ο δεύτερος δεν γύρισε. Σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό ατύχημα το 1960. Γύρισε η γυναίκα του με τα τρία παιδιά τους. Πιθανώς ένα από αυτά να είναι η συγγραφέας, καθώς, σύμφωνα με το βιογραφικό της, γεννήθηκε στην Αυστραλία και μεγάλωσε στην Κοζάνη. Όπως και να έχει, ως αφηγητή επιστρατεύει τον τρίτο αδελφό, που δεν ξενιτεύτηκε. Στη μετάθεση, ωστόσο, ορισμένων πολύτιμων γι’ αυτήν αναμνήσεων, φαίνεται να μπλέκει κάπου χρόνους και γεγονότα. Λ.χ., το τραγούδι του Χατζιδάκι, «Τα παιδιά του Πειραιά», γραμμένο για το «Ποτέ την Κυριακή», δεν μπορεί να ακουγόταν στο λιμάνι του Γυθείου, ούτε άλλωστε οπουδήποτε αλλού, σε κανέναν αποχαιρετισμό πριν το 1960, που γυρίστηκε η ταινία.
Χάρις, πάντως, στον αφηγητή της πιάνει το νήμα της ιστορίας από το απώτερο παρελθόν και μνημονεύει κάποιους άλλους, αυτή τη φορά, χερσαίους αποχαιρετισμούς, που ούτε εκείνη ούτε ο αφηγητής της έζησαν. Εκείνος, όμως, πρόλαβε τις διηγήσεις της γιαγιάς του. Ήταν οι αποχαιρετισμοί, που γίνονταν κάτω από τα ψηλόκορμα δέντρα του χωραφιού τους, όταν, σε δύσκολα χρόνια, “χωρίζονταν οι οικογένειες για να πάνε άλλοι στην Κωνσταντινούπολη, άλλοι στη Σερβία κι άλλοι στη Βγιέννα.” “Γι’ αυτό και τα ’λεγαν κλαψόδεντρα.” Δεν προσδιορίζει τι είδους δέντρα είναι, μια και οι απανταχού Ελιμιώτες γνωρίζουν τον τόπο τους και τη χλωρίδα του. Ο τυχών, όμως, αναγνώστης, συχνά παιδί των πόλεων όπως εμείς, μπορεί να φαντασιώνεται για κλαψόδεντρα από πλατάνια μέχρι και εκείνα τα ρόμπολα, που φτάνουν τα 40 μέτρα. Γι’ αυτά, τα ακόμη και ως όνομα άγνωστα σε εμάς, διαβάσαμε σε ένα διήγημα άλλου Μακεδόνα συγγραφέα, του Στάθη Κοψαχείλη. Από την Κεντρική Μακεδονία εκείνος, γεννημένος στο Λιτόχωρο Πιερίας. Στο γλωσσάρι της συλλογής, που εξέδωσε τον Νοέμβριο του 2011, με τίτλο «Παραμιλητά», εξηγεί πως ρόμπολο αποκαλείται το λευκόδερμο πεύκο, που φυτρώνει σε υψόμετρο 1500-2400 μέτρων. Στο διήγημά του, «Η ασέβεια των λοτόμων», ωστόσο, θάλλουν γύρω από την παλαιά Μονή του Αγίου Διονυσίου του Ολυμπίτη, που βρίσκεται σε υψόμετρο όχι μεγαλύτερο των 800 μέτρων. Δηλαδή, στο ίδιο υψόμετρο με τη Σέλιτσα, όπως ονομαζόταν παλαιότερα η Εράτυρα, στις πλαγιές του όρους Άσκιο ή και Σινιάτσικο, όπου η Μήλιου τοποθετεί την ιστορία της. Ό,τι είδους δέντρα και να είναι τα κλαψόδεντρα, στους εφιάλτες του αφηγητή εμφανίζονται ζευγαρωμένα. “Δυο δέντρα στοιχειώνουν ένα μαύρο ουρανό”.
Το διήγημα του Σκαμπαρδώνη τιτλοφορείται «Ο Κλαψόδεντρος» και από μια άποψη, κατέχει προνομιούχο θέση στη συλλογή, αφού σε αυτό αναφέρεται το ένα από τα δυο μότο του βιβλίου. Τοποθετείται και αυτό στο Νομό Κοζάνης, αλλά στο δυτικότερο άκρο του, στις παρυφές του όρους Βόϊο. Συγκεκριμένα, στον Πεντάλοφο Κοζάνης, παλαιότερα Ζουπάνι, ονομαστό άλλοτε για τους κτιστάδες πέτρας. “Πέτρα είχαμι, πέτρα δουλεψάμι”, σύμφωνα με το μότο, που είναι στο δικό τους ιδιόλεκτο, τα κουδαρίτικα. Κλαψόδεντρο αποκαλούσαν έναν πλάτανο στην ανατολική πλευρά του χωριού, είκοσι ένα μέτρα ύψους, με μεγάλη ιστορία από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. “Ήταν το σημείο όπου οι οικογένειες αποχαιρετούσαν τα περίφημα συνεργεία των μαστόρων που έφευγαν να δουλέψουνε σε μέρη μακρινά.” Διαφορετικές, ωστόσο, οι κατευθύνσεις από εκείνες των ξενιτεμών στην ιστορία της Μήλιου. Ούτε Κωνσταντινούπολη ούτε Βγιέννα πήγαιναν· “η χάρη τους έφτανε ως την Εύβοια και την Πελοπόννησο”. Στο διήγημα οι αποχαιρετισμοί αναφέρονται παρεμπιπτόντως, καθώς η αφήγηση εστιάζει στον κεντρικό ήρωα και τη σχέση του με τον αιωνόβιο κλαψόδεντρο. Έναν δάσκαλο ετών 39, εγγονό χτίστη, με τόπο διαμονής την Θεσσαλονίκη και θερινό καταφύγιο το κτήμα στον τόπο της καταγωγής του, τον Πεντάλοφο. Μέσα από το εφιαλτικό όνειρο του δάσκαλου, με το οποίο ανοίγει το διήγημα, διαφαίνεται η αίσθηση κατάπτωσης και ματαίωσης, που τον έχει καταλάβει. Νιώθει και εκείνος άρρωστος, όπως ο πλάτανος που τον σιγοτρώει ένας εξ Αμερικής προερχόμενος μύκητας.
Ούτε το εφιαλτικό όνειρο ούτε ο εναγκαλισμός του με τον κλαψόδεντρο, που έρχεται σαν καταληκτική κορύφωση της διήγησης, έχουν ομοιότητα με το ενύπνιο «Υπό την βασιλικήν δρυν» του ενδεκαετούς παπαδιαμάντειου παιδίου και την “άφατον συγκίνησιν” που το μεγαλοπρεπές εκείνο δέντρο του προκαλούσε σαν μαγική μεταμόρφωση “κόρης παρθενικής του βουνού”. Κι όμως, κάποιος, πιθανώς αρκούντως ευφάνταστος ή και ευαίσθητος, ίσως αφουγκραστεί τη “συνομιλία” των δυο διηγημάτων στο κράτημα του ανθρώπου από το δέντρο, κυρίως στην έμψυχη υπόσταση, που και οι δυο αφηγήσεις του προσδίδουν. Η νύμφη “Αμαδρυάς συναποθνήσκει με την δρυν” στο διήγημα του Παπαδιαμάντη, ενώ, στου Σκαμπαρδώνη, η επαφή με τον κορμό του πλάτανου επιδρά ως ζωογόνος δύναμη στον καταπτοημένο ψυχισμό του ήρωα.
Επιμένοντας στη “συνομιλία” με τον Παπαδιαμάντη, οι αποχαιρετισμοί των διηγημάτων της Μήλιου και του Σκαμπαρδώνη, που γίνονται κάτω από τα κλαψόδεντρα, ανακαλούν έτερο διήγημά του, με θαλάσσιους αντί χερσαίους αποχαιρετισμούς. “Επάνω εις τον βράχον της ερήμου βορεινής ακτής, πλησίον εις το λησμονημένον παρεκκλήσι της Παναγίας της Κατευοδώτρας” μαζεύονταν οι γυναίκες των θαλασσινών και αγνάντευαν τα καράβια των δικών τους καθώς σάλπαραν. Μόνο που σε εκείνο «Τ’ Αγνάντεμα», τα δάκρυα μπορούσαν να έχουν μέχρι και τραγικά επακόλουθα. Σύμφωνα με μύθο από την εποχή “των παλαιών Ελλήνων”, το Φλανδρώ, αγναντεύοντας “το καράβι του άνδρα της που έφευγε, έκλαψε πικρά κ’ έπεσαν τα δάκρυά της στα κύματα και τα κύματα επικράθηκαν, κ’ εφαρμακώθηκαν, και θύμωσαν ... και στο δρόμο τους που ηύραν το καράβι, έπνιξαν τον άνδρα της”.
Ας αφήσουμε, όμως, τον Σκιαθίτη, κι ας επικεντρωθούμε στις “συνομιλίες” των τριών Μακεδόνων συγγραφέων, που συνέπεσε να δημοσιεύσουν τα διηγήματά τους φθινόπωρο του 2011. Η “συνομιλία” των διηγημάτων Μήλιου-Σκαμπαρδώνη παραμένει στο θεματικό πεδίο, σε αντίθεση με εκείνη των Κοψαχείλη-Σκαμπαρδώνη. Μπορεί μεν ο Κοψαχείλης να μην καταφεύγει στο μύθο του κλαψόδεντρου, αλλά και εκείνος δίνει στα αιωνόβια ρόμπολα έμψυχη υπόσταση. Ύστερα, η “συνομιλία” των δυο διηγηματογράφων δηλώνεται ποικιλοτρόπως από τους ίδιους και δεν περιορίζεται στα συγκεκριμένα διηγήματα. Σχεδόν συνομήλικοι, στα πρόσφατα βιβλία τους ανταλλάσσουν αφιερώσεις σε επιμέρους διηγήματα. Πιθανώς και ως ένδειξη άδηλων προσφορών υπό τη μορφή πυρήνων έμπνευσης. Χωρίς να γνωρίζουμε πρόσωπα και πράγματα, κάνουμε την εικασία ότι οι μυθοπλαστικοί τους κόσμοι συγγένευαν πριν διαβάσουν ο ένας τον άλλο. Το 1988-1990, δημοσίευσε ο Κοψαχείλης τα τέσσερα πρώτα διηγήματά του σε αθηναϊκό περιοδικό («Το παραμιλητό»). Ο Σκαμπαρδώνης είχε δημοσιεύσει διηγήματα νωρίτερα αλλά σε περιοδικά της Θεσσαλονίκης, τότε, ωστόσο, εξέδωσε τα δυο πρώτα του βιβλία, εμμένοντας σε Θεσσαλονικείς εκδότες. Στον πρώτο εκδότη του (Ιανός) θα βγάλει ο Κοψαχείλης, 22 χρόνια αργότερα, το ένα και μοναδικό βιβλίο του, το οποίο, παρεμπιπτόντως, στην Αθήνα έλαβε μια κριτική έναντι είκοσι, πιθανώς και περισσότερων, του Σκαμπαρδώνη. Με άλλα λόγια, οι συγγραφικοί βίοι τους μόνο παράλληλοι δεν είναι, αλλά η ιστορία της λογοτεχνίας στοιχειοθετείται με κείμενα και όχι με βιογραφικά. Όσο για τις κριτικές είναι, κατά κανόνα, θέμα γνωριμιών και αναγνωρισιμότητας του συγγραφέα. Ακόμη και τα μέλη των κριτικών επιτροπών διαβάζουν τα βιβλία, που τους προωθεί ο κύκλος των γνωστών τους. Όσων διαθέτουν αναγνωρισιμότητα δεν χρειάζεται ούτε καν να τα διαβάσουν, αφού δεν χρειάζεται να υπερασπίσουν την υποψηφιότητά τους. Γι’ αυτά αρκεί το όνομα του συγγραφέα.
Ένα χαρακτηριστικό της συγγένειας των μυθοπλαστικών τους κόσμων είναι ο στενός συγχρωτισμός των ηρώων τους με τεθνεώτες και ζωντανά. Στα πρόσφατα διηγήματα του Σκαμπαρδώνη, οι προσφιλείς αποθανόντες στοιχειώνουν τη μνήμη του αφηγητή, στα παλαιότερα, ωστόσο, παρουσιάζονταν και σαν ενύπνια φάσματα. Στα διηγήματα του Κοψαχείλη, το μεταφυσικό στοιχείο είναι πολύ εντονότερο, καταλήγοντας καθοριστικό της εντύπωσης. Ένα από τα καλύτερα διηγήματά του, με πρωταγωνιστή τον παππού “εδώ και έντεκα χρόνια πεθαμένο”, είναι το «Φθινόπωρο». Τοποθετείται στο χωριό Βυθός, γειτονικό του Πεντάλοφου. Όπως αφηγείται ο Σκαμπαρδώνης στο δικό του διήγημα, παλιά ο Βυθός ονομαζόταν Ντόλος και οι Ντολιανάτες κτιστάδες είχαν φθάσει μέχρι την Περσία, όπου έχτισαν ανάκτορο για τον Σάχη. Τόση ήταν η φήμη τους, που στα χωριά του Βόϊου απαθανατίστηκαν στα χριστούγεννιάτικα κάλαντα, εξοστρακίζοντας τους τρεις Μάγους: «Εκ της Περσίας έρχονται σαράντα Ντολιανάτες...»
Το διήγημα του Κοψαχείλη, στη δεύτερη δημοσίευσή του στο βιβλίο, είναι αφιερωμένο στον Σκαμπαρδώνη. Αντιστοίχως, το δικό του, «Ο Κλαψόδεντρος», είναι αφιερωμένο στον Κοψαχείλη. Ίσως, οι λόγοι να είναι περισσότεροι του ενός, πιθανώς και μέσα από τη σχέση τους με τους τόπους. Στέργιος, πάντως, είναι το όνομα του ήρωα στο διήγημα του Σκαμπαρδώνη, το ίδιο με του κακού στο διήγημα του Κοψαχείλη. Σε εκείνο είναι ένας από τους λοτόμους, που κόβουν τα αιωνόβια ρόμπολα του Αγίου Διονυσίου του Ολυμπίτη. Πέφτοντας το δέντρο του λιάνισε το κεφάλι. Αγίου τιμωρία. Η συγγένεια δεν περιορίζεται στο όνομα, άλλωστε κι ένας άλλος ήρωας του Σκαμπαρδώνη, ένας τρελάρας, έχει το ίδιο όνομα. Είναι βαθύτερη, καθώς συνδέεται με το υφέρπον μεταφυσικό στοιχείο. Για παράδειγμα, και στους δυο, κάποια σπάνια φυσικά φαινόμενα συμβαίνει να παίρνουν τις διαστάσεις του υπερφυσικού χάρις στον τρόπο της ανιστόρησής τους. Στα δυο πρόσφατα διηγήματα του Σκαμπαρδώνη και του Κοψαχείλη “βρέχει ψάρια και μπακάκια”. Στο πρώτο, τα βατράχια στον παραλιακό της Τορώνης είναι ο πυρήνας γύρω από τον οποίο στροβιλίζεται ένας ολονύχτιος εφιάλτης. Στο δεύτερο, μένει η φοβική εικασία να “ήταν σημάδι του Αγίου”, που “ήταν πολύ χολωμένος”. Και στις δυο αφηγήσεις υπάρχει η μυστικιστική υφή της μαγείας.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 25/11/2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου