Δημήτρης Νόλλας
«Στον τόπο»
Εκδόσεις Ίκαρος
Απρίλιος 2012
Φωτογραφία Δημήτρη Σούλα.
Φθινόπωρο 2011, αντί για τα υπεσχημένα Άπαντα, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Οδός Πανός» ένα καινούριο σύντομο πεζό του Νόλλα, με όλες τις αρετές του γνήσιου διηγήματος. Μαφιόζικο το σκηνικό, σε κρυφό μπαρ πίσω από βιτρίνα «Εδώδιμα-Αποικιακά», στην αγορά της Τσιμισκή, τουτέστιν στην καρδιά της Θεσσαλονίκης, κατά τα μεθεόρτια της δολοφονίας Λαμπράκη, με θαμώνες χωροφύλακες και αντί για γυναίκες, λικνιζόμενα γκαρσόνια. Ο τόπος και η εποχή, ο εκ Γερμανίας μετανάστης, η ηδονοθηρία ως δικλείδα ασφαλείας για το Σώμα της Χωροφυλακής, και εν μέσω όλων αυτών, το σασπένς της αναζήτησης μιας Χρυσάνθης, που, σαν “μια άλλη Ελένη”, μπορεί να είναι κι αυτή “ένα πουκάμισο αδειανό”, δείχνονται μέσα σε πέντε σελίδες. Το πεζό φέρει τίτλο, «Ταξίδι στην Ελλάδα», προσδιοριστικό υπότιτλο “απόσπασμα”, αύξοντα λατινικό αριθμό πέντε και ως επιμέρους τίτλο, το «Εδώδιμα-Αποικιακά». Άρα, συνάδει με την εκδοχή της μυθιστοριογραφίας, αν δεν πρόκειται για μεταμοντέρνα μεταμφίεση, την οποία πρέπει να έχουμε πάντα κατά νου.
Ευτυχώς, εφέτος τον Απρίλιο, εκδόθηκε μια συλλογή δέκα διηγημάτων, όπου τα επτά είναι δημοσιευμένα μέσα στην τετραετία, Χριστούγεννα 2004-Αύγουστο 2009. Πιθανώς και ως πρόγευση των Απάντων, καθώς το οπισθόφυλλο φέρει την υπογραφή της υπευθύνου για την κατάρτισή τους θεωρητικού. Όπως και να έχει, υπάρχουν τρία αδημοσίευτα διηγήματα. Για το άριστο του αποτελέσματος αποφάνθηκε από τους πρώτους ο Δ. Ν. Μαρωνίτης, αποδίδοντας στον Νόλλα τον επίζηλο τίτλο “του αρτιότερου πεζογράφου της γενιάς του”. Το πρόβλημα με αυτήν την απόφανση δεν έγκειται στον απόλυτο χαρακτήρα της, αλλά στο γεγονός ότι η πρώτη μεταπολεμική γενιά θεωρητικών, στην οποία και πρωτοστατεί ο Μαρωνίτης, δεν έχει καταλήξει σε ποια γενιά ανήκουν οι γεννηθέντες στα ακέραια πολλαπλάσια των δεκαετιών, όπως ο Νόλλας. Αν υποθέσουμε ότι εννοεί ως γενιά του Νόλλα, γεννηθέντος το 1940, τη δεύτερη, ο έπαινος αποκτά άλλο βάρος, γιατί σε εκείνη μετρούμε τουλάχιστον τρεις με τέσσερις “μαστόρους” του διηγήματος. Αν πάλι ταξινομηθεί στην επόμενη, που είναι γενιά μυθιστοριογράφων, ο έπαινος αποβαίνει σχεδόν αυτονόητος, κάτι σαν φόρος τιμής στο καλό διήγημα.
Ανθρωποκεντρικός ο Νόλλας, αυτή τη φορά πλάθει ήρωες που διαγράφουν τις τροχιές του βίου τους “στον τόπο”. Εκείνο που βαραίνει καθοριστικά στις ιστορίες του δεν είναι το πέρασμα του χρόνου, αλλά η αλλαγή του τόπου. Ορισμένοι έρχονται από το χωριό, το νησί ή την κωμόπολη στην Αθήνα, και άλλοι πηγαίνουν από την Αθήνα σε Βιέννη, Γερμανία ή Αυστραλία, αλλά και τούμπαλιν, κάποιοι φτάνουν από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα στην Ελλάδα. Σαν το βασικό να μην είναι ο προορισμός αλλά η αλλαγή του τόπου. Οι χρόνοι που εκτυλίσσονται οι ιστορίες και συνακόλουθα, οι καταστάσεις μέσα στις οποίες διαδραματίζονται, απέχουν παρασάγγας, αφού το άνοιγμα στις αφηγήσεις του βιβλίου υπερβαίνει την πεντηκονταετία. Ξεκινά από την επαύριο εκείνης της τελευταίας για τη χώρα δεκαετίας “πολέμου και καταστροφών” και φτάνει μέχρι ένα απροσδιόριστο παρόν. Ωστόσο, αυτό που προβάλλεται με τη συστοίχιση των ιστοριών δεν είναι η διαφορετική χρονική συνιστώσα αλλά, αντιθέτως, η σύγκλιση των διαφορετικών καταστάσεων, έτσι όπως σταθερά καταλήγουν στη δυστυχία ή και στην καταστροφή εκείνου που αποτόλμησε την μετακίνηση. Όλοι εγκαταλείπουν έναν τόπο, που μετά εσαεί νοσταλγούν, για έναν άλλον δεινών δοκιμασιών, προς εξασφάλιση κάποιας οικονομικής ευεξίας ή και μόνο των προς το ζην.
Κι όμως, κανείς “δεν κάθεται στα αυγά του”, όπως παροτρύνει ο ήρωας του τελευταίου, ομότιτλου της συλλογής, διηγήματος. Αυτός είναι ο μόνος, που αρνείται όχι μόνο να φύγει μετανάστης, αλλά και να κάνει οποιαδήποτε αλλαγή στη ζωή του. Κι αυτό, γιατί στάθηκε αυτόπτης μάρτυρας ενός θανάτου που επήλθε όλως διόλου συμπτωματικά, λόγω αλλαγής θέσης από μια κοτρόνα στη διπλανή, που φαινόταν βολικότερη για σκαμνάκι. Έζησε στάσιμος, “στον τόπο”, για να διαφύγει ή έστω να αργοπορήσει το μοιραίο, και του έλαχε να “μείνει στον τόπο”, όταν άλλαξε θέση σε ένα παγκάκι για να βολευτεί καλύτερα. Παρεμπιπτόντως, μια πρώτη παρατήρηση όσο αφορά την ιδιαιτερότητα του Νόλλα στο σύνολο της γενιάς του, στην περίπτωση που αυτή είναι η δεύτερη μεταπολεμική, θα λέγαμε ότι διακρίνεται ως διηγηματογράφος για γονιμότερη φαντασία, καθώς παραμένει σταθερά σε απόσταση ασφαλείας από το έκδηλα βιωματικό στοιχείο.
Κατά τα άλλα, σήμερα, που, στην πεζογραφία των νεότερων, κυριαρχούν οι σκηνές βίας και υπερτερεί στις όποιες σχέσεις των χαρακτήρων η σκληρότητα, η τρυφερότητα που νοτίζει τις ιστορίες του Νόλλα έχει κάτι το παραμυθικό. Εκ πρώτης όψεως, φαίνεται παράξενη αυτή η γλυκύτητα των αισθημάτων, όταν ο μυθοπλαστικός κόσμος του συντίθεται από ταλαίπωρους και παρίες. Το μότο του πρώτου διηγήματος, «Μωρέ παιδιά καημένα/ παιδιά ξενιτεμένα», ανακαλεί το δημοτικό τραγούδι, «Μωρέ παιδιά καημένα, παιδιά της Σαμαρίνας κι ας είστε λερωμένα», που θα μπορούσε να είναι μότο ολόκληρου του βιβλίου. Κι αν όλοι οι ξενιτεμένοι δεν είναι ματωμένοι, καταπώς υπαινίσσεται το δημώδες άσμα, από το άγριο ξύλο, είναι λερωμένοι, άλλοι από το κάρβουνο του Ρουρ και άλλοι από την κακομεταχείριση του κάθε ένα, που ευημερεί με τον δικό τους ιδρώτα. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι ο Νόλλας εξωραΐζει τις δύσκολες καταστάσεις. Ούτε αυτό, όμως, κάνει. Αντιθέτως, τις περιγράφει ίσως και με περισσή ακριβολογία. Το μυστικό φαίνεται να είναι η οπτική γωνία που υιοθετεί. Επικεντρώνεται στην ευαίσθητη έως και τρυφερή πλευρά, που σήμερα τείνει να εκλείψει από τους πάντες, πόσω μάλλον τους ήρωές του, που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. Κι όμως, αν όχι απαξάπαντες, οι περισσότεροι, μυθιστορηματική αδεία, διαθέτουν μια παρόμοια ευάλωτη πλευρά. Ο συγγραφέας αποκλίνει από τον ρεαλιστικό κανόνα, χαρίζοντας στον αναγνώστη την ουτοπία “των αγαπωμένων”.
Ας αφήσουμε, όμως, το αρσενικό γένος, που οφείλει κανείς να χρησιμοποιεί σε γενικόλογες εκφράσεις, όταν αναφέρεται σε αμφότερα τα φύλα. Αυτήν την ουτοπία ο Νόλλας την χαρίζει στις αναγνώστριες, που καταφεύγουν εν κρυπτώ στα ροζ μυθιστορήματα. Μόνο που εκεί λείπει το ευφραντικό μέσο της γλώσσας, με αποτέλεσμα ο ερωτικός μύθος να προσλαμβάνεται εγκεφαλικά και να μη γλυκαίνει τα μέσα τους. Οι ιστορίες του Νόλλα καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα αγαπώντων και αγαπωμένων. Ένας ερωτόπλαγκτος προσφέρει τόση πολλή λατρεία, που εκείνη πνίγεται και τον εγκαταλείπει. Παρομοίως, κάποιος που είναι δυνατός ή και μια ζωή κουμπωμένος, μπορεί να στύβει την πέτρα, όπως λέει ο λαός, αλλά την καλή του δεν έχει τη δύναμη να την κρατήσει κοντά του. Από την άλλη, άντρες, που δείχνουν άκαρδοι, γίνονται σπλαγχνικοί με μια γερόντισσα και πιο μητρικοί από μανάδες με ένα βρέφος. Και αφού οι λέξεις, παρά η υπόθεση, είναι σε όλες τις ιστορίες οι καλοί αγωγοί της συναισθηματικής γλυκύτητας, ο συγγραφέας εκμεταλλεύεται και τις μετακυλίσεις της σημασίας τους. Έτσι εμφυτεύει σε μια ιστορία αγνής παιδοφιλίας ενός γυρολόγου για την μικρή Ασμάτ –όνομα καθόλου τυχαίο– το σπέρμα του παιδοφιλικού έρωτα, που προκαλεί την οργή των ομοεθνών της.
Δύο από τα τρία αδημοσίευτα διηγήματα είναι τα πιο ερωτικά της συλλογής. Το πρώτο έχει τίτλο, που θα ταίριαζε και σε ροζ ιστορία, «Ένα κουλούρι στα δυο». Αυτό μοιράζεται ένα ζεύγος σαραντάρηδων μικροϋπαλλήλων, που συμβιώνουν δέκα χρόνια, χωρίς παιδιά. “Είναι αργά για παιδιά, τι να το κάνουμε το στεφάνι”, έλεγε εκείνος. “Δεν πάει να πει τίποτα αυτό”, απαντούσε εκείνη. “Αλλά δεν το ’κανε ζήτημα”, παρατηρεί επιγραμματικά ο αφηγητής του Νόλλα, ενώ ο αφηγητής ενός ροζ μυθιστορήματος θα πρόσθετε, “για να μην τον χάσει”. Πιθανώς και να συνέχιζε με τις μηχανορραφίες και τις γαλιφιές, που εκείνη θα επινοούσε για να επιτύχει το πολυπόθητο κουκούλωμα. Πάντως, τα σουσάμια που σκορπίστηκαν πάνω στο τραπέζι με το μοίρασμα του κουλουριού, δεν θα του περνούσε από το μυαλό να τα εκμεταλλευτεί. Στο διήγημα του Νόλλα, την ώρα που εκείνος εξομολογείται παλαιά σφάλματα και πόνους, εκείνη τον ταΐζει ένα ένα σπόρια σουσαμιού. Ο δικός του αφηγητής δεν περιγράφει με λόγια το δεσμό τους, αλλά με μια ασήμαντη πράξη τού δίνει σωματική ζεστασιά.
Σε αυτήν τη σωματική ζεστασιά, που θεραπεύει, επανέρχεται στο δεύτερο διήγημα. Εκεί, ο μωλωπισμένος από άγριο ξυλοδαρμό ήρωας χώνεται στην αγκαλιά της γυναίκας, όπως είχε ακούσει ότι κάνανε οι παλιοί, που τυλίγανε με το τομάρι από ένα άρτι σφαγμένο ζώο τον ανελέητα κακοποιημένο δικό τους άνθρωπο. Διηγήματα γυναικείας ευαισθησίας, θα αποφαινόταν μια αναγνώστρια, δεδομένου ότι οι γυναίκες, παρά το πρακτικό τους πνεύμα, θεωρούν την ευαισθησία δικό τους αποκλειστικό προνόμιο. Μόνο που καμιά γυναίκα συγγραφέας δεν θα είχε την ευαισθησία να παρομοιάσει την γυναικεία φωνή με “θρόισμα κουρτίνας σε αυγουστιάτικο μελτέμι”. Εν τέλει, αυτή η σχεδόν παραμυθική τρυφερότητα αποκρύβει το βαθύτερο υπαρξιακό άγχος, όπου πραγματικές παραστάσεις, παραισθήσεις και εφιάλτες λειτουργούν σαν συγκοινωνούντα δοχεία. Δεν χωράει συζήτηση. Τα Άπαντα μπορούν να περιμένουν.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 2/12/2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου