Κώστας Μουρσελάς
«Στην άκρη της νύχτας»
Εκδόσεις Πατάκη
Νοέμβριος 2011
Η ενσάρκωση της Μοσχούλας από την ηθοποιό Καλλιόπη Σίμου σε θεατρική διασκευή του διηγήματος «Όνειρο στο κύμα» κατά το επετειακό έτος 2011.
Παρεμπιπτόντως, βρίσκουμε άσχημη ιδέα, χάριν απλοποίησης της ορθογραφίας, ένα καθαρόαιμο πελοποννήσιο επίθετο, όπως το Μανωλόπουλος, να γράφεται στην πρόσφατη έκδοση με δυο όμικρον. Επίσης, άσχημη ιδέα, που προκαλεί μάλιστα σύγχυση, είναι, στον κατ’ επιλογή κατάλογο των έργων του συγγραφέα, που παρατίθεται στην αριστερή σελίδα εκείνης του τίτλου, να μη δίνεται η χρονολογία της πρώτης έκδοσης, αλλά μια τυχούσα, κάποιας επανέκδοσης. Για παράδειγμα, σύμφωνα με αυτόν τον κατάλογο, ο Μουρσελάς συνέχισε να γράφει θέατρο και μετά την έκδοση του πρώτου του μυθιστορήματος, το οποίο κυκλοφόρησε το 1991. Ωστόσο, αφότου γνώρισε την μυθιστορηματική ευρυχωρία, δεν θέλησε ή δεν μπόρεσε να ξαναδοκιμαστεί στην πειθαρχία του θεατρικού λόγου. Όσο για το μυθιστόρημα, εκδόθηκε φθινόπωρο 1989, ενώ, φθινόπωρο 1992, ήταν ήδη τηλεοπτική σειρά. Χρονολογία σταθμός, καθώς σηματοδοτεί την επίσημη έναρξη της εποχής του μπεστ-σέλερ.
Στο καινούριο μυθιστόρημα, μαζί με τον Κωνσταντή Μανωλόπουλο επανεμφανίζονται και οι υπόλοιποι της πελοποννήσιας αντροπαρέας. Λιακόπουλος, Δρακόπουλος και σία. Κυρίαρχη μορφή, ωστόσο, παραμένει η εσαεί πέτρα του σκανδάλου εκείνης της παρέας. Το “κάθαρμα” αλλά και ο ήρωάς τους, ο Μικρασιάτης Μανώλης Ρετσίνας. Ζορμπά τον αποκαλεί ο Μανωλόπουλος. Και πράγματι, ως πρότυπο στο πλάσιμο των δυο χαρακτήρων και της αναμεταξύ τους σχέσης λειτούργησε ευθύς εξαρχής το καζαντζακικό δίδυμο του αγγλοέλληνα συγγραφέα, που είναι και ο αφηγητής, και του Αλέξη Ζορμπά. Όπως στο καλούπι υπαρκτού προσώπου πλάστηκε ο Ζορμπάς, έτσι προέκυψε και ο Ρετσίνας. Σύμφωνα με τις συνεντεύξεις του Μουρσελά, τον γνώρισε στα γυμνασιακά του χρόνια, στον Πειραιά. Ήταν λίγο μεγαλύτερός του, αλλά πολύ πιο “περπατημένος”. Ο Λούης, καταπώς βάφτισε αυτόν τον δικό του Ζορμπά, εντυπωσίασε τον άτολμο και ερωτικά άπραγο έφηβο, που ήταν τότε. Εξομολογείται πως, για χρόνια, τον κυοφορούσε ως μυθιστορηματικό ήρωα. Η γέννα ήρθε από μόνη της, σε μια φάση της ζωής του, που εκείνος ήταν κουβαριασμένος στο κελί του. Ο Λούης δεν τον έσυρε στο χορό μιας ζωής σαν τη δική του. Τον παρέσυρε, όμως, στο χορό της μυθιστοριογραφίας.
Παθιασμένος με τον έρωτα
Το 2011 ήταν Έτος Παπαδιαμάντη. Οι δυο τρεις μάνατζερ της λογοτεχνίας που διαθέτουμε, έσπευσαν να παραγγείλουν διηγήματα, αφηγήσεις ή ό,τι άλλο ήθελε προκύψει, με δοσμένο θέμα τον Παπαδιαμάντη και το έργο του. Αλλά, κατά την εορταστική ανάστασή του, σε όλες τις εκφάνσεις της – δημοσιογραφική, συγγραφική, θεατρική, τηλεοπτική – επικράτησε ως κανόνας, ότι, στο έργο του, πραγματικά πρόσωπα και μυθοπλαστικοί χαρακτήρες βρίσκονται σε πλήρη ταύτιση, με τον ίδιο τον Παπαδιαμάντη μονίμως στο ρόλο του αφηγητή. Αυτό σημαίνει ότι ο Παπαδιαμάντης, όπως και πολλοί σημερινοί συγγραφείς, δεν κάνει άλλο από το να αυτοβιογραφείται. Με άλλα λόγια, η ζωή του, για τους αναγνώστες της μετανεωτερικής εποχής, είναι ανοιχτό βιβλίο. Αντί για σκοτεινές πτυχές, έχουμε στη διάθεσή μας έρωτες και πάθη των ουκ ολίγων ηρώων του. Το θέμα, λοιπόν, είναι ο βίος και η πολιτεία του Παπαδιαμάντη. Ο Μουρσελάς, σε συνέντευξή του, εκμυστηρεύεται, ότι, εδώ και χρόνια, είχε αρχίσει να τον ενδιαφέρει η ζωή του Παπαδιαμάντη και να τον βλέπει σαν πιθανό ήρωά του. Ήθελε να εμβαθύνει στον εσωτερικό του κόσμο. Κάπως ασαφές αυτό το τελευταίο, ωστόσο, η εξομολόγηση, που ακολουθεί είναι αρκούντως αποσαφηνιστική: “Έτσι άγιος και αμαρτωλός που ήταν συγχρόνως, έτσι παθιασμένος με τη γυναίκα και τον έρωτα και που, όπως λένε, δεν τόλμησε ποτέ να φέρει κάποια στο κρεβάτι του”.
Με αυτά κατά νου ξεκίνησε το κατά παραγγελία διήγημα. Τελικά, φαίνεται ότι το αποτέλεσμα κρίθηκε τόσο επιτυχημένο, ώστε να επανέλθει και να απλώσει τη μυθοπλαστική ζύμη σε έκταση μυθιστορήματος. Ευθύς εξ αρχής, ακολούθησε την επικρατούσα ανά την υφήλιο συνήθεια, αντί “το στόρι” να επινοείται εκ του μηδενός, να επιχειρείται η συνέχιση ενός παλαιότερου μυθιστορήματος ή και θεατρικού έργου. Μόνο που αυτός προτίμησε μια πιο πεποικιλμένη μορφή. Επινόησε την προέκταση ενός παπαδιαμαντικού διηγήματος και την ενσωμάτωσε στο δικό του μυθοπλαστικό χώρο, προβάλλοντας ως κυρίως αφήγηση το πώς προέκυψε ως υποκατάστατο του συγγραφέα Παπαδιαμάντη το δίδυμο Μανωλόπουλου-Ρετσίνα. Έτσι, στήνει μια μάλλον περίπλοκη ιστορία, που του δίνει την ευκαιρία να σχολιάσει τη γνωστή αντιπαράθεση όσων πιστεύουν ότι η λογοτεχνία αντανακλά πιστά την πραγματικότητα και εκείνων, που υπερασπίζονται την αυτοτέλειά της. Υπέρμαχος της πρώτης άποψης είναι ο Ρετσίνας και της δεύτερης, ο Μανωλόπουλος, ως συγγραφέας. Τελικά, υπερίσχυσε, κατά αληθοφανή αν και ελαφρώς παρατραβηγμένο τρόπο, η άποψη του Ρετσίνα και ολοκληρώθηκε ένα από τα διηγήματα που ο “άτολμος” και εν ζωή και συγγραφικά Παπαδιαμάντης άφησε με “κολοβό φινάλε”. Όσο για την επιλογή του διηγήματος, αυτή παρουσιάζεται ευθύς εξ αρχής ως δεδομένη, αφού το ζητούμενο ήταν μια παπαδιαμαντική ηρωίδα, που θα μπορούσε να καταλήξει στο κρεβάτι του αφηγητή, τουτέστιν του Παπαδιαμάντη. Ο οιοσδήποτε, από τους παπαδιαμαντολόγους μέχρι τον πρώτο τυχόντα απόφοιτο λυκείου, θα υποδείκνυε ασυζητητί την Μοσχούλα. Κατά συνέπεια, αν ένα παπαδιαμαντικό διήγημα παραμένει φαινομενικά ημιτελές, αυτό είναι το «Όνειρο στο κύμα». Μέχρι που οι νεότεροι σχολικοί σύμβουλοι το πρόταξαν στο αναγνωστικό της τρίτης Λυκείου, τονίζοντας ότι καταχωρίζεται στα αυτοβιογραφικά.
Το δίκιο του αναγνώστη
Θηρίο είχε γίνει ο Σάλιντζερ, καίτοι στα ενενήντα του, όταν καταπιάστηκαν να ολοκληρώσουν τον κρινόμενο ως κολοβό «Φύλακα στη σίκαλη». Κι αν δεν πέθαινε, διόλου απίθανο να κατέφευγε στην αυτοδικία, καθώς τα δικαστήρια δικαιώνουν συνήθως το ευρύ κοινό, που θέλει ένα ζουμερό “στόρυ” και όχι δύσβατα αναγνώσματα. Όπως διατείνεται και ο Ρετσίνας, ο συγγραφέας πρέπει να δίνει ένα φινάλε, όχι κατά το γούστο του, αλλά τέτοιο που να ικανοποιεί τα αναγνωστικά γούστα. Η απειλή, πάντως, της αυτοδικίας δεν υπάρχει στην περίπτωση του Παπαδιαμάντη, εκατόν ένα χρόνια πεθαμένος. Όσο για τους σεβάσμιους πνευματικούς κληρονόμους του έργου του, αυτοί είναι όλοι τους του γλυκού νερού. Ούτε δια της γραφίδος δεν τολμούν να τον υπερασπιστούν.
Για να προκύψει από το διήγημα μυθιστόρημα, ο Μουρσελάς, όπως το συνηθίζει, το χώρισε σε δυο ίσα μέρη. Απλώνει την αφήγηση από το νεόκοπο φινάλε του παπαδιαμαντικού διηγήματος, φροντίζοντας να δημιουργήσει σασπένς γύρω από την ταυτότητα του συγγραφέα του, αλλά και την ψυχολογική κατάσταση, στην οποία εκείνος βρισκόταν ώστε να αποτολμήσει παρόμοια αποκοτιά. Για να το επιτύχει, εκμεταλλεύεται τη φράση του αφηγητή του Παπαδιαμάντη γύρω από το τι απέγινε η Μοσχούλα: «...Σπανίως την είδα έκτοτε, και δεν ηξεύρω τι γίνεται τώρα, οπότε είναι απλή θυγάτηρ της Εύας, όπως όλαι.» Έτσι, πλάθει δυο θυγατέρες της Εύας. Μια πρώτη για το κρεβάτι του δικού του αφηγητή, του Μανολώπουλου, και μια για την κλίνη του αφηγητή του Παπαδιαμάντη.
Φιλολογισμοί
έναντι μυθοπλασίας
Το πραγματικό όνομα της Μοσχούλας, κατά το μυθιστόρημα, είναι Ουρανία Παρίση. Ο Ιωάννης Φραγκούλας, που ξεχώρισε τα πραγματικά από τα φανταστικά ονόματα και πρόσωπα στον παπαδιαμαντικό κόσμο, υποστήριξε βάσιμα πως το μόνο πραγματικό όνομα στο εν λόγω διήγημα είναι του πάτερ Σισώη και ότι ο κυρ Μόσχος και η ανιψιά του η Μοσχούλα ανήκουν στα φανταστικά πρόσωπα. Δεν σκέφτηκε ο καημένος ότι ο Παπαδιαμάντης “για ευνόητους λόγους” τους είχε αλλάξει τα ονόματα. Η συνέχεια της “κολοβής ιστορίας” του Παπαδιαμάντη τοποθετείται λίγο μετά τη δημοσίευση του “κολοβού” διηγήματος, Οκτώβριο 1900, στην Αθήνα. Στην ανωνυμία του μεγάλου πλήθους της πρωτεύουσας βρήκαν καταφύγιο θείος και ανιψιά Παρίση, καθώς, μυθιστορηματική αδεία, εμφανίζονται ως παράνομο ζεύγος. Επίσης, μυθιστορηματική αδεία, ζουν ακόμη ο πατέρας του Παπαδιαμάντη, ο παπ’ Αδαμάντιος Εμμανουήλ, και η μητέρα του, όπως και ο φίλος του Νήφωνας, κατά κόσμον Διανέλος, με τον οποίο εξακολουθεί να “μπεκροπίνει”. Ο Παπαδιαμάντης έψαξε και βρήκε σε συνοικία της Αθήνας το σπίτι του ζεύγους και άρχισε να παραφυλάει την Μοσχούλα, καθισμένος στο καφενείο της γωνίας. Αντίθετα με τις συνήθειές του, το έριχνε στα “ουζάκια”. Όσο για την Μοσχούλα, εμφανίζεται σαν μια σύγχρονη Λολίτα. Σπιτωμένη από τον θείο, συμμετέχει στα ερωτικά τους παιχνίδια και “στη ζούλα καπνίζει”.
Αναμένοντας στο καφενείο ο Παπαδιαμάντης, υποτίθεται ότι βασανιζόταν να βρει θέμα για το διήγημα που του είχε παραγγείλει ο Δροσίνης και το οποίο δεν σήκωνε καθυστέρηση. Αυτό το τελευταίο είναι δικό μας. Ο Μουρσελάς μάλλον δεν θα γνωρίζει το διδακτικού περιεχομένου περιοδικό «Εθνική Αγωγή», που ο Δροσίνης ξεκίνησε την επομένη του ατυχούς πολέμου του 1897 και το οποίο πρόσεχε ιδιαίτερα. Τελικά, ένα βράδυ καθώς ερχόταν να στήσει καρτέρι, μια συνάντηση του έδωσε την ιδέα για το διήγημα, που είναι «Τα δαιμόνια στο ρέμα». Μπορεί μεν εκείνο το διήγημα να δημοσιεύτηκε πριν το «Όνειρο στο κύμα», στις 15 Ιουλίου 1900, αλλά για τις ανάγκες της μυθοπλασίας τοποθετείται αργότερα. Όπως και να έχει, το 1900, ο Παπαδιαμάντης απολάμβανε μεγάλης αναγνωρισιμότητας, όπως θα το θέταμε σήμερα. Τόσο μεγάλης, που ένας από εκείνη “την ασυμπαθή και άστοργο συντροφιά”, που στο διήγημα τον εγκατέλειψε στο ρέμα, τον αναγνώρισε στο δρόμο και του ζήτησε συγγνώμη για την αλλοτινή συμπεριφορά του. Εκείνη η παρέα παιδιών είχε εγκαταλείψει τον αφηγητή, “δεκαετές παιδίον”, “στην βρύσιν του Χαιρημονά”. Περιπλανώμενο εκεί, το παιδίον, τουτέστιν ο Παπαδιαμάντης, είχε μια τραυματική εμπειρία, με συνέπειες σε όλη του τη ζωή.
Ίμερος άνευ κλινοπάλης
Παραστατική και χυμώδης είναι η συζήτηση Μανωλόπουλου και Ρετσίνα για το πόσο “ξενέρωτος ερωτικά” ήταν ο Παπαδιαμάντης. Προβληματίζονταν κατά πόσο “είχε πάει ποτέ με γυναίκα” ή, μήπως “μια στις τόσες, πλήρωνε μια ορισμένη πόρνη να τον επισκέπτεται τις νύχτες στο σπίτι του”. Λογικότερος των δυο ο Μανωλόπουλος, αντέκρουε την πιθανότητα με το σκεπτικό ότι “οι βίζιτες από τέτοιες γυναίκες πληρώνονται αδρά”. Κατά τα άλλα, τον φαντάζονταν “καθισμένο στο σαραβαλιασμένο γραφειάκι του, στο μισοερειπωμένο σπιτάκι του, να θυμάται το γυμνό της Μοσχούλας”. Πενηντάρης εκείνος, σαράντα τόσο εκείνη. Σαράντα οκτώ, κατά το διήγημα, αλλά παρόμοια ηλικία σίγουρα θα απωθούσε την αναγνώστρια, συνηθισμένη στις αποκαλούμενες ροζ ιστορίες. Όπως και να έχει, στο “ολοκληρωμένο” «Όνειρο στο κύμα», δειπνούν οι δυο τους “σε ταβερνάκι της Πλάκας”. Εκείνος, όντας “άτολμος”, όρισε το ραντεβού δια επιστολής. Η Μοσχούλα τον γνώρισε αμέσως από “τις φωτογραφίες του στις εφημερίδες”. Ας μην το χαλάσουμε με την φιλολογίζουσα παρατήρηση, ότι τότε ακόμη δεν τον είχε απαθανατίσει ο φωτογραφικός φακός. Τέλος, εκείνη, σαν άλλη Εύα, τον παρέσυρε στο σπίτι της, μια και ο θείος έλειπε στη Σκιάθο.
Δυστυχώς, παρόλο που το φινάλε του “ολοκληρωμένου” διηγήματος δεν γράφεται για να ικανοποιήσει τον αναγνώστη της ρομαντικής εποχής του Παπαδιαμάντη αλλά τον μετανεωτερικό της σήμερον, δεν προβλέπεται η επί κλίνης συνεύρεση Παπαδιαμάντη και Μοσχούλας. Η μια σκηνή από ερωτική κλινοπάλη, που αναζητούσε διακαώς στο έργο του Παπαδιαμάντη ο Κώστας Ακρίβος, δεν υπάρχει ούτε στην κατά Μουρσελά “ολοκληρωμένη” μορφή. Ο Μουρσελάς δεν αγγίζει “τα ιερά και όσια”. Ταυτόχρονα, όμως, ως μυθιστοριογράφος και δη, μπεστ-σελερίστας, γνωρίζει πως να ικανοποιεί τους αναγνώστες του, ή, ακριβέστερα, τις αναγνώστριές του. Γι’ αυτό ξεκινάει με μια Εύα στο κρεβάτι του Μανωλόπουλου. Άλλωστε, με αυτόν έχει το πάνω χέρι, δικό του alter ego είναι. Εκεί, λοιπόν, πραγματοποιείται μια μοναδική σκηνή κλινοπάλης, κατά τις κάποτε και “παρεκκλίνουσες” ερωτικές εμμονές ενός Πελοποννήσιου. Κι αυτό, χάρις στην Εύα, που, όπως όλες οι Εύες, γνωρίζει να μεταμορφώνεται την κρίσιμη στιγμή από σεμνή και άπραγη σε πόρνη. Μια σκηνή, που, στη λογοτεχνική εκδοχή της, είναι αισθησιακή και πολύ θα την ζήλευαν οι κυρίες που συγγράφουν τα μπεστ σέλερ. Μόνο που εκείνες, ακόμη και όταν αποτολμούν να την ενθέσουν, όπως γίνεται σε ένα από τα τελευταία μυθιστορήματα της Δημουλίδου, που παρέμεινε για μήνες στους καταλόγους των μπεστ-σέλερ, ποτέ δεν θα εκκινούσαν με αυτήν. Τολμηρός όσο και ρομαντικός ο Μουρσελάς, την προτάσσει μεν, αλλά φυλάει για το τέλος τη σκηνή του μεγάλου έρωτα, που θα διαρκέσει για το υπόλοιπο του βίου των δυο εραστών. Δηλαδή, με την οπτική μιας αναγνώστριας, γράφει “το απόλυτο μπεστ-σέλερ”. Ανεξάρτητα αν, όπως και ο Παπαδιαμάντης, δεν κατόρθωσε να πάρει κεφάλι από την βασίλισσα του μπεστ-σέλερ κατά το παπαδιαμαντικό 2011, Λένα Μαντά.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 9/12/2012.
1 σχόλιο:
Μικρή παρατήρηση στο εξαιρετικό άρθρο σας και συγκεκριμένα για αυτό που γράφετε ότι ο Μουρσελάς βάφτησε ως Λούη, ("καταπώς βάφτισε αυτόν τον δικό του Ζορμπά") τον κατά κόσμο Μανώλη Αυτιά. Ο Λούης είχε ήδη στην "πιάτσα" το παρατσούκλι αυτό, κατά μία εκδοχή του ίδιου επειδή όταν ήταν επονίτης έγραφε συνθήματα στους τοίχους και έτρεχε πολύ γρήγορα για να ξεφύγει απ΄τους Γερμανούς, και κατά μια άλλη εκδοχή επειδή την είχε κοπανίσει απ τον πρώτο του γάμο (είχε γίνει Λούης).
Δ.Κ.
Δημοσίευση σχολίου