Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012

Η άτακτη Μοσχούλα



Κώ­στας Μουρ­σε­λάς
«Στην ά­κρη της νύ­χτας»
Εκδό­σεις Πα­τά­κη
Νοέμ­βριος 2011

Η ενσάρκωση της Μοσχούλας από την ηθοποιό Καλλιόπη Σίμου σε θεατρική διασκευή του διηγήματος «Όνειρο στο κύμα» κατά το επετειακό έτος 2011.



Εν μέ­ρει, κλε­ψί­τιτ­λο θα μπο­ρού­σε να χα­ρα­κτη­ρι­στεί το και­νού­ριο μυ­θι­στό­ρη­μα του Κώ­στα Μουρ­σε­λά, κα­θώς ο τίτ­λος του α­να­κα­λεί ε­κεί­νον του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος του Λουί-Φερ­ντι­νάν Σε­λίν, που εκ­δό­θη­κε προ ο­γδό­ντα χρό­νων. Το «Τα­ξί­δι στην ά­κρη της νύ­χτας», ό­πως α­πο­δό­θη­κε ο τίτ­λος α­πό την Σε­σίλ Ιγγλέ­ση Μαρ­γέλ­λου στην, προ πε­ντα­ε­τίας, με­τά­φρα­ση του βι­βλίου στα ελ­λη­νι­κά. Το μυ­θι­στό­ρη­μα του Μουρ­σε­λά α­φί­στα­ται σε προ­θέ­σεις α­πό το σε­λι­νι­κό, α­φού η συγ­γρα­φή του ξε­κί­νη­σε χω­ρίς με­γά­λες φι­λο­δο­ξίες ως έ­να κα­τά πα­ραγ­γε­λία διή­γη­μα πά­νω σε δο­σμέ­νο θέ­μα. Ίσως και γι’ αυ­τό, σε πεί­σμα της ε­πο­χής που γρά­φε­ται, δεν κι­νεί­ται σε έ­ναν ε­λεει­νό και φρι­κα­λέο κό­σμο, ό­πως ε­κεί­νον του Σε­λίν. Στο μυ­θι­στό­ρη­μα του Μουρ­σε­λά υ­πάρ­χει χρό­νος για έ­ρω­τα και λο­γο­τε­χνι­κές α­να­δι­φή­σεις. Άλλω­στε ο ή­ρωάς του, συμ­βι­βα­σμέ­νος με τον ε­αυ­τό του και τους γύ­ρω του, πόρ­ρω α­πέ­χει α­πό ε­κεί­νον του Σε­λίν, που ε­πα­να­στα­τεί ε­νά­ντια στις κοι­νω­νι­κές συμ­βά­σεις. Εί­ναι, πά­ντως, κι αυ­τό γραμ­μέ­νο σε πρώ­το πρό­σω­πο, με α­φη­γη­τή έ­ναν ά­ντρα. Πρό­κει­ται για έ­ναν ε­γκε­φα­λι­κό συγ­γρα­φέα, που δι­στά­ζει να σπρώ­ξει “τα πράγ­μα­τα στην ά­κρη τους... στο μη πε­ραι­τέ­ρω”, τό­σο στη ζωή ό­σο και στα βι­βλία του. Κι ό­ταν λέ­με ζωή, εν­νοού­με κυ­ρίως ή και α­πο­κλει­στι­κά τον έ­ρω­τα. Από τό­τε που ο Μουρ­σε­λάς ε­γκα­τέ­λει­ψε το θέ­α­τρο για την πε­ζο­γρα­φία, αυ­τός εί­ναι ο μό­νι­μος πρω­τα­γω­νι­στής του σε διη­γή­μα­τα, νου­βέ­λες και μυ­θι­στο­ρή­μα­τα. Ονο­μά­ζε­ται Κων­στα­ντής Μα­νω­λό­που­λος και πλά­στη­κε πριν α­πό κο­ντά μια ει­κο­σι­πε­ντα­ε­τία για τις α­νά­γκες του πρώ­του μυ­θι­στο­ρή­μα­τός του, «Βαμ­μέ­να κόκ­κι­να μαλ­λιά». Από μιας αρ­χής, πρό­βα­λε σαν το alter ego του συγ­γρα­φέα και έ­τσι πα­ρέ­μει­νε.
Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, βρί­σκου­με ά­σχη­μη ι­δέα, χά­ριν α­πλο­ποίη­σης της ορ­θο­γρα­φίας, έ­να κα­θα­ρό­αι­μο πε­λο­πον­νή­σιο ε­πί­θε­το, ό­πως το Μα­νω­λό­που­λος, να γρά­φε­ται στην πρό­σφα­τη έκ­δο­ση με δυο ό­μι­κρον. Επί­σης, ά­σχη­μη ι­δέα, που προ­κα­λεί μά­λι­στα σύγ­χυ­ση, εί­ναι, στον κα­τ’ ε­πι­λο­γή κα­τά­λο­γο των έρ­γων του συγ­γρα­φέα, που πα­ρα­τί­θε­ται στην α­ρι­στε­ρή σε­λί­δα ε­κεί­νης του τίτ­λου, να μη δί­νε­ται η χρο­νο­λο­γία της πρώ­της έκ­δο­σης, αλ­λά μια τυ­χού­σα, κά­ποιας ε­πα­νέκ­δο­σης. Για πα­ρά­δειγ­μα, σύμ­φω­να με αυ­τόν τον κα­τά­λο­γο,  ο Μουρ­σε­λάς συ­νέ­χι­σε να γρά­φει θέ­α­τρο και με­τά την έκ­δο­ση του πρώ­του του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, το ο­ποίο κυ­κλο­φό­ρη­σε το 1991. Ωστό­σο, α­φό­του γνώ­ρι­σε την μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή ευ­ρυ­χω­ρία, δεν θέ­λη­σε ή δεν μπό­ρε­σε να ξα­να­δο­κι­μα­στεί στην πει­θαρ­χία του θε­α­τρι­κού λό­γου. Όσο για το μυ­θι­στό­ρη­μα, εκ­δό­θη­κε φθι­νό­πω­ρο 1989, ε­νώ, φθι­νό­πω­ρο 1992, ή­ταν ή­δη τη­λε­ο­πτι­κή σει­ρά. Χρο­νο­λο­γία σταθ­μός, κα­θώς ση­μα­το­δο­τεί την ε­πί­ση­μη έ­ναρ­ξη της ε­πο­χής του μπε­στ-σέ­λερ.   
Στο και­νού­ριο μυ­θι­στό­ρη­μα, μα­ζί με τον Κων­στα­ντή Μα­νω­λό­που­λο ε­πα­νεμ­φα­νί­ζο­νται και οι υ­πό­λοι­ποι της πε­λο­πον­νή­σιας α­ντρο­πα­ρέ­ας. Λια­κό­που­λος, Δρα­κό­που­λος και σία. Κυ­ρίαρ­χη μορ­φή, ω­στό­σο, πα­ρα­μέ­νει η ε­σα­εί πέ­τρα του σκαν­δά­λου ε­κεί­νης της πα­ρέ­ας. Το “κά­θαρ­μα” αλ­λά και ο ή­ρωάς τους, ο Μι­κρα­σιά­της Μα­νώ­λης Ρε­τσί­νας. Ζορ­μπά τον α­πο­κα­λεί ο Μα­νω­λό­που­λος.  Και πράγ­μα­τι, ως πρό­τυ­πο στο πλά­σι­μο των δυο χα­ρα­κτή­ρων και της α­να­με­τα­ξύ τους σχέ­σης λει­τούρ­γη­σε ευ­θύς ε­ξαρ­χής το κα­ζα­ντζα­κι­κό δί­δυ­μο του αγ­γλοέλ­λη­να συγ­γρα­φέα, που εί­ναι και ο α­φη­γη­τής, και του Αλέ­ξη Ζορ­μπά. Όπως στο κα­λού­πι υ­παρ­κτού προ­σώ­που πλά­στη­κε ο Ζορ­μπάς, έ­τσι προέ­κυ­ψε και ο Ρε­τσί­νας. Σύμ­φω­να με τις συ­νε­ντεύ­ξεις του Μουρ­σε­λά, τον γνώ­ρι­σε στα γυ­μνα­σια­κά του χρό­νια, στον Πει­ραιά. Ήταν λί­γο με­γα­λύ­τε­ρός του, αλ­λά πο­λύ πιο “περ­πα­τη­μέ­νος”.  Ο Λούης, κα­τα­πώς βά­φτι­σε αυ­τόν τον δι­κό του Ζορ­μπά, ε­ντυ­πω­σία­σε τον ά­τολ­μο και ε­ρω­τι­κά ά­πρα­γο έ­φη­βο, που ή­ταν τό­τε. Εξο­μο­λο­γεί­ται πως, για χρό­νια, τον κυο­φο­ρού­σε ως μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό ή­ρωα. Η γέν­να ήρ­θε α­πό μό­νη της, σε μια φά­ση της ζωής του, που ε­κεί­νος ή­ταν κου­βα­ρια­σμέ­νος στο κε­λί του. Ο Λούης δεν τον έ­συ­ρε στο χο­ρό μιας ζωής σαν τη δι­κή του. Τον πα­ρέ­συ­ρε, ό­μως, στο χο­ρό της μυ­θι­στο­ριο­γρα­φίας.

Πα­θια­σμέ­νος με τον έ­ρω­τα

Το 2011 ή­ταν Έτος Πα­πα­δια­μά­ντη. Οι δυο τρεις μά­νατ­ζερ της λο­γο­τε­χνίας που δια­θέ­του­με, έ­σπευ­σαν να πα­ραγ­γεί­λουν διη­γή­μα­τα, α­φη­γή­σεις ή ό,τι άλ­λο ή­θε­λε προ­κύ­ψει, με δο­σμέ­νο θέ­μα τον Πα­πα­δια­μά­ντη και το έρ­γο του. Αλλά, κα­τά την ε­ορ­τα­στι­κή α­νά­στα­σή του, σε ό­λες τις εκ­φάν­σεις της – δη­μο­σιο­γρα­φι­κή, συγ­γρα­φι­κή, θε­α­τρι­κή, τη­λε­ο­πτι­κή – ε­πι­κρά­τη­σε ως κα­νό­νας, ό­τι, στο έρ­γο του, πραγ­μα­τι­κά πρό­σω­πα και μυ­θο­πλα­στι­κοί χα­ρα­κτή­ρες βρί­σκο­νται σε πλή­ρη ταύ­τι­ση, με τον ί­διο τον Πα­πα­δια­μά­ντη μο­νί­μως στο ρό­λο του α­φη­γη­τή. Αυ­τό ση­μαί­νει ό­τι ο Πα­πα­δια­μά­ντης, ό­πως και πολ­λοί ση­με­ρι­νοί συγ­γρα­φείς, δεν κά­νει άλ­λο α­πό το να αυ­το­βιο­γρα­φεί­ται. Με άλ­λα λό­για, η ζωή του, για τους α­να­γνώ­στες της με­τα­νεω­τε­ρι­κής ε­πο­χής, εί­ναι α­νοι­χτό βι­βλίο. Αντί για σκο­τει­νές πτυ­χές, έ­χου­με στη διά­θε­σή μας έ­ρω­τες και πά­θη των ουκ ο­λί­γων η­ρώων του. Το θέ­μα, λοι­πόν, εί­ναι ο βίος και η πο­λι­τεία του Πα­πα­δια­μά­ντη. Ο Μουρ­σε­λάς, σε συ­νέ­ντευ­ξή του, εκ­μυ­στη­ρεύε­ται, ό­τι, ε­δώ και χρό­νια, εί­χε αρ­χί­σει να τον εν­δια­φέ­ρει η ζωή του Πα­πα­δια­μά­ντη και να τον βλέ­πει σαν πι­θα­νό ή­ρωά του. Ήθε­λε να εμ­βα­θύ­νει στον ε­σω­τε­ρι­κό του κό­σμο. Κά­πως α­σα­φές αυ­τό το τε­λευ­ταίο, ω­στό­σο, η ε­ξο­μο­λό­γη­ση, που α­κο­λου­θεί εί­ναι αρ­κού­ντως α­πο­σα­φη­νι­στι­κή: “Έτσι ά­γιος και α­μαρ­τω­λός που ή­ταν συγ­χρό­νως, έ­τσι πα­θια­σμέ­νος με τη γυ­ναί­κα και τον έ­ρω­τα και που, ό­πως λέ­νε, δεν τόλ­μη­σε πο­τέ να φέ­ρει κά­ποια στο κρε­βά­τι του”. 
Με αυ­τά κα­τά νου ξε­κί­νη­σε το κα­τά πα­ραγ­γε­λία διή­γη­μα. Τε­λι­κά, φαί­νε­ται ό­τι το α­πο­τέ­λε­σμα κρί­θη­κε τό­σο ε­πι­τυ­χη­μέ­νο, ώ­στε να ε­πα­νέλ­θει και να α­πλώ­σει τη μυ­θο­πλα­στι­κή ζύ­μη σε έ­κτα­ση μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Ευ­θύς εξ αρ­χής, α­κο­λού­θη­σε την ε­πι­κρα­τού­σα α­νά την υ­φή­λιο συ­νή­θεια, α­ντί “το στό­ρι” να ε­πι­νο­εί­ται εκ του μη­δε­νός, να ε­πι­χει­ρεί­ται η συ­νέ­χι­ση ε­νός πα­λαιό­τε­ρου μυ­θι­στο­ρή­μα­τος ή και θε­α­τρι­κού έρ­γου. Μό­νο που αυ­τός προ­τί­μη­σε μια πιο πε­ποι­κιλ­μέ­νη μορ­φή. Επι­νό­η­σε την προέ­κτα­ση ε­νός πα­πα­δια­μα­ντι­κού διη­γή­μα­τος και την εν­σω­μά­τω­σε στο δι­κό του μυ­θο­πλα­στι­κό χώ­ρο, προ­βάλ­λο­ντας ως κυ­ρίως α­φή­γη­ση το πώς προέ­κυ­ψε ως υ­πο­κα­τά­στα­το του συγ­γρα­φέα Πα­πα­δια­μά­ντη το δί­δυ­μο Μα­νω­λό­που­λου-Ρε­τσί­να. Έτσι, στή­νει μια μάλ­λον πε­ρί­πλο­κη ι­στο­ρία, που του δί­νει την ευ­και­ρία να σχο­λιά­σει τη γνω­στή α­ντι­πα­ρά­θε­ση ό­σων πι­στεύουν ό­τι η λο­γο­τε­χνία α­ντα­να­κλά πι­στά την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και ε­κεί­νων, που υ­πε­ρα­σπί­ζο­νται την αυ­το­τέ­λειά της. Υπέρ­μα­χος της πρώ­της ά­πο­ψης εί­ναι ο Ρε­τσί­νας και της δεύ­τε­ρης, ο Μα­νω­λό­που­λος, ως συγ­γρα­φέ­ας. Τε­λι­κά, υ­πε­ρί­σχυ­σε, κα­τά α­λη­θο­φα­νή αν και ε­λα­φρώς πα­ρα­τρα­βηγ­μέ­νο τρό­πο, η ά­πο­ψη του Ρε­τσί­να και ο­λο­κλη­ρώ­θη­κε έ­να α­πό τα διη­γή­μα­τα που ο “ά­τολ­μος” και εν ζωή και συγ­γρα­φι­κά Πα­πα­δια­μά­ντης ά­φη­σε με “κο­λο­βό φι­νά­λε”. Όσο για την ε­πι­λο­γή του διη­γή­μα­τος, αυ­τή πα­ρου­σιά­ζε­ται ευ­θύς εξ αρ­χής ως δε­δο­μέ­νη, α­φού το ζη­τού­με­νο ή­ταν μια πα­πα­δια­μα­ντι­κή η­ρωί­δα, που θα μπο­ρού­σε να κα­τα­λή­ξει στο κρε­βά­τι του α­φη­γη­τή, του­τέ­στιν του Πα­πα­δια­μά­ντη. Ο οιοσ­δή­πο­τε, α­πό τους πα­πα­δια­μα­ντο­λό­γους μέ­χρι τον πρώ­το τυ­χό­ντα α­πό­φοι­το λυ­κείου, θα υ­πο­δεί­κνυε α­συ­ζη­τη­τί την Μο­σχού­λα. Κα­τά συ­νέ­πεια, αν έ­να πα­πα­δια­μα­ντι­κό διή­γη­μα πα­ρα­μέ­νει φαι­νο­με­νι­κά η­μι­τε­λές, αυ­τό εί­ναι το «Όνει­ρο στο κύ­μα». Μέ­χρι που οι νεό­τε­ροι σχο­λι­κοί σύμ­βου­λοι το πρό­τα­ξαν στο α­να­γνω­στι­κό της τρί­της Λυ­κείου, το­νί­ζο­ντας ό­τι κα­τα­χω­ρί­ζε­ται στα αυ­το­βιο­γρα­φι­κά. 

Το δί­κιο του α­να­γνώ­στη

Θη­ρίο εί­χε γί­νει ο Σά­λι­ντζε­ρ, καί­τοι στα ε­νε­νή­ντα του, ό­ταν κα­τα­πιά­στη­καν να ο­λο­κλη­ρώ­σουν τον κρι­νό­με­νο ως κο­λο­βό «Φύ­λα­κα στη σί­κα­λη». Κι αν δεν πέ­θαι­νε, διό­λου α­πί­θα­νο να κα­τέ­φευ­γε στην αυ­το­δι­κία, κα­θώς τα δι­κα­στή­ρια δι­καιώ­νουν συ­νή­θως το ευ­ρύ κοι­νό, που θέ­λει έ­να ζου­με­ρό “στό­ρυ” και ό­χι δύ­σβα­τα α­να­γνώ­σμα­τα. Όπως δια­τεί­νε­ται και ο Ρε­τσί­νας, ο συγ­γρα­φέ­ας πρέ­πει να δί­νει έ­να φι­νά­λε, ό­χι κα­τά το γού­στο του, αλ­λά τέ­τοιο που να ι­κα­νο­ποιεί τα α­να­γνω­στι­κά γού­στα. Η α­πει­λή, πά­ντως, της αυ­το­δι­κίας δεν υ­πάρ­χει στην πε­ρί­πτω­ση του Πα­πα­δια­μά­ντη, ε­κα­τόν έ­να χρό­νια πε­θα­μέ­νος. Όσο για τους σε­βά­σμιους πνευ­μα­τι­κούς κλη­ρο­νό­μους του έρ­γου του, αυ­τοί εί­ναι ό­λοι τους του γλυ­κού νε­ρού. Ού­τε δια της γρα­φί­δος δεν τολ­μούν να τον υ­πε­ρα­σπι­στούν. 
Για να προ­κύ­ψει α­πό το διή­γη­μα μυ­θι­στό­ρη­μα, ο Μουρ­σε­λάς, ό­πως το συ­νη­θί­ζει, το χώ­ρι­σε σε δυο ί­σα μέ­ρη. Απλώ­νει την α­φή­γη­ση α­πό το νεό­κο­πο φι­νά­λε του πα­πα­δια­μα­ντι­κού διη­γή­μα­τος, φρο­ντί­ζο­ντας να δη­μιουρ­γή­σει σα­σπέ­νς γύ­ρω α­πό την ταυ­τό­τη­τα του συγ­γρα­φέα του, αλ­λά και την ψυ­χο­λο­γι­κή κα­τά­στα­ση, στην ο­ποία ε­κεί­νος βρι­σκό­ταν ώ­στε να α­πο­τολ­μή­σει πα­ρό­μοια α­πο­κο­τιά. Για να το ε­πι­τύ­χει, εκ­με­ταλ­λεύε­ται τη φρά­ση του α­φη­γη­τή του Πα­πα­δια­μά­ντη γύ­ρω α­πό το τι α­πέ­γι­νε η Μο­σχού­λα: «...Σπα­νίως την εί­δα έ­κτο­τε, και δεν η­ξεύ­ρω τι γί­νε­ται τώ­ρα, ο­πό­τε εί­ναι α­πλή θυ­γά­τηρ της Εύας, ό­πως ό­λαι.» Έτσι, πλά­θει δυο θυ­γα­τέ­ρες της Εύας. Μια πρώ­τη για το κρε­βά­τι του δι­κού του α­φη­γη­τή, του Μα­νο­λώ­που­λου, και μια για την κλί­νη του α­φη­γη­τή του Πα­πα­δια­μά­ντη. 

Φι­λο­λο­γι­σμοί
έ­να­ντι μυ­θο­πλα­σίας

Το πραγ­μα­τι­κό ό­νο­μα της Μο­σχού­λας, κα­τά το μυ­θι­στό­ρη­μα, εί­ναι Ου­ρα­νία Πα­ρί­ση. Ο Ιωάν­νης Φρα­γκού­λας, που ξε­χώ­ρι­σε τα πραγ­μα­τι­κά α­πό τα φα­ντα­στι­κά ο­νό­μα­τα και πρό­σω­πα στον πα­πα­δια­μα­ντι­κό κό­σμο, υ­πο­στή­ρι­ξε βά­σι­μα πως το μό­νο πραγ­μα­τι­κό ό­νο­μα στο εν λό­γω διή­γη­μα εί­ναι του πά­τερ Σι­σώη και ό­τι ο κυρ  Μό­σχος και η α­νι­ψιά του η Μο­σχού­λα α­νή­κουν στα φα­ντα­στι­κά πρό­σω­πα. Δεν σκέ­φτη­κε ο κα­η­μέ­νος ό­τι ο Πα­πα­δια­μά­ντης “για ευ­νό­η­τους λό­γους” τους εί­χε αλ­λά­ξει τα ο­νό­μα­τα. Η συ­νέ­χεια της “κο­λο­βής ι­στο­ρίας” του Πα­πα­δια­μά­ντη το­πο­θε­τεί­ται λί­γο με­τά τη δη­μο­σίευ­ση του “κο­λο­βού” διη­γή­μα­τος, Οκτώ­βριο 1900, στην Αθή­να. Στην α­νω­νυ­μία του με­γά­λου πλή­θους της πρω­τεύου­σας βρή­καν κα­τα­φύ­γιο θείος και α­νι­ψιά Πα­ρί­ση, κα­θώς, μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή α­δεία, εμ­φα­νί­ζο­νται ως πα­ρά­νο­μο ζεύ­γος. Επί­σης, μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή α­δεία, ζουν α­κό­μη ο πα­τέ­ρας του Πα­πα­δια­μά­ντη, ο πα­π’ Αδα­μά­ντιος Εμμα­νουή­λ, και η μη­τέ­ρα του, ό­πως και ο φί­λος του Νή­φω­νας, κα­τά κό­σμον Δια­νέ­λος, με τον ο­ποίο ε­ξα­κο­λου­θεί να “μπε­κρο­πί­νει”. Ο Πα­πα­δια­μά­ντης έ­ψα­ξε και βρή­κε σε συ­νοι­κία της Αθή­νας το σπί­τι του ζεύ­γους και άρ­χι­σε να πα­ρα­φυ­λά­ει την Μο­σχού­λα, κα­θι­σμέ­νος στο κα­φε­νείο της γω­νίας. Αντί­θε­τα με τις συ­νή­θειές του, το έ­ρι­χνε στα “ου­ζά­κια”. Όσο για την Μο­σχού­λα, εμ­φα­νί­ζε­ται σαν μια σύγ­χρο­νη Λο­λί­τα.  Σπι­τω­μέ­νη α­πό τον θείο, συμ­με­τέ­χει στα ε­ρω­τι­κά τους παι­χνί­δια και “στη ζού­λα κα­πνί­ζει”. 
Ανα­μέ­νο­ντας στο κα­φε­νείο ο Πα­πα­δια­μά­ντης, υ­πο­τί­θε­ται ό­τι βα­σα­νι­ζό­ταν να βρει θέ­μα για το διή­γη­μα που του εί­χε πα­ραγ­γεί­λει ο Δρο­σί­νης και το ο­ποίο δεν σή­κω­νε κα­θυ­στέ­ρη­ση. Αυ­τό το τε­λευ­ταίο εί­ναι δι­κό μας. Ο Μουρ­σε­λάς μάλ­λον δεν θα γνω­ρί­ζει το δι­δα­κτι­κού πε­ριε­χο­μέ­νου πε­ριο­δι­κό «Εθνι­κή Αγω­γή», που ο Δρο­σί­νης ξε­κί­νη­σε την ε­πο­μέ­νη του α­τυ­χούς πο­λέ­μου του 1897 και το ο­ποίο πρό­σε­χε ι­διαί­τε­ρα. Τε­λι­κά, έ­να βρά­δυ κα­θώς ερ­χό­ταν να στή­σει καρ­τέ­ρι, μια συ­νά­ντη­ση του έ­δω­σε την ι­δέα για το διή­γη­μα, που εί­ναι «Τα δαι­μό­νια στο ρέ­μα». Μπο­ρεί μεν ε­κεί­νο το διή­γη­μα να δη­μο­σιεύ­τη­κε πριν το «Όνει­ρο στο κύ­μα», στις 15 Ιου­λίου 1900, αλ­λά για τις α­νά­γκες της μυ­θο­πλα­σίας το­πο­θε­τεί­ται αρ­γό­τε­ρα. Όπως και να έ­χει, το 1900, ο Πα­πα­δια­μά­ντης α­πο­λάμ­βα­νε με­γά­λης α­να­γνω­ρι­σι­μό­τη­τας, ό­πως θα το θέ­τα­με σή­με­ρα. Τό­σο με­γά­λης, που έ­νας α­πό ε­κεί­νη “την α­συ­μπα­θή και ά­στορ­γο συ­ντρο­φιά”, που στο διή­γη­μα τον ε­γκα­τέ­λει­ψε στο ρέ­μα, τον α­να­γνώ­ρι­σε στο δρό­μο και του ζή­τη­σε συγ­γνώ­μη για την αλ­λο­τι­νή συ­μπε­ρι­φο­ρά του. Εκεί­νη η πα­ρέα παι­διών εί­χε ε­γκα­τα­λεί­ψει τον α­φη­γη­τή, “δε­κα­ε­τές παι­δίο­ν”, “στην βρύ­σιν του Χαι­ρη­μο­νά”. Πε­ρι­πλα­νώ­με­νο ε­κεί, το παι­δίον, του­τέ­στιν ο Πα­πα­δια­μά­ντης, εί­χε μια τραυ­μα­τι­κή ε­μπει­ρία, με συ­νέ­πειες σε ό­λη του τη ζωή.

Ίμε­ρος ά­νευ κλι­νο­πά­λης

Πα­ρα­στα­τι­κή και χυ­μώ­δης εί­ναι η συ­ζή­τη­ση Μα­νω­λό­που­λου και Ρε­τσί­να για το πό­σο “ξε­νέ­ρω­τος ε­ρω­τι­κά” ή­ταν ο Πα­πα­δια­μά­ντης. Προ­βλη­μα­τί­ζο­νταν κα­τά πό­σο “εί­χε πά­ει πο­τέ με γυ­ναί­κα” ή, μή­πως “μια στις τό­σες, πλή­ρω­νε μια ο­ρι­σμέ­νη πόρ­νη να τον ε­πι­σκέ­πτε­ται τις νύ­χτες στο σπί­τι του”. Λο­γι­κό­τε­ρος των δυο ο Μα­νω­λό­που­λος, α­ντέ­κρουε την πι­θα­νό­τη­τα με το σκε­πτι­κό ό­τι “οι βί­ζι­τες α­πό τέ­τοιες γυ­ναί­κες πλη­ρώ­νο­νται α­δρά”. Κα­τά τα άλ­λα, τον φα­ντά­ζο­νταν “κα­θι­σμέ­νο στο σα­ρα­βα­λια­σμέ­νο γρα­φειά­κι του, στο μι­σο­ε­ρει­πω­μέ­νο σπι­τά­κι του, να θυ­μά­ται το γυ­μνό της Μο­σχού­λας”. Πε­νη­ντά­ρης ε­κεί­νος, σα­ρά­ντα τό­σο ε­κεί­νη. Σα­ρά­ντα ο­κτώ, κα­τά το διή­γη­μα, αλ­λά πα­ρό­μοια η­λι­κία σί­γου­ρα θα α­πω­θού­σε την α­να­γνώ­στρια, συ­νη­θι­σμέ­νη στις α­πο­κα­λού­με­νες ροζ ι­στο­ρίες. Όπως και να έ­χει, στο “ο­λο­κλη­ρω­μέ­νο” «Όνει­ρο στο κύ­μα», δει­πνούν οι δυο τους “σε τα­βερ­νά­κι της Πλά­κας”. Εκεί­νος, ό­ντας “ά­τολ­μος”, ό­ρι­σε το ρα­ντε­βού δια ε­πι­στο­λής. Η Μο­σχού­λα τον γνώ­ρι­σε α­μέ­σως α­πό “τις φω­το­γρα­φίες του στις ε­φη­με­ρί­δες”. Ας μην το χα­λά­σου­με με την φι­λο­λο­γί­ζου­σα πα­ρα­τή­ρη­ση, ό­τι τό­τε α­κό­μη δεν τον εί­χε α­πα­θα­να­τί­σει ο φω­το­γρα­φι­κός φα­κός. Τέ­λος, ε­κεί­νη, σαν άλ­λη Εύα, τον πα­ρέ­συ­ρε στο σπί­τι της, μια και ο θείος έ­λει­πε στη Σκιά­θο.
Δυ­στυ­χώς, πα­ρό­λο που το φι­νά­λε του “ο­λο­κλη­ρω­μέ­νου” διη­γή­μα­τος δεν γρά­φε­ται για να ι­κα­νο­ποιή­σει τον α­να­γνώ­στη της ρο­μα­ντι­κής ε­πο­χής του Πα­πα­δια­μά­ντη αλ­λά τον με­τα­νεω­τε­ρι­κό της σή­με­ρον, δεν προ­βλέ­πε­ται η ε­πί κλί­νης συ­νεύ­ρε­ση Πα­πα­δια­μά­ντη και Μο­σχού­λας. Η μια σκη­νή α­πό ε­ρω­τι­κή κλι­νο­πά­λη, που α­να­ζη­τού­σε δια­καώς στο έρ­γο του Πα­πα­δια­μά­ντη ο Κώ­στας Ακρί­βος, δεν υ­πάρ­χει ού­τε στην κα­τά Μουρ­σε­λά “ο­λο­κλη­ρω­μέ­νη” μορ­φή. Ο Μουρ­σε­λάς δεν αγ­γί­ζει “τα ιε­ρά και ό­σια”. Ταυ­τό­χρο­να, ό­μως, ως μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος και δη, μπε­στ-σε­λε­ρί­στας, γνω­ρί­ζει πως να ι­κα­νο­ποιεί τους α­να­γνώ­στες του, ή, α­κρι­βέ­στε­ρα, τις α­να­γνώ­στριές του. Γι’ αυ­τό ξε­κι­νά­ει με μια Εύα στο κρε­βά­τι του Μα­νω­λό­που­λου. Άλλω­στε, με αυ­τόν έ­χει το πά­νω χέ­ρι, δι­κό του alter ego εί­ναι. Εκεί, λοι­πόν, πραγ­μα­το­ποιεί­ται μια μο­να­δι­κή σκη­νή κλι­νο­πά­λης, κα­τά τις κά­πο­τε και “πα­ρεκ­κλί­νου­σες” ε­ρω­τι­κές εμ­μο­νές ε­νός Πε­λο­πον­νή­σιου. Κι αυ­τό, χά­ρις στην Εύα, που, ό­πως ό­λες οι Εύες, γνω­ρί­ζει να με­τα­μορ­φώ­νε­ται την κρί­σι­μη στιγ­μή α­πό σε­μνή και ά­πρα­γη σε πόρ­νη. Μια σκη­νή, που, στη λο­γο­τε­χνι­κή εκ­δο­χή της, εί­ναι αι­σθη­σια­κή και πο­λύ θα την ζή­λευαν οι κυ­ρίες που συγ­γρά­φουν τα μπε­στ σέ­λερ. Μό­νο που ε­κεί­νες, α­κό­μη και ό­ταν α­πο­τολ­μούν να την εν­θέ­σουν, ό­πως γί­νε­ται σε έ­να α­πό τα τε­λευ­ταία μυ­θι­στο­ρή­μα­τα της Δη­μου­λί­δου, που πα­ρέ­μει­νε για μή­νες στους κα­τα­λό­γους των μπε­στ-σέ­λε­ρ, πο­τέ δεν θα εκ­κι­νού­σαν με αυ­τήν. Τολ­μη­ρός ό­σο και ρο­μα­ντι­κός ο Μουρ­σε­λάς, την προ­τάσ­σει μεν, αλ­λά φυ­λά­ει για το τέ­λος τη σκη­νή του με­γά­λου έ­ρω­τα, που θα διαρ­κέ­σει για το υ­πό­λοι­πο του βίου των δυο ε­ρα­στών. Δη­λα­δή, με την ο­πτι­κή μιας α­να­γνώ­στριας, γρά­φει “το α­πό­λυ­το μπε­στ-σέ­λε­ρ”. Ανε­ξάρ­τη­τα αν, ό­πως και ο Πα­πα­δια­μά­ντης, δεν κα­τόρ­θω­σε να πά­ρει κε­φά­λι α­πό την βα­σί­λισ­σα του μπε­στ-σέ­λερ κα­τά το πα­πα­δια­μα­ντι­κό 2011, Λέ­να Μα­ντά.  
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου 


Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 9/12/2012.

1 σχόλιο:

Εκδόσεις Φαρφουλάς είπε...

Μικρή παρατήρηση στο εξαιρετικό άρθρο σας και συγκεκριμένα για αυτό που γράφετε ότι ο Μουρσελάς βάφτησε ως Λούη, ("κα­τα­πώς βά­φτι­σε αυ­τόν τον δι­κό του Ζορ­μπά") τον κατά κόσμο Μανώλη Αυτιά. Ο Λούης είχε ήδη στην "πιάτσα" το παρατσούκλι αυτό, κατά μία εκδοχή του ίδιου επειδή όταν ήταν επονίτης έγραφε συνθήματα στους τοίχους και έτρεχε πολύ γρήγορα για να ξεφύγει απ΄τους Γερμανούς, και κατά μια άλλη εκδοχή επειδή την είχε κοπανίσει απ τον πρώτο του γάμο (είχε γίνει Λούης).
Δ.Κ.