Ο Δημήτριος Γρηγορίου Καμπούρογλους, συνομήλικος του Νικόλαου Πολίτη, ένα χρόνο μικρότερος του Παπαδιαμάντη, ο ιστορικός ημών των Αθηναίων, δεν φαίνεται να πήρε τη θέση που τού αντιστοιχούσε στην Ιστορία. Μπορεί να μην πέρασε στα ψιλά γράμματα, αποτελεί, πάντως, ένα παρωχημένο κεφάλαιο. Σήμερα καταλήγουν σε πραγματική ειρωνεία όσα είχε διατυπώσει ο Νίκος Βέης πριν 80 χρόνια, στην ομιλία του κατά τον εορτασμό της Ογδοηκονταετηρίδος του Καμπούρογλου. Στην αίθουσα του «Παρνασσού», ο πενηντάχρονος τότε Βέης, εξέχουσα φυσιογνωμία της πανεπιστημιακής κοινότητας, θέλοντας να δείξει πόσο αδύνατο ήταν να λησμονηθεί ποτέ ο τιμώμενος, μεγάλυνε την προσωπικότητά του δια της συγκρίσεως με τις σταθερές του κόσμου τους. Έκλεινε την ομιλία του με την απόφανση: «...το όνομά του –και αφού ο ίδιος γλυκοκοιμηθή στην αγκάλη της Δόξας– θα ζήση εφ’ όσον εξακολουθεί ο ρυθμός του κόσμου αυτού, οι άνθρωποι ενδιαφέρονται για τα καλά, χρήσιμα και ωραία, και εφ’ όσον κελαϊδούν τ’ αηδόνια στον Κολωνό, και τα πορφυρώματα και τα χρυσοσύνεφα στολίζουν τον Αττικό ουρανό.» Δεν ήταν ιδανικά τα πράγματα εκείνον τον Οκτώβριο του 1932, αλλά ο κόσμος τότε ακόμη πρέπει να έδινε εντύπωση ευρυθμίας. Ουδείς διανοείτο πως ο χαμηλός λόφος του Κολωνού θα εξαφανιζόταν μαζί με τ’ αηδόνιά του, πόσω μάλλον ότι οι άνθρωποι δεν θα έδιναν δεκάρα για τα καλά και ωραία παρά μόνο για τα “καλά και συμφέροντα”. Συνακόλουθα, απαλείφθηκε και το όνομα του τιμώμενου.
Σήμερα, ποιος έχει ακουστά τον Δημήτριο Καμπούρογλου. Ακόμη και σε όσους το όνομά του μπορεί κάτι να λέει, ούτε αυτοί ανακαλούν κάποια συγκεκριμένη πληροφορία. Ιδίως, οι κάτω των σαράντα πέντε, που φοίτησαν στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση μετά την οριστική καθιέρωση του λυκείου. Τότε, καθώς με αυτήν την τελευταία αλλαγή του εκπαιδευτικού συστήματος δόθηκε διαφορετική έμφαση στα λογοτεχνικά κείμενα, τα πεζά του Καμπούρογλου αποσύρθηκαν οριστικά από τα σχολικά εγχειρίδια. Ούτε, όμως, οι μεγαλύτεροι, οι γεννημένοι στα χρόνια μετά το θάνατό του, από την Κατοχή μέχρι τη Δικτατορία, όταν τα αναγνωστικά όλων των τάξεων διέσωζαν κάποιο κείμενό του για την Αθήνα, γνωρίζουν το έργο του. Εδώ, δεν φαίνεται να το γνωρίζουν οι ακόμη πρεσβύτεροι, που τον πρόλαβαν ζώντα και οι οποίοι σήμερα αποτελούν την πνευματική ηγεσία. Κι αν το γνωρίζουν, μάλλον υποτιμούν την αξία του, αν δεν το απαξιούν. Ειδάλλως, πώς εξηγείται ο μη εορτασμός, ούτε καν η απλή μνημόνευση της εφετινής διπλής επετείου του Δημητρίου Καμπούρογλου, καθώς συμπληρώνονται 160 χρόνια από τη γέννησή του και 70 από το θάνατό του.
Θα αναμενόταν, ωστόσο, να τον θυμηθούν τα πνευματικά Iδρύματα, τουλάχιστον εκείνα, στων οποίων την ίδρυση πρωτοστάτησε. Κατ’ αρχάς, η Ακαδημία Αθηνών, ως το κορυφαίο μεταξύ αυτών, της οποίας, το 1927, αποτέλεσε το πρώτο εκλεγμένο μέλος στην τάξη Γραμμάτων και Τεχνών, υπερτερώντας των δυο συνυποψηφίων του, Νιρβάνα και Ξενόπουλου. Ως οι πρώτοι ακαδημαϊκοί θεωρούνται οι Παλαμάς, Δροσίνης, Προβελέγγιος, όμως εκείνη η τριάδα είχε διοριστεί από την κυβέρνηση Παγκάλου, κατά την ίδρυση της Ακαδημίας, ένα χρόνο νωρίτερα, το 1926. Από τους πρώτους τρεις, πρόεδρος της Ακαδημίας χρημάτισε μόνο ο Παλαμάς, το 1930. Ο Καμπούρογλους ανέλαβε την προεδρία τέσσερα χρόνια αργότερα.
Έτερο Ίδρυμα, που θα αναμενόταν να τον τιμήσει, είναι η ΕΣΗΕΑ, και δεδομένου ότι συνηθίζει, τα τελευταία χρόνια, να εορτάζει τις επετείους των επιφανών μελών της. Ο Καμπούρογλους δεν αποτέλεσε μόνο εξέχον μέλος της δημοσιογραφικής κοινότητας, αλλά ήταν και ο πρώτος εγγραφείς στα κατάστιχά της, κάτοχος της δημοσιογραφικής ταυτότητας με αύξοντα αριθμό ένα. Ενδεικτικό στοιχείο, πάντως, της αφάνειας που έχει περιπέσει ως δημοσιογράφος, είναι η απουσία λήμματος στην τετράτομη «Εγκυκλοπαίδεια του ελληνικού Τύπου 1784-1974», που εκδόθηκε προ τετραετίας. Δεν αποκλείεται η ΕΣΗΕΑ να τον θυμηθεί το 2014, όπου η ίδια θα εορτάζει ενός αιώνα βίο.
Υπάρχουν, όμως, και παλαιότερα Ιδρύματα, που οφείλουν τη γένεσή τους στον Καμπούρογλου και σε μια δράκα ανθρώπων πέριξ αυτού. Πάντοτε ακμαία, παρά τα 130 χρόνια που μετράει, η Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία δεν θυμήθηκε εφέτος τους δυο στυλοβάτες της, Πολίτη-Καμπούρογλου, κι ας συνέβαλαν καθοριστικά στη δημιουργία της ίδιας και του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου για τη στέγαση των κειμηλίων του 1821. Τον λησμόνησε, παρότι σε αυτήν εναπόκειται και το πολύτιμο Αρχείο του. Παρόμοια αμνησία επέδειξε και η Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία, που ιδρύθηκε δυο χρόνια αργότερα. Στις 23 Φεβρουαρίου 1884, προς αναχαίτιση της άκριτης αρχαιομανίας που είχε επικρατήσει, ο Καμπούρογλους μαζί με τον βυζαντινολόγο Γιώργο Λαμπάκη την σύστησαν για τη διαφύλαξη των χριστιανικών μνημείων. Μόνο που, σε αυτήν την περίπτωση, παρά την ίδρυση της Εταιρείας και τις πιέσεις που άσκησε ο Καμπούρογλους με την αρθρογραφία του, κυρίως, μέσα από το νεότευκτο τότε περιοδικό του «Εβδομάς», στέγη δεν βρέθηκε. Θα χρειαστούν τριάντα χρόνια για να προκύψει Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών και άλλα δέκα για να ανοίξει τις πύλες του.
Εκτός των Ιδρυμάτων, το 2012, θα αναμενόταν να ανακηρυχθεί Έτος Δημητρίου Καμπούρογλου από την πόλη των Αθηνών. Αυτό ως ελάχιστο φόρο τιμής σε εκείνον, που ερεύνησε τις ιστορικές πηγές, συγκέντρωσε το υλικό και το παρουσίασε σε ένα τρίτομο έργο για τα “μνημεία της Ιστορίας”, ενώ, παράλληλα, έγραψε την «Ιστορία των Αθηναίων επί Τουρκοκρατίας». Ο ίδιος ανέστησε την Παλιά Αθήνα, παρακινώντας και άλλους από τους αποκαλούμενους κάποτε Γκάγκαρους, που κρατούσαν από τις παλαιές αθηναϊκές οικογένειες του καιρού της Τουρκοκρατίας, να ενδιαφερθούν για την πόλη τους. Το 1895, είναι ένα από τα 197 ιδρυτικά μέλη του «Αθηναϊκού Συλλόγου», του σημερινού «Συλλόγου των Αθηναίων».
Πάνω από όλα τα άλλα, στάθηκε ο πρώτος πλάνης, ένας μπωντλερικός flaneur, της πόλης, καθώς και ένα πρότυπο φυσιολάτρη παρατηρητή των εξοχών της, που ζητούσε να ονοματίσει όσα απαρτίζουν το μοναδικό αττικό τοπίο. Αυτός ίδρυσε στις 21 Μαρτίου 1921 τον Οδοιπορικό Σύνδεσμο. Τον ονόμασε, μάλιστα, «Οι Δώδεκα Απόστολοι», προς υπογράμμιση του αποστολικού πάθους με το οποίο αντιμετώπιζε την πεζοπορία. Χωρίς, βεβαίως, να αρνείται τον ψυχαγωγικό χαρακτήρα της. Απόδειξη ότι επέλεξε για την εναρκτήρια συνεύρεση την αίθουσα του ζυθοπωλείου Φιξ. Η Περιηγητική Λέσχη, στην οποία μεταλλάχτηκε ο Οδοιπορικός Σύνδεσμος δεκαέξι χρόνια αργότερα, μαζί με την ΕΛΠΑ και τα άλλα παρακλάδιά της, δεν θυμήθηκε τον Πρωτοπόρο. Από μια άποψη, καλύτερα. Έτσι κι αλλιώς, σήμερα, όσοι πεζοπορούν, εξαιρουμένων των κυνηγών, το κάνουν, είτε γιατί τους το συνέστησε ο γιατρός είτε για τις ανάγκες των σκύλων τους. Και όπως είναι αναμενόμενο, περιορίζονται σε μονοπάτια εύκολης πρόσβασης, εγκαταλείποντας τα ορεινά για μοτοκρός και τα πιο βατά από αυτά για τους ποδηλάτες.
Επανερχόμενοι στην Ογδοηκονταετηρίδα του Καμπούρογλου, έτερος επιφανής ομιλητής, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος, αποφαινόταν ότι εκείνος “κατέλαβεν ένδοξον θέσιν εν τη ιστορία των ελληνικών γραμμάτων” και ότι “προ του έργου του μετά θαυμασμού θα σταθούν και αι μέλλουσαι γενεαί”. Αισιόδοξη πρόβλεψη, που ταιριάζει στο λόγο ενός εκκλησιαστικού ιεράρχη. Τελικά, όμως, όχι “ένδοξον” αλλά ασήμαντη θέση κατέλαβε στις ιστορίες της ελληνικής λογοτεχνίας. Όταν μνημονεύεται, αναφέρεται με δυο-τρεις αράδες. Παρομοίως, στις πρόσφατες εγκυκλοπαίδειες, όπως η Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα, οι λημματογράφοι στέκονται αυστηροί. Την ίδια ανεπιείκεια, που φανερώνει και λανθασμένη αντίληψη της ιδιαίτερης περίπτωσης που συνιστά ο Καμπούρογλους, επιδεικνύουν οι γραμματολόγοι. Ούτε καν οι ιστορικοί δεν δείχνουν σεβαστικοί προς την προδρομική περίπτωσή του, περιορίζοντας το έργο του σε αυτό του ιστοριοδίφη. Κι αυτό, όχι με την αίγλη που απολάμβανε κάποτε, αλλά με την υποτιμητική διάθεση που αντιμετωπίζεται στην εποχή της παγκοσμιοποίησης.
Μ.Θεοδοσοπούλου
Ιωσήφ Σιακκής
«Δ. Γ. Καμπούρογλου
Η ζωή και το έργο του»
Εκδόσεις ΜΙΕΤ
Ιούλιος 2012
Εκπνέοντος του 2012, ουδείς εκδότης επανακυκλοφόρησε κάποιο από τα βιβλία του Καμπούρογλου, ούτε βρέθηκε περιοδικό να δημοσιεύσει έστω και μερικές αφιερωματικές σελίδες. Μάλλον γιατί οι σύμβουλοι των εκδοτών, όσο και οι εκδότες περιοδικών, αδιαφορούν για τον Καμπούρογλου ή, το πιθανότερο, τον αγνοούν. Σε αυτόν τον κανόνα, υπήρξε μια εξαίρεση. Το ΜΙΕΤ εξέδωσε βιογραφία του και μάλιστα, στη σειρά «Νεοελληνικών Προσωπογραφιών». Θυμίζουμε ότι πρόκειται για σειρά, που ξεκίνησε ο Ε. Χ. Κάσδαγλης το 1978, με πρώτο τόμο, τη βιογραφία Αλέξανδρου Δελμούζου από τον Ε. Π. Παπανούτσο, και συνέχισε με κορυφαίες προσωπικότητες των Γραμμάτων και Τεχνών, όπου ως βιογράφοι επιλέγονταν συγγραφείς σημαντικοί στον τομέα του εκάστοτε βιογραφούμενου. Το 1999, με τη συμπλήρωση 15 τόμων και μετά τον ξαφνικό θάνατο του Κάσδαγλη, στις 11 Μαρτίου 1998, η σειρά διακόπηκε για μια δεκαετία. Συνεχίστηκε το 2009, με τον Παύλο Καλλιγά και εφέτος με τον Καμπούρογλου. Και στις δύο περιπτώσεις, το στοιχείο που διαφοροποιείται σε σχέση με την πρώτη περίοδο είναι το πρόσωπο του βιογράφου, που δεν είναι κάποιος από τους γνωστούς μελετητές του βιογραφούμενου.
Η βιογραφία του Καλλιγά είναι μετάφραση από τα γαλλικά γαλλίδος μελετήτριας (την είχαμε σχολιάσει στις 10 Ιουνίου 2010). Συγγραφέας της βιογραφίας του Καμπούρογλου είναι ο νομικός και ιστοριοδίφης Ιωσήφ Σιακκής, που ασχολήθηκε κυρίως με τον ελληνικό εβραϊσμό. Η βιογραφία περιλαμβάνεται στο Αρχείο του, το οποίο δωρίθηκε από τον γιο του στο ΕΛΙΑ, Φεβρουάριο 2003, με τον όρο μέχρι το 2005 να εκδοθούν η βιογραφία και η μελέτη «Τα εβραϊκά ονοματεπώνυμα στην Ελλάδα από τον 14ο μέχρι τον 19ο αιώνα». Με τη διαδικασία της ενσωμάτωσης του ΕΛΙΑ στο ΜΙΕΤ, η εκπλήρωση του όρου άργησε μεν, αλλά η βιογραφία είχε την καλή τύχη να πάρει θέση σε μια επίλεκτη σειρά. Όσο για τη δεύτερη μελέτη, απέκτησε προσώρας μόνο ηλεκτρονική υπόσταση.
Στο εκδοτικό σημείωμα του τόμου, δεν αναφέρεται ως ένα επιπλέον κίνητρο της έκδοσης η εφετινή επέτειος, παρά μόνο η διαπίστωση ότι “η γοητευτική μορφή του Δημητρίου Καμπούρογλου εμφανίζεται μάλλον παραμελημένη στη βιβλιογραφία”. Δεν θα συμφωνούσαμε. Υπάρχουν τα δικά του βιβλία όσο και τα βιβλία, που αναφέρονται σε αυτόν και το έργο του, ανεξάρτητα αν τα περισσότερα είναι εξαντλημένα. Κάποια από αυτά έχουν διασωθεί χάρις στις Αναστατικές Εκδόσεις Διον. Νότη Καραβία. Υπάρχουν, πάντως, και τρεις βιογραφίες, οι δυο σε κυκλοφορία. Αυτό, βεβαίως, δεν ακυρώνει την αξία μιας τέταρτης. Δεδομένου, όμως, ότι αυτή εμφανίζεται ως ένα νέο απόκτημα και μάλιστα, με τη σφραγίδα κύρους που φέρει ο συγκεκριμένος εκδότης, οι απαιτήσεις είναι υψηλότερες. Κατά κάποιο τρόπο, πέφτει σε αυτήν το βάρος να αναστήσει τον λησμονημένο Καμπούρογλου, παρακινώντας τους νεότερους να αναζητήσουν τα βιβλία του, μήπως και ανακαλύψουν πίσω από την τερατώδη σημερινή Αθήνα, την αλλοτινή της γοητεία. Γι’ αυτό ακριβώς θα επανέλθουμε, επιμένοντας σε ορισμένα σημεία. Καλό είναι μια βιογραφία να πληροφορεί, όχι μόνο επαρκώς, αλλά και επ’ ακριβώς, για το βιογραφούμενο πρόσωπο.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 16/12/2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου