Πέμπτη 28 Μαρτίου 2013

Επιλεκτικές αναδρομές



















Το Δημαρχείο του Πύργου Ηλείας σε καρτ ποστάλ εποχής. Αποτελούσε ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά αρχιτεκτονικά κτίρια στην κεντρική πλατεία της πόλης. Σήμερα, σώζεται μόνο σε φωτογραφική αποτύπωση. Στη θέση του δεσπόζει το Λάτσειο Δημοτικό Μέγαρο. Κοντή μνήμη, επιλήσμονες κάτοικοι, τον μίτο της Ιστορίας τον κρατούν οι μαρτυρίες. Η άκρη του μίτου βρίσκεται ακριβώς στην εποχή που ανατρέχει η Μαρία Ηλιού. 



Μα­ρία Ηλιού
«Παι­χνί­δια πο­λέ­μου»
Αφη­γή­σεις
Εκδό­σεις
Βι­βλιο­πω­λείον της Εστίας
Σε­πτέμ­βριος 2012 

Ο τίτ­λος του βι­βλίου πα­ρα­πέ­μπει συ­νειρ­μι­κά σε μια κα­τη­γο­ρία παι­χνι­διών ι­διαί­τε­ρα δια­δε­δο­μέ­νων σή­με­ρα. Εί­ναι τα α­πο­κα­λού­με­να βί­ντεο γκέι­μς, ό­που, ως γνω­στόν, τα “παι­χνί­δια πο­λέ­μου” α­πο­τε­λούν τη δη­μο­φι­λέ­στε­ρη υ­πο­κα­τη­γο­ρία τους, κα­θώς προ­σφέ­ρο­νται και για εκ­παι­δευ­τι­κούς σκο­πούς προς ε­ξοι­κείω­ση, των ε­φή­βων και ό­χι μό­νο, με τις συν­θή­κες πραγ­μα­τι­κού πο­λέ­μου. Ως προς το κα­τά πό­σο εί­ναι ε­πι­βλα­βή τα η­λεκ­τρο­νι­κά  παι­χνί­δια, οι α­πό­ψεις των κοι­νω­νιο­λό­γων διί­στα­νται. Άλλοι δια­τεί­νο­νται ό­τι δη­μιουρ­γούν προ­βλή­μα­τα συ­μπε­ρι­φο­ράς και άλ­λοι, ό­τι, ε­νι­σχύο­ντας την αυ­το­πε­ποί­θη­ση, ε­παυ­ξά­νουν τις κοι­νω­νι­κές δε­ξιό­τη­τες, ό­πως η ι­κα­νό­τη­τα να συ­νά­πτουν φι­λίες. Καί­τοι κοι­νω­νιο­λό­γος η Μα­ρία Ηλιού, δεν σχο­λιά­ζει τις βλα­βε­ρές ή μη συ­νέ­πειες α­πό τα εν λό­γω παι­χνί­δια, για­τί, προ­φα­νώς, ε­κεί­νη σε άλ­λα παι­χνί­δια α­να­φέ­ρε­ται. Τα “παι­χνί­δια πο­λέ­μου” προέ­κυ­ψαν σαν έ­νας πια­σά­ρι­κος τίτ­λος, για να χρη­σι­μο­ποιή­σου­με έ­ναν δη­μο­σιο­γρα­φί­ζο­ντα α­με­ρι­κα­νι­σμό. 

Homo ludens

Πιο συ­γκε­κρι­μέ­να, παι­χνί­δια εν και­ρώ πο­λέ­μου πε­ρι­γρά­φει  στο βι­βλίο της. Απο­τε­λεί σχε­δόν κα­νό­να, ό­ταν οι συγ­γρα­φείς α­να­φέ­ρο­νται στα παι­δι­κά τους χρό­νια, να α­φιε­ρώ­νουν σε­λί­δες και στα παι­χνί­δια. Ορι­σμέ­νοι, που συ­νέ­πε­σε να με­γα­λώ­σουν σε τα­ραγ­μέ­νη ε­πο­χή, ό­πως η δε­κα­ε­τία του ’40, δια­σκε­δά­ζουν την ε­πί­φο­βη α­τμό­σφαι­ρα με τη χα­ρού­με­νη διά­θε­ση, που αυ­τά δη­μιουρ­γούν. Με­ρι­κά α­πό τα κα­λύ­τε­ρα διη­γή­μα­τα της με­τα­πο­λε­μι­κής πε­ζο­γρα­φίας έ­χουν θέ­μα τα παι­χνί­δια σε αλ­λο­τι­νές γει­το­νιές και α­λά­νες. Πα­ρά­δειγ­μα, η πα­λαιό­τε­ρη συλ­λο­γή πε­ζών, «Παι­χνί­δια στον πα­ρά­δει­σο», του Μάρ­κου Μέ­σκου, ή και το πρό­σφα­το α­φή­γη­μα ε­νός άλ­λου, νεό­τε­ρου, Εδεσ­σαίου, του Σά­κη Τότ­λη, «Το ά­γρα­φο χαρ­τί». Συ­νή­θως, πρό­κει­ται για συγ­γρα­φείς, που κα­τα­τάσ­σο­νται στη δεύ­τε­ρη με­τα­πο­λε­μι­κή γε­νιά, κά­πο­τε και πρώι­μες πε­ρι­πτώ­σεις της γε­νιάς του ’70. Αφο­ρούν, κυ­ρίως, παι­χνί­δια στο ύ­παι­θρο και για να α­κρι­βο­λο­γού­με, παι­χνί­δια μό­νο των παι­διών, με τη ση­μα­σία, που εί­χε η λέ­ξη παι­δί ε­κεί­να τα χρό­νια. Τό­τε, που κά­ποιος ό­ρι­ζε ό­τι εί­χε τό­σα παι­διά και τό­σα κο­ρί­τσια, ό­πως θα έ­λε­γε τό­σα πρό­βα­τα τό­σα γί­δια. Σε δυο πρό­σφα­τες πε­ρι­πτώ­σεις, που γυ­ναί­κες συγ­γρα­φείς α­να­τρέ­χουν στο πα­ρελ­θόν, η Τζί­να Πο­λί­τη και η Ρέα Γα­λα­νά­κη, θυ­μού­νται μό­νο τα παι­χνί­δια με κού­κλες και κου­κλί­στι­κα σερ­βί­τσια.
Εδώ, δια­φο­ρο­ποιεί­ται η Ηλιού. Πε­ρι­γρά­φει παι­χνί­δια ε­σω­τε­ρι­κού χώ­ρου, ό­πως το “δα­χτυ­λί­δι” και το “μπι­ζ”. Στο “κα­τα­φύ­γιο”, την ώ­ρα του νυ­κτε­ρι­νού συ­να­γερ­μού, τα έ­παι­ζαν α­να­γκα­στι­κά α­γό­ρια και κο­ρί­τσια μα­ζί. Το ί­διο και το “κρυ­φτό στα σκο­τει­νά” ή και τα ε­πι­τρα­πέ­ζια, τις βρα­δι­νές ώ­ρες που οι γει­το­νιές δεν προ­σφέ­ρο­νταν για να παί­ξουν το “στρα­τό”. Όταν, πά­ντως, έ­παι­ζε με τον με­γα­λύ­τε­ρο ε­ξά­δελ­φό της, οι ρό­λοι στο εν λό­γω παι­χνί­δι ή­ταν δε­δο­μέ­νοι, α­ξιω­μα­τι­κός ε­κεί­νος και στρα­τιώ­της, ο­νό­μα­τι Μά­ριος, ε­κεί­νη. Εκτός α­πό το πρώ­το κε­φά­λαιο, που εί­ναι α­φιε­ρω­μέ­νο στα “παι­χνί­δια πο­λέ­μου”, στο βι­βλίο πα­ρα­τάσ­σο­νται έ­ντε­κα α­κό­μη κεί­με­να. Στον υ­πό­τιτ­λο, α­πο­κα­λού­νται “α­φη­γή­σεις”. Η συγ­γρα­φέ­ας, ω­στό­σο, ει­σα­γω­γι­κά, σπεύ­δει να τα χα­ρα­κτη­ρί­σει “α­προσ­διό­ρι­στης ταυ­τό­τη­τας κεί­με­να”. Αυ­τό α­πο­τε­λεί μια πρώ­τη νύ­ξη για την α­να­μέ­τρη­ση της α­φη­γή­τριας με το ε­πι­στη­μο­νι­κό alter ego της παι­δα­γω­γού και κοι­νω­νιο­λό­γου, που δια­κρί­νε­ται α­πό την πρώ­τη μέ­χρι την τε­λευ­ταία σε­λί­δα. Εί­ναι προ­φα­νές, ό­τι η συγ­γρα­φέ­ας θα χρεια­στεί έ­να δεύ­τε­ρο πε­ζο­γρα­φι­κό βι­βλίο για να α­παλ­λα­γεί ο­ρι­στι­κά α­πό τον σφι­χτό κορ­σέ του ε­πι­στη­μο­νι­κού ορ­θο­λο­γι­σμού, ο ο­ποίος, κα­τά τη γνώ­μη μας, α­πο­βαί­νει ζη­μιο­γό­νος.  

Κοι­νω­νιο­λο­γι­κή ο­πτι­κή

Εμείς θα τα κα­τα­τάσ­σα­με στις εν­δια­φέ­ρου­σες βιω­μα­τι­κές α­φη­γή­σεις, κα­θώς σκια­γρα­φούν πα­ρελ­θο­ντι­κά το­πία με πλα­γίως ει­ρω­νι­κή ο­πτι­κή. Όταν, βε­βαίως, αυ­τές δεν ναρ­κο­θε­τού­νται α­πό τα δι­δα­κτι­κά φάλ­τσα της παι­δα­γω­γού και τις α­νη­συ­χίες της κοι­νω­νιο­λό­γου μην και δια­τα­ραχ­θούν οι νόρ­μες του πο­λι­τι­κά ορ­θού. Αυ­τό συμ­βαί­νει, κυ­ρίως, στο προ­λο­γι­κό ση­μείω­μα και το ε­πί­με­τρο, που προ­δια­θέ­τουν αρ­νη­τι­κά, δε­δο­μέ­νου ό­τι, σε μια συλ­λο­γή πε­ζών, ο α­να­γνώ­στης ξε­κι­νά συ­χνά α­πό ε­κεί για να σχη­μα­τί­σει μια πρώ­τη ει­κό­να. 
Απο­ρίες της μορ­φής, “για­τί να εν­δια­φερ­θούν α­να­γνώ­στες για τη δι­κή μου ζωή”, ή και α­πο­φάν­σεις του τύ­που, “δεν έ­χω κα­θό­λου μυ­θο­πλα­στι­κές ι­κα­νό­τη­τες”, που δια­τυ­πώ­νο­νται ει­σα­γω­γι­κά, πέ­ραν της α­στο­χίας τους, προ­δί­δουν α­να­σφά­λεια. Όσο για την α­νη­συ­χία που εκ­φρά­ζε­ται πε­ρί “κα­τα­σκευα­σμέ­νης α­νά­μνη­σης”, αυ­τή μπο­ρεί και να έ­μει­νε κα­τά­λοι­πο α­πό το μα­κρό­χρο­νο συγ­χρω­τι­σμό με έ­ναν ι­στο­ρι­κό, που α­φιέ­ρω­σε πο­λύ χρό­νο για να α­να­θεω­ρή­σει τις μνη­μο­νι­κές κα­τα­σκευές. Τέ­λος, ο α­πο­λο­γη­τι­κός χα­ρα­κτή­ρας του ε­πί­με­τρου, το ο­ποίο ε­πι­κε­ντρώ­νε­ται στο πα­λαιό­τε­ρο παι­δα­γω­γι­κό σύ­στη­μα που εί­χε ως α­κρο­γω­νιαίο λί­θο το “ξύ­λο” και τους γο­νείς που το υιο­θε­τού­σαν, μό­νο ψυ­χα­να­λυ­τι­κά, ως κεί­με­νο ε­νο­χι­κής κό­ρης, μπο­ρεί να ερ­μη­νευ­θεί.
Στην κα­τά­τα­ξη του υ­λι­κού, φαί­νε­ται πως υ­πε­ρί­σχυ­σε η α­ντί­λη­ψη της ε­πι­στή­μο­νος. Αντί της χρο­νο­λο­γι­κής σει­ράς, που θα έ­στρω­νε μια αυ­το­βιο­γρα­φι­κή α­φή­γη­ση, προ­κρί­θη­κε η θε­μα­τι­κή πα­ρου­σία­ση. Ωστό­σο, η α­να­σύν­θε­ση των τριών τεσ­σά­ρων ε­κτε­νέ­στε­ρων κε­φα­λαίων μα­ζί με το ά­πλω­μα και τη συσ­σω­μά­τω­ση των υ­πο­λοί­πων θα έ­δι­νε έ­να πρώ­το τό­μο αυ­τής της υ­πο­θε­τι­κής αυ­το­βιο­γρά­φη­σης. Αν κρα­τού­σα­με ως κέ­ντρο βά­ρος της μαρ­τυ­ρίας τους τό­πους, θα ή­ταν ο τό­μος Βέ­ροια-Πύρ­γος Ηλείας-Αθή­να, ό­που θα έ­με­νε και υ­πό­λοι­πο για έ­ναν δεύ­τε­ρο, Αθή­να-Πα­ρί­σι. 
Όπως και να έ­χει, αυ­τή η πρώ­τη α­πό­πει­ρα αυ­το­βιο­γρά­φη­σης εν­σω­μα­τώ­νει ποι­κί­λες, δια­φο­ρε­τι­κού τύ­που, μαρ­τυ­ρίες. Από την πα­ρα­στα­τι­κή πε­ρι­γρα­φή για το πώς με­γά­λω­νε άλ­λο­τε έ­να κο­ρί­τσι και το πό­σο δε­σμευ­τι­κό στε­κό­ταν το φύ­λο ό­σο α­φο­ρού­σε τη συμ­με­το­χή στις κοι­νω­νι­κές δρα­στη­ριό­τη­τες, μέ­χρι μαρ­τυ­ρίες γύ­ρω α­πό τους τό­πους και την ε­πο­χή. Κι αυ­τό, χά­ρις στις δια­σταυ­ρώ­σεις οι­κο­γε­νειών δια­φο­ρε­τι­κής προέ­λευ­σης, αλ­λά και τις συ­γκυ­ρίες, α­πό τις ο­ποίες κρα­τά­νε οι α­να­μνή­σεις της α­φη­γή­τριας. 
Ας δώ­σου­με συ­νο­πτι­κά τα τέσ­σε­ρα γε­νε­α­λο­γι­κά δέ­ντρα, κα­θώς, λό­γω της θε­μα­τι­κής πα­ρά­τα­ξης, δεν προ­βάλ­λουν ευ­κρι­νώς. Πρό­κει­ται για τη ζωή της Μα­ρίας Ηλιού, το γέ­νος Γεωρ­γίου Πα­πα­γιάν­νη, “ε­πι­κτη­νία­τρου με βαθ­μό ταγ­μα­τάρ­χη και νο­μο­κτη­νία­τρου”, και της Πι­πί­νας Ζα­ντέ. Γιος ο πα­τέ­ρας του Θα­νά­ση Πα­πα­γιάν­νη, γνω­στού υ­φα­σμα­τέ­μπο­ρου στον Πύρ­γο Ηλείας, και της Αθη­ναίας, α­πο­φοί­του του Αρσα­κείου, Μα­ρί­κας Φω­κά. Κό­ρη η μη­τέ­ρα του Αντώ­νη, γιου του Τι­μο­λέ­ο­ντα Ζα­ντέ, με τον Πύρ­γο στο Βαλ­τε­σι­νί­κο και της Μα­ρίας Ανα­γνω­στο­πού­λου α­πό τη γνω­στή πυρ­γιώ­τι­κη οι­κο­γέ­νεια. Συ­νο­λι­κά, τρεις οι πυρ­γιώ­τι­κες οι­κο­γέ­νειες, που, ό­πως οι πε­ρισ­σό­τε­ρες εύ­πο­ρες ε­κεί­νης της ε­πο­χής, μοί­ρα­ζαν το χρό­νο α­νά­με­σα στο σπί­τι της πό­λης, στην πε­ριο­χή του Επαρ­χείου για τους πρού­χο­ντες, και το χτή­μα τους. Τα “μυ­θι­κά χτή­μα­τα” στον κά­μπο, γραμ­μέ­να με κε­φα­λαίο χι. 

Δια­σταυ­ρού­με­νες μαρ­τυ­ρίες

Οι μαρ­τυ­ρίες δί­νουν στα γε­γο­νό­τα ι­διαί­τε­ρη υ­πό­στα­ση, δια­φο­ρε­τι­κή α­πό ε­κεί­νη της ι­στο­ρι­κής τους κα­τα­γρα­φής. Ενώ οι δια­σταυ­ρώ­σεις μαρ­τυ­ριών ε­ντεί­νουν την αί­σθη­ση ό­τι ο πα­ρελ­θο­ντι­κός κό­σμος νε­κρα­να­σταί­νε­ται. Μι­κρή ση­μα­σία έ­χει, αν πρό­κει­ται για α­προ­σχη­μά­τι­στες μαρ­τυ­ρίες ή συ­γκε­κα­λυμ­μέ­νες σε διη­γη­μα­τι­κή μορ­φή. Πε­ρι­συλ­λέ­γου­με, εν­δει­κτι­κά, με­ρι­κά πα­ρα­δείγ­μα­τα α­πό τις “α­φη­γή­σεις” της Ηλιού, σε πα­ράλ­λη­λη α­νά­γνω­ση με κά­ποια άλ­λα α­πό προ­γε­νέ­στε­ρα βι­βλία. Εί­ναι α­πό την Κα­το­χή, στον Πύρ­γο Ηλείας. Δυο παι­διά δια­βά­ζουν ι­στο­ρίες του Αλφόν­σου Ντω­ντέ: Η ο­χτά­χρο­νη Μα­ρία Πα­πα­γιάν­νη, σε έ­να δω­μά­τιο, που “εί­χε το α­νε­κτί­μη­το προ­σόν ε­νός βα­θειού περ­βα­ζιού στο πα­ρα­θύ­ρι...ό­που μπο­ρού­σες να σκαρ­φα­λώ­νεις με το βι­βλίο σου...” Και ο έ­φη­βος α­φη­γη­τής στο διή­γη­μα «Η δε­κα­ο­χτού­ρα» του Η. Χ. Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λου, “δί­πλα στο πα­ρά­θυ­ρο, που τύ­λι­ξε τα πό­δια του με μια μάλ­λι­νη κου­βέρ­τα και πή­ρε το μι­κρό, χο­ντρό βι­βλίο...” Ήταν ο «Ταρ­τα­ρί­νος ο εκ Τα­ρα­σκό­νης», το γνω­στό­τε­ρο του Ντω­ντέ, γραμ­μέ­νο το 1872 και με­τα­φρα­σμέ­νο 22 χρό­νια αρ­γό­τε­ρα α­πό τον Πα­πα­δια­μά­ντη. Η Μα­ρία δεν στά­θη­κε τό­σο τυ­χε­ρή, της έ­τυ­χε «Το Μι­κρού­λι­κο», γραμ­μέ­νο τέσ­σε­ρα χρό­νια νω­ρί­τε­ρα, που χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ως μια πρω­τό­λεια αυ­το­βιο­γρά­φη­ση του συγ­γρα­φέα. Το πι­θα­νό­τε­ρο, ή­ταν η δια­σκευή του Νί­κου Κα­ζα­ντζά­κη. Θυ­μά­ται ό­τι δεν την εν­θου­σία­σε. 
Εκεί­νη “νο­σταλ­γού­σε” για χρό­νια το «Πε­τά­ει, πε­τά­ει ο άν­θρω­πος», που εί­χε δια­βά­σει λί­γο νω­ρί­τε­ρα στο αρ­χο­ντι­κό του Πο­λυ­ζωί­δη, πι­θα­νώς κουρ­νια­σμέ­νη στο περ­βά­ζι ε­νός άλ­λου με­γά­λου πα­ρα­θυ­ριού, στη Βέ­ροια, ό­που υ­πη­ρε­τού­σε ο πα­τέ­ρας της πριν με­τα­κι­νη­θεί προς το Αλβα­νι­κό Μέ­τω­πο. Μέ­σα στην α­να­στά­τω­ση της ε­σπευ­σμέ­νης α­να­χώ­ρη­σης της υ­πό­λοι­πης οι­κο­γέ­νειας για την Αθή­να, το βι­βλίο πα­ρά­πε­σε. Χρό­νια με­τά το α­να­ζη­τού­σε στα πα­λαιο­πω­λεία και ταυ­τό­χρο­να, έ­ψα­χνε για το ό­νο­μα του συγ­γρα­φέα, που δεν το εί­χε συ­γκρα­τή­σει. Κά­πο­τε, ε­ντο­πί­στη­κε ο συγ­γρα­φέ­ας. Πρό­κει­ται για τον Πέ­τρο Πι­κρό. Αργό­τε­ρα, α­να­κά­λυ­ψε το βι­βλίο και το ξα­να­διά­βα­σε. “Ξαφ­νιά­στη­κα”, γρά­φει, “για το πώς έ­να τέ­τοιο βι­βλίο μπο­ρού­σε να δώ­σει τό­ση ευ­χα­ρί­στη­ση σε έ­να παι­δί ε­κεί­νης της η­λι­κίας.” Να θυ­μί­σου­με ό­τι ο Πι­κρός το εί­χε α­φιε­ρώ­σει στην α­νι­ψιά του, μα­θή­τρια του δη­μο­τι­κού το 1931, που εκ­δό­θη­κε το βι­βλίο, με τον υ­πό­τιτ­λο, «Μυ­θι­στό­ρη­μα για γνω­στι­κά παι­διά». Φαί­νε­ται πως έ­να τέ­τοιο κο­ρί­τσι ή­ταν και η Μα­ρία. Πα­ρου­σιά­ζει, ό­μως, εν­δια­φέ­ρον η ε­πι­λε­κτι­κή μνή­μη του παι­διού ή, σε αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση, του κο­ρι­τσιού. Συ­γκρά­τη­σε το α­με­ρι­κα­νό­που­λο, τον Τζων, και ό­χι τον έ­φη­βο, Έλλη­να με­τα­νά­στη στην Αμε­ρι­κή, Δή­μα. Όπως και να έ­χει, εί­ναι έ­να α­πό ε­κεί­να τα βι­βλία του Πι­κρού που δεν γνώ­ρι­σαν δεύ­τε­ρη έκ­δο­ση. Εί­χα­με ελ­πί­σει με την α­να­κοί­νω­ση Απά­ντων Πι­κρού α­πό τις εκ­δό­σεις Άγρα, αλ­λά, ό­πως ό­λα τα φι­λό­δο­ξα σχέ­δια, έ­τσι και τα Άπα­ντα Πι­κρού στα­μά­τη­σαν  στους πρώ­τους τό­μους.
Η δια­σταύ­ρω­ση, ό­μως, των μαρ­τυ­ριών Ηλιού - Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λου α­φο­ρά κυ­ρίως τα “μυ­θι­κά χτή­μα­τα” στον Πύρ­γο Ηλείας. Μο­να­δι­κό και κυ­ρίαρ­χο το πα­τρι­κό χτή­μα στις πα­ρυ­φές της πό­λης στα διη­γή­μα­τα του δεύ­τε­ρου, ε­νώ, στο βι­βλίο της Ηλιού, α­να­φέ­ρο­νται και συγ­γε­νι­κά χτή­μα­τα. Έτσι, πά­ντως, κα­θώς μνη­μο­νεύο­νται στις α­φη­γή­σεις της, πολ­λα­πλώς και ε­πί τρο­χά­δην, α­πο­μέ­νουν σαν το α­δρό πε­ρί­γραμ­μα μιας α­φή­γη­σης, που δεν γρά­φτη­κε α­κό­μη. Συ­γκρα­τού­με α­πό τις πυρ­γιώ­τι­κες α­να­μνή­σεις της την α­να­φο­ρά στην Ελε­ο­νώ­ρα, “τη χο­ντρή της γει­το­νιάς” της. Εί­ναι η δα­σκά­λα του ι­διαί­τε­ρου των γαλ­λι­κών στο ο­μό­τιτ­λο διή­γη­μα του Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λου. Την “α­πα­θα­νά­τι­σε συ­ναρ­πα­στι­κά”, σχο­λιά­ζει η Ηλιού. Μάλ­λον την α­νά­κλη­ση των παι­δι­κών του φα­ντα­σιώ­σεων “α­πα­θα­νά­τι­σε” σα­ρά­ντα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα ο συγ­γρα­φέ­ας, τωό­ντι, συ­ναρ­πα­στι­κά.    

Γερ­μα­νοί και Ιτα­λοί

Αντι­στρέ­φου­με τον τίτ­λο του έ­βδο­μου κε­φα­λαίου, «Ιτα­λοί και Γερ­μα­νοί». Γερ­μα­νοί και Ιτα­λοί και πά­λι Γερ­μα­νοί. Οι μαρ­τυ­ρίες αλ­λη­λο­συ­μπλη­ρώ­νο­νται, ε­νώ συ­χνά συμ­βαί­νει στα ε­πί μέ­ρους να α­ντι­φά­σκουν. Πα­ρα­μέ­νο­ντας στον Πύρ­γο Ηλείας, έ­να πα­ρά­δειγ­μα α­πό τις η­μέ­ρες πο­λέ­μου εί­ναι εν­δει­κτι­κό. Η Μα­ρία θυ­μά­ται: “Ήχη­σε η σει­ρή­να του συ­να­γερ­μού και συγ­χρό­νως κα­τέ­φθα­σαν τα γερ­μα­νι­κά Στού­κας... Από τις έ­ξι, νο­μί­ζω, βόμ­βες που έ­πε­σαν στον Πύρ­γο, κα­μιά δεν έ­κα­νε ου­σια­στι­κή ζη­μιά, ού­τε υ­πήρ­ξαν θύ­μα­τα. «Έβα­λε το χέ­ρι του ο Άγιος Χα­ρά­λα­μπος και α­στό­χη­σαν οι Γερ­μα­να­ρά­δες», ή­ταν η ά­πο­ψη που κυ­κλο­φό­ρη­σε στη γει­το­νιά... Λί­γες μέ­ρες με­τά, βρι­σκό­μουν στο κα­τά­στη­μα των κο­ρι­τσιών, στην κε­ντρι­κή ε­μπο­ρι­κή ο­δό της πό­λης, την ο­δό Ερμού. Τα κο­ρί­τσια ή­ταν οι τέσ­σε­ρες α­δερ­φές Σταυ­ρο­πού­λου...κρα­τού­σαν το ε­μπο­ρι­κό κα­τά­στη­μα κα­πέ­λων... Από την πόρ­τα του κα­πε­λά­δι­κου... ά­κου­σα και εί­δα να προ­χω­ρούν στην πό­λη τα πρώ­τα γερ­μα­νι­κά στρα­τεύ­μα­τα κα­το­χής. Εμπρός έ­νας μο­το­συ­κλε­τι­στής  και α­κο­λου­θού­σαν διά­φο­ρα τρο­χο­φό­ρα και στρα­τός...”
Την Κυ­ρια­κή, 27 Απρι­λίου 1941, α­φού την προ­η­γού­με­νη εί­χαν κα­τα­λη­φθεί Πά­τρα και Αί­γιο, “δυο ι­τα­λι­κά α­ε­ρο­πλά­να έ­ρι­ξαν πέ­ντε έ­ξι βόμ­βες στον Πύρ­γο”, ο συ­νο­μή­λι­κός της Γιώρ­γος Σκου­λα­ρί­κος πε­ρι­γρά­φει α­να­λυ­τι­κά τις δια­δρο­μές τους: “Η μια έ­πε­σε σε μια χα­μο­κέ­λα στο α­διέ­ξο­δο στε­νό πί­σω α­πό την ο­δό Αχό­λου και σκό­τω­σε έ­να γαϊδα­ρο. Η δεύ­τε­ρη στην πλα­τεία Αυ­γε­ρι­νού. Η τρί­τη α­νά­με­σα στου Ξυ­στρή και στου Πι­τσι­νού χω­ρίς να ε­κρα­γεί. Οι υ­πό­λοι­πες πέ­σα­νε μα­ζε­μέ­νες στα Μπε­ρε­τσαίι­κα, στου Συ­ντέ­του το Λιο­στά­σι.” Στις 5 Μαΐου 1941, ε­γκα­τα­στά­θη­κε στην πό­λη σώ­μα 700 Ιτα­λών στρα­τιω­τών. 
Για το Τάγ­μα Ασφα­λείας, που ε­γκα­τα­στά­θη­κε στις 20 Μαΐου 1943, με ε­πι­κε­φα­λής τον ταγ­μα­τάρ­χη Γεώρ­γιο Κοκ­κώ­νη, κα­θώς και για την α­να­χώ­ρη­ση των Γερ­μα­νών και ό­σα α­κο­λού­θη­σαν, στο βι­βλίο της Ηλιού, οι μαρ­τυ­ρίες δί­νο­νται έμ­με­σα, μέ­σα α­πό τα τεκ­μή­ρια που εν­σω­μα­τώ­νο­νται στην α­φή­γη­ση: έ­να υ­πη­ρε­σια­κό ση­μείω­μα του Κοκ­κώ­νη, με η­με­ρο­μη­νία 6 Ιου­λίου 1944, και α­πό­σπα­σμα μα­θη­τι­κής έκ­θε­σης, με θέ­μα «Η η­μέ­ρα της ο­δο­μα­χίας». Αυ­τό το δεύ­τε­ρο α­να­φέ­ρε­ται στη μά­χη με­τα­ξύ Ελα­σι­τών και αν­δρών του Κοκ­κώ­νη, που στή­ρι­ζαν τη ντό­πια δύ­να­μη της Χω­ρο­φυ­λα­κής. Η σύ­γκρου­ση άρ­χι­σε  στις 8 Μαΐου 1944 και κρά­τη­σε δυο μέ­ρες. Η α­φή­γη­ση έ­χει βο­η­θη­τι­κό ρό­λο για το τι βίω­σε “τις μέ­ρες των ο­δο­μα­χιών ε­κεί­νη η γω­νιά της πό­λης, περ­νώ­ντας κά­θε τό­σο α­πό τη μία ε­ξου­σία στην άλ­λη, ε­νώ βαλ­λό­ταν α­διά­κο­πα α­πό τα α­ντι­κρι­στά κα­μπα­να­ριά της Αγια-Κυ­ρια­κής και του Αϊ-Νι­κό­λα που εί­χαν κα­τα­λη­φθεί α­πό τους ε­μπό­λε­μους... Τα Τάγ­μα­τα Ασφα­λείας νι­κή­θη­καν. Ο Κοκ­κώ­νης σκο­τώ­θη­κε.” Πα­ρου­σιά­ζει εν­δια­φέ­ρον η ση­μα­το­δό­τη­ση του χώ­ρου της ο­δο­μα­χίας με τα κα­μπα­να­ριά, σε σύ­γκρι­ση με άλ­λη πε­ρι­γρα­φή, που στη­ρί­ζε­ται στα δη­μό­σια κτί­ρια: “Ταγ­μα­τα­σφα­λί­τες και χω­ρο­φύ­λα­κες εί­χαν πιά­σει τρία κτί­ρια –Δη­μαρ­χείο, Επαρ­χείο και Δι­κα­στι­κό Μέ­γα­ρο– με αρ­κε­τό και βα­ρύ ο­πλι­σμό δεν πα­ρα­δί­δο­νταν... ”   

Απο­ρίες

Αυ­τός εί­ναι ο τίτ­λος της τε­λευ­ταίας, δω­δέ­κα­της α­φή­γη­σης και στρέ­φε­ται γύ­ρω α­πό το ε­ρώ­τη­μα, “πώς να φυ­τρώ­νουν τα παι­διά στην κοι­λιά της μα­μάς τους”. Θα μπο­ρού­σε, ω­στό­σο, να έ­χει τον ί­διο τίτ­λο με το πρώ­το  διή­γη­μα του Γιώρ­γη Για­τρο­μα­νω­λά­κη στο νέο του βι­βλίο, «Τρία α­πρό­σε­κτα διη­γή­μα­τα», «Η πε­ρίο­δος της Ει­ρή­νης». Πα­ρου­σιά­ζει εν­δια­φέ­ρον η θε­μα­τι­κή συ­νά­ντη­ση μιας βιω­μα­τι­κής α­φή­γη­σης με μια α­μι­γώς μυ­θο­πλα­στι­κή. Κο­ρί­τσι χή­ρας μη­τέ­ρας η Μα­ρία, δεν έ­λυ­σε τις α­πο­ρίες της ού­τε στα έ­ξι ού­τε ό­ταν κο­πέ­λα εί­δε τις πρώ­τες “στα­γό­νες αί­μα”. Τό­τε για τα φι­λο­πε­ρίερ­γα παι­διά, των κο­ρα­σί­δων συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων, υ­πήρ­χαν οι Εγκυ­κλο­παί­δειες και τα λε­ξι­κά. Από ε­κεί έ­μα­θε τό­σο ο ή­ρωας του δεύ­τε­ρου διη­γή­μα­τος του Για­τρο­μα­νω­λά­κη ό­σο και η Μα­ρία, ό­τι τα αι­δοία ή­ταν τρία και ό­χι έ­να. 
Αυ­τό το κε­φά­λαιο, ό­πως και τα άλ­λα σύ­ντο­μα του βι­βλίου, ξε­κι­νούν α­φη­γη­μα­τι­κά, μό­νο που στην α­νά­πτυ­ξη του συ­γκε­κρι­μέ­νου θέ­μα­τος, για να α­γκα­λιά­σουν ό­λες τις πε­ρι­πτώ­σεις, συ­ντο­μεύουν τις πε­ρι­γρα­φές. Σαν να μην υ­πάρ­χει το α­να­γκαίο πε­ρι­θώ­ριο χώ­ρου και χρό­νου. Σε α­ντί­θε­ση, το ε­ναρ­κτή­ριο, “παι­χνί­δια πο­λέ­μου”, και δυο α­κό­μη, η “σχο­λι­κή πε­ρι­διά­βα­ση” και το “έ­να δι­κό σου δω­μά­τιο”, έ­χουν την α­φη­γη­μα­τι­κή έ­κτα­ση, που α­παι­τούν πρό­σω­πα και κα­τα­στά­σεις. Όσο για το μο­να­δι­κό δη­μο­σιευ­μέ­νο κεί­με­νο, «Αφα­νείς δια­δρο­μές στη δε­κα­ε­τία του ’40», ό­ντας γραμ­μέ­νο για πε­ριο­δι­κό, α­να­γκα­στι­κά συ­μπυ­κνώ­νει έ­να υ­λι­κό, που θα χρεια­ζό­ταν να του δο­θεί πε­ρισ­σό­τε­ρος χώ­ρος. Με άλ­λα λό­για, οι συ­γκε­κρι­μέ­νες α­να­δρο­μές βίου συ­νι­στούν μεν έ­να εν­δια­φέ­ρον α­νά­γνω­σμα, αλ­λά πι­στεύου­με ό­τι ε­μπε­ριέ­χουν πε­ρισ­σό­τε­ρο ψα­χνό, που έ­μει­νε ε­κτός. Αυ­τά, για ό­ση α­ξία έ­χει η γνώ­μη ε­νός συ­στη­μα­τι­κού α­να­γνώ­στη. Εν α­να­μο­νή, λοι­πόν, δεύ­τε­ρου τό­μου. 

Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 24/3/2013.

Δεν υπάρχουν σχόλια: