Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013

Το ελάχιστο της δόξας



Σκη­νή α­πό το «Ιωάν­νης Γα­βριήλ Μπόρ­κμαν».
Ο Νί­κος Πα­ρα­σκευάς (α­ρι­στε­ρά) στο ρό­λο του Βί­λελμ Φόλ­νταλ
και ο Αι­μί­λιος Βεά­κης (δε­ξιά) στο ρό­λο του Μπόρ­κμαν,
κα­τά το πρώ­το α­νέ­βα­σμα του ι­ψε­νι­κού έρ­γου, το 1933
(Φωτ. Τά­σου Με­λε­τό­που­λου, Φω­το­γρα­φι­κό Αρχείο Εθνι­κού Θεά­τρου).



Βαγ­γέ­λης Χατ­ζη­γιαν­νί­δης
«Το ε­λά­χι­στο ί­χνος»
Εκδό­σεις Το Ρο­δα­κιό
Απρί­λιος 2013 

Η Αμε­ρι­κα­νί­δα Έντιθ Γουέ­μπστερ ή­ταν μια δη­μο­φι­λής η­θο­ποιός, που υ­πέ­στη καρ­δια­κή προ­σβο­λή στην τε­λευ­ταία κο­ρώ­να του ά­σμα­τος που τρα­γου­δού­σε ως μέ­ρος μιας πα­ρά­στα­σης σε θέ­α­τρο της Βαλ­τι­μό­ρης. Εξέ­πνευ­σε τη στιγ­μή α­κρι­βώς που ο ρό­λος την ή­θε­λε να σω­ριά­ζε­ται ε­πί σκη­νής. Η Γουέμπστερ δεν δια­σώ­θη­κε της λή­θης χά­ρις σε ε­κεί­νο το τε­λευ­ταίο τρα­γού­δι, πα­ρό­τι ε­πρό­κει­το για έ­να πο­λύ γνω­στό κομ­μά­τι τζα­ζ, που έ­μει­νε με άλ­λες φω­νές. Ού­τε χά­ρις σε ε­κεί­νη την πα­ρά­στα­ση, πα­ρό­τι ή­ταν έ­να δη­μο­φι­λές μιού­ζι­κα­λ, που παι­ζό­ταν ε­πί ο­χτώ χρό­νια, βα­σι­σμέ­νο στο βι­κτω­ρια­νό με­λό­δρα­μα «Ο μέ­θυ­σος» του Ουίλ­λιαμ Σμι­θ, που εί­χε γνω­ρί­σει με­γά­λη ε­πι­τυ­χία την ε­πο­χή της πο­το­α­πα­γό­ρευ­σης. Μό­νο λό­γω της σύ­μπτω­σης να “ζή­σει το θά­να­το του ρό­λου της”, το ό­νο­μά της κα­τα­γρά­φτη­κε στα μι­κρά και πε­ρίερ­γα της Ιστο­ρίας του θεά­τρου. Ενώ, έ­μελ­λε χά­ρις σε έ­ναν έλ­λη­να συγ­γρα­φέα με θε­α­τρι­κή κουλ­τού­ρα να τρο­φο­δο­τή­σει με μια ε­ντυ­πω­σια­κή κα­τά­λη­ξη έ­να, έ­τσι κι αλ­λιώς, εν­δια­φέ­ρον μυ­θι­στό­ρη­μα. Ακό­μη, ό­μως, κι αν δεν εί­χε πο­τέ κα­τα­γρα­φεί έ­νας πα­ρό­μοιος θά­να­τος, ο Βαγ­γέ­λης Χατ­ζη­γιαν­νί­δης θα τον εί­χε ε­πι­νοή­σει, κα­θώς α­πό πρώ­της εμ­φα­νί­σεώς του ε­πέ­δει­ξε τη γό­νι­μη και συν­δυα­στι­κή φα­ντα­σία ως έ­να α­πό τα α­τού που διέ­θε­τε.
Στα 72 της η Γουέ­μπστερ το 1986, ή­ταν μια πα­λαί­μα­χος η­θο­ποιός, που, σί­γου­ρα, α­ντί της υ­στε­ρο­φη­μίας που ε­ξα­σφά­λι­σε με το θά­να­τό της, θα προ­τι­μού­σε να μα­κρο­η­με­ρεύ­σει. Σε α­ντί­θε­ση με τον 43χρο­νο ή­ρωα του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, που, σαν άλ­λος Φά­ου­στ, θα έ­δι­νε και την ψυ­χή του για την α­να­γνώ­ρι­ση. Ηθο­ποιός δια­φο­ρε­τι­κής στό­φας, ε­πέ­λε­ξε για την ε­θε­λού­σια στη δι­κή του πε­ρί­πτω­ση και ό­χι συ­μπτω­μα­τι­κή έ­ξο­δο, έ­ναν ρό­λο του κλα­σι­κού ρε­περ­το­ρίου, τον Ιωάν­νη Γα­βριήλ Μπόρ­κμαν του Ίψεν. Στο μυ­θι­στό­ρη­μα, δεν α­νε­βαί­νει α­κέ­ραιο το έρ­γο, πα­ρά μό­νο η τε­λευ­ταία σκη­νή “στη χιο­νι­σμέ­νη ε­ξο­χή” ως μέ­ρος μιας πα­ρά­στα­σης, που, α­ντι­γρά­φο­ντας την τρέ­χου­σα μό­δα του ποτ­που­ρί, α­πο­τε­λεί­ται α­πό τέσ­σε­ρις πα­ρό­μοιες σκη­νές δια­φο­ρε­τι­κών έρ­γων. Ο πρώ­τος Μπόρ­κμαν του ελ­λη­νι­κού θεά­τρου εί­ναι ο Αι­μί­λιος Βεά­κης, στου ο­ποίου τη Σχο­λή φοί­τη­σε ο συγ­γρα­φέ­ας, ε­νώ δεν προσ­διο­ρί­ζει την ι­διω­τι­κή α­θη­ναϊκή Σχο­λή, που πα­ρα­κο­λού­θη­σε ο ή­ρωάς του. Το 1998 α­νε­βαί­νει η πα­ρά­στα­ση στο μυ­θι­στό­ρη­μα και τη σκη­νο­θε­σία την α­να­λαμ­βά­νει ο πρω­τα­γω­νι­στής, α­κο­λου­θώ­ντας το πα­ρά­δειγ­μα του Αλέ­ξη Μι­νω­τή, του δεύ­τε­ρου με­γά­λου στον ι­ψε­νι­κό ρό­λο, κα­τά το ε­πε­τεια­κό α­νέ­βα­σμα του 1976 για τα ο­γδο­ντά­χρο­να α­πό τη συγ­γρα­φή του έρ­γου. 

Ως η­θο­ποιοί...

Αυ­τά ως πα­ρελ­κό­με­να της α­νά­γνω­σης, α­φού, συ­μπτω­μα­τι­κά, η έκ­δο­ση γί­νε­ται 80 χρό­νια με­τά το πρώ­το ελ­λη­νι­κό α­νέ­βα­σμα του έρ­γου και ε­νώ ε­πί­κει­ται ε­πε­τεια­κό α­νέ­βα­σμα, με Μπόρ­κμαν έ­ναν ο­μή­λι­κο του ή­ρωα η­θο­ποιό, τον Γιώρ­γο Κι­μού­λη. Αυ­τός, πα­ρό­τι το ί­διο φι­λό­δο­ξος με τον ή­ρωα, δεν α­πο­τολ­μά να συ­γκρι­θεί σκη­νο­θε­τι­κά με τους πρώ­τους δι­δά­ξα­ντες. Εμπι­στεύε­ται ως κα­θο­δη­γη­τή στο χτί­σι­μο του ρό­λου τον Στα­μά­τη Φα­σου­λή. Όσο α­φο­ρά το θέ­μα της γλώσ­σας, στο μυ­θι­στό­ρη­μα, ο ή­ρωας αρ­θρώ­νει τον ι­ψε­νι­κό λό­γο στα ελ­λη­νι­κά του Παύ­λου Μά­τε­σι, που εί­χε ε­πι­λέ­ξει ο Μι­νω­τής, ενώ η με­τά­φρα­ση της πρώ­της πα­ρά­στα­σης ήταν του με­γα­λύ­τε­ρου α­δελ­φού του τό­τε σκη­νο­θέ­τη Φώ­του Πο­λί­τη, του Γιώρ­γου. Ο Κι­μού­λης προ­τί­μη­σε μια νέα με­τά­φρα­ση α­πό τον σκη­νο­θέ­τη του α­ντί ε­νός φό­ρου τι­μής στον πρό­σφα­τα α­πο­θα­νό­ντα (20.1.2013) Μά­τε­σι, συ­μπτω­μα­τι­κά στα 80 του.
Ως η­θο­ποιοί ξε­κί­νη­σαν οι Μά­τε­σις και Χατ­ζη­γιαν­νί­δης, αλ­λά αμ­φό­τε­ροι ε­γκα­τέ­λει­ψαν γρή­γο­ρα τη σκη­νή. Κο­ντά εί­κο­σι χρό­νια θε­α­τρι­κός συγ­γρα­φέ­ας ο πρώ­τος και με­τά μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος, α­ντι­στρό­φως, ο δεύ­τε­ρος, πρώ­τα μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος και με­τά, ε­ναλ­λάξ και θε­α­τρι­κός συγ­γρα­φέ­ας. Όπως και να έ­χει, ο Μά­τε­σις δεν πρό­λα­βε να γρά­ψει μυ­θι­στό­ρη­μα για το χώ­ρο του θεά­τρου ού­τε να πλά­σει τον χα­ρα­κτή­ρα ε­νός η­θο­ποιού. Ο λί­γο νεό­τε­ρός του Μά­νος Ελευ­θε­ρίου, ποιη­τής και λά­τρης του θεά­τρου, έ­γρα­ψε δυο, αλ­λά δε­σμευό­με­νος α­πό τους χα­ρα­κτή­ρες των η­θο­ποιών στους ο­ποίους α­να­φε­ρό­ταν, την Ευαγ­γε­λία Πα­ρα­σκευο­πού­λου και την Ελέ­νη Πα­πα­δά­κη, που ή­ταν η πρώ­τη Έλλα δί­πλα στον Βεά­κη, “η μοι­ραία γυ­ναί­κα” στη ζωή του Μπόρ­κμαν, α­ντί­ζη­λος της κυ­ρίας Γκούν­χιλ­ντ Μπόρ­κμαν, που έ­παι­ζε η Κα­τί­να Πα­ξι­νού. Κά­πως έ­τσι έ­λα­χε στον Χατ­ζη­γιαν­νί­δη να γρά­ψει το θε­α­τρι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα και να πλά­σει το χα­ρα­κτή­ρα ε­νός η­θο­ποιού. Μέ­σα α­πό την ι­διό­μορ­φη ψυ­χο­σύ­στα­ση του ή­ρωά του, κα­τόρ­θω­σε να δεί­ξει την α­πό­στα­ση α­νά­με­σα στο ‘‘Ηθο­ποιός ση­μαί­νει φως’’, και στο ‘‘Ηθο­ποιός, ό,τι κι αν πεις/ εί­ναι κα­η­μός πο­λύ πι­κρός/ και στε­ναγ­μός πο­λύ βα­θύς’’, για να θυ­μη­θού­με και τους στί­χους του Χατ­ζι­δά­κι, ό­πως εί­χαν α­κου­στεί προ γεν­νή­σεως του συγ­γρα­φέα, Ιούν. 1962, α­πό τη βρα­χνή φω­νή του Χορν, που α­πο­χαι­ρέ­τη­σε το θέ­α­τρο με τον ι­ψε­νι­κό Αρχι­μά­στο­ρα Σόλ­νες, πριν 30 χρό­νια. 

Πε­ρί υ­στε­ρο­φη­μίας

Ήδη, ο τίτ­λος του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος του Χατ­ζη­γιαν­νί­δη κά­νει νύ­ξη στον προ­βλη­μα­τι­σμό, που θα μπο­ρού­σε να γεν­νή­σει έ­ναν πα­ρό­μοιο ή­ρωα. Πό­σοι άν­θρω­ποι ευ­τυ­χούν να πε­ρά­σουν στην Ιστο­ρία; Το μέ­γα πλή­θος, με­ρι­κά χρό­νια με­τά θά­να­το, δια­γρά­φε­ται α­πό κά­θε μορ­φής μνή­μη. Λι­γο­στοί εί­ναι ε­κεί­νοι που α­φή­νουν έ­να ί­χνος, μια α­να­φο­ρά δυο τριών σει­ρών, συ­χνό­τε­ρα με­ρι­κών λέ­ξεων. Κά­πως πε­ρισ­σό­τε­ροι α­φή­νουν “το ε­λά­χι­στο ί­χνος” του ο­νό­μα­τός τους. Ιδιαί­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση συ­νι­στούν οι άν­θρω­ποι των γραμ­μά­των και των τε­χνών. Οι τα­λα­ντού­χοι προ­βάλ­λο­νται εν ζωή, με ε­ξα­σφα­λι­σμέ­νη μια κά­ποια υ­στε­ρο­φη­μία. Ενώ, οι α­τά­λα­ντοι μέ­νουν ε­σα­εί στη θέ­ση του κο­μπάρ­σου, ε­κτός κι αν δια­θέ­τουν μέ­σο για την α­νέ­λι­ξή τους, ό­πως ο ή­ρωας σε κά­ποια φά­ση της ζωής του, χά­ρις στο ο­ποίο α­πέ­κτη­σε δι­κό του θέ­α­τρο, ό­που και μπο­ρού­σε να ε­πι­λέ­ξει για τον ε­αυ­τό του έ­ναν ρό­λο σαν του Μπόρ­κμαν. Με­τά θά­να­το πά­ντως οι κο­μπάρ­σοι δια­γρά­φο­νται μα­ζί με τους λοι­πούς α­σή­μα­ντους, ε­κτός κι αν συμ­βεί κά­τι το ε­ξαι­ρε­τι­κό, ό­πως στην πε­ρί­πτω­ση της Γουέ­μπστερ ή και του ή­ρωα, που ε­ξα­γό­ρα­σε το ε­λά­χι­στο της δό­ξας με τον ι­διό­τυ­πο τρό­πο του αυ­το­χει­ρια­σμού του.         
Όλοι, ό­μως, οι άν­θρω­ποι δεν α­ξιο­λο­γούν στον ί­διο βαθ­μό τη δό­ξα, ού­τε νοιά­ζο­νται για την υ­στε­ρο­φη­μία τους. Υπάρ­χουν οι ευ­τυ­χείς, που αι­σθά­νο­νται αρ­κού­ντως αυ­τάρ­κεις, ώ­στε να ευ­δαι­μο­νούν και χω­ρίς τον έ­παι­νο του Άλλου. Αυ­τό εί­ναι θέ­μα χα­ρα­κτή­ρα και των συν­θη­κών υ­πό τις ο­ποίες δια­πλά­στη­κε η προ­σω­πι­κό­τη­τα κά­ποιου. Τα λε­γό­με­να σύν­δρο­μα α­πόρ­ρι­ψης και α­πο­κλει­σμού εί­ναι ε­κεί­να που δη­μιουρ­γούν α­δή­ρι­τη α­νά­γκη για διά­κρι­ση. Δεν εν­δια­φέ­ρει σε ποιον το­μέα, αρ­κεί να γί­νο­νται το ε­πί­κε­ντρο της προ­σο­χής. “Όταν γρά­φουν για σέ­να, έ­στω και αρ­νη­τι­κά, ση­μαί­νει πως εί­σαι κά­ποιος”, σκέ­φτε­ται ο ή­ρωας την ε­πο­χή που εί­ναι θια­σάρ­χης και α­πο­λαμ­βά­νει την κο­λα­κεία “των α­πο­κά­τω”, ε­νώ δι­καιο­λο­γεί την τυ­χόν πε­ρι­φρο­νη­τι­κή στά­ση “των α­πο­πά­νω”, κα­θώς έ­χει πια α­πο­δε­χθεί “την κλί­μα­κα ε­ξου­σίας” ως ι­σχυ­ρό­τε­ρη της α­ξιο­κρα­τι­κής. Σε αυ­τήν την πραγ­μα­τί­στι­κη α­ντί­λη­ψη έ­χει κα­τα­λή­ξει, α­φού κα­τέ­βα­λε πο­λυε­τείς και ε­πί­μο­νες προ­σπά­θειες να δια­πρέ­ψει σε κά­τι, ο­τι­δή­πο­τε, α­πό τη μου­σι­κή μέ­χρι το θέ­α­τρο και α­πό το πιά­νο μέ­χρι τη σκη­νο­θε­σία, για να α­να­κα­λύ­ψει τε­λι­κά ό­τι μπο­ρεί σε ό,τι κα­τα­πια­στεί να έ­χει μια ι­κα­νο­ποιη­τι­κή α­πό­δο­ση, αλ­λά σε κα­νέ­ναν το­μέα δεν θα έ­χει “την αύ­ρα του χα­ρι­σμα­τι­κού”. 

Τα­λα­ντού­χος - α­τά­λα­ντος

Στο θε­α­τρι­κό μέ­ρος του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, ο συγ­γρα­φέ­ας ζω­ντα­νεύει μια τά­ξη Δρα­μα­τι­κής Σχο­λής και στη συ­νέ­χεια, πα­ρα­κο­λου­θώ­ντας τον ή­ρωά του, σκια­γρα­φεί την α­τμό­σφαι­ρα στο ε­λεύ­θε­ρο θέ­α­τρο, τις α­ντι­ζη­λίες, το ρό­λο της κρι­τι­κής και τον κα­θο­ρι­στι­κό ε­νός χο­ρη­γού. Με τη βοή­θεια του πα­ντε­πό­πτη α­φη­γη­τή που υιο­θε­τεί και τους δια­λό­γους, προ­σεγ­γί­ζει την έν­νοια του τα­λέ­ντου και το με­τέω­ρο ε­ρώ­τη­μα, “πά­θος για σκλη­ρή δου­λειά” ή προί­κι­σμα της φύ­σης. Μέ­σα α­πό την πλο­κή, ει­σχω­ρεί βα­θύ­τε­ρα α­πό αυ­τό το μα­νι­χαϊστι­κό ε­ρώ­τη­μα. “Όταν το μυα­λό δου­λεύει υ­περ­βο­λι­κά”, το σώ­μα δεν λύ­νε­ται. Και α­κό­μη βα­θύ­τε­ρα, “στο ε­σώ­τε­ρο ε­κεί­νο μά­τι που κρί­νει και α­να­λύει”, στη συ­μπαι­γνία του υ­πε­ρε­γώ των γο­νεϊκών ε­πι­τα­γών και το ερ­πε­τι­κό κομ­μά­τι του ε­γκε­φά­λου, που ε­λέγ­χει το αυ­τό­νο­μο νευ­ρι­κό σύ­στη­μα και το ο­ποίο έ­νας α­σκη­μέ­νος η­θο­ποιός ε­νερ­γο­ποιεί για να φθά­σει την ε­σω­τε­ρι­κή πει­θαρ­χία στο έ­σχα­το ση­μείο ε­λέγ­χου, ε­κεί­νο της πα­ρέμ­βα­σης στη λει­τουρ­γία του καρ­δια­κού μυ.
Στο θε­α­τρι­κό μέ­ρος, ε­κτός α­πό το δί­πο­λο τα­λα­ντού­χου α­τά­λα­ντου η­θο­ποιού και τον κα­θη­γη­τή υ­πο­κρι­τι­κής, έ­ναν “κο­ντο­στού­πι­κο βε­τε­ρά­νο του Εθνι­κού Θεά­τρου”, δια­κρί­νε­ται σε ρό­λο κλει­δί έ­νας α­κό­μη ή­ρωας, ο γραμ­μα­τέ­ας της Σχο­λής. Πρό­κει­ται για έ­ναν α­ντι­συμ­βα­τι­κό τύ­πο, α­πο­τυ­χη­μέ­νο η­θο­ποιό, που α­να­πτύσ­σει εν­δια­φέ­ρου­σες α­πό­ψεις γύ­ρω α­πό το θέ­α­τρο και τη σχέ­ση η­θο­ποιού και κοι­νού. Με αυ­τόν α­νοί­γει και με αυ­τόν κλεί­νει το βι­βλίο. Υπάρ­χουν, ω­στό­σο, κά­ποιες α­ντι­φά­σεις α­νά­με­σα σε ό­σα λέ­γο­νται γι’ αυ­τόν, ό­πως ο χα­ρα­κτη­ρι­σμός “α­γα­θός γί­γας”, και την προ­σω­πι­κό­τη­τα που δεί­χνουν τα λό­για και οι πρά­ξεις του. Σύμ­φω­να με το μό­το του βι­βλίου, ό­λοι οι ή­ρωες εί­ναι φα­ντα­στι­κοί, πλην ε­νός, που εί­ναι ο ί­διος ο συγ­γρα­φέ­ας στο ρό­λο ε­νός νέ­ου η­θο­ποιού. Ση­μα­ντι­κό­τε­ροι, ό­μως, σε έ­να μυ­θι­στό­ρη­μα, α­πό το γρή­γο­ρο πέ­ρα­σμα που κά­νει αυ­το­προ­σώ­πως ο συγ­γρα­φέ­ας, α­πο­βαί­νουν οι άν­θρω­ποι που στά­θη­καν η μα­γιά στο πλά­σι­μο κά­ποιων η­ρώων.

Η δο­μή

Το πώς δια­πλά­στη­κε έ­νας πα­ρό­μοιος ή­ρωας σκια­γρα­φεί­ται σε έ­να δεύ­τε­ρο μέ­ρος του βι­βλίου, που ε­κτυ­λίσ­σε­ται ε­κτός θεά­τρου. Αυ­τό το ε­ξω­θε­α­τρι­κό μέ­ρος, που φλερ­τά­ρει με το ρο­μά­ντσο, πι­θα­νώς και να α­πο­δυ­να­μώ­νει την ψυ­χο­γρα­φι­κή διά­στα­ση του θε­α­τρι­κού. Μια πα­ρό­μοια α­δυ­να­μία, ό­μως, εί­ναι α­πό τα συ­μπα­ρο­μαρ­τού­ντα της αι­σθη­τι­κής που α­κο­λου­θεί η μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή δο­μή. Ανα­λυ­τι­κό­τε­ρα, το μυ­θι­στό­ρη­μα χω­ρί­ζε­ται σε 39 κε­φά­λαια, κα­τα­νε­μη­μέ­να σε τέσ­σε­ρις ε­νό­τη­τες, ό­που ο τίτ­λος των κε­φα­λαίων της κά­θε ε­νό­τη­τας εί­ναι κοι­νός, συ­νο­δευό­με­νος α­πό αύ­ξο­ντα α­ριθ­μό και το έ­τος στο ο­ποίο έ­κα­στο ε­στιά­ζει: Πρώ­τη ε­νό­τη­τα, «Τέ­χνες και καλ­λι­τέ­χνες», 10 κε­φά­λαια. Δεύ­τε­ρη, «Φι­λίες και έ­χθρες», 2. Τρί­τη, «Οι­κο­γέ­νειες», 21 (το 22 εί­ναι τυ­πο­γρα­φι­κό λά­θος). Τέ­ταρ­τη, «Έρω­τες και η­δο­νές», 5. Τα δυο πρώ­τα, μα­ζί με το τε­λευ­ταίο κε­φά­λαιο του ε­πί σκη­νής θα­νά­του και της κη­δείας, συ­νι­στούν το θε­α­τρι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα. Τα δυο άλ­λα, α­να­συ­σταί­νουν τον προ­γε­νέ­στε­ρο βίο του ή­ρωα, μέ­χρι τα 31 του, ο­πό­τε γρά­φτη­κε στη Σχο­λή, κα­θώς και την ε­ρω­τι­κή του ζωή στα υ­πο­λει­πό­με­να δώ­δε­κα χρό­νια μέ­χρι το θά­να­τό του. Τα κε­φά­λαια α­πό τις δια­φο­ρε­τι­κές ε­νό­τη­τες ε­ναλ­λάσ­σο­νται, α­πο­κα­θι­στώ­ντας χα­λα­ρή  μυ­θο­πλα­στι­κή σύν­δε­ση. 
Το βά­θος χρό­νου αυ­τού του σαν ρο­μά­ντσου μέ­ρους δεν εί­ναι το έ­τος γεν­νή­σεως του ή­ρωα αλ­λά η δε­κα­ε­τία του ’20 και η Κα­το­χή, κα­θώς βα­ραί­νουν τα πά­θη των προ­σώ­πων που συ­νέ­βα­λαν στην κα­κή μοί­ρα του, μια και εί­χε τη δι­πλή α­τυ­χία να εί­ναι και νό­θο και κλεμ­μέ­νο παι­δί. Κα­μιά, ό­μως, σχέ­ση με το εύ­ρη­μα της α­νταλ­λα­γής βρε­φών που α­πα­ντά­ται σε ροζ μυ­θι­στο­ρή­μα­τα και σί­ριαλ. Η ι­στο­ρία του ή­ρωα θυ­μί­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο «Το κλεμ­μέ­νο παι­δί» του Κηθ Ντό­να­χιου, κα­θώς στην αλ­λα­γή γο­νιών α­να­κα­τώ­νο­νται δυ­νά­μεις του κα­κού. Στο πα­ρα­μύ­θι του Ντό­να­χιου, έ­να φυ­σιο­λο­γι­κό παι­δί παίρ­νει τη θέ­ση ε­νός ξω­τι­κού, ε­δώ, ε­νός χω­λού παι­διού, γέν­νη­μα ε­νός ζευ­γα­ριού, που κα­τέ­φυ­γε σε μαγ­γα­νείες για να τε­κνο­ποιή­σει. Πα­λαιό­τε­ρα πί­στευαν πως τα σα­τα­νι­κά τε­χνά­σμα­τα τι­μω­ρού­νται με τη γέν­να άρ­ρω­στων παι­διών. Μια πα­ρό­μοια διή­γη­ση, το­πο­θε­τη­μέ­νη στα τέ­λη του 19ου αιώ­να, υ­πάρ­χει στο «Ημε­ρο­λό­γιο 1836-2011» του Θα­νά­ση Βαλ­τι­νού. Η α­φή­γη­ση υ­πο­βάλ­λει την αί­σθη­ση, ό­τι τον πα­τέ­ρα του χω­λού παι­διού, που με το βρέ­φος α­γκα­λιά, α­να­ζη­τεί στη νυ­χτε­ρι­νή Αθή­να τον Καιά­δα για να α­παλ­λα­γεί, τον ο­δη­γούν υ­περ­φυ­σι­κές δυ­νά­μεις μέ­χρι την κού­νια του νό­θου, ό­που προ­τι­μά, α­ντί της σχε­δια­ζό­με­νης εν­δο­μύ­χως θα­νά­τω­σης την κλο­πή. 
Εί­ναι εν­δια­φέ­ρου­σα η με­τα­μο­ντερ­νί­στι­κη ε­πί­νοια με την ο­ποία υ­πο­νο­μεύο­νται οι η­θο­γρα­φι­κές συμ­βά­σεις. Το νό­θο εί­ναι παι­δί γιου βιο­μη­χά­νου με την τρο­φό του. Δεν πρό­κει­ται, ό­μως, για έ­να με­λο­δρα­μα­τι­κό σμί­ξι­μο, αλ­λά για το βίαιο ξε­παρ­θέ­νε­μα του έ­φη­βου α­πό την ι­κα­ριώ­τισ­σα πα­ρα­μά­να, που παίρ­νει εκ­δί­κη­ση για ό­σα δει­νά έ­χει τρα­βή­ξει α­πό το κα­κο­μα­θη­μέ­νο πλου­σιό­παι­δο. Δυ­να­μι­κός χα­ρα­κτή­ρας η νη­σιώ­τισ­σα, ό­πως και ο πα­τέ­ρας του χω­λού παι­διού, που πλη­ρώ­νει τις α­μαρ­τίες του. Στα κε­φά­λαια που ε­στιά­ζουν στα δει­νά του πα­τέ­ρα, πε­ρι­γρά­φο­νται η πα­γα­νι­στι­κή σχέ­ση που α­να­πτύσ­σει με τη φύ­ση, το νο­ε­ρό κα­νό­νι­σμα των λο­γα­ρια­σμών του με το Θεό και τα ε­νύ­πνια του πει­ρα­σμού που τον τα­ράσ­σουν. Αντί, ό­μως, για α­σκη­τι­κή ζωή, αυ­το­τι­μω­ρεί­ται νυμ­φευό­με­νος μια πόρ­νη. Ένας άλ­λος χα­ρα­κτή­ρας με με­τα­φυ­σι­κή αύ­ρα εί­ναι ε­κεί­νος της γυ­ναί­κας, που βοή­θη­σε με τις σο­λο­μω­νι­κές της το ά­τε­κνο ζευ­γά­ρι στην α­πό­κτη­ση παι­διού. Μια, μέ­χρι τέ­λους του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, μυ­στη­ριώ­δης γυ­ναί­κα, που ό­λοι την θεω­ρούν μά­γισ­σα και κά­που συγ­γε­νεύει με τις σκο­τει­νές η­ρωί­δες της Ζυ­ράν­νας Ζα­τέ­λη. Αντι­στρέ­φο­ντας τα η­θο­γρα­φι­κά πρό­τυ­πα, η μά­γισ­σα εί­ναι μια γο­η­τευ­τι­κή γυ­ναί­κα, ε­νώ η α­γα­πη­μέ­νη του ή­ρωα τέ­ρας δυ­σμορ­φίας. Η έλ­ξη, που του α­σκεί, θα μπο­ρού­σε να ερ­μη­νευ­θεί φροϋδι­κά με βά­ση την α­να­σφά­λεια του ή­ρωα, που έ­χει α­νά­γκη τον θαυ­μα­σμό των άλ­λων. Ο συγ­γρα­φέ­ας, ό­μως, ε­πι­μέ­νει στην ο­μορ­φιά της α­σχή­μιας, ό­πως την α­να­δει­κνύει ο Ου­μπέρ­το Έκο στη με­λέ­τη του, σαν τη γο­η­τεία που α­σκεί η πα­ρα­βία­ση κά­θε κλα­σι­κού κα­νό­να συμ­με­τρίας. 
Ως το πιο εν­δια­φέ­ρον στοι­χείο του και­νού­ριου μυ­θι­στο­ρή­μα­τος του Χατ­ζη­γιαν­νί­δη μπο­ρεί να θεω­ρη­θεί ο α­ντι­κα­το­πτρι­σμός της τέ­χνης του η­θο­ποιού στη λο­γο­τε­χνία. Ο συγ­γρα­φέ­ας πλά­θει α­φη­γη­μα­τι­κά τον χα­ρα­κτή­ρα ε­νός η­θο­ποιού, δί­νο­ντας έμ­φα­ση στη φι­λο­δο­ξία του ή­ρωά του να χτί­σει έ­ναν θε­α­τρι­κό ρό­λο. 

Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 22/9/2013.

Δεν υπάρχουν σχόλια: