Πέμπτη 3 Ιουλίου 2014

Ο Κα­βά­φης του Ξε­νό­που­λου ΙΙ

Επι­στο­λι­κές ε­πα­φές

Την ευ­χα­ρί­στη­ση της γνω­ρι­μίας, ο Κα­βά­φης την δια­τή­ρη­σε, ε­πι­στρέ­φο­ντας στην Αλε­ξάν­δρεια, ε­νώ του Ξε­νό­που­λου την έ­σβη­σαν οι βιο­τι­κές μέ­ρι­μνες. Αυ­τό του­λά­χι­στον τεκ­μαί­ρε­ται α­πό την αλ­λη­λο­γρα­φία τους, που ο Σαβ­βί­δης α­να­δη­μο­σιεύει στο βι­βλίο του.  Ακό­μη μία αλ­λη­λο­γρα­φία του Κα­βά­φη, με­τά ε­κεί­νη με τον Φόρ­στε­ρ, που δια­σώ­θη­κε χά­ρις στην ε­πι­μέ­λειά του. Ισχνή, πε­ριο­ρί­ζε­ται στην πε­ρίο­δο 1901-1908, με μό­νο μία ε­πι­στο­λή του Κα­βά­φη και έ­να ευ­χα­ρι­στή­ριο ση­μείω­μα του Ξε­νό­που­λου στα με­τα­γε­νέ­στε­ρα χρό­νια. Σε αυ­τήν την πε­ρίο­δο, σώ­ζο­νται τέσ­σε­ρις ε­πι­στο­λές Ξε­νό­που­λου, η μία προ της δη­μο­σίευ­σης του πρώ­του άρ­θρου του και τρεις με­τά (26/1/1906, 21/2/1906, 14/2/1907),  και τέσ­σε­ρα σχέ­δια ε­πι­στο­λών του Κα­βά­φη, ό­λα με­τά τη δη­μο­σίευ­ση. Στην πρώ­τη ε­πι­στο­λή Ξε­νό­που­λου, α­να­φέ­ρο­νται δυο, μη σω­ζό­με­νες, ε­πι­στο­λές Κα­βά­φη. Η αλ­λη­λο­γρα­φία πε­ριο­ρί­ζε­ται στις συγ­γρα­φι­κές ε­να­σχο­λή­σεις τους και την ε­κα­τέ­ρω­θεν α­πο­στο­λή των πο­νη­μά­των τους, κυ­ρίως των συλ­λο­γών του Ξε­νό­που­λου και των συν­δρο­μών που ο Κα­βά­φης μπο­ρεί να ε­ξα­σφα­λί­σει γι’ αυ­τές. Όπως και στην αλ­λη­λο­γρα­φία με τον Φόρ­στε­ρ, πλη­ρο­φο­ρίες προ­σω­πι­κού χα­ρα­κτή­ρα α­που­σιά­ζουν. Ενδει­κτι­κά, ο Ξε­νό­που­λος, στην πρώ­τη ε­πι­στο­λή του, με η­με­ρο­μη­νία 23 Φεβ. 1902, δεν α­να­φέ­ρει τη γέν­νη­ση της κό­ρης του, στις 5 Φε­βρ.
Η πρώ­τη ε­πι­στο­λή Κα­βά­φη θα πρέ­πει να στάλ­θη­κε κο­ντά στην η­με­ρο­μη­νία ε­πι­στρο­φής του στην Αλε­ξάν­δρεια, η δεύ­τε­ρη προς το τέ­λος του 1901, ό­ταν αρ­χί­ζει να α­πο­γο­η­τεύε­ται με τη σιω­πή του νέ­ου του φί­λου. Σε αυ­τές ε­σω­κλείει  χει­ρό­γρα­φα ποιή­μα­τα, κα­θώς και α­ντί­τι­μο 12 φρά­γκων για 4 συν­δρο­μές της δεύ­τε­ρης συλ­λο­γής διη­γη­μά­των του Ξε­νό­που­λου. Στην ε­πι­στο­λή του, ο Ξε­νό­που­λος δι­καιο­λο­γεί­ται για τη σιω­πή του, δια­βε­βαιώ­νο­ντας για τον θαυ­μα­σμό του. Για το α­λη­θές του λό­γου, α­να­φέ­ρει ό­τι έ­χει ή­δη πα­ρα­δώ­σει στον Μι­χα­η­λί­δη άρ­θρο για την ποίη­σή του, που θα δη­μο­σιευ­τεί στα «Πα­να­θή­ναια». Οι δι­καιο­λο­γίες, πως κω­λυ­σιέρ­γη­σε να δώ­σει το άρ­θρο, για­τί φο­βό­ταν άρ­νη­ση του εκ­δό­τη, δεί­χνουν μάλ­λον προ­σχη­μα­τι­κές. Το γε­γο­νός ό­τι το άρ­θρο δη­μο­σιεύ­θη­κε πο­λύ αρ­γό­τε­ρα, στις 30 Νοε. 1903, α­φή­νει το εν­δε­χό­με­νο να μην εί­χε καν γρα­φεί. Ενδια­μέ­σως, μπο­ρεί να υ­πήρ­ξαν κι άλ­λες ε­πι­στο­λές Κα­βά­φη, ε­νώ πραγ­μα­το­ποιεί­ται το δεύ­τε­ρο τα­ξί­δι του στην Αθή­να (Αυγ.-Οκτ. 1903), και μία δεύ­τε­ρη ε­πί­σκε­ψη στην και­νού­ρια κα­τοι­κία του Ξε­νό­που­λου, που εν­δέ­χε­ται να μην ή­ταν η μο­να­δι­κή.
Αμέ­σως με­τά τη δη­μο­σίευ­ση του άρ­θρου, ο Κα­βά­φης τον ευ­χα­ρι­στεί με έ­να ο­λι­γό­λο­γο δελ­τά­ριο, στο ο­ποίο α­πα­ντά ο Ξε­νό­που­λος κι αυ­τός με δελ­τά­ριο. Αμφό­τε­ρα μη σω­ζό­με­να. Σώ­ζε­ται, ό­μως, σχέ­διο α­χρο­νο­λό­γη­της ε­πι­στο­λής του Κα­βά­φη, ό­που δια­βε­βαιώ­νει τον Ξε­νό­που­λο ό­τι “του ή­ρε­σε πο­λύ” το άρ­θρο, αλ­λά “ηρ­κέ­σθην εις δυο λέ­ξεις” δια να μη τον ε­νο­χλή­σει με ε­πι­στο­λή. Αυ­τές οι ε­πι­στο­λι­κές ε­πα­φές τους κα­θρε­φτί­ζουν τις σχέ­σεις συγ­γρα­φέ­α-κρι­τι­κού. Το άρ­θρο μάλ­λον α­πο­γοή­τευ­σε τον ποιη­τή, που θα το α­νέ­με­νε, ό­πως το εί­χε προ­α­ναγ­γεί­λει ο Ξε­νό­που­λος, στο ύ­ψος των ε­γκω­μίων του. Από την πλευ­ρά του ο κρι­τι­κός, πρέ­πει να θεώ­ρη­σε ό­τι στά­θη­κε γεν­ναιό­δω­ρος και να πε­ρί­με­νε α­ντί­στοι­χες ευ­χα­ρι­στίες. Πά­ντως, ο Κα­βά­φης, εί­τε α­πό ευ­γέ­νεια εί­τε α­πό σκο­πι­μό­τη­τα, δια­τη­ρεί το φι­λι­κό κλί­μα. Αν και η φρά­ση “να σας ε­πα­να­λά­βω πό­σην χα­ράν με προ­ξε­νεί το ό­τι ε­κτι­μά­τε – το ό­τι ε­κτι­μά κρι­τι­κός ως σείς – τα ποιή­μα­τά μου”, μάλ­λον ε­νέ­χει ει­ρω­νι­κή α­πό­χρω­ση. 

Το δεύ­τε­ρο τα­ξί­δι

Οι πλη­ρο­φο­ρίες για το δεύ­τε­ρο τα­ξί­δι του Κα­βά­φη στην Αθή­να εί­ναι λι­γο­στές. Στο χρο­νο­λό­γιο του Τσίρ­κα α­να­φέ­ρε­ται ό­τι στις 22 Ιουν. 1903 ζή­τη­σε ά­δεια για τα­ξί­δι στο ε­ξω­τε­ρι­κό και του δό­θη­κε τρί­μη­νη, αρ­χό­με­νη στις 3 Αυγ. Όπως και στο πρώ­το τα­ξί­δι, έρ­χε­ται με τον α­δελ­φό του Αλέ­ξαν­δρο. Γνω­ρί­ζε­ται με τον Λά­μπρο Πορ­φύ­ρα. Συ­νά­ντη­ση για την ο­ποία δεν δί­νε­ται κα­νέ­να στοι­χείο. Ενδε­χο­μέ­νως, ο Ξε­νό­που­λος να πα­ρευ­ρι­σκό­ταν, κα­θώς στο άρ­θρο του α­να­φέ­ρει τον Πορ­φύ­ρα ως πα­ρά­δειγ­μα λο­γίου των Αθη­νών με τον ο­ποίο  συ­γκρί­νει τον Κα­βά­φη. Πά­ντως, τον Ξε­νό­που­λο “τον ε­πι­σκέ­φθη­κε πα­ρά την πε­ρι­πα­θή ε­μπλο­κή του με τον ε­λάσ­σο­να ποιη­τή, και συ­νερ­γά­τη των «Πα­να­θη­ναίων», Αλέ­ξαν­δρο Μαυ­ρου­δή”, ό­πως σχο­λιά­ζει ο Σαβ­βί­δης. Μή­πως θα ή­ταν α­κρι­βέ­στε­ρο ό­τι τον ε­πι­σκέ­φθη­κε α­κρι­βώς λό­γω του Μαυ­ρου­δή ή έ­στω, λό­γω και ε­κεί­νου; 
Ο Μαυ­ρου­δής, ως συ­νερ­γά­της των «Πα­να­θη­ναίων», πα­ρου­σιά­ζε­ται μό­λις το 1905. Ως εκ­κο­λα­πτό­με­νος, ό­μως, θε­α­τρι­κός συγ­γρα­φέ­ας, εί­ναι α­πό νω­ρίς μέ­λος της συ­ντρο­φιάς Ξε­νό­που­λου-Πο­λύ­βιου Δη­μη­τρα­κό­που­λου. Αργό­τε­ρα, “στα­διο­δρό­μη­σε ως ε­φή­με­ρος δρα­μα­τουρ­γός στο Πα­ρί­σι”, ό­πως α­να­φέ­ρει στο Χρο­νο­λό­γιο ο Δα­σκα­λό­που­λος. Όχι και τό­σο ε­φή­με­ρος, α­φού, ε­πί μία ει­κο­σα­ε­τία, θε­α­τρι­κά έρ­γα του πα­ρου­σιά­ζο­νταν στη σκη­νή και κά­ποια γυ­ρί­ζο­νταν ται­νίες σε δι­κό του σε­νά­ριο. Ο Ξε­νό­που­λος α­να­φέ­ρει την ε­πί­σκε­ψη του Κα­βά­φη σπί­τι του σε ε­πι­φυλ­λί­δα, που δη­μο­σιεύει μία ε­βδο­μά­δα με­τά το θά­να­τό του: “Ύστε­ρα ήλ­θε κ’ ε­κεί­νος στο σπί­τι μου, στο ί­διο σπί­τι, που ή­ξε­ρε και θυ­μό­ταν... Τι α­να­μνή­σεις, τι σπα­ραγ­μός, μα και τι ευ­τυ­χία! Έβλε­πα τον άν­θρω­πο που εί­χε ζή­σει τό­σο δυ­να­τά...” Ένα τα­ξί­δι και έ­νας έ­ρω­τας, λοι­πόν, που έ­δω­σαν α­φορ­μή για ποι­κί­λες ει­κα­σίες. Θα συμ­φω­νού­σα­με με την πα­ρα­τή­ρη­ση του Κώ­στα Ου­ρά­νη πως “ο Ξε­νό­που­λος δεν έ­ζη­σε δυ­να­τά” και ί­σως, η φρά­ση του να κρύ­βει και κά­ποιο φθό­νο.

Αφα­νείς θια­σώ­τες

Ο Ξε­νό­που­λος α­να­φέ­ρε­ται για πρώ­τη φο­ρά στον Κα­βά­φη με την ευ­και­ρία της πα­ρου­σία­σης του Ημε­ρο­λο­γίου του Σκό­κου του 1903, στο τεύ­χος της 30ης Νο­εμ. 1902 των «Πα­να­θη­ναίων». Τον χα­ρα­κτη­ρί­ζει “ι­διόρ­ρυθ­μο”, “και­νό­τρο­πο” και “βα­θύ ποιη­τή”, ε­νώ το δη­μο­σιευ­μέ­νο ποίη­μα, «Το πρώ­το σκα­λί», “θαυ­μά­σιο­ν” μεν αλ­λά “μαλ­λια­ρό­ν”. Κο­ντά έ­να μή­να αρ­γό­τε­ρα, στις 25 Σεπ. 1903, δη­μο­σιεύε­ται το ποίη­μα, «Δέ­η­σις», του Κα­βά­φη στην ε­φη­με­ρί­δα του Δη­μή­τρη Κα­κλα­μά­νου «Το Νέ­ον Άστυ» και με­τά δυο μέ­ρες, α­κο­λου­θεί α­νυ­πό­γρα­φο δη­μο­σίευ­μα, με τίτ­λο «Η σπα­νία ποίη­σις». Ο Σαβ­βί­δης θεω­ρεί “την α­πό­δο­ση της πα­τρό­τη­τάς του στον Ξε­νό­που­λο εύ­λο­γη”, κα­θώς ε­κεί­νος, στην πρώ­τη ε­πι­στο­λή του, δια­τεί­νε­ται πως το άρ­θρο του ή­θε­λε αρ­χι­κά να το δη­μο­σιεύ­σει σε κά­ποια ε­φη­με­ρί­δα. Πι­στεύου­με, ω­στό­σο, ό­τι ο Ξε­νό­που­λος δεν θα το δη­μο­σίευε α­νυ­πό­γρα­φο. Ανε­πι­φύ­λα­κτα ε­γκω­μια­στι­κό αυ­τό το δη­μο­σίευ­μα, δια­φο­ρο­ποιεί­ται α­πό το γνω­στό άρ­θρο του Ξε­νό­που­λου στα «Πα­να­θή­ναια» σε ο­ρι­σμέ­νες ε­πι­μέ­ρους πα­ρα­τη­ρή­σεις: Εκεί­νος ε­γκω­μιά­ζει τον Πορ­φύ­ρα, το δη­μο­σίευ­μα τον ει­ρω­νεύε­ται – ε­κεί­νος α­πο­κα­λεί έ­μπο­ρο τον Κα­βά­φη, το δη­μο­σίευ­μα φι­λό­λο­γο – ε­κεί­νος α­πο­φεύ­γει τους υ­περ­θε­τι­κούς ε­πι­θε­τι­κούς προσ­διο­ρι­σμούς, το δη­μο­σίευ­μα χα­ρα­κτη­ρί­ζει τον Κα­βά­φη “ε­ξαι­ρε­τι­κόν ποιη­τή­ν” και τα ποιή­μα­τά του “τέ­λεια”. Με­τά τη δη­μο­σίευ­ση του άρ­θρου του Ξε­νό­που­λου, α­κο­λου­θεί δεύ­τε­ρο α­νυ­πό­γρα­φο ση­μείω­μα στο «Νέ­ον Άστυ», στις 6 Δεκ. 1903, α­να­φε­ρό­με­νο στο άρ­θρο, το πι­θα­νό­τε­ρο α­πό τον ί­διο συ­ντά­κτη. Πι­στεύου­με πως και τις δυο φο­ρές πρό­κει­ται για τον Κα­κλα­μά­νο, που γνώ­ρι­ζε τα ποιή­μα­τα του Κα­βά­φη του­λά­χι­στον α­πό το 1896, που δη­μο­σιεύ­θη­καν δυο στο «Άστυ».
Ενίο­τε, α­κό­μη και έ­νας ε­πι­θε­τι­κός προσ­διο­ρι­σμός μπο­ρεί να εί­ναι εν­δει­κτι­κός του συγ­γρα­φι­κού ύ­φους. Ο Ξε­νό­που­λος, α­πό το πρώ­το ση­μείω­μα μέ­χρι και την πρώ­τη πα­ρου­σία­ση στη «Νέα Εστία» 28 χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, χα­ρα­κτη­ρί­ζει τον Κα­βά­φη “ι­διόρ­ρυθ­μο”, και αλ­λού, ε­ναλ­λα­κτι­κά,“πε­ρίερ­γο”. Ενώ, στο δη­μο­σίευ­μα α­να­φέ­ρε­ται ως “πα­ρά­δο­ξος ποιη­τι­κή προ­σω­πι­κό­της”. Όπως και να έ­χει, ο Κα­κλα­μά­νος, μα­ζί με τους Μι­χα­η­λί­δη και Σκό­κο, εί­ναι α­πό τους πρώ­τους θια­σώ­τες του Κα­βά­φη στην Αθή­να. Ο Μι­χα­η­λί­δης, στα «Πα­να­θή­ναια», δη­μο­σιεύει ποίη­μα του Κα­βά­φη στο τεύ­χος της 31ης Αυγ. 1901, δη­λα­δή έ­να μή­να με­τά την α­να­χώ­ρη­σή του ποιη­τή α­πό την Αθή­να, δυο ποιή­μα­τα μέ­σα στο 1904 και στην τε­τρα­ε­τία, 1905-1908, έ­να ποίη­μα κα­τ’ έ­τος. Αντί­στοι­χα, στο Ημε­ρο­λό­γιο του Σκό­κου δη­μο­σιεύο­νται ποιή­μα­τά του μέ­χρι και τον τό­μο του 1907. Και στις δυο πε­ρι­πτώ­σεις έ­χου­με μία κο­ντά δε­κα­ε­τή συ­νερ­γα­σία του Κα­βά­φη (στα «Πα­να­θή­ναια» 1901-1908, Σκό­κου 1898-1907). Σε α­ντί­θε­ση, ό­μως, με τον Ξε­νό­που­λο, αυ­τοί οι τρεις δεν το δια­λά­λη­σαν και η Κα­βα­φο­λο­γία τους προ­σπέ­ρα­σε. Όπως προ­σπέ­ρα­σε και τους διευ­θυ­ντές δυο άλ­λων πε­ριο­δι­κών, που τον κα­λο­συ­σταί­νουν στις α­να­μνή­σεις τους α­πό την Αί­γυ­πτο. Το 1894 ο Φρα­γκί­σκος Πρί­ντε­ζης, το 1896, ο Γεώρ­γιος Τσο­κό­που­λος.     

Βι­βλιο­γρα­φι­κά

Στο  Γε­νι­κό Ευ­ρε­τή­ριο της Βι­βλιο­γρα­φίας Κα­βά­φη, το ό­νο­μα του Ξε­νό­που­λου, α­πό το 1902 μέ­χρι τον θά­να­τό του, 24 Ιαν. 1951, α­να­φέ­ρε­ται σε 32 λήμ­μα­τα. Αν ε­πε­κτα­θού­με μέ­χρι και το ε­πε­τεια­κό 1953, συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νου­με τέσ­σε­ρις α­να­δρο­μι­κές α­να­φο­ρές (το άρ­θρο του Δη­μα­ρά, «Ο τε­χνι­κός της κρι­τι­κής», στο με­τα­θα­νά­τιο α­φιέ­ρω­μα της «Νέ­ας Εστίας» στον Ξε­νό­που­λο, Χρι­στού­γεν­να 1951, ε­πι­στο­λή του Ξε­νό­που­λου προς την Κα­τί­να Πα­πά με η­με­ρο­μη­νία 12/5/1922, α­να­δη­μο­σίευ­ση του πρώ­του άρ­θρου του στο α­φιέ­ρω­μα της «Νέ­ας Εστίας» του 1953 και έ­να δη­μο­σίευ­μα, που αμ­φι­σβη­τεί τα πρω­τεία του στην α­να­κά­λυ­ψη του Κα­βά­φη). Τα λήμ­μα­τα φτά­νουν τα 36. Σε 24 α­πό αυ­τά, ο Ξε­νό­που­λος εί­ναι ο συγ­γρα­φέ­ας, ε­νώ στα υ­πό­λοι­πα μνη­μο­νεύε­ται.
Θα προ­σθέ­τα­με μία νε­κρο­λο­γία του Κα­βά­φη α­πό τον Ξε­νό­που­λο, στη «Διά­πλα­ση των παί­δων», που υ­πο­δει­κνύει ο Σαβ­βί­δης, αλ­λά πα­ρα­μέ­νει α­βι­βλιο­γρά­φη­τη. Ακό­μη, 12 α­νυ­πό­γρα­φα κεί­με­να στη «Νέα Εστία» (το ει­σα­γω­γι­κό ση­μείω­μα στο πρώ­το ποίη­μα Κα­βά­φη, που δη­μο­σιεύε­ται στις 1/1/1930, και  11 ση­μειώ­μα­τα της στή­λης «Πε­ριο­δι­κά και ε­φη­με­ρί­δες» κα­τά την πρώ­τη πε­ρίο­δο, με διευ­θυ­ντή τον Ξε­νό­που­λο, στα ο­ποία α­να­φέ­ρε­ται ο Κα­βά­φης και οι σύγ­χρο­νοί τους τα α­πέ­δι­δαν στον Ξε­νό­που­λο). Συ­νο­λι­κά, 37 εί­ναι του Ξε­νό­που­λου. Αριθ­μός που, σε συν­δυα­σμό με την χρο­νο­λο­γι­κή κα­τα­νο­μή τους, δη­μιουρ­γεί την ε­ντύ­πω­ση διαρ­κούς ε­να­σχό­λη­σης με τον Κα­βά­φη. Εν μέ­ρει, αυ­τό α­λη­θεύει. Το άρ­θρο του 1903 τον ε­μπλέ­κει στην υ­πό­θε­ση Κα­βά­φη, ι­δίως στις ε­πι­θέ­σεις ε­να­ντίον του. Εί­ναι εν­δει­κτι­κό ό­τι ε­πτά κεί­με­να (α­πό το 1906 έως το 1944) συ­νι­στούν α­πα­ντή­σεις σε δη­μο­σιεύ­μα­τα ε­χθρι­κά ή και α­πλώς αυ­στη­ρά για τον Κα­βά­φη, στις ο­ποίες ε­κεί­νος υ­πε­ρα­σπί­ζε­ται τον Κα­βά­φη ή και ε­αυ­τόν, ό­που α­να­φέ­ρε­ται. 
Με­τά το πρώ­το άρ­θρο του Ξε­νό­που­λου, την ε­πο­μέ­νη του ε­γκω­μια­στι­κού ση­μειώ­μα­τος στο «Νέ­ον Άστυ», δη­μο­σιεύ­εται το πρώ­το πε­ρι­γε­λα­στι­κό σχό­λιο για την ποίη­ση του Κα­βά­φη στο πε­ριο­δι­κό «Ο Νου­μάς». Ένα τε­τρά­στι­χο του εκ­δό­τη Δ. Τα­γκό­που­λου: “Θαυ­μά­ζει ο Ξερ­νό­που­λος / τον Κώ­στα τον Κα­βά­φη / για­τί έ­να ποίη­μα / τον κά­θε χρό­νο γρά­φει”. Το θυ­μά­ται ο Ξε­νό­που­λος 40 χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, α­πα­ντώ­ντας σε δη­μο­σίευ­μα του Γ. Ι. Φου­σά­ρα. Μέ­σα στην ε­πό­με­νη τριε­τία, με­τρού­με δυο πα­ρό­μοια σχό­λια, με έ­ναυ­σμα ποιή­μα­τα του Κα­βά­φη στα «Πα­να­θή­ναια»: Στις 15/8/1904 δη­μο­σιεύ­εται το «Φω­νές», στις 17/8/1904, στην ε­φη­με­ρί­δα του Γεωρ­γίου Πωπ «Αθή­ναι» υπάρχει α­νώ­νυ­μο σχό­λιο, ε­στια­σμέ­νο στη γλώσ­σα, “Τό­σον μαλ­λια­ρή πλέ­ον, ώ­στε και να μη κτε­νί­ζε­ται καν εις ο­μοιο­κα­τα­λη­ξίας και μέ­τρο­ν”. Στις 15/6/1906, το «Bα­σι­λεύς Δη­μή­τριος», στις 24/9/1906, ψευ­δώ­νυ­μο κο­ροϊδευ­τι­κό σχό­λιο στο «Νου­μά», στο ο­ποίο σπεύ­δει να α­πα­ντή­σει, υ­πό μορ­φή ε­πι­στο­λής, ο Ξε­νό­που­λος, κα­θό­σον α­να­φέ­ρε­ται ο­νο­μα­στι­κά ως ε­κεί­νος που α­να­κή­ρυ­ξε τον Κα­βά­φη “βαρ­βά­το ποιη­τή”. Ο Σαβ­βί­δης χα­ρα­κτη­ρί­ζει την α­πά­ντη­ση μει­λί­χια, ε­πι­κα­λού­με­νος ε­παι­νε­τι­κό σχό­λιο του Δη­μα­ρά για τον Ξε­νό­που­λο, ό­τι “μας δι­δά­σκει πως να λέ­με το σω­στό χω­ρίς να γι­νό­μα­στε χυ­δαίοι”. Η α­πά­ντη­ση δεί­χνει πε­ρισ­σό­τε­ρο σαν α­να­δί­πλω­ση. Αρχι­κά, συ­μπλέει με τους χλευα­στές, ε­πα­να­λαμ­βά­νο­ντας στη συ­νέ­χεια το ε­πι­χεί­ρη­μα του άρ­θρου του, ό­τι ο Κα­βά­φης έ­χει γρά­ψει πέ­ντε-έ­ξη ποιή­μα­τα “με­γά­λα”, με κο­ρυ­φαίο, τα «Τεί­χη». 
Αραιό­τε­ρα, ό­πο­τε δί­νε­ται α­φορ­μή α­πό δη­μο­σίευ­μα ή βι­βλίο, ε­πα­νέρ­χε­ται. Τη συ­νε­χή α­νά­μι­ξή του στην υ­πό­θε­ση Κα­βά­φη δεί­χνουν και άλ­λες ε­νέρ­γειες, ό­πως η υ­πο­γρα­φή του σε δια­μαρ­τυ­ρία δια­νοου­μέ­νων (11/4/1924), αλ­λά και τρεις συ­νε­ντεύ­ξεις του (σε έ­ρευ­να για τον Κα­βά­φη του Μ. Βαϊά­νου 21/5/1924, στο πε­ριο­δι­κό «Πα­ναι­γύ­πτια» 29/2/1936, στην Τε­ρέ­ντσιο 1/5/1949), που έ­χουν κύ­ριο θέ­μα τον Κα­βά­φη. Ενδει­κτι­κή εί­ναι και  η κα­βα­φι­κή σχο­λιο­γρα­φία στο πε­ριο­δι­κό του. Με ε­ξαί­ρε­ση έ­να ει­ρω­νι­κό σχό­λιο γε­νι­κώς για τους λο­γίους της Αλε­ξάν­δρειας, ό­που οι βο­λές πιά­νουν και τον Κα­βά­φη, τα υ­πό­λοι­πα τάσ­σο­νται στο πλευ­ρό ό­σων τον θαυ­μά­ζουν, στρε­φό­με­να κα­τά υ­βρι­στών του, ό­πως ο Τα­γκό­που­λος, ή και διορ­θώ­νο­ντας αυ­στη­ρές κρι­τι­κές για ε­πι­μέ­ρους ποιή­μα­τα ό­πως του Μα­λά­νου. 
Ο Ξε­νό­που­λος δεν δη­λώ­νει μό­νο λο­γο­τε­χνι­κό εν­δια­φέ­ρον. Προ­βάλ­λει την προ­σω­πι­κή τους σχέ­ση, με κεί­με­να συ­ναι­σθη­μα­τι­κά φορ­τι­σμέ­να, ό­πως ε­κεί­νο για το τε­λευ­ταίο τα­ξί­δι του Κα­βά­φη στην Αθή­να και οι τρεις νε­κρο­λο­γίες. Ενδει­κτι­κή σχε­τι­κά εί­ναι και η ε­πι­στο­λή στην φί­λη του Κα­τί­να Πα­πά. Όσο για τα κεί­με­να του κρι­τι­κού Ξε­νό­που­λου, κα­τα­λαμ­βά­νουν 11 λήμ­μα­τα: Το πρώ­το σχό­λιο του 1902, δυο γε­νι­κό­λο­γες α­να­φο­ρές πε­ρί νε­ο­ελ­λη­νι­κής ποίη­σης και α­λε­ξαν­δρι­νής λο­γο­τε­χνίας, το ει­σα­γω­γι­κό ση­μείω­μα για το πρώ­το ποίη­μα Κα­βά­φη στη «Νέα Εστία», υ­πο­γε­γραμ­μέ­νο α­πό την σύ­ντα­ξη του πε­ριο­δι­κού, και ε­πτά λήμ­μα­τα, που α­ντι­στοι­χούν σε τρία κεί­με­να. Αυ­τά εί­ναι το πρώ­το άρ­θρο και δυο ο­μι­λίες, με τις α­να­δη­μο­σιεύ­σεις τους (τρεις φο­ρές δη­μο­σιεύ­τη­κε το πρώ­το άρ­θρο, 1903, 1933 και 1953 στα α­ντί­στοι­χα α­φιε­ρώ­μα­τα της «Νέ­ας Εστίας», ά­παξ η δεύ­τε­ρη ο­μι­λία και τρις η τρί­τη). Το ει­δο­λο­γι­κό φά­σμα των κει­μέ­νων συ­μπλη­ρώ­νε­ται με μία α­φιέ­ρω­ση διη­γή­μα­τος του Ξε­νό­που­λου στον Κα­βά­φη.

Λαν­θά­νον Ιω­βη­λαίο

Θυ­μί­ζου­με πως η πρώ­τη ο­μι­λία προο­ρι­ζό­ταν για τι­μη­τι­κή εκ­δή­λω­ση στην Αλε­ξάν­δρεια, το “Ιω­βη­λαίο” του κα­τά τον Ξε­νό­που­λο, πι­θα­νώς Απρ. 1923. Λαν­θά­νει στα Χρο­νο­λό­για. Ίσως την μα­ταίω­σε ο θά­να­τος του α­δελ­φού του, Τζων,  στις 9 Φε­βρ. 1923. Πα­ρό­τι ο Ξε­νό­που­λος εί­χε προ­σκλη­θεί α­πό την ορ­γα­νω­τι­κή ε­πι­τρο­πή, δεν σκό­πευε να πα­ρευ­ρε­θεί. Έστει­λε το κεί­με­νο της ο­μι­λίας του, που δη­μο­σιεύ­θη­κε δυο χρό­νια αρ­γό­τε­ρα στο πε­ριο­δι­κό του Βαϊά­νου «Νέα Τέ­χνη». Φόρ­τος ερ­γα­σίας ή συ­ντη­ρη­τι­κή στά­ση; Ενώ, η δεύ­τε­ρη, με τίτ­λο, «Το αν­θρώ­πι­νο στην ποίη­ση του Κα­βά­φη», πραγ­μα­το­ποιή­θη­κε στο Ελλη­νι­κό Ωδείο στις 29/11/1933, ε­πα­να­λή­φθη­κε με αλ­λα­γές στις 30/4/1940 στο Πα­νε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λο­νί­κης και στις 8/6/1943 στο Θέ­α­τρο Κυ­βέ­λη. Δη­μο­σιεύ­θη­καν τα κεί­με­να της πρώ­της και της τρί­της μορ­φής,  για την εν­διά­με­ση υ­πάρ­χουν α­να­φο­ρές στον Τύ­πο.   
Ο Ξε­νό­που­λος, στην πρώ­τη συ­να­γω­γή κρι­τι­κών κει­μέ­νων του, το 1923, δεν πε­ρι­λαμ­βά­νει το άρ­θρο του 1903. Στην δεύ­τε­ρη, το 1937, πε­ρι­λαμ­βά­νει το πρώ­το και ε­κεί­νο της δεύ­τε­ρης ο­μι­λίας. Και πράγ­μα­τι, το κεί­με­νο της πρώ­της ο­μι­λίας δεν συ­νι­στά κρι­τι­κή α­πο­τί­μη­ση. Μνη­μο­νεύει το πρώ­το άρ­θρο του, ε­ξο­μο­λο­γού­με­νος τους αλ­λο­τι­νούς φό­βους του για το πώς θα α­ντι­δρού­σε ο κύ­κλος του πε­ριο­δι­κού, οι α­να­γνώ­στες, α­κό­μη και ο ί­διος ο ποιη­τής, αλ­λά και για το κα­τά πό­σο ο χρό­νος θα δι­καίω­νε την κρί­ση του. Αυ­τή η πε­ρι­πό­θη­τη δι­καίω­ση ήρ­θε, ό­πως α­να­φέ­ρει, σε μία γιορ­τή προς τι­μή του Κα­βά­φη, που έ­γι­νε προ δυο χρό­νων στην Αθή­να. Τον δι­καίω­σαν ό­σα εί­πε ο ο­μι­λη­τής αλ­λά κυ­ρίως η α­ντί­δρα­ση του νε­α­ρού α­κρο­α­τη­ρίου. Δεν ο­νο­μα­τί­ζει τον ο­μι­λη­τή, μό­νο τον πε­ρι­γρά­φει: “Νέ­ος λο­γο­τέ­χνης, α­πό τους κα­λύ­τε­ρους, τους κρι­τι­κώ­τε­ρους της γε­νεάς του, – α­γέν­νη­τος ί­σως ό­ταν πρω­τό­γρα­φα ε­γώ στα «Πα­να­θή­ναια»”. Αγέν­νη­τος ό­χι, αλ­λά μό­λις τε­τρα­ε­τής. Πρό­κει­ται για τον Τέλ­λο Άγρα και την διά­λε­ξή του στο Ελλη­νι­κό Ωδείο στις 30 Μαρ. 1921. Συ­μπλη­ρώ­νει την ει­κό­να με την α­παγ­γε­λία ποιη­μά­των: “Δί­πλα του, μια νέα κο­πέ­λα, αι­σθα­ντι­κή, φι­λο­λο­γι­κά μορ­φω­μέ­νη και γυ­μνα­σμέ­νη στη θε­α­τρι­κή τέ­χνη, τ’ α­πάγ­γει­λε θαυ­μά­σια.” Εί­ναι η Μπα­τι­στά­του του θιά­σου του Βα­σι­λι­κού Θεά­τρου. Σε κρε­σέ­ντο η κα­τα­κλεί­δα: “Α, τι χα­ρά που μπο­ρώ τώ­ρα να φω­νά­ζω ως τ’ α­στέ­ρια την α­γά­πη μου και τον θαυ­μα­σμό μου για τον Κα­βά­φη!” 
Το α­ξιο­πε­ρίερ­γο για τους δύο αυ­τούς κρι­τι­κούς της κα­βα­φι­κής ποίη­σης εί­ναι το ε­ξής: Λί­γο αρ­γό­τε­ρα, στο κα­βα­φι­κό πε­ριο­δι­κό «Αλε­ξαν­δρι­νή Τέ­χνη» (1926 - 1931), ε­νώ ο Ξε­νό­που­λος α­που­σιά­ζει ως συ­νερ­γά­της, ο Άγρας, α­ντι­στρό­φως,  συ­να­ντά­ται α­νά­με­σα στους τα­κτι­κούς συ­νερ­γά­τες.  Η α­πά­ντη­ση στο για­τί ο Ξε­νό­που­λος ε­ξαι­ρεί­ται, μέ­νει με­τέω­ρη.
Συ­νέ­χεια και τέ­λος την ε­πό­με­νη Κυ­ρια­κή.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 22/6/2014.

Δεν υπάρχουν σχόλια: