Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

Ευ­γε­νή, α­νε­μπό­δι­στα, ποιη­τι­κά

Γιάν­νης Κο­ντός
«Μυ­στι­κά το­πία.
Κεί­με­να για πρό­σω­πα,
για τη ζω­γρα­φι­κή, 
για το θέ­α­τρο, για βι­βλία.»
Εκδό­σεις Τό­πος
Απρί­λιος 2014

Στο “αυ­τά­κι” του βι­βλίου, ο Γιάν­νης Κο­ντός, σε φω­το­γρα­φία του Δη­μή­τρη Γέ­ρου, με ε­κεί­νο το χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό χα­μό­γε­λο, ό­λο γλύ­κα, αλ­λά συ­νά­μα, μια ι­δέα ει­ρω­νι­κό, μάλ­λον πε­ρι­παι­κτι­κό. Σε υ­πο­δε­χό­ταν κα­θι­σμέ­νος στο γρα­φείο του, στον πέ­μπτο ό­ρο­φο Γ. Γεν­να­δίου 3, χω­ρίς τυ­πι­κό­τη­τες, με μια θερ­μή οι­κειό­τη­τα, που σε έ­κα­νε να νιώ­θεις πως εί­σαι και συ άν­θρω­πος του χώ­ρου. Το βιο­γρα­φι­κό, χω­ρίς η­με­ρο­μη­νία γεν­νή­σεως. Όχι για­τί την κρύ­βει, έ­τσι κι αλ­λιώς, σφύ­ζει α­πό νε­α­νι­κό­τη­τα, με τα φου­λά­ρια και τα φο­βε­ρά κα­σκόλ του να α­νε­μί­ζουν. Αλλά για­τί α­ρέ­σκε­ται παι­χνι­διά­ρι­κα να δη­λώ­νει, ό­τι γεν­νή­θη­κε ό­ταν δη­μο­σιεύ­τη­κε το πρώ­το του ποίη­μα, το 1965. Ή, ό­ταν εκ­δό­θη­κε το πρώ­το του βι­βλίο, το 1970. Άλλω­στε, ή­δη α­πό την πρώ­τη ε­ντύ­πω­ση, δη­μιουρ­γεί­ται η βε­βαιό­τη­τα πως πα­ρό­μοιος άν­θρω­πος μό­νο ποιη­τής θα μπο­ρού­σε να εί­ναι. Πε­ρισ­σό­τε­ρο α­κρι­βή βιο­γρα­φι­κά, τον θέ­λουν να σπου­δά­ζει οι­κο­νο­μι­κά, να ερ­γά­ζε­ται ως α­σφα­λι­στής, με­τά να λο­ξο­δρο­μεί ως βι­βλιο­πώ­λης, γω­νία Σό­λω­νος και Ομή­ρου. Το ό­νο­μα του κα­τα­στή­μα­τος «Ηνίο­χος», με τον ί­διο να πα­ρα­μέ­νει η­νίο­χος μό­νο στην ποίη­ση και στα πε­ρί αυ­τήν “μυ­στι­κά το­πία”.
Πέ­ρυ­σι, ε­πε­τεια­κά, συ­γκέ­ντρω­σε σε έ­ναν τό­μο “το έ­χει του”, 14 ποιη­τι­κές συλ­λο­γές, που εί­ναι “το στά­ρι” σα­ρά­ντα χρό­νων, 1970-2010. Εφέ­τος, εκ­δί­δει το τρί­το βι­βλίο του, με κεί­με­να βιω­μα­τι­κά, που για ε­κεί­νον ση­μαί­νει κεί­με­να για την τέ­χνη, με πρώ­τη την τέ­χνη του λό­γου, και τους αν­θρώ­πους της. Εί­ναι το τρί­το ο­δό­ση­μο με­τά το δί­το­μο «Τα ευ­γε­νή μέ­ταλ­λα». Αυ­τές οι εκ­δό­σεις, ά­τυ­πης α­πο­γρα­φής φί­λων και εμ­μο­νών, το­πο­θε­τού­νται α­νά δε­κα­ε­τία: 1994, 2005, 2014. Πα­ρό­μοια με τα βι­βλία-ο­δό­ση­μα της συγ­γρα­φι­κής πο­ρείας, που εκ­δί­δει ο Μέ­νης Κου­μα­ντα­ρέ­ας. Τα και­νού­ρια κεί­με­να εί­ναι γραμ­μέ­να στο διά­στη­μα της εν­διά­με­σης δε­κα­ε­τίας και τα­ξι­νο­μού­νται σε πέ­ντε ε­νό­τη­τες, με δυο ποιή­μα­τα, ως ει­σα­γω­γή και ως ε­πί­με­τρο. Ο κοι­νός τίτ­λος των  δυο προ­η­γού­με­νων βι­βλίων ή­ταν ε­μπνευ­σμέ­νος α­πό τον τίτ­λο ποιη­τι­κής συλ­λο­γής του Ζή­ση Οι­κο­νό­μου, «Η ε­πο­ποιία των α­γε­νών με­τάλ­λων».  Μό­νο που η α­παι­σιό­δο­ξη ο­πτι­κή του πα­λαιό­τε­ρου ποιη­τή, ε­δώ α­να­τρέ­πε­ται σε αι­σιό­δο­ξη κα­τά­φα­ση. Από τον ί­διο τίτ­λο εί­χα­με φτιά­ξει και ε­μείς την ε­πι­γρα­φή της βι­βλιο­πα­ρου­σία­σης του πρώ­του τό­μου, το μα­κρι­νό 1994. «Επο­ποιία ευ­γε­νών με­τάλ­λων», ή­ταν ο δι­κός μας τίτ­λος, με υ­πέρ­τιτ­λο, “πο­λυ­χρω­μία της ό­ρα­σης και της μνή­μης”. Τό­τε, για τα βι­βλία που μας ά­ρε­σαν, γρά­φα­με με εν­θου­σια­σμό. Στην εν­διά­με­ση ει­κο­σα­ε­τία, η αν­θυ­γιει­νή ε­να­σχό­λη­ση με την βι­βλιο­κρι­τι­κή τον κού­ρε­ψε δρα­στι­κό­τε­ρα και α­πό τα ε­πί Τρόι­κας οι­κο­νο­μι­κής φύ­σεως κου­ρέ­μα­τα. Θύ­μα ή θή­της ο κρι­τι­κός εί­ναι και θέ­μα ο­πτι­κής γω­νίας. Ο Κο­ντός γρά­φει, “Αχ, αυ­τοί οι κρι­τι­κοί, αυ­τοί οι νε­κρο­θά­φτες”, α­πο­δί­δο­ντας τη φρά­ση στον Να­πο­λέ­ο­ντα Λα­πα­θιώ­τη. Ωστό­σο, πα­ρό­λο που ου­δείς α­γα­πά τους νε­κρο­θά­φτες, ό­λοι μάλ­λον συμ­φω­νούν ό­τι εί­ναι α­πα­ραί­τη­τοι. Αλλά και δύ­στυ­χοι, κα­θώς τους βδε­λύσ­σο­νται, ι­διαί­τε­ρα ό­ταν κά­νουν κα­λά τη δου­λειά τους. 
Στη δεύ­τε­ρη ε­νό­τη­τα του και­νού­ριού του βι­βλίου, ό­που συ­γκε­ντρώ­νει τα δη­μο­σιευ­μέ­να κεί­με­να για βι­βλία, ο ί­διος σχο­λιά­ζει ως ο­μό­τε­χνος έρ­γα φί­λων. Στα 25 κεί­με­να, τα 12 α­φο­ρούν βι­βλία ποιη­τών της γε­νιάς του, κυ­ρίως ποιη­τι­κά (Ν. Χατ­ζι­δά­κι, Δ. Πο­τα­μί­τη, Κ. Μαυ­ρου­δή, Π. Πα­μπού­δη, Γ. Μαρ­κό­που­λου, Κ. Πα­πα­γεωρ­γίου, Γ. Βαρ­βέ­ρη), α­κό­μη μυ­θι­στό­ρη­μα του Γ. Μα­νιώ­τη και τέσ­σε­ρα βι­βλία ευ­ρέ­ος φά­σμα­τος του στε­νό­τε­ρου α­πό τους φί­λους, του Θ. Θ. Νιάρ­χου. Φι­λε­ται­ρι­κά εί­ναι και τα κεί­με­να για με­γα­λύ­τε­ρους (Κ. Μουρ­σε­λά, Γ. Μι­χα­η­λί­δη, Λ. Πα­πα­δό­που­λο) ή και νεό­τε­ρους (Ν. Δαβ­βέ­τα, Δ. Κο­σμό­που­λο). Σε ό­λα, έ­νας κρι­τι­κής διά­θε­σης α­να­γνώ­στης θα εύ­ρι­σκε ό­τι πε­ρισ­σεύει ο εν­θου­σια­σμός. Θα πρό­σθε­τε πως έ­τσι ο έ­παι­νος α­πο­δυ­να­μώ­νε­ται. Αυ­τή, ό­μως, εί­ναι συ­νή­θης α­βα­ρία του θε­τι­κού σκέ­πτε­σθαι. Όπως και να έ­χει, σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση, ο τρό­πος  γρα­φής πεί­θει ό­τι πρό­κει­ται για έ­ναν εν­θου­σια­σμό α­νό­θευ­τα πη­γαίο. Από την άλ­λη, εί­ναι εμ­φα­νές πως ο ποιη­τής α­πο­δί­δει κα­λύ­τε­ρα ως αι­σθη­τής σε υ­ψη­λούς τό­νους. Την ο­μά­δα των φί­λιων προ­σώ­πων συ­μπλη­ρώ­νουν, ό­πως και στους προ­η­γού­με­νους τό­μους, οι “με­γά­λοι” α­πό τους πα­λαιό­τε­ρους, ό­πως ο “φί­λος” Ρί­τσος, οι δυο Νο­μπε­λί­στες και ο Κα­βά­φης.   
Ο Κο­ντός, α­πό τα “ευ­γε­νή μέ­ταλ­λα” μέ­χρι τα “μυ­στι­κά το­πία”, δια­τη­ρεί α­κέ­ραια την κα­θα­ρό­τη­τα των αι­σθη­μά­των. Με την ί­δια προ­σή­λω­ση, συ­μπλη­ρώ­νει τα εκ­θέ­μα­τα μνή­μης. Όπως ο Τά­κης Σι­νό­που­λος το­πο­θε­τού­σε πέ­τρες, α­κρο­κέ­ρα­μα, α­στε­ρίες  στην αυ­λή του. Ο Πύρ­γειος ποιη­τής εί­ναι, α­κό­μη μία φο­ρά, α­πό τους πρώ­τους που α­να­φέ­ρο­νται, στο πρώ­το κεί­με­νο, το α­φιε­ρω­μέ­νο στη Να­νά Καλ­λια­νέ­ση και τον αλ­λο­τι­νό «Κέ­δρο». Τον εκ­δο­τι­κό οί­κο, που ί­δρυ­σε ο Νί­κος Καλ­λια­νέ­σης, μα­ζί με τη σύ­ζυ­γό του Να­νά Στα­μα­τίου, το 1954, άρ­τι α­φι­χθείς στην Αθή­να α­πό τον “πα­ρα­θε­ρι­σμό” του στον Αϊ-Στρά­τη. Τέ­λη του 1976, του ζή­τη­σε η Να­νά να ερ­γα­στεί για τον «Κέ­δρο». Τον Μάιο, εί­χε α­πο­βιώ­σει ο Νί­κος. Το 1988, έ­φυ­γε και η Να­νά. Από παι­δί για την “λά­ντζα”, ό­πως γρά­φει αυ­το­σαρ­κα­ζό­με­νος, α­φού στα πρώ­τα χρό­νια της Με­τα­πο­λί­τευ­σης οι “με­γά­λοι” – Ρί­τσος, Τσίρ­κας, Σι­νό­που­λος, Λει­βα­δί­της, Κοτ­ζιάς – διά­βα­ζαν τα χει­ρό­γρα­φα, πρό­τει­ναν, συμ­βού­λευαν, κα­τέ­λη­ξε στυ­λο­βά­της του οί­κου. Κυ­ρίως για τις εκ­δό­σεις ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας, που πα­ρα­μέ­νει ως σή­με­ρα ο βα­σι­κός το­μέ­ας του «Κέ­δρου». Ο Κο­ντός συ­μπλή­ρω­σε 33 έ­τη στη σκιά του «Κέ­δρου», α­πο­χω­ρώ­ντας το 2009. Πι­θα­νώς, το α­πο­χω­ρώ να μην α­πο­δί­δει την ό­ποια κα­τά­στα­ση δη­μιουρ­γή­θη­κε, ό­ταν η δυ­να­μι­κή Κά­τια Λε­μπέ­ση χρειά­στη­κε να α­που­σιά­σει. Όπως και να έ­χει, ή­ταν έ­νας πο­λι­τι­σμέ­νος χω­ρι­σμός, που έ­μει­νε μα­κριά α­πό τον δι­ψα­λέο Τύ­πο. Απώ­λεια για τον συ­γκε­κρι­μέ­νο εκ­δο­τι­κό οί­κο, αλ­λά και γε­νι­κό­τε­ρα, για τον εκ­δο­τι­κό χώ­ρο, κα­θώς η με­τοι­κε­σία του σε έ­τε­ρο οί­κο, φαί­νε­ται πως δεν ευο­δώ­θη­κε. 
Ει­κο­νο­πλά­στης ο Κο­ντός, ό­πως ο σκη­νο­θέ­της Ίνγκμαρ Μπέρ­γκμαν, του ο­ποίου την αυ­το­βιο­γρα­φία συ­στή­νει στον α­να­γνώ­στη “να την δια­βά­σει με πά­θος”, η ζω­γρα­φι­κή εί­ναι μέ­ρος της ζωής του, αλ­λά και “ό­λοι μα­ζί ποιη­τές, μου­σι­κοί, καλ­λι­τέ­χνες... η δεύ­τε­ρη κα­τά­στα­ση του κό­σμου”. Η τρί­τη ε­νό­τη­τα του βι­βλίου εί­ναι α­φιε­ρω­μέ­νη στους ζω­γρά­φους. “Από πο­λύ νέο τον τρα­βού­σε η ζω­γρα­φι­κή” και συ­νε­χί­ζει για σα­ρά­ντα χρό­νια “να γρά­φει κεί­με­να (ου­σια­στι­κά ποιή­μα­τα) για ζω­γρά­φους”. Ορι­σμέ­νους, τους φί­λους, τους α­κο­λου­θεί στην πε­ρι­πέ­τεια της δια­δρο­μής τους. Η ει­κα­στι­κή σο­δειά με­τρά­ει κεί­με­να για 17 ζω­γρά­φους, μία γλύ­πτρια, την Να­τα­λία Με­λά, έ­ναν ποιη­τή, τον Ελύ­τη. Ξε­κι­νώ­ντας α­πό τον πρε­σβύ­τη Γιάν­νη Μό­ρα­λη, για την τε­λευ­ταία έκ­θε­σή του, Νοέ.-Δεκ. 2006, με τους δέ­κα και­νού­ριούς του πί­να­κες. Ήταν η δε­κά­τη α­το­μι­κή του έκ­θε­ση, τρία χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, 20 Δε­κεμ­βρίου 2009, α­πε­βίω­σε. Και τον α­ει­θα­λή Πα­να­γιώ­τη Τέ­τση, που κο­λυ­μπά­ει στη θά­λασ­σα της Σίφ­νου και την α­πα­θα­να­τί­ζει. Μέ­χρι τη νεό­τε­ρη Κρη­τι­κιά Ελέ­νη Κα­λο­κύ­ρη και τα κα­ρά­βιά της.
Ένας άλ­λος κό­σμος, αυ­τός του θεά­τρου, ζω­ντα­νεύει στα κεί­με­να της τέ­ταρ­της ε­νό­τη­τας. Το ζω­ντα­νεύει, δεν εί­ναι σχή­μα λό­γου, αλ­λά γε­γο­νός. Όπως ο Κο­ντός δεν γρά­φει για τη λο­γο­τε­χνία ως κρι­τι­κός, ού­τε για τη ζω­γρα­φι­κή ως τε­χνο­κρι­τι­κός, πα­ρο­μοίως, δεν σχο­λιά­ζει μία θε­α­τρι­κή πα­ρά­στα­ση ως κρι­τι­κός, αλ­λά με τον ι­διό­τυ­πο τρό­πο του ά­με­σα ε­μπλε­κό­με­νου συ­ναι­σθη­μα­τι­κά. Συ­χνά ξε­κι­νά­ει σαν να κου­βε­ντιά­ζει έ­να θέ­μα γε­νι­κό­τε­ρου εν­δια­φέ­ρο­ντος. Για πα­ρά­δειγ­μα, το κεί­με­νο για το θε­α­τρι­κό του Βα­σί­λη Κα­τσι­κο­νού­ρη, «Το γά­λα», αρ­χί­ζει με δια­κή­ρυ­ξη αρ­χώ­ν: “Εί­ναι γνω­στές οι θέ­σεις μου για το νε­ο­ελ­λη­νι­κό έρ­γο. Αγω­νί­ζο­μαι, το πι­στεύω και εί­μαι κο­ντά στους αν­θρώ­πους του.” Ενώ, στο «Δια­μά­ντια και μπλουζ», δη­λώ­νει: “Από πά­ντα ή­μου­να θαυ­μα­στής του θεά­τρου της Λού­λας Ανα­γνω­στά­κη. Την έ­βλε­πα σε φω­το­γρα­φίες, την πα­ρα­κο­λου­θού­σα, μέ­χρι που γνωρ­στή­κα­με (1972) και δεν χω­ρί­σα­με πο­τέ.” Σε άλ­λες πα­ρα­στά­σεις, η έμ­φα­ση δί­νε­ται στον σκη­νο­θέ­τη. Γί­νε­ται λό­γος για “τον μά­γο Λευ­τέ­ρη Βο­γιατ­ζή” ή για “τον μά­γο Ευαγ­γε­λά­το”. Ακό­μη, πολ­λα­πλή α­να­φο­ρά στον Γιώρ­γο Μι­χα­η­λί­δη και τις πα­ρα­στά­σεις Τσέ­χωφ.         
Άνθρω­πος της πό­λης ο Κο­ντός, ποιη­τής και πε­ζο­πό­ρος, μα­κράν του πλή­θους των ε­πο­χού­με­νων, πα­ρα­τη­ρεί στο πε­ζο­δρό­μιο “σε μια στα­λί­τσα χώ­μα”, «Ένα φυ­τό του δρό­μου», ό­πως εί­ναι ο τίτ­λος του ει­σα­γω­γι­κού ποιή­μα­τος. Πράγ­μα­τι, πό­σες φο­ρές δεν στέ­κεις α­πο­ρη­μέ­νος “για την α­ντο­χή του, την ε­πι­μο­νή του και τέ­λος πά­ντων που βρί­σκει τον αέ­ρα και α­να­πνέει”. Εί­ναι έ­να αι­σιό­δο­ξο “ά­νοιγ­μα”, ό­πως ται­ριά­ζει σε έ­να α­γα­πη­σιά­ρι­κο βι­βλίο. Αντι­θέ­τως, το “κλεί­σι­μο” εί­ναι πέν­θι­μο, «Ο σκου­πι­διά­ρης ή το πρω­το­γε­νές πλεό­να­σμα της οι­κο­νο­μίας»: “Η νύ­χτα προ­χω­ρά... Πώς περ­νούν οι ώ­ρες;” “Δώ­δε­κα και μι­σή” θα μπο­ρού­σε να εί­ναι μία κα­βα­φι­κή συ­νέ­χεια. 
Η πέ­μπτη ε­νό­τη­τα τιτ­λο­φο­ρεί­ται «Μο­νό­λο­γοι». Συ­νο­λι­κά δε­κα­τέσ­σε­ρις, γραμ­μέ­νοι στο α­να­με­τα­ξύ Αθή­νας και Με­τα­ξο­χω­ρίου, ό­χι Ηρα­κλείου, αλ­λά Αγιάς Λά­ρι­σας. Εξο­μο­λο­γη­τι­κοί, γε­μά­τοι νο­σταλ­γία, α­πό κά­ποιον που ε­νέ­δω­σε νω­ρίς “στην α­μαρ­τία της ποιή­σεως”. “Όλα άρ­χι­σαν στα δέ­κα με έ­ντε­κά μου α­πό κά­τι σπα­σμέ­νες παι­δι­κές ει­κό­νες που βγαί­να­νε α­πό τα κλα­σι­κά ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­να...”, ε­ξο­μο­λο­γεί­ται. Μι­κρές φρά­σεις κα­τορ­θώ­νουν και α­φη­γού­νται ό­σα χρειά­ζο­νται σε­λί­δες για να εκ­φρα­στούν. Ο Κο­ντός α­κο­λου­θεί τη συμ­βου­λή του Γιώρ­γου Χει­μώ­να: “Γιάν­νη, οι συγ­γρα­φείς δεν πρέ­πει να κά­νουν ψυ­χα­νά­λυ­ση.” Αφή­νε­ται στη λε­κτι­κή με­τω­νυ­μία, ξε­δι­πλώ­νο­ντας τις ει­κό­νες που αυ­τή δη­μιουρ­γεί. “Σε μια α­κρο­θα­λασ­σιά κα­θό­μου­να και φο­βό­μου­να να μπω στη θά­λασ­σα. Με­τά α­πό λί­γο μπή­κα γυ­μνός για πά­ντα και μά­λι­στα περ­πά­τη­σα ε­πί των υ­δά­τω­ν.” Αυ­τοί οι μο­νό­λο­γοι, που θα μπο­ρού­σαν να γρα­φούν σε στί­χους, αλ­λά δό­θη­καν πε­ζό­μορ­φοι, “δρουν σαν ο­ξύ πά­νω στο συ­ναί­σθη­μα” του πα­ρα­λή­πτη τους. Ο Κο­ντός κοι­τά­ζει αυ­τά που γί­νο­νται γύ­ρω του -  “τη μαύ­ρη σα­κού­λα” σκου­πι­διών, τον “άν­θρω­πο στα σκου­πί­δια”, τον νε­κρο­θά­πτη που “χά­θη­κε μια νύ­χτα στο δά­σος” – και βγά­ζει, για μια α­κό­μη φο­ρά, “κραυ­γή δια­μαρ­τυ­ρίας”.
Ωστό­σο, τα α­να­μνη­στι­κά κεί­με­να της αρ­χι­κής ε­νό­τη­τας για τις πρώ­τες γνω­ρι­μίες του ποιη­τή, πιο ε­κτε­νή και πιο α­φη­γη­μα­τι­κά, προ­ε­ξάρ­χουν. Ανα­φέ­ρο­νται σε γνω­στούς δη­μιουρ­γούς, που γνω­ρί­ζου­με μέ­σα α­πό το έρ­γο τους. Εδώ τα κεί­με­να του Κο­ντού δί­νουν ε­ντυ­πώ­σεις α­πό πρώ­το χέ­ρι,  κα­θώς αυ­τά τα πρό­σω­πα σκια­γρα­φού­νται κα­τά την ε­πο­χή της ακ­μής τους. Υπάρ­χουν και δυο κεί­με­να για τον Κα­ρυω­τά­κη. Τον ποιη­τή που α­γά­πη­σε πο­λύ η γε­νιά του Κο­ντού. Με μία πρό­τα­ση α­πο­δί­δει το πώς τον εί­δα­ν: “α­λώ­βη­το, ε­ρω­τι­κό, έ­να γέ­ρο-παι­δί, έ­ναν πρω­το­πό­ρο, έ­ναν μο­να­χό των λέ­ξεων και των ι­δεών, έ­ναν άν­θρω­πο με τρο­με­ρό χιού­μορ, έ­ναν λυ­πη­μέ­νο, έ­ναν υ­πάλ­λη­λο του φό­βου, έ­ναν πε­λιδ­νό μέ­σα στη ζωή, έ­ναν α­πέλ­πι­δα, ρο­μα­ντι­κό και αυ­τό­χει­ρα.” Σαν να θέ­τει σε ε­φαρ­μο­γή τον κα­τα­λη­κτι­κό στί­χο της δε­κά­της ε­βδό­μης ποιη­τι­κής του συλ­λο­γής, «Η στάθ­μη του σώ­μα­τος», Οκτώ­βριο 2010, υ­πα­κούο­ντας σε πα­ρό­τρυν­ση του τε­θνεώ­τος, “Φύ­ση­ξε τον πη­λό μου να ξα­να­γί­νω άν­θρω­πος”. Μέ­νου­με με την πα­λαιό­τε­ρη α­πο­ρία μας, κα­τά πό­σο θα ή­ταν μέ­σα στις δυ­να­τό­τη­τες του ποιη­τή το “γύ­ρι­σμα”  ό­λου αυ­τού του α­να­μνη­στι­κού πλού­του σε κα­θα­ρή α­φή­γη­ση. 

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 30/11/2014.

Δεν υπάρχουν σχόλια: