Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

Ακραίες συ­μπε­ρι­φο­ρές

Νί­κη Ανα­στα­σέ­α
«Τα ά­γρια πε­ρι­στέ­ρια»
 Εκδό­σεις Κα­στα­νιώ­τη
Οκτώ­βριος 2014

Στην ο­μά­δα των συγ­γρα­φέων, που έ­κα­ναν την πρώ­τη τους εμ­φά­νι­ση στη λο­γο­τε­χνία σε μέ­ση η­λι­κία, ε­ντός της τε­λευ­ταίας ει­κο­σα­ε­τίας, η Νί­κη Ανα­στα­σέα δια­κρί­νε­ται με την α­φο­σίω­ση στη συγ­γρα­φι­κή ε­να­σχό­λη­ση που ε­πι­δει­κνύει. Τώ­ρα, που οι πε­ρισ­σό­τε­ροι πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νοι έ­χουν θη­τεία σε σχο­λή δη­μιουρ­γι­κής γρα­φής, θα χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν αυ­το­δί­δα­κτη. Ακο­λού­θη­σε τη δι­κή της μέ­θο­δο, δια­βά­ζο­ντας λο­γο­τε­χνία κα­τά μό­νας και ό­χι ευ­και­ρια­κά. Εκ του α­πο­τε­λέ­σμα­τος, κρί­νε­ται ως συγ­γρα­φέ­ας συ­στη­μα­τι­κή και μη ε­πα­να­παυό­με­νη. Φαί­νε­ται να βά­ζει ψη­λά τον πή­χυ των προσ­δο­κιών, σχε­διά­ζο­ντας μυ­θο­πλα­στι­κά εγ­χει­ρή­μα­τα σε δια­λο­γι­κή σχέ­ση με γνω­στά έρ­γα κλα­σι­κών συγ­γρα­φέων. Από το 1997 μέ­χρι σή­με­ρα, έ­χει εκ­δώ­σει τέσ­σε­ρα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα και την πρό­σφα­τη συλ­λο­γή έ­ξι ι­στο­ριών, που θα μπο­ρού­σαν να χα­ρα­κτη­ρι­στούν νου­βέ­λες. 
Θεω­ρού­με το δεύ­τε­ρο μυ­θι­στό­ρη­μα, του 2006, «Επι­κράν­θη: δια χει­ρός Αλέ­ξη Ρα­ζή», που συ­νο­μι­λεί με το μυ­θι­στό­ρη­μα του Ντο­στο­γιέφ­σκυ, «Οι δαι­μο­νι­σμέ­νοι», ως το πιο φι­λό­δο­ξο. Ενώ, το ε­πό­με­νο, με­τά τρία χρό­νια, «Οι μι­κρές α­πο­λαύ­σεις του κυ­ρίου Ευαγ­γε­λι­νού», με την υ­φή α­στυ­νο­μι­κού και τη χροιά αλ­λό­κο­της ι­στο­ρίας, δεί­χνει σαν μία α­πό­πει­ρα α­νοίγ­μα­τος προς έ­να πλα­τύ­τε­ρο κοι­νό. Δεν γνω­ρί­ζου­με την α­γο­ρα­στι­κή α­πή­χη­ση των δυο βι­βλίων, πά­ντως η κρι­τι­κή υ­πο­δο­χή στά­θη­κε μάλ­λον υ­πο­το­νι­κή. Για πα­ρά­δειγ­μα, ού­τε καν ε­πι­ση­μάν­θη­κε το κέ­ντη­μα των δι­πλών προ­σω­πείων α­λά Πεσ­σόα, που η συγ­γρα­φέ­ας έ­χει έ­ντε­χνα εν­θέ­σει στο δεύ­τε­ρο. Αντι­θέ­τως, η κρι­τι­κή, του­λά­χι­στον η συ­στη­μι­κή, που α­πο­νέ­μει και τα βρα­βεία, ε­παί­νε­σε το πρώ­το μυ­θι­στό­ρη­μα, «Αυ­τή η αρ­γή μέ­ρα προ­χω­ρού­σε», και το πρό­σφα­το, «Πο­λύ χιό­νι μπρο­στά στο σπί­τι». Το πρώ­το α­πέ­σπα­σε το βρα­βείο πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νου συγ­γρα­φέα, το 1998. Νεό­τευ­κτο τό­τε, ή­ταν η δεύ­τε­ρη χρο­νιά α­πο­νο­μής του. Ενώ, το πρό­σφα­το, του 2012, τι­μή­θη­κε με το κρα­τι­κό βρα­βείο μυ­θι­στο­ρή­μα­τος και ε­κεί­νο του «Ανα­γνώ­στη», με­τε­ξέ­λι­ξη του βρα­βείου «Δια­βά­ζω». 
Τα δυο αυ­τά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα ε­πι­κε­ντρώ­νο­νται στις οι­κο­γε­νεια­κές σχέ­σεις και ε­ντά­σεις, το πρώ­το στην Ξάν­θη της πρώ­της με­τα­πο­λε­μι­κής πε­ριό­δου, ε­νώ το δεύ­τε­ρο, στη σύγ­χρο­νη α­θη­ναϊκή κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα. Η έ­ντα­ση των εν­δοοι­κο­γε­νεια­κών συ­γκρού­σεων θυ­μί­ζει τον μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό κό­σμο του Φώ­κνερ. Πρό­κει­ται για μια συ­νο­μι­λία κει­μέ­νων ή και μυ­θι­στο­ρη­μά­των, πε­ρισ­σό­τε­ρο ή λι­γό­τε­ρο λαν­θά­νου­σα, που ε­πε­κτεί­νε­ται στους α­φη­γη­μα­τι­κούς τρό­πους και την ο­ποία η συγ­γρα­φέ­ας δεν ζη­τά να α­πο­κρύ­ψει. Εντέ­χνως θα μπο­ρού­σε, κα­θώς ο κο­ρυ­φαίος α­με­ρι­κα­νός συγ­γρα­φέ­ας, στον αγ­γλό­φω­νο χώ­ρο και κα­τ’ ε­πέ­κτα­ση στον ευ­ρω­παϊκό, έ­χει υ­πο­σκε­λι­στεί α­πό τα με­τα­μο­ντέρ­να εγ­χει­ρή­μα­τα των ση­με­ρι­νών. Όσο για τις με­τα­φρά­σεις στα ελ­λη­νι­κά, που κι αυ­τές έ­χουν α­ραιώ­σει, μό­νο σε γε­νι­κές γραμ­μές, ό­πως εί­ναι ο προσ­διο­ρι­σμός του τύ­που του α­φη­γη­τή, δί­νουν αί­σθη­ση του ύ­φους, ο­πό­τε και συ­νι­στούν ο­λι­σθη­ρή βά­ση για α­πο­φάν­σεις πε­ρί ο­μοιό­τη­τας, ε­πιρ­ροής ή α­κό­μη και μί­μη­σης.
Τα τε­λευ­ταία χρό­νια, η κρι­τι­κή υ­πο­δο­χή ε­νός βι­βλίου φαί­νε­ται να ε­πη­ρεά­ζει αρ­κε­τούς συγ­γρα­φείς ό­σο α­φο­ρά την κα­τεύ­θυν­ση που α­κο­λου­θούν στη συ­νέ­χεια. Θα λέ­γα­με ό­τι αυ­τό συμ­βαί­νει και στην πε­ρί­πτω­ση της Ανα­στα­σέα. Με­τά την θερ­μή υ­πο­δο­χή του τε­λευ­ταίου μυ­θι­στο­ρή­μα­τός της, πλέ­κει τις πρό­σφα­τες ι­στο­ρίες της στον ί­διο καμ­βά. Αν και η ί­δια πλη­ρο­φο­ρεί ό­τι η αρ­χι­κή μορ­φή, του­λά­χι­στον μίας ι­στο­ρίας, ή­ταν γραμ­μέ­νη πα­λαιό­τε­ρα. Όπως και να έ­χει, οι τέσ­σε­ρις α­πό τις έ­ξι ι­στο­ρίες ξε­τυ­λί­γο­νται μέ­σα στο κέ­λυ­φος της οι­κο­γέ­νειας. Σύμ­φω­να με το κει­με­νά­κι του ο­πι­σθόφυλ­λου, α­φο­ρούν “αν­θρώ­πους στα ό­ρια της α­ντο­χής τους, γυ­ναί­κες και ά­ντρες που φτά­νουν στα ά­κρα”. Η δια­τύ­πω­ση, α­φε­νός μεν δεν φαί­νε­ται να ι­σχύει για το σύ­νο­λο και α­φε­τέ­ρου, προ­κα­τα­λαμ­βά­νει, προ­σα­να­το­λί­ζο­ντας τις πολ­λα­πλές δυ­να­τές ερ­μη­νείες των πρά­ξεων, προς μία, κι αυ­τή μάλ­λον λαν­θα­σμέ­νη, κα­τεύ­θυν­ση. Στις δυο ι­στο­ρίες, που προ­τάσ­σο­νται στο εν λό­γω κει­με­νά­κι, ο εν­δοοι­κο­γε­νεια­κός εμ­φύ­λιος ο­λο­κλη­ρώ­νε­ται με έ­να έ­γκλη­μα. 
Ο τίτ­λος της πρώ­της, «Εί­παν πως ή­ταν α­τύ­χη­μα», προϊδεά­ζει για την κα­τά­λη­ξη, υ­πο­νο­μεύο­ντας το ό­ποιο σα­σπέ­νς καλ­λιερ­γεί ο πρω­το­πρό­σω­πος εις ε­αυ­τόν λό­γος του θύ­τη. Πρό­κει­ται για έ­ναν ευ­κα­τά­στα­το ε­πι­χει­ρη­μα­τία, με α­κί­νη­τα και το­κο­γλυ­φι­κές δρα­στη­ριό­τη­τες, που ε­πέ­λε­ξε ως σύ­ζυ­γο μία ό­μορ­φη νε­α­ρά, την ο­ποία έ­βα­λε σε χρυ­σό κλου­βί, ε­λέγ­χο­ντας και ρυθ­μί­ζο­ντας πλή­ρως τη ζωή της. Πα­λαιό­τε­ρα, προ γυ­ναι­κείας χει­ρα­φέ­τη­σης, κά­τι τέ­τοιο α­πα­ντιό­ταν συ­χνά, αλ­λά και σή­με­ρα συμ­βαί­νει, α­φού ο ρό­λος του δια­κο­σμη­τι­κού α­ντι­κεί­με­νου έ­χει κι αυ­τός τα πλε­ο­νε­κτή­μα­τά του, κυ­ρίως με τη βο­λή που προ­σφέ­ρει. Στη συ­γκε­κρι­μέ­νη ι­στο­ρία, η γυ­ναί­κα κά­πο­τε α­γα­να­κτεί, φθά­νο­ντας σε αυ­το­κα­τα­στρο­φι­κή συ­μπε­ρι­φο­ρά ως μό­νη ά­μυ­να ή και εκ­δί­κη­ση. Δεν κά­νει άλ­λο απ’ το να κα­τα­λή­γει σε α­πω­θη­τι­κό κή­τος. Εκεί­νος, α­ντι­θέ­τως, δεν φθά­νει στα ό­ρια της α­ντο­χής του. Πα­ρα­μέ­νει έ­νας ε­γω­μα­νής, που α­πο­φα­σί­ζει να μην χα­ρα­μί­σει άλ­λο τη ζωή του. Πι­στεύου­με ό­τι αυ­τή η συ­ζυ­γι­κή φα­γω­μά­ρα θα εί­χε δια­φο­ρε­τι­κή έ­ντα­ση, αν δεν πα­ρου­σιά­ζο­νταν τό­σο μο­νο­λι­θι­κοί οι χα­ρα­κτή­ρες των δυο συ­ζύ­γων και δεν δι­νό­ταν αυ­τή η σαρ­κο­βό­ρα, χω­ρίς δια­κυ­μάν­σεις, μορ­φή στη σύ­γκρου­σή τους, που κρα­τά μία ει­κο­σα­ε­τία. 
Η ε­γκλη­μα­τι­κή πρά­ξη στη δεύ­τε­ρη ι­στο­ρία έ­χει πα­πα­δια­μα­ντι­κό ά­ρω­μα. Όπως στη «Φό­νισ­σα», η Φρα­γκο­γιαν­νού πνί­γει την εγ­γο­νή της για να την α­παλ­λά­ξει α­πό την κα­κή τύ­χη των θη­λυ­κών, ε­δώ η μά­να δη­λη­τη­ριά­ζει τον ναρ­κο­μα­νή γιο της για να του δώ­σει έ­να στοι­χειω­δώς α­ξιο­πρε­πές τέ­λος. Σύμ­φω­να και με τον τίτ­λο, «Κά­τι που να α­ξί­ζει να σω­θεί», η μά­να πι­στεύει ό­τι, πα­ρά την πλή­ρη κα­τά­πτω­σή του, του έ­χει α­πο­μεί­νει “μια στα­λιά αν­θρω­πιάς”. Η ι­στο­ρία, ό­πως και το πρό­σφα­το μυ­θι­στό­ρη­μα, ξε­κι­νά­ει α­πό έ­να συμ­βάν, που θα μπο­ρού­σε να κα­τα­χω­ρη­θεί στο α­στυ­νο­μι­κό δελ­τίο. Και πά­λι, ξε­δι­πλώ­νε­ται έ­νας πρω­το­πρό­σω­πος εις ε­αυ­τόν λό­γος, με έν­θε­τα, σαν να ε­πι­πλέ­ουν α­κέ­ραια στην ψυ­χι­κή α­να­τα­ρα­χή, τα λό­για κα­τη­γο­ρίας που εκ­στο­μί­στη­καν μέ­σα στο οι­κο­γε­νεια­κό πε­ρι­βάλ­λον, και με α­να­δρο­μές, που κου­βα­λούν ό­λο το άγ­χος πρω­το­βου­λιών και πρά­ξεων ό­ταν αυ­τές τε­λέ­σθη­καν. Σε α­ντί­θε­ση, ό­μως, με τον προ­η­γού­με­νο, του συ­ζύ­γου, αυ­τός εί­ναι α­πό τους ε­ντε­λέ­στε­ρους των τε­λευ­ταίων χρό­νων. Και α­να­κα­λού­με αρ­κε­τούς εν­δια­φέ­ρο­ντες, κα­θώς πολ­λοί νεό­τε­ροι συγ­γρα­φείς έ­χουν ε­πι­δο­θεί στο εί­δος.       
Ωστό­σο, η πιο ε­ρε­θι­στι­κή ι­στο­ρία, τό­σο α­πό πλευ­ράς πε­ριε­χο­μέ­νου ό­σο και μορ­φής, εί­ναι η δεύ­τε­ρη στη σει­ρά πα­ρά­τα­ξης της συλ­λο­γής. Κα­τ’ αρ­χήν, κι­νεί­ται θε­μα­τι­κά σε ελ­λι­πώς χαρ­το­γρα­φη­μέ­να ψυ­χι­κά το­πία. Υπάρ­χουν άν­θρω­ποι, που δυ­σκο­λεύο­νται να α­πο­δε­χτούν την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ό­ταν την ε­κλαμ­βά­νουν ως α­πει­λη­τι­κή ή και α­πλώς ε­χθρι­κή. Τό­τε, δια­φεύ­γουν προς μία άλ­λη, φα­ντα­σια­κή, μέ­σα στην ο­ποία ε­πι­βιώ­νουν, α­πο­δί­δο­ντάς της υ­πό­στα­ση πραγ­μα­τι­κής. Κλι­νι­κά χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νται ψυ­χω­σι­κοί και ο μό­νος τρό­πος προ­σέγ­γι­σής τους εί­ναι η α­πο­δο­χή της δι­κής τους τά­ξης πραγ­μά­των. Στο πρό­σφα­το βι­βλίο του Δ. Σω­τά­κη, «Η α­νά­στα­ση του Μάι­κλ Τζάκ­σον», πλά­θε­ται έ­νας πα­ρό­μοιος ή­ρωας. Η συ­νη­θέ­στε­ρη, ό­μως, πε­ρί­πτω­ση αγ­χω­τι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, που μπο­ρεί να ο­δη­γή­σει μέ­χρι την πα­ρά­νοια, εί­ναι αυ­τή του θα­νά­του προ­σφι­λούς. Η μη α­πο­δο­χή του τε­τε­λε­σμέ­νου ση­μαί­νει την ο­λί­σθη­ση στην ψευ­δαί­σθη­ση, πως αυ­τός ε­ξα­κο­λου­θεί να υ­πάρ­χει.
Η Ελεάν­να Βλα­στού, στο περ­σι­νό πρώ­το της βι­βλίο, «Εξα­φα­νί­σεις», που δεν προ­σέ­χθη­κε ό­σο του α­ντι­στοι­χού­σε, έ­χει έ­να διή­γη­μα, ό­που πεν­θού­σα σύ­ζυ­γος ε­πι­βιώ­νει συ­νο­μι­λώ­ντας με τον α­πο­θα­νό­ντα σαν να εί­ναι πα­ρών, ε­τοι­μά­ζο­ντας το φα­γη­τό που του ά­ρε­σε. Το διή­γη­μα έ­χει τη μορ­φή μο­νο­λό­γου. Ενώ, η ι­στο­ρία της Ανα­στα­σέα στή­νε­ται σαν θε­α­τρι­κό δυο προ­σώ­πων. Κα­λο­δου­λε­μέ­νο, έ­τοι­μο για τη σκη­νι­κή του πα­ρου­σία­ση. Εδώ, έ­να η­λι­κιω­μέ­νο ζευ­γά­ρι χά­νει κό­ρη και εγ­γο­νή. Η γυ­ναί­κα κα­τα­φέρ­νει να ε­πι­ζή­σει, δια­γρά­φο­ντας το γε­γο­νός του θα­νά­του τους. Ο σύ­ζυ­γος α­πο­δέ­χε­ται τη φα­ντα­σίω­σή της και συ­μπράτ­τει, σύμ­φω­να με τον τίτ­λο της ι­στο­ρίας, «Μό­νο και μό­νο ε­πει­δή σ’ α­γα­πάω». Έτσι, ό­μως, ό­πως ε­κτυ­λίσ­σο­νται τα γε­γο­νό­τα, φαί­νε­ται πως νιώ­θει κι αυ­τός κα­λύ­τε­ρα με το α­νά­χω­μα της αυ­τα­πά­της. Ού­τε ε­κεί­νη έ­χει α­νά­γκη φαρ­μα­κευ­τι­κής υ­πο­στή­ρι­ξης ού­τε ε­κεί­νος συν­θλί­βε­ται α­πό τον πό­νο. Δεν έ­χουν, πά­ντως, με­τα­κυ­λή­σει στην πα­ρά­νοια. Έχουν ε­πί­γνω­ση της ψευ­δαι­σθη­σια­κής κα­τά­στα­σης που έ­χουν δη­μιουρ­γή­σει, αλ­λά εν­δί­δουν. Η Ανα­στα­σέα κα­τορ­θώ­νει να δώ­σει αυ­τήν την εύ­θραυ­στη ι­σορ­ρο­πία, α­πο­φεύ­γο­ντας τους δρα­μα­τι­κούς τό­νους.
Σε μία άλ­λη ι­στο­ρία της συλ­λο­γής, «Η προ­σβο­λή», αυ­τή ε­κτός οι­κο­γε­νεια­κού κύ­κλου, η υ­πό­θε­ση, του­λά­χι­στον ό­σο α­φο­ρά τα πρό­σω­πα και την α­να­με­τα­ξύ τους σχέ­ση, θυ­μί­ζει το τε­λευ­ταίο μυ­θι­στό­ρη­μα του Θεό­δω­ρου Γρη­γο­ριά­δη, «Το μυ­στι­κό της Έλλης». Μία ζω­ντο­χή­ρα στα 45 προσ­λαμ­βά­νει αλ­λο­δα­πό για δου­λειές στον κή­πο. Τον ε­ρω­τεύε­ται, αλ­λά α­πο­κα­λύ­πτε­ται ό­τι ε­κεί­νος εί­ναι πα­ντρε­μέ­νος. Στου Γρη­γο­ριά­δη, αυ­τό δεν στέ­κε­ται ε­μπό­διο στη σχέ­ση τους, ε­δώ, η έκ­βα­ση εί­ναι δια­φο­ρε­τι­κή. Η γυ­ναί­κα τον εκ­δι­κεί­ται. Στην κα­τα­λη­κτι­κή σκη­νή, στέ­κει, “πί­σω α­πό την τρα­βηγ­μέ­νη κουρ­τί­να, σαν μο­να­χι­κό κε­ρί μέ­σα στην κά­σα του πα­ρα­θύ­ρου”. Εί­ναι αυ­τή η σκη­νή που φέρ­νει στο νου την δε­σποι­νί­δα Έμι­λυ Γκρήρ­σον του Φώ­κνερ. Τε­λι­κά, οι δυο κα­λύ­τε­ρες ι­στο­ρίες της νέ­ας συλ­λο­γής της Ανα­στα­σέα έ­χουν α­πό­η­χους α­πό την πρώ­τη και πιο γνω­στή ι­στο­ρία του, «Ένα ρό­δο για την Έμι­λυ». Την Έμι­λυ α­πό αρ­χο­ντι­κή οι­κο­γέ­νεια του α­με­ρι­κα­νι­κού Νό­του, που ε­ρω­τεύε­ται έ­ναν υ­πο­δεέ­στε­ρο Γιάν­κη. Εκεί­νος δεν θέ­λει γά­μο, ε­κεί­νη τον δη­λη­τη­ριά­ζει, αλ­λά δεν α­πο­δέ­χε­ται το θά­να­τό του. Συμ­βιώ­νει με τον νε­κρό του μέ­χρι τέ­λους. Τη νύ­χτα α­γκα­λιά στο κρε­βά­τι, τη μέ­ρα δί­πλα του, στη­μέ­νη στο πα­ρά­θυ­ρο. 
Η συλ­λο­γή συ­μπλη­ρώ­νε­ται με δυο α­κό­μη ι­στο­ρίες. Η μία, «Με­τα­ξω­τός φα­νο­στά­της», δεί­χνει θε­μα­τι­κά πα­ρά­ται­ρη. Εί­ναι ο ε­σω­τε­ρι­κός μο­νό­λο­γος μιας με­σή­λι­κος η­θο­ποιού, ό­πως ξε­δι­πλώ­νε­ται την η­μέ­ρα της πρε­μιέ­ρας. Εί­ναι μία κα­λή κα­ρα­τε­ρί­στα, που της δί­νε­ται η ευ­και­ρία ε­νός πρω­τα­γω­νι­στι­κού ρό­λου. Ένας δεύ­τε­ρος γυ­ναι­κείος λό­γος, που η Ανα­στα­σέα δεί­χνει τις δυ­να­τό­τη­τές της, α­πο­τυ­πώ­νο­ντας τον πα­νι­κό της η­θο­ποιού. Στο μό­νο ση­μείο, που θα μπο­ρού­σε να σκο­ντά­ψει μία ψυ­χα­να­λυ­τι­κής διά­θε­σης α­νά­γνω­ση εί­ναι το ευ­τυ­χές τέ­λος. Πα­ρό­μοιοι φό­βοι εί­ναι τό­σο βα­θιά ρι­ζω­μέ­νοι, που συ­νή­θως ο­δη­γούν σε πρά­ξεις αυ­το­χει­ρια­σμού ή, συ­χνό­τε­ρα, σε ά­τα­κτη υ­πο­χώ­ρη­ση. Έναν πα­ρό­μοιο ή­ρωα πλά­θει ο Βαγ­γέ­λης Χατ­ζη­γιαν­νί­δης στο πρό­σφα­το μυθιστόρημά του, «Το ε­λά­χι­στο ί­χνος». Ακό­μη έ­να βι­βλίο, που δεν έ­τυ­χε της α­νά­λο­γης κρι­τι­κής α­πο­δο­χής. 
Η άλ­λη ι­στο­ρία, που εί­ναι η κα­τα­λη­κτι­κή του βι­βλίου, α­φο­ρά οι­κο­γε­νεια­κές σχέ­σεις και μά­λι­στα δί­πο­λα, που θα μπο­ρού­σαν να ο­δη­γή­σουν σε εν­δοοι­κο­γε­νεια­κούς εμ­φύ­λιους. Όπως η νε­α­ρή χή­ρα, με κα­θυ­στε­ρη­μέ­νο παι­δί, η ο­ποία ε­ρω­τεύε­ται κά­ποιον που την θέ­λει, αλ­λά χω­ρίς το παι­δί. Ή α­κό­μη, η νε­α­ρή χή­ρα, που συμ­βιώ­νει με τη γε­ρο­ντο­κό­ρη κου­νιά­δα. Όλα, ό­μως, βαί­νουν ει­ρη­νι­κά, κα­τα­λή­γο­ντας με την ευ­φρό­συ­νη διά­θε­ση μιας ροζ ι­στο­ρίας. Άνι­σες οι ι­στο­ρίες ή, μή­πως, ι­στο­ρίες για ό­λα τα γού­στα; Όπως και να έ­χει, συ­στε­γά­ζο­νται σε μία συλ­λο­γή με ό­μορ­φο τίτ­λο, αλ­λά μάλ­λον ξέ­νο προς αυ­τές ή ά­κρως υ­παι­νι­κτι­κό σε βαθ­μό α­συ­σχέ­τι­στου.   


Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 7/12/2014.

Φωτ: Έργο του Λου­σιέν Φρόυ­ντ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: