Παρασκευή 8 Απριλίου 2016

Ρομαντικός αμφισβητίας

Roderick Beaton
«Ο πό­λε­μος του Μπάι­ρον.
Ρο­μα­ντι­κή ε­ξέ­γερ­ση,
ελ­λη­νι­κή Επα­νά­στα­ση»
Μετ. Κα­τε­ρί­να Σχι­νά
Εκδ. Πα­τά­κη, Δεκ. 2015


Η και­νού­ρια βιο­γρα­φία του Λόρ­δου Μπάι­ρον α­πό τον Ρό­ντρικ Μπή­τον εκ­δό­θη­κε στα αγ­γλι­κά έ­γκαι­ρα, αρ­χές 2013, για τον ε­ορ­τα­σμό της 90ης ε­πε­τείου α­πό τον θά­να­τό του, στις 7 Απρ. 1824. “Λή­ρος ε­πήλ­θεν, εί­τα λή­θαρ­γος, και το α­πό­γευ­μα της Δευ­τέ­ρας του Πά­σχα (7/19 Απρι­λίου), εν ώ­ρα φο­βε­ράς κα­ται­γί­δος με­τά βρο­ντών, ο Βύ­ρων ε­ξέ­πνευ­σε!”, πε­ρι­γρά­φει ο Σκώ­τος στρα­τη­γός σερ Τό­μας Γκόρ­ντον (σε α­πό­δο­ση Πα­πα­δια­μά­ντη), ο ο­ποίος βρι­σκό­ταν τό­τε στην Αγγλία και στη­ρί­χτη­κε σε μαρ­τυ­ρίες, στο βι­βλίο του, «Ιστο­ρία της Ελλη­νι­κής Επα­να­στά­σεως», που ε­ξέ­δω­σε το 1832. “Το βρά­δυ της Κυ­ρια­κής του Πά­σχα ο Μπάι­ρον βυ­θί­στη­κε σε κώ­μα, α­πό το ο­ποίο πο­τέ δεν συ­νήλ­θε.”, γρά­φει ο Μπή­τον, με βά­ση τις α­να­μνή­σεις δυο πα­ρό­ντων, που τις ε­ξέ­δω­σαν λί­γους μή­νες αρ­γό­τε­ρα, το 1825, του έ­μπι­στου του Μπάι­ρον,  “πυ­ρο­τε­χνουρ­γού” Ουίλ­λιαμ Πάρ­ρυ και του νε­α­ρού γραμ­μα­τέα του Πιέ­τρο Γκά­μπα. Ο ι­στο­ρι­κός Τζωρτζ Φίν­λεϋ, και αυ­τός Σκώ­τος, που, μό­λις α­πο­φοί­τη­σε, Οκτ. 1823, α­φί­χθη στην Κε­φαλ­λο­νιά, για να συ­να­ντή­σει τον Μπάι­ρον, δεν ή­ταν πα­ρών. Εί­χε φύ­γει το πρωί της Κυ­ρια­κής των Βαΐων, α­πε­σταλ­μέ­νος του στην Αθή­να. Άλλω­στε, στην «Ιστο­ρία της Ελλη­νι­κής Επα­να­στά­σεως» (και αυ­τή σε α­πό­δο­ση Πα­πα­δια­μά­ντη), που ε­ξέ­δω­σε το 1861, “κρά­τη­σε το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος των προ­σω­πι­κών α­να­μνή­σεών του για τον ε­αυ­τό του”.
“Υπάρ­χουν ή­δη πε­ρισ­σό­τε­ρες α­πό δια­κό­σιες βιο­γρα­φίες του Μπάι­ρο­ν”, σχο­λιά­ζει ο Μπή­τον. Ενδει­κτι­κά, στο λήμ­μα Γεώρ­γιος Γόρ­δων Βύ­ρων της «Με­γά­λης Ελλη­νι­κής Εγκυ­κλο­παι­δείας, συ­νταγ­μέ­νο α­πό τον Α΄ Γραμ­μα­τέα της Αγγλι­κής Πρε­σβείας Σ. Κ. Άτσλεϋ, στην πα­ρα­τι­θέ­με­νη βι­βλιο­γρα­φία, που συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νει μό­νο “τα πρό­σφα­τα και ση­μα­ντι­κό­τε­ρα έρ­γα”, α­να­φέ­ρο­νται δέ­κα εκ­δό­σεις του 1924, για την ε­πέ­τειο των ε­κα­τό χρό­νων α­πό τον θά­να­τό του. Με­τα­ξύ αυ­τών, το βι­βλίο του σερ Χά­ρολ­ντ Νί­κολ­σον, «Το τε­λευ­ταίο τα­ξί­δι». Από τό­τε, “σχε­δόν κά­θε πλευ­ρά της ζωής και του έρ­γου του έ­χει ξε­σκο­νι­στεί... η ελ­λη­νι­κή πε­ρι­πέ­τεια δεν εί­ναι ε­ξαί­ρε­ση.”, προ­σθέ­τει ο Μπή­τον. Τό­τε, για­τί μία α­κό­μη βιο­γρα­φία του και δη, της στερ­νής διε­τίας, για την ο­ποία, “ση­μα­ντι­κές με­λέ­τες που δη­μο­σιεύ­τη­καν τα τε­λευ­ταία σα­ρά­ντα χρό­νια έ­χουν ει­σφέ­ρει πολ­λές σύγ­χρο­νες ερ­μη­νείες”; Ερώ­τη­μα, που ο βιο­γρά­φος σπεύ­δει προ­λο­γι­κά να α­πα­ντή­σει.
Με τις α­παρ­χές της πα­γκο­σμιο­ποίη­σης, φά­νη­κε α­να­γκαία η ε­ναρ­μό­νι­ση των ε­θνι­κών Ιστο­ριών, που προϋπέ­θε­τε την α­να­θεώ­ρη­σή τους με δια­φο­ρε­τι­κά κρι­τή­ρια. Σε αυ­τήν, βοή­θη­σε το ά­νοιγ­μα κρα­τι­κών και ι­διω­τι­κών αρ­χείων, κα­θι­στώ­ντας προ­σβά­σι­μο το πρω­το­γε­νές υ­λι­κό. Η Επα­νά­στα­ση του 1821 ή­ταν η δεύ­τε­ρη ι­στο­ρι­κή πε­ρίο­δος, με­τά τον Εμφύ­λιο, με την ο­ποία α­σχο­λή­θη­καν οι Έλλη­νες ι­στο­ρι­κοί, α­να­θεω­ρώ­ντας, με­τα­ξύ άλ­λων, προ­γε­νέ­στε­ρες α­πό­ψεις για το ρό­λο πο­λι­τι­κών και ο­πλαρ­χη­γών. Κα­τά τα τε­λευ­ταία δέ­κα χρό­νια, έ­χουν α­να­τρα­πεί πολ­λά στε­ρεό­τυ­πα, ό­πως η θεω­ρία ό­τι “ο Μπάι­ρον και άλ­λοι Φι­λέλ­λη­νες ήρ­θαν στην Ελλά­δα ως ε­χθρι­κοί πρά­κτο­ρες ξέ­νων δυ­νά­μεω­ν”, υ­πο­στη­ρί­ζει ο Μπή­τον. Ωστό­σο, ό­πως προ­σθέ­τει, “ο ί­διος ο Μπάι­ρον δεν έ­χει γί­νει α­ντι­κεί­με­νο αυ­τής της α­να­θεω­ρη­τι­κής α­ντι­με­τώ­πι­σης ό­πως θα του ά­ξι­ζε.” Αυ­τή, λοι­πόν, ε­πε­δίω­ξε να εί­ναι η “τα­πει­νή συ­νει­σφο­ρά” της δι­κής του βιο­γρα­φίας.
Στην ελ­λη­νι­κή έκ­δο­ση, προ­τάσ­σει έ­ναν α­κό­μη πρό­λο­γο, ό­που θέ­τει έ­να δια­φο­ρε­τι­κό ε­ρώ­τη­μα, που του  υ­πέ­βα­λε η ελ­λη­νι­κή κρί­ση κα­τά την πε­ρίο­δο έ­ρευ­νας και γρα­φής του βι­βλίου στην Αθή­να (2009-2012). Όταν ο Μπάι­ρον πα­ρέμ­βει στα ελ­λη­νι­κά πράγ­μα­τα, μαι­νό­ταν σύ­γκρου­ση με­τα­ξύ ο­πλαρ­χη­γών και πο­λι­τι­κών αν­δρών. Οι πρώ­τοι ε­πε­δίω­καν “αυ­τάρ­κεια”, οι δεύ­τε­ροι, οι α­πο­κα­λού­με­νοι α­πό τους α­να­θεω­ρη­τές ι­στο­ρι­κούς “εκ­συγ­χρο­νι­στές”, κα­τέ­βαλ­λαν προ­σπά­θειες “να διε­θνο­ποιή­σουν τον α­γώ­να”. Κα­τά την ε­κτί­μη­ση του Μπή­τον, “το ό­νει­ρο των εκ­συγ­χρο­νι­στών ό­πως ο Αλέ­ξαν­δρος Μαυ­ρο­κορ­δά­τος, ο Ιωάν­νης Κω­λέτ­της, ο Ιωάν­νης Κα­πο­δί­στριας, οι κα­ρα­βο­κύ­ρη­δες της Ύδρας, των Σπε­τσών και των Ψα­ρών και ό­σοι τους στή­ρι­ζα­ν” ή­ταν “η δη­μιουρ­γία ε­νός ε­ντε­λώς νέ­ου εί­δους πο­λι­τεύ­μα­τος στην Ευ­ρώ­πη του 19ου αιώ­να”, ό­που “οι πα­λιές μο­ναρ­χι­κές αυ­το­κρα­το­ρίες πα­ρέ­παια­ν” και νε­ο­σύ­στα­τα έ­θνη α­να­δύο­νταν. Η άλ­λη πλευ­ρά υ­πο­στή­ρι­ζε, πως αυ­τό “θα μπο­ρού­σε να ε­πι­τευ­χθεί μό­νο έ­να­ντι τι­μή­μα­τος”. Και πράγ­μα­τι, “η πραγ­μα­το­ποίη­ση του ο­νεί­ρου προϋπέ­θε­τε μια δια­δρο­μή μέ­σα α­πό τη διε­θνή δι­πλω­μα­τία και, μοι­ραία ό­πως α­πο­δεί­χθη­κε, μέ­σα α­πό δά­νεια α­πό το ε­ξω­τε­ρι­κό”.
Στην πε­ρί­πτω­ση, που το βι­βλίο γρα­φό­ταν νω­ρί­τε­ρα, το πι­θα­νό­τε­ρο, να μην έ­θε­τε καν το ε­ρώ­τη­μα, ή, και αν το έ­θε­τε, να έ­παιρ­νε θέ­ση, χω­ρίς εν­δοια­σμούς, με την πλευ­ρά με την πλευ­ρά των “εκ­συγ­χρο­νι­στώ­ν”. Ωστό­σο, οι ση­με­ρι­νές συν­θή­κες τον ω­θούν σε μία αμ­φιρ­ρέ­που­σα α­πό­φαν­ση: “Όταν πέ­θα­νε ο Μπάι­ρον, το δά­νειο εί­χε ε­ξα­σφα­λι­στεί... η Ελλά­δα εί­χε μπει στον δρό­μο που θα ο­δη­γού­σε στην α­νε­ξαρ­τη­σία της ως έ­θνος, σε μια πε­ρή­φα­νη σύγ­χρο­νη ι­στο­ρία, σε πολ­λά ε­πι­τεύγ­μα­τα στους το­μείς της τέ­χνης, σε διά­λο­γο με ό,τι κα­λύ­τε­ρο πα­ρα­γό­ταν στην Ευ­ρώ­πη και... στο μνη­μό­νιο.”   
Ο πρώ­τος Άγγλος βιο­γρά­φος του Μπάι­ρον, που ε­ξε­ρεύ­νη­σε τα ελ­λη­νι­κά ι­στο­ρι­κά αρ­χεία, ή­ταν ο Στί­βεν Μί­ντα, ο ο­ποίος και δη­μο­σίευ­σε δυο άρ­θρα για τη σχέ­ση του Μπάι­ρον με τον Μαυ­ρο­κορ­δά­το, το 2006, και για ε­κεί­νη με το Με­σο­λόγ­γι, το 2007, ε­νώ έ­να τρί­το δη­μο­σιεύ­θη­κε σε συλ­λο­γι­κό τό­μο του 2011. Σε αυ­τά, ε­ξαί­ρε­ται ο ρό­λος του Μαυ­ρο­κορ­δά­του στη με­τα­μόρ­φω­ση του Μπάι­ρον α­πό “δον­ζουά­ν” σε “πο­λι­τι­κό ζώο” και ως α­ντί­λο­γος, σε πρό­σφα­τη τό­τε, βιο­γρα­φία της Φιό­να Μα­κάρ­θυ, που μέ­νει προ­σκολ­λη­μέ­νη στην πα­ρα­δο­σια­κή ει­κό­να για τις τε­λευ­ταίες η­μέ­ρες του, ε­νός Μπάι­ρον πο­λι­τι­κά α­συ­νε­πή και πε­ρισ­σό­τε­ρο πα­ρά πο­τέ εν συγ­χύ­σει. Κα­θη­γη­τής στο Πα­νε­πι­στή­μιο του Γιόρκ ο Μί­ντα, με πα­ρα­πλή­σια εν­δια­φέ­ρο­ντα με ε­κεί­να του Μπή­τον, ό­πως δεί­χνει το πα­λαιό­τε­ρο βι­βλίο του, «Ερω­τι­κή ποίη­ση στον 16ο αιώ­να», εί­χε εκ­δώ­σει το 1998 βιο­γρα­φία, «Ο Μπάι­ρον στην Ελλά­δα», ό­που α­να­δει­κνύει “την α­γνή πλευ­ρά ε­νός σο­βα­ρού ά­ντρα”. Πα­ρου­σιά­ζει εν­δια­φέ­ρον η φρά­ση, που στα­χυο­λο­γεί α­πό τις ση­μειώ­σεις του Μπάι­ρον στο «Προ­σκύ­νη­μα του Τσάιλ­ντ Χά­ρολ­ντ»: “Όμοια με τους Κα­θο­λι­κούς της Ιρλαν­δίας και τους α­νά τον κό­σμο Εβραίους, οι Έλλη­νες υ­φί­στα­νται ό­λα τα η­θι­κά και σω­μα­τι­κά δει­νά, που η αν­θρω­πό­τη­τα μπο­ρεί να προ­ξε­νή­σει.” Για να υ­πο­γραμ­μί­σει, με πό­ση ε­κτί­μη­ση, ε­κεί­νος έ­βλε­πε τον Μαυ­ρο­κορ­δά­το, α­να­φέ­ρει ό­τι τον θεω­ρού­σε τον μο­να­δι­κό Έλλη­να του εί­δους του Τζωρτζ Ουά­σιν­γκτον, ό­ντας γνω­στή η ε­κτί­μη­σή του για “τη δη­μο­κρα­τία της Αμε­ρι­κής” και ι­διαί­τε­ρα, ο θαυ­μα­σμός του για “τον Πα­τέ­ρα της Χώ­ρας”, πρώ­το α­με­ρι­κα­νό πρό­ε­δρο.
Η βιο­γρα­φία του Μπή­τον εί­ναι πο­λύ πιο φι­λό­δο­ξη α­πό την σχε­τι­κά σύ­ντο­μη και χρο­νι­κά ε­στια­σμέ­νη του Μί­ντα. Δεν ξε­κι­νά­ει την α­φή­γη­ση της “ελ­λη­νι­κής πε­ρι­πέ­τειας”, ό­πως ο Νί­κολ­σον, α­πό “το τε­λευ­ταίο τα­ξί­δι” στην Ελλά­δα. Αυ­τό το α­φή­νει για το δεύ­τε­ρο μέ­ρος του βι­βλίου του. Ού­τε, με τον πρω­τό­τυ­πο τίτ­λο του, “ο πό­λε­μος του Μπάι­ρο­ν”, εν­νο­εί πε­ριο­ρι­στι­κά την συμ­βο­λή του στην Ελλη­νι­κή Επα­νά­στα­ση. “Ο πό­λε­μος του Μπάι­ρον, στην αρ­χή, ή­ταν ε­νά­ντια στην θνη­τό­τη­τα”, ό­πως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά πα­ρα­τη­ρεί. Από αυ­τόν εκ­κι­νεί το πρώ­το μέ­ρος, με το πρώ­το τα­ξί­δι, 2 Ιουλ. 1809-14 Ιουλ. 1811 (με το νέο η­με­ρο­λό­γιο). Δεν σκια­γρα­φού­νται μό­νο οι υ­παρ­ξια­κές α­γω­νίες του και η πά­λη του με την γρα­φή, αλ­λά α­να­θεω­ρεί­ται γε­νι­κό­τε­ρα η ει­κό­να του. Πρώ­τον, ως προς το πα­ρου­σια­στι­κό του, με έμ­φα­ση, ό­χι στην γο­η­τευ­τι­κή του εμ­φά­νι­ση, αλ­λά στην χω­λό­τη­τά του. Η μη­τέ­ρα του, που “τον με­γά­λω­νε μό­νη της ως μο­να­χο­παί­δι ε­γκα­τα­λε­λειμ­μέ­νο α­πό τον πα­τέ­ρα του, τον μά­λω­νε α­πο­κα­λώ­ντας τον κου­τσό πα­λιό­παι­δο.” Στην ε­πι­στρο­φή α­πό το τα­ξί­δι, ο ί­διος ση­μείω­νε: “Ένας άν­δρας χω­λός α­πό το έ­να πό­δι βρί­σκε­ται σε κα­τά­στα­ση σω­μα­τι­κής κα­τω­τε­ρό­τη­τας.”
Κυ­ρίως, ό­μως, α­να­θεω­ρεί­ται η ει­κό­να της ε­ρω­τι­κής του ζωής. Του­λά­χι­στον για τον Έλλη­να α­να­γνώ­στη, που έ­χει μεί­νει με τον σφο­δρό έ­ρω­τα του Λόρ­δου για την “δω­δε­κά­χρο­νη” Τε­ρέ­ζα Μα­κρή. Έναν έ­ρω­τα πλα­τω­νι­κό, που ε­νέ­πνευ­σε το ποίη­μα «Η κό­ρη των Αθη­νών», ό­που η κά­θε του στρο­φή τε­λειώ­νει με τη φρά­ση, “Ζωή μου σ’ α­γα­πώ”. Αυ­τή η πα­ρα­μυ­θι­τι­κή α­τμό­σφαι­ρα α­πό τα Χρι­στού­γεν­να του 1809 δια­λύε­ται με τα γνω­στά υ­πο­τι­μη­τι­κά σχό­λια για την οι­κο­γέ­νεια Μα­κρή. Ενώ, γε­νι­κό­τε­ρα, οι έ­ρω­τες του Λόρ­δου με το άλ­λο φύλ­λο α­πο­μυ­θο­ποιού­νται. Εκεί­νοι με τις πα­ντρε­μέ­νες γυ­ναί­κες, που τον α­πο­κα­λού­σαν “τρε­λό, κα­κό και ε­πι­κίν­δυ­νο να τον γνω­ρί­ζεις”. Ή, “ο με­γά­λος έ­ρω­τας της ζωής του με την ε­τε­ρο­θα­λή α­δελ­φή του” και η, μό­λις ε­νός έ­τους, συμ­βίω­ση με την “αυ­στη­ρών αρ­χώ­ν” σύ­ζυ­γό του, που δια­τει­νό­ταν πως “δεν υ­πήρ­ξε δια­στρο­φή, με την ο­ποία να μην προ­σπά­θη­σε να την ε­ξοι­κειώ­σει”.
Αντι­θέ­τως, α­πλώ­νε­ται η α­φή­γη­ση των “ο­μο­ε­ρω­τι­κών βιω­μά­τω­ν”, που εί­χαν ξε­κι­νή­σει με τους φί­λους του Κέ­μπριτζ. Σε α­να­μο­νή για τον α­πό­πλου προς α­να­το­λάς, “διε­γει­ρό­ταν προ­κα­τα­βο­λι­κά α­πό την πα­ρου­σία των νε­α­ρών ναυ­τώ­ν”. Εν ε­κτά­σει, α­να­φέ­ρο­νται δυο ει­δύλ­λια με νε­α­ρούς, έ­ναν Άγγλο και έ­ναν Έλλη­να. Αν και την πρώ­τη, ο­μο­φυ­λό­φι­λη ε­μπει­ρία την έ­χει με τον δε­κα­πε­ντα­ε­τή Γάλ­λο φοι­τη­τή Νι­κο­λό, που γνω­ρί­ζει στο μο­να­στή­ρι των Κα­που­τσί­νων, στη ση­με­ρι­νή πλα­τεία Λυ­σι­κρά­τους, ό­που θα μεί­νει με­τά την οι­κία Μα­κρή. “Η πρώ­τη πλή­ρης και καλ­λί­στη συ­νου­σία συ­νέ­βη στο μο­να­στή­ρι της Πε­ντέ­λης.” Με αυ­τόν τον “ευει­δή νεό­τε­ρό του άν­δρα”, με τον ο­ποίο “βίω­σε την σε­ξουα­λι­κή α­πε­λευ­θέ­ρω­ση”, “μοι­ρά­στη­κε και άλ­λα κρε­βά­τια”.  Αν και αρ­γό­τε­ρα, θα γεν­νη­θεί έ­νας με­γά­λος έ­ρω­τας με μια 19χρο­νη, μό­λις νεό­νυμ­φη, Ιτα­λί­δα, την  Τε­ρέ­ζα, που γνω­ρί­ζει στο δεύ­τε­ρο χερ­σαίο τα­ξί­δι του στην Ευ­ρώ­πη, αρ­χές του 1816, α­φού εί­χε υ­πο­γρά­ψει φεύ­γο­ντας τα χαρ­τιά για το δια­ζύ­γιο. Θα την συ­να­ντή­σει τρια­ντά­ρης και α­πο­γο­η­τευ­μέ­νος, Απρ. 1819, στη Βε­νε­τία. Το ει­δύλ­λιό τους, καί­τοι σύ­ντο­μο με α­τυ­χή κα­τά­λη­ξη, θα του ε­μπνεύ­σει τις δε­καέ­ξι στρο­φές, που αρ­χί­ζουν με τους “πα­ρά­φο­ρους λυ­ρι­κούς στί­χους”, “Ω νη­σιά της Ελλά­δας...” στο τρί­το Άσμα του «Δον Ζουάν». Αμφί­ση­μοι στί­χοι, α­πο­τέ­λε­σμα πο­λυ­συλ­λε­κτι­κής φα­ντα­σίας, γραμ­μέ­νοι με ε­ρω­τι­κή ορ­μή, θα ε­κλη­φθούν σαν ε­πα­να­στα­τι­κό ε­γερ­τή­ριο, τον Αύγ. του 1821, που θα δη­μο­σιευ­τούν, ό­ταν το ξέ­σπα­σμα της Ελλη­νι­κής Επα­νά­στα­σης έ­χει γί­νει πρω­το­σέ­λι­δο στις ευ­ρω­παϊκές ε­φη­με­ρί­δες.
Ενα α­πό τα βα­σι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της βιο­γρα­φίας του Μπή­τον εί­ναι ο τρό­πος που ψυ­χο­γρα­φεί τον Μπάι­ρον, σχο­λιά­ζο­ντας τις διι­στά­με­νες πτυ­χές της προ­σω­πι­κό­τη­τάς του. “Ρο­μα­ντι­κός αμ­φι­σβη­τίας”, ε­ξε­γερ­μέ­νος, ό­πως α­ντα­να­κλά­ται στον “βυ­ρω­νι­κό ή­ρωά” του και ταυ­τό­χρο­να, συ­ντη­ρη­τι­κός ρι­ζο­σπά­στης, “ε­πι­φυ­λα­κτι­κός α­πέ­να­ντι στα κί­νη­τρα των Καρ­μπο­νά­ρω­ν”, ό­πως και α­πέ­να­ντι στη Γαλ­λι­κή Επα­νά­στα­ση, δια­χω­ρί­ζο­ντας τους “με­τριο­πα­θείς με­ταρ­ρυθ­μι­στές” α­πό τα “κα­θάρ­μα­τα”, τύ­που Ρο­βε­σπιέ­ρου και Μα­ρά. Με εν­δε­λέ­χεια, δί­νε­ται η ερ­μη­νεία των ποιη­μά­των, συν­δυά­ζο­ντας τα φα­ντα­στι­κά και μυ­θο­λο­γι­κά στοι­χεία με τα πραγ­μα­το­λο­γι­κά δε­δο­μέ­να, στις ποι­κί­λες και συ­χνά α­ντι­κρουό­με­νες εκ­δο­χές τους.
Από τα πιο εν­δια­φέ­ρο­ντα κε­φά­λαια της βιο­γρα­φίας, εί­ναι ε­κεί­να που α­φιε­ρώ­νο­νται στον ρο­μα­ντι­κό λυ­ρι­κό ποιη­τή Πέρ­συ Σέλ­λεϋ, τον α­τυ­χή πνιγ­μό του, κλεί­νο­ντας τα τριά­ντα, Ιούλ. 1822, και τον κα­τά ε­νά­μι­σι χρό­νο με­γα­λύ­τε­ρό  του, Μαυ­ρο­κορ­δά­το. Σε αυ­τά, πα­ρου­σιά­ζε­ται ως α­πα­ραί­τη­το συ­μπλή­ρω­μα, η δεύ­τε­ρη νε­α­ρά ύ­παρ­ξη, που ο λε­πταί­σθη­τος Σέλ­λεϋ ε­ρω­τεύ­τη­κε, α­πή­γα­γε και νυμ­φεύ­θη­κε, η Μαί­ρη Σέλ­λεϋ, συγ­γρα­φέ­ας του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος «Φραν­κεν­στάιν ή ο σύγ­χρο­νος Προ­μη­θέ­ας», την ο­ποία η­ρά­σθη και ο Μαυ­ρο­κορ­δά­τος. Όπως φαί­νε­ται, οι ε­ξω­γα­μιαίες πε­ρι­πέ­τειες, τό­σο του Πέρ­συ ό­σο και της Μαί­ρης, πα­ρέ­μει­ναν πλα­τω­νι­κές. Στις 25 Μαΐ. 1816, ο Μπάι­ρον πρω­το­συ­να­ντά­ει στη Γε­νεύη το ζεύ­γος Σέλ­λεϋ, ο­πό­τε και αρ­χί­ζει ο μέ­χρι τό­τε α­δια­μόρ­φω­τος “πό­λε­μός του ε­νά­ντια στην αν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση στο σύ­νο­λό της” να παίρ­νει τη μορ­φή μιας στρά­τευ­σης σε συ­γκε­κρι­μέ­νο σκο­πό. Η γνω­ρι­μία του με τον Μαυ­ρο­κορ­δά­το θα αρ­γή­σει. Η πρώ­τη τους συ­νά­ντη­ση γί­νε­ται στη σκιά του Σέλ­λεϋ, έ­να γε­να­ριά­τι­κο πρωι­νό του 1824, στο Με­σο­λόγ­γι. Να ση­μειώ­σου­με, πως η γνω­ρι­μία του Μαυ­ρο­κορ­δά­του με τους Σέλ­λεϋ εί­χε γί­νει τρία χρό­νια νω­ρί­τε­ρα. Στα τέ­λη του 1820, “στο σπί­τι τους στην Πί­ζα, μια τυ­χαία γνω­ρι­μία εί­χε φέ­ρει τον πιο προι­κι­σμέ­νο πνευ­μα­τι­κά α­πό τους μέλ­λο­ντες πο­λι­τι­κούς η­γέ­τες της ελ­λη­νι­κής Επα­νά­στα­σης”.
Με αυ­τήν τη θαυ­μα­στι­κή φρά­ση, ει­σα­γά­γει ο Μπή­τον τον Μαυ­ρο­κορ­δά­το, που έ­φε­ρε τίτ­λο ευ­γε­νείας πρί­γκι­πα α­πό τον θείο του Ιωάν­νη Κα­ρατ­ζά, τρι­σέγ­γο­νο του Αλέ­ξαν­δρου του εξ α­πορ­ρή­των, που μι­λού­σε ά­πται­στα ε­πτά γλώσ­σες και μία α­κό­μη, τα αγ­γλι­κά, χά­ρη στη Μαί­ρη. Η α­φή­γη­ση, ω­στό­σο, στη συ­νέ­χεια, θα κα­τε­βά­σει τους τό­νους, σκια­γρα­φώ­ντας τα αι­σθή­μα­τα του Μπάι­ρον. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή εί­ναι η φρά­ση: “Έπει­τα α­πό τη συ­νά­ντη­σή του με τον Έλλη­να πο­λι­τι­κό, ο Μπάι­ρον δεν ε­πα­νέ­λα­βε πο­τέ τη σύ­γκρι­ση με τον Τζορτζ Ουά­σιν­γκτον.”
Ο Φίν­λεϋ σχο­λιά­ζει (δια χει­ρός Πα­πα­δια­μά­ντη): “και προς τον Μαυ­ρο­κορ­δά­τον η κοι­νω­νία του δεν ή­το στε­νή. Μό­νον υ­πο­θέ­σεις και δια­τυ­πώ­σεις τους έ­φε­ρον ε­πί το αυ­τό. Τα κοι­νω­νι­κά και δια­νο­η­τι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά των δεν ή­σαν τοιαύ­της φύ­σεως ώ­στε να πα­ρα­γά­γω­σιν α­μοι­βαίαν ε­μπι­στο­σύ­νην, και δεν έ­τρε­φον ε­κτί­μη­σιν προς αλ­λή­λους.” Σύμ­φω­να με τον Αιδ. H. F. Tozer, ε­πι­με­λη­τή της οξ­φορ­δια­νής έκ­δο­σης του 1877 (δυο χρό­νια με­τά τον θά­να­το του Φίν­λεϋ) α­πό την ο­ποία με­τέ­φρα­ζε ο Πα­πα­δια­μά­ντης, “ε­πί δυο μή­νας κα­θ’ ους ο κ. Φίν­λαιϋ διέ­μει­νεν εν Με­σο­λογ­γίω πε­ρί τον χρό­νον τού­τον, διήρ­χε­το σχε­δόν πά­σαν ε­σπέ­ραν εν συ­να­να­στρο­φή του Λορδ Μπάϋρων.” Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, το εν λό­γω χω­ρίο ο Μπή­τον το παίρ­νει α­πό τη βιο­γρα­φία του Μί­ντα. Κι ό­μως, θα ά­ξι­ζε να δια­βά­σει τον Φίν­λεϋ του Πα­πα­δια­μά­ντη, τον ο­ποίο στην Ιστο­ρία του τον χα­ρα­κτη­ρί­ζει, ως έ­ναν α­πό τους πρώ­τους των μο­ντέρ­νων Ελλή­νων μυ­θι­στο­ριο­γρά­φων.  
Εν συ­νό­ψει, η μυ­θο­πλα­στι­κή ύ­φαν­ση της α­φή­γη­σης και ταυ­τό­χρο­να, η πι­στό­τη­τα στις πρω­το­γε­νείς πη­γές, χω­ρίς βε­βια­σμέ­νη προ­σπά­θεια να ε­ναρ­μο­νι­στούν τα δε­δο­μέ­να με τις α­να­θεω­ρη­τι­κές προσ­δο­κίες, γνω­στή πα­γί­δα της με­τα­νε­ο­τε­ρι­κής νοο­τρο­πίας, κα­θι­στούν τη βιο­γρα­φία του Σκώ­του Κα­θη­γη­τή της Έδρας Κο­ραή πο­λύ­τι­μη. Συμ­βάλ­λει η ελ­λη­νι­κή α­πό­δο­ση. Οι δυο Σκώ­τοι ι­στο­ρι­κοί της Επα­νά­στα­σης εί­χαν, αρ­χές 20ου, τον Πα­πα­δια­μά­ντη, ο Μπή­τον, αρ­χές 21ου, ευ­τύ­χη­σε με την Σχι­νά.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου
 
Υ.Γ. Το Ex Libris ε­πα­νέρ­χε­ται με­τά α­που­σία τεσ­σά­ρων ε­βδο­μά­δων, λό­γω ο­δι­κού α­τυ­χή­μα­τος, το ο­ποίο εί­χε ως ε­πα­κό­λου­θο δυ­σά­ρε­στο τραυ­μα­τι­σμό, εί­θε, πλή­ρως α­να­τά­ξι­μο. Αυ­τό προς λύ­ση τυ­χόν α­πο­ριών.

Δεν υπάρχουν σχόλια: