Την προηγούμενη Δευτέρα δόθηκαν στη δημοσιότητα οι “μικρές λίστες” των υποψηφίων για τα βραβεία του περιοδικού «Διαβάζω», τα οποία θα απονεμηθούν στις 4 Μαΐου. Τα υποψήφια βιβλία επιλέχθηκαν, όπως προσδιορίζεται, από “τη βιβλιοπαραγωγή του 2008”. Η επταμελής κριτική επιτροπή απαρτίζεται από πανεπιστημιακούς, μελετητές και κριτικούς: Αλέξης Ζήρας, Κώστας Καρακώτιας, Ντέιβιντ Κόνολι, Χριστίνα Ντουνιά, Δημήτρης Πολυχρονάκης, Λίζυ Τσιριμώκου και Κώστας Κατσουλάρης, που είναι ανάμεσά τους ο μόνος και με την ιδιότητα του πεζογράφου. Πιστεύουμε πως τα σχόλια για τις επιλογές της κριτικής επιτροπής περιττεύουν. Οι κριτές δείχνουν με τις “λίστες” που προτείνουν το λογοτεχνικό τους γούστο και τις προσωπικές τους συμπάθειες. Ωστόσο, θα διατυπώσουμε πέντε απορίες, χωρίς την παραμικρή ελεγκτική διάθεση, μόνο και μόνο επειδή αδυνατούμε να κατανοήσουμε ορισμένα σημεία στις “λίστες”. Τέλος, θα προσθέσουμε και μια διαπίστωση, πιστεύοντας πως είναι ενδιαφέρουσα.
Απορία πρώτη: Δεδομένου ότι οι εκδότες του «Διαβάζω», κατά τη δεύτερη περίοδο του περιοδικού, τροποποίησαν τον κανονισμό για την απονομή του βραβείου πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα, περιορίζοντάς το σε υποψήφιους κάτω των σαράντα ετών, επιβάλλεται κατά την κατάρτιση της “λίστας”, πέραν της λογοτεχνικής ποιότητας ενός βιβλίου, να ελέγχεται και η ηλικία του συγγραφέα. Στη “λίστα” των εννέα υποψηφίων, ο Νίκος Αδάμ Βουδούρης, παρόλο που έγραψε ένα ενδιαφέρον βιβλίο, θα πρέπει να αποκλειστεί, καθόσον, σύμφωνα με τα βιογραφικά του στοιχεία, είναι γεννηθείς στις 9.5.1965. Ενώ, ένα δεύτερος, ο Γιώργος Ψάλτης, βρίσκεται ηλικιακά ακριβώς στο όριο.
Απορία δεύτερη: Στα υποψήφια βιβλία για το βραβείο μυθιστορήματος συγκαταλέγεται το βιβλίο της Μαρίνας Καραγάτση, «Το ευχαριστημένο ή οι δικοί μου άνθρωποι», το οποίο, ακόμη κι αν διαθέτει λογοτεχνικές αρετές, είναι μαρτυρία ενδοοικογενειακού χαρακτήρα και όχι μυθιστόρημα. Διόλου απίθανο, ως υποψήφιο προς βράβευση στην εν λόγω κατηγορία, να λειτουργήσει ως άλλοθι εξοστρακισμού αμιγώς μυθιστορηματικών βιβλίων.
Απορία τρίτη: Παρατηρώντας στις “λίστες” των υποψηφίων βιβλίων την κατά εκδοτικό οίκο αντιστοιχούσα συμμετοχή, έκπληξη προκαλεί η εκπροσώπηση τριών μεγάλων εκδοτικών οίκων, ιδιαίτερα στο χώρο της λογοτεχνίας, με ένα μόνο βιβλίο: Εστία, Πατάκης, Ελληνικά Γράμματα. Ο τελευταίος, μάλιστα, εφέτος το χειμώνα εξέδωσε μυθιστορήματα γνωστών συγγραφέων, τα οποία και συζητήθηκαν και στο χώρο της λογοτεχνίας ανήκουν. Συνθήκες, τις οποίες ορισμένα από τα προκρινόμενα βιβλία δεν πληρούν.
Απορία τέταρτη: Αναφέρεται πως ο Πέτρος Μάρκαρης και ο Θανάσης Βαλτινός εξαιρέθηκαν από τη μικρή “λίστα” του βραβείου μυθιστορήματος, όπως οι ίδιοι επιθυμούσαν, επειδή κατέχουν δημόσιες θέσεις. Απορούμε, κατ’ αρχήν, πως ορίζεται μια δημόσια θέση. Ένας καθηγητής πανεπιστημίου ή ένας διπλωμάτης, για παράδειγμα, δεν κατέχει δημόσια θέση; Αλλά, κυρίως, απορούμε για την πρωτοβουλία των συγκεκριμένων συγγραφέων, που δείχνει πως αμφισβητούν το αδιάβλητο της κριτικής διαδικασίας. Αν υπάρχουν τέτοιες υπόνοιες για το έργο ενός κριτικού, είτε πρόκειται για τις βιβλιοπαρουσιάσεις που δημοσιεύει είτε για τις βραβεύσεις στις οποίες συμμετέχει, τότε τα βιβλία όσων κατέχουν δημόσιες θέσεις θα έπρεπε να εξαιρούνται και από τις κριτικές παρουσιάσεις. Μέχρι σήμερα, οι κατέχοντες δημόσιες θέσεις έδειξαν πάντοτε εμπιστοσύνη στην κριτική. Αρκεί να θυμίσουμε το παράδειγμα του Νίκου Θέμελη, ο οποίος, το ίδιο έτος, και παρά την υψηλή θέση που κατείχε, αποδέχθηκε το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος όσο και το αντίστοιχο Βραβείο του «Διαβάζω».
Απορία πέμπτη: Και μια απορία μάλλον προσωπική, επειδή εμμένουμε στην άποψη πως υπάρχει μια ελάχιστη κοινή συνιστώσα στο λογοτεχνικό γούστο, αρνούμενοι να αποδεχτούμε τον πλήρη υποκειμενισμό. Απορούμε, λοιπόν, για την απουσία από τη “λίστα” πρωτοεμφανιζόμενων συγγραφέων του Πάνου Τσίρου, για τη συλλογή διηγημάτων, «Φέρτε μου το κεφάλι της Μαρίας Κένσορα», που εκδόθηκε τον Ιανουάριο του 2008. Μήπως οι κριτές δεν διάβασαν το βιβλίο; Γιατί, όπως και να το κάνουμε, τα μέλη μιας κριτικής επιτροπής δεν μπορεί να έχουν διαβάσει το σύνολο της βιβλιοπαραγωγής ενός έτους. Εκτός από όσα βιβλία γνωρίζουν εξ αυτοψίας, τους επηρεάζει το όνομα του συγγραφέα, τα δημοσιεύματα του Τύπου και εάν κρίνουμε από τις “λίστες”, ο εκδότης, που έχει εξελιχθεί στον καλύτερο μάνατζερ ενός συγγραφέα. Παρεμπιπτόντως, επειδή ζούμε σε πονηρούς καιρούς, διευκρινίζουμε πως ο Τσίρος δεν είναι συγγενής ή φίλος ούτε καν γνωστός.
Τέλος, θα θέλαμε να διατυπώσουμε και μια ενδιαφέρουσα διαπίστωση. Όπως δείχνουν και οι “λίστες”, το συγγραφικό ταλέντο θα πρέπει να είναι κληρονομικό, κάτι σαν τις κληρονομικές αρρώστιες. Αλλιώς, πώς να εξηγήσει κανείς το γεγονός ότι όλα τα τέκνα συγγραφέων που εξέδωσαν βιβλίο εντός του 2008 συμπεριελήφθησαν στις “λίστες”.
Απορία πρώτη: Δεδομένου ότι οι εκδότες του «Διαβάζω», κατά τη δεύτερη περίοδο του περιοδικού, τροποποίησαν τον κανονισμό για την απονομή του βραβείου πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα, περιορίζοντάς το σε υποψήφιους κάτω των σαράντα ετών, επιβάλλεται κατά την κατάρτιση της “λίστας”, πέραν της λογοτεχνικής ποιότητας ενός βιβλίου, να ελέγχεται και η ηλικία του συγγραφέα. Στη “λίστα” των εννέα υποψηφίων, ο Νίκος Αδάμ Βουδούρης, παρόλο που έγραψε ένα ενδιαφέρον βιβλίο, θα πρέπει να αποκλειστεί, καθόσον, σύμφωνα με τα βιογραφικά του στοιχεία, είναι γεννηθείς στις 9.5.1965. Ενώ, ένα δεύτερος, ο Γιώργος Ψάλτης, βρίσκεται ηλικιακά ακριβώς στο όριο.
Απορία δεύτερη: Στα υποψήφια βιβλία για το βραβείο μυθιστορήματος συγκαταλέγεται το βιβλίο της Μαρίνας Καραγάτση, «Το ευχαριστημένο ή οι δικοί μου άνθρωποι», το οποίο, ακόμη κι αν διαθέτει λογοτεχνικές αρετές, είναι μαρτυρία ενδοοικογενειακού χαρακτήρα και όχι μυθιστόρημα. Διόλου απίθανο, ως υποψήφιο προς βράβευση στην εν λόγω κατηγορία, να λειτουργήσει ως άλλοθι εξοστρακισμού αμιγώς μυθιστορηματικών βιβλίων.
Απορία τρίτη: Παρατηρώντας στις “λίστες” των υποψηφίων βιβλίων την κατά εκδοτικό οίκο αντιστοιχούσα συμμετοχή, έκπληξη προκαλεί η εκπροσώπηση τριών μεγάλων εκδοτικών οίκων, ιδιαίτερα στο χώρο της λογοτεχνίας, με ένα μόνο βιβλίο: Εστία, Πατάκης, Ελληνικά Γράμματα. Ο τελευταίος, μάλιστα, εφέτος το χειμώνα εξέδωσε μυθιστορήματα γνωστών συγγραφέων, τα οποία και συζητήθηκαν και στο χώρο της λογοτεχνίας ανήκουν. Συνθήκες, τις οποίες ορισμένα από τα προκρινόμενα βιβλία δεν πληρούν.
Απορία τέταρτη: Αναφέρεται πως ο Πέτρος Μάρκαρης και ο Θανάσης Βαλτινός εξαιρέθηκαν από τη μικρή “λίστα” του βραβείου μυθιστορήματος, όπως οι ίδιοι επιθυμούσαν, επειδή κατέχουν δημόσιες θέσεις. Απορούμε, κατ’ αρχήν, πως ορίζεται μια δημόσια θέση. Ένας καθηγητής πανεπιστημίου ή ένας διπλωμάτης, για παράδειγμα, δεν κατέχει δημόσια θέση; Αλλά, κυρίως, απορούμε για την πρωτοβουλία των συγκεκριμένων συγγραφέων, που δείχνει πως αμφισβητούν το αδιάβλητο της κριτικής διαδικασίας. Αν υπάρχουν τέτοιες υπόνοιες για το έργο ενός κριτικού, είτε πρόκειται για τις βιβλιοπαρουσιάσεις που δημοσιεύει είτε για τις βραβεύσεις στις οποίες συμμετέχει, τότε τα βιβλία όσων κατέχουν δημόσιες θέσεις θα έπρεπε να εξαιρούνται και από τις κριτικές παρουσιάσεις. Μέχρι σήμερα, οι κατέχοντες δημόσιες θέσεις έδειξαν πάντοτε εμπιστοσύνη στην κριτική. Αρκεί να θυμίσουμε το παράδειγμα του Νίκου Θέμελη, ο οποίος, το ίδιο έτος, και παρά την υψηλή θέση που κατείχε, αποδέχθηκε το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος όσο και το αντίστοιχο Βραβείο του «Διαβάζω».
Απορία πέμπτη: Και μια απορία μάλλον προσωπική, επειδή εμμένουμε στην άποψη πως υπάρχει μια ελάχιστη κοινή συνιστώσα στο λογοτεχνικό γούστο, αρνούμενοι να αποδεχτούμε τον πλήρη υποκειμενισμό. Απορούμε, λοιπόν, για την απουσία από τη “λίστα” πρωτοεμφανιζόμενων συγγραφέων του Πάνου Τσίρου, για τη συλλογή διηγημάτων, «Φέρτε μου το κεφάλι της Μαρίας Κένσορα», που εκδόθηκε τον Ιανουάριο του 2008. Μήπως οι κριτές δεν διάβασαν το βιβλίο; Γιατί, όπως και να το κάνουμε, τα μέλη μιας κριτικής επιτροπής δεν μπορεί να έχουν διαβάσει το σύνολο της βιβλιοπαραγωγής ενός έτους. Εκτός από όσα βιβλία γνωρίζουν εξ αυτοψίας, τους επηρεάζει το όνομα του συγγραφέα, τα δημοσιεύματα του Τύπου και εάν κρίνουμε από τις “λίστες”, ο εκδότης, που έχει εξελιχθεί στον καλύτερο μάνατζερ ενός συγγραφέα. Παρεμπιπτόντως, επειδή ζούμε σε πονηρούς καιρούς, διευκρινίζουμε πως ο Τσίρος δεν είναι συγγενής ή φίλος ούτε καν γνωστός.
Τέλος, θα θέλαμε να διατυπώσουμε και μια ενδιαφέρουσα διαπίστωση. Όπως δείχνουν και οι “λίστες”, το συγγραφικό ταλέντο θα πρέπει να είναι κληρονομικό, κάτι σαν τις κληρονομικές αρρώστιες. Αλλιώς, πώς να εξηγήσει κανείς το γεγονός ότι όλα τα τέκνα συγγραφέων που εξέδωσαν βιβλίο εντός του 2008 συμπεριελήφθησαν στις “λίστες”.
Μ. Θεοδοσοπούλου
3 σχόλια:
Κυρία Θεοδοσοπούλου,
νομίζω πως αξίζει να αφιερώσετε λίγο χρόνο για το βίβλίο του Δημήτρη Λαμπρέλλη:''Χριστούγεννα στην ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη''(ΙΚΑΡΟΣ), υποψήφιο για βράβευση στη κατηγορία δοκιμίου.
Πιστεύω πως θα παραξενετείτε και για το περιεχόμενό του, και για την υποψηφιότητά του, και για το οτι το προλογίζει ο Γιάννης Δάλλας και για το οτι το εξέδωσε ο συγκεκριμένος εκδοτικός οίκος.
Το συγγραφικό ταλέντο δεν είναι, βέβαια, επουδενί κληρονομικό. Δεν ξέρω καν αν είναι και ταλέντο κι όχι ένα ακραία οξυμένο πάθος - στα όρια της νεύρωσης - για τη γραφή. Το γεγονός ότι πολλοί γόνοι συγγραφέων καταλήγουν στο γράψιμο ενδεχομένως να έχει να κάνει με το γεγονός ότι μεγαλώνουν μέσα στα βιβλία - κάτι σαν τον Οβελίξ που έπεσε στη χύτρα μικρός. Τώρα το γιατί συμπεριλαμβαμόμαστε όλοι στις «λίστες» δεν ξέρω να το πω. Δεν νομίζω όμως ότι κρύβει δόλο.
Σπύρος Γιανναράς
Θα συμφωνήσω με τον κύριο Γιανναρά. Οι συγγραφικές τάσεις είναι κάτι έμφυτο και ενισχύονται από το πώς μεγαλώνει κάποιος και από το τι είδους ερεθίσματα δέχεται. Αν το ταλέντο είναι θέμα χρωμοσωμάτων δεν είμαι σε θέση να το γνωρίζω, ωστόσο τείνω να θεωρήσω άδικο τον συσχετισμό με το γονεϊκό επάγγελμα, τόσο ως προς τους υποψήφιους συγγραφείς, όσο και ως προς τις προθέσεις της κριτικής επιτροπής.
Βάσια Τζανακάρη
Δημοσίευση σχολίου