Κάτια Μητροπούλου
«Πειραιάς ένα σεργιάνι»
Εκδόσεις Ι. Σιδέρη
Οκτωβριος 2008
Ημερολόγιο 2009
«Πειραιάς, μια πόλη-λιμάνι!»
Εκδόσεις Το Λιμάνι της Αγωνίας
Γιώργος Μπαλούρδος
«Ανθρωπογεωγραφική Πειραιογνωσία
24 συν 3 κείμενα για το Βασίλη»
Εκδόσεις Κιβωτός
Αθήνα 2008
Ανάμεσα στα ποιήματα και τα πεζά για τον Πειραιά, γραμμένα από συγγραφείς εκτός πειραϊκού χώρου, που ανθολογεί στο βιβλίο του ο Γιώργος Μπαλούρδος, είναι και το ποίημα, «Ο Καρνάβαλος στον Πειραιά», του Γεωργίου Σουρή. Επωφελούμαστε για να θυμίσουμε πως στις 26 Αυγούστου 2009 θα συμπληρωθούν ενενήντα χρόνια από το θάνατο του Σουρή. Έτυχε να πεθάνει καλοκαίρι και τους θερινούς μήνες από το 1892, που απέκτησε έπαυλη στο Νέο Φάληρο, όταν διέκοπτε τον «Ρωμιό», τους περνούσε παρά θιν’ αλός. Γι’ αυτό και τελικά, εξέπνευσε στην έπαυλή του, πλησίον του Πειραιά. Θύμα της ισπανικής γρίππης, που κουβαλούσε από το χειμώνα, πέθανε σε ηλικία 66 ετών. Ο θάνατός του χαρακτηρίστηκε από τις εφημερίδες της εποχής και τους λογίους ως εθνική απώλεια. Επί δεκαετίες παρωδούσε ο Σουρής, σε καθημερινή βάση, τα τρέχοντα πολιτικά και κοινωνικά συμβάντα, διασκεδάζοντας με το σπινθηροβόλο πνεύμα του τον ελληνικό λαό. Η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη και του απονεμήθηκε μεταθανατίως το παράσημο του ανώτατου Ταξιάρχη. Το επόμενο έτος δόθηκε σύνταξη στη χήρα του, την αγαπημένη του Μούσα, Μαρή Κωνσταντινίδου, που είχε νυμφευθεί το 1881. Στις 12 Μαΐου 1932, έγιναν στο Ζάππειο, από τον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός», τα αποκαλυπτήρια της προτομής του, φιλοτεχνημένης από τον Γεώργιο Δημητριάδη τον Αθηναίο. Φυλλομετρώντας τα Άπαντά του, βρίσκουμε ένα ποιημάτιο, γραμμενο το 1914, το οποίο, με ελαφρές παραλλαγές, θα ταίριαζε και στα σημερινά οικονομικά δεινά. Διαβλέποντας ο Σουρής την οικονομική κρίση που έφερνε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, έγραφε: «Ο πόλεμος τούτος και λόρδους θα κάνει να νοιώσουνε λόρδα / κι αν φθάσουν οι λόρδοι να τρων ψωμοτύρι / και λαίδες και μις, / φαντάσου τι ρέγκες, φαντάσου τι τσίροι, / θα γίνωμ’ εμείς.» Αυτά τα ελάχιστα για μια επέτειο, που κανείς δεν θα θυμηθεί. Τον σατιρικό ποιητή Σουρή, που είχαν οι παλαιότεροι αποκαλέσει και νέο Αριστοφάνη, τον χαρακτηρίσαμε στιχοπλόκο και τον διαγράψαμε.
Ο Μπαλούρδος, μετά τον πρόλογο, με τίτλο, «Ο δικός μου Πειραιάς», αιτιολογεί τον αυθαίρετο χαρακτήρα της ανθολόγησής του, ισχυριζόμενος πως πρόκειται για κείμενα που άγγιξαν την αναγνωστική του ευαισθησία. Επιπλέον, διατείνεται πως δείχνουν λησμονημένες εικόνες ζωής του παλαιού Πειραιά. Και πράγματι, το λογοτεχνικό του κολλάζ σκιαγραφεί έναν διαχρονικό Πειραιά. “Στραφείτε προς τον Πειραιά” παροτρύνει ο Περικλής Γιαννόπουλος. Ενώ, ο Μιχαήλ Μητσάκης ψέγει τους Αθηναίους που περιφρονούν τον Πειραιά, αποκαλώντας τον Μπακαλούπολη. Στη συνέχεια, περιγράφει την πόλη με τους άνετους, ευθείς, καλώς διαγεγραμμένους, ήσυχους και δενδρόφυτους δρόμους, για να καταλήξει στο «Περιβολάκι», το κυριότερο κέντρο αναψυχής στον Πειραιά περί τα τέλη του 19ου αιώνα. Στην ανθολογία συμπεριλαμβάνονται και τρεις επιστολές του δεκαοκταετούς Παπαδιαμάντη προς τον πατέρα του. Μπορεί οι επιστολές να μην δίνουν εικόνα για τον Πειραιά του 1869, ωστόσο παρουσιάζουν ανάγλυφα τα στενά οικονομικά ενός γυμνασιόπαιδου της εποχής εξ επαρχίας ερχόμενου. Την ακριβέστερη εικόνα, αφού πρόκειται για λήμμα εγκυκλοπαίδειας, προσφέρει ο Ραγκαβής, σε αντίθεση με τις συναισθηματικά φορτισμένες όψεις, που σκιαγραφούν συγγραφείς της γενιάς του Τριάντα. Το ανθολόγιο συμπληρώνεται με αποσπάσματα από μυθιστορήματα νεότερων συγγραφέων, ένα κείμενο του Βαμβακάρη, ποδοσφαιρόφιλο ποίημα του Άρη Δικταίου κ.ά. Μια ενδιαφέρουσα περιγραφή του μεταπολεμικού Πειραιά δίνει ο Νίκος Τόμπρας, που μετακόμισε στην πόλη το 1963.
Με καθυστέρηση εκδόθηκε εφέτος το ημερολόγιο του Λιμανιού της Αγωνίας, αφιερωμένο στο ίδιο το λιμάνι του Πειραιά. Μια εικονογραφημένη αφήγηση της ιστορίας του λιμανιού, σε παραλληλία με την ιστορία της πόλης. Πρωταρχική μέριμνα των εκδοτών είναι να αναδειχθούν οι άνθρωποι που δουλεύουν στο λιμάνι και οι αλλαγές στη μορφή της εργασίας που μεσολάβησαν μέχρι σήμερα. Να θυμίσουμε πως ο Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς ιδρύθηκε το 1930 ως Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου. Ενώ, το 2006, άρχισε αργά αλλά σταθερά η ιδιωτικοποίηση του λιμανιού. Αναμφιβόλως, και το εφετεινό ημερολόγιο είναι χρήσιμο, ταυτόχρονα όμως θλίβει, έτσι όπως καταλήγει με τη μετατροπή του Πειραιά σε ένα περίπου κλειστό λιμάνι. Όσο για το Δήμο Πειραιώς, στερούμενος μιας συγκεκριμένης πολιτικής για το λιμάνι, φαίνεται πως παρακολουθεί με σταυρωμένα χέρια τις εξελίξεις.
Πειραιώτισσα κατά το ήμισυ η Κάτια Μητροπούλου, από την πλευρά της μητέρας της, Σοφίας Λούμου, που ήταν γέννημα θρέμμα της πόλης. Ίσως και κάτι περισσότερο από το ήμισι, μια και ο πατέρας της, ο Γαλαξειδιώτης Γιάννης Μητρόπουλος εκλέχτηκε βουλευτής του Πειραιά και χρημάτισε πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου της πόλης τα χρόνια πριν τη δικτατορία. Στα δέκα της χρόνια γνώρισε τον Πειραιά, όταν κατέβαινε στο γραφείο του πατέρα της. Τριάντα και πλέον χρόνια έχουν περάσει από το θάνατο των γονιών της κι αυτή επανέρχεται με τη φωτογραφική μηχανή στο χέρι για ένα μακρύ σεργιάνι στην πόλη. Ανατρέχει σε παλαιές φωτογραφίες και βιβλία για να συμπληρώσει την εικόνα. Ψηφίδα ψηφίδα συνθέτει μια αφήγηση, που έχει την αρετή της ακριβολογίας χωρίς να χάνει τη χάρη του λόγου. Η επιμέλεια στη συγκέντρωση του υλικού και ο συστηματικός τρόπος που παραθέτει κείμενα και φωτογραφίες κατά ενότητες φτιάχνουν ένα βιβλίο αναφοράς. Ακριβέστερα, ένα βιβλίο-λεύκωμα, με όλες τις ιστορικές αλλά και πρακτικές πληροφορίες που μπορεί να ενδιαφέρουν έναν απαιτητικό επισκέπτη.
Η Μητροπούλου αποτυπώνει φωτογραφικά, τα παλαιά κτίρια του Πειραιά. Κι έτσι διασώζει τουλάχιστον την εικόνα τους, καθώς και ο Πειραιάς, με πιο αργό ρυθμό από ό,τι η Αθήνα, ενδίδει στην ανοικοδόμηση. Δίπλα στις φωτογραφίες των οικημάτων παραθέτει τις χρονολογίες ανέγερσης και τα ονόματα των αρχιτεκτόνων που τα σχεδίασαν. Μεταξύ πολλών άλλων, μαθαίνουμε πως ο αρχαιότερος αθλητικός όμιλος της Ελλάδας είναι ο Όμιλος Ερετών Φαλήρου, που ιδρύθηκε το 1885 και τέσσερα χρόνια αργότερα, κατοχυρώθηκε στον Πειραιά. Σήμερα, δίπλα στο παλαιό κτίσμα, που πρόσφατα ανακαινίστηκε, υπάρχει το προσκοπικό σώμα κωπηλατών. Ίσως το γνωστότερο κτίριο του Πειραιά για τους Αθηναίους να είναι το Χατζηκυριάκειο Ορφανοτροφείο Θηλέων, που η ανέγερσή του ολοκληρώθηκε το 1904. Με το σεισμό, όμως, του 1999 σφάλισε μάλλον οριστικά τα πορτοπαράθυρά του, ενώ μέρος της αυλής του κατέλαβε το προκάτ κτίσμα ενός γυμνασίου. Πάντως, οι ταβέρνες της γειτονιάς, παρόλο που έχασαν την αλλοτινή τους ατμόσφαιρα, εξακολουθούν, κυρίως τα Σαββατοκύριακα, να προσελκύουν τους κατοίκους της πρωτεύουσας.
Στα επιμέρους κεφάλαια γίνεται αναφορά σε πρόσωπα και ιδρύματα, που είτε έχουν διασωθεί μόνο ως ονομασίες είτε τα αντικρίζουμε χωρίς να γνωρίζουμε την ιστορία τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις είναι κρίμα που η συγγραφέας δεν απλώνει περισσότερο το συνοδευτικό κείμενο. Όπως, για παράδειγμα, “το πέτρινο σπίτι” στην Ακτή Μουτσοπούλου, που θύμιζε πύργο πριν να υψωθεί στην αυλή του μια πολυώροφη όσο και κακόγουστη πολυκατοικία. Ένα άλλο παράδειγμα, είναι η αόριστη και ασαφής αναφορά στην συνοικία της Τρούμπας. Παραδόξως, κανένας σημερινός οδηγός δεν καταδέχεται να προσδιορίσει τα οικοδομικά τετράγωνα που καταλάμβανε άλλοτε. Επίσης, πιστεύουμε πως στην περίπτωση των αγαλμάτων δεν αρκεί το βιογραφικό του αναπαριστώμενου, αλλά χρειάζεται το όνομα του γλύπτη και η χρονολογία που στήθηκε. Για παράδειγμα, η προτομή του Παύλου Νιρβάνα, στη νησίδα του δρόμου προς τη Φρεατίδα, είναι έργο του Ιάσωνα Παπαδημητρίου και αυτή, του Λάμπρου Πορφύρα, στην πλατεία Φρεατίδας, του Γρηγόρη Ζευγώλη. Λείπει φωτογραφία από την προτομή του θαλασσοπόρου Κωνσταντίνου Βολανάκη, έργο του Νικόλα, που βρίσκεται στην πλατεία πάνω από τη Μαρίνα Ζέας.
Στο βιβλίο της Μητροπούλου υπάρχει ιδιαίτερο κεφάλαιο για το Νέο Φάληρο, όπου αναφέρεται και η έπαυλη του Σουρή, καθώς και το πρώτο οίκημα του Θεάτρου του Νέου Φαλήρου. Να θυμίσουμε πως το Θέατρο καταστράφηκε μεν από πυρκαγιά το 1881, ωστόσο, όχι μόνο ξανακτίστηκε και μάλιστα, πετρόχτιστο, αλλά γνώρισε και μεγάλες δόξες, με μεγαλύτερη το ανέβασμά της υπερεπιθεώρησης «Ξιφίρ Φαλέρ» το καλοκαίρι του 1916. Επίσης, ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι κατάλογοι προσώπων ή και ιδρυμάτων, που παρατίθενται στο βιβλίο, αρκεί να μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως πηγή δεδομένων. Τέλος, στο λεύκωμα, εκτός από τις φωτογραφίες της Μητροπούλου, που αποτελούν και το κυρίως σώμα (πιστεύουμε πως περιττεύει η συνεχής αναφορά του ονόματος), δημοσιεύονται φωτογραφίες του Δημήτρη Χαρισιάδη από βιομηχανικές εγκαταστάσεις και της Βούλας Παπαϊωάννου. Το βιβλίο-λεύκωμα προσφέρεται ή μάλλον, σχεδόν προσκαλεί τον αναγνώστη του σε μια περιδιάβαση του Πειραιά, ακολουθώντας τα βήματα της φωτογράφου.
«Πειραιάς ένα σεργιάνι»
Εκδόσεις Ι. Σιδέρη
Οκτωβριος 2008
Ημερολόγιο 2009
«Πειραιάς, μια πόλη-λιμάνι!»
Εκδόσεις Το Λιμάνι της Αγωνίας
Γιώργος Μπαλούρδος
«Ανθρωπογεωγραφική Πειραιογνωσία
24 συν 3 κείμενα για το Βασίλη»
Εκδόσεις Κιβωτός
Αθήνα 2008
Ανάμεσα στα ποιήματα και τα πεζά για τον Πειραιά, γραμμένα από συγγραφείς εκτός πειραϊκού χώρου, που ανθολογεί στο βιβλίο του ο Γιώργος Μπαλούρδος, είναι και το ποίημα, «Ο Καρνάβαλος στον Πειραιά», του Γεωργίου Σουρή. Επωφελούμαστε για να θυμίσουμε πως στις 26 Αυγούστου 2009 θα συμπληρωθούν ενενήντα χρόνια από το θάνατο του Σουρή. Έτυχε να πεθάνει καλοκαίρι και τους θερινούς μήνες από το 1892, που απέκτησε έπαυλη στο Νέο Φάληρο, όταν διέκοπτε τον «Ρωμιό», τους περνούσε παρά θιν’ αλός. Γι’ αυτό και τελικά, εξέπνευσε στην έπαυλή του, πλησίον του Πειραιά. Θύμα της ισπανικής γρίππης, που κουβαλούσε από το χειμώνα, πέθανε σε ηλικία 66 ετών. Ο θάνατός του χαρακτηρίστηκε από τις εφημερίδες της εποχής και τους λογίους ως εθνική απώλεια. Επί δεκαετίες παρωδούσε ο Σουρής, σε καθημερινή βάση, τα τρέχοντα πολιτικά και κοινωνικά συμβάντα, διασκεδάζοντας με το σπινθηροβόλο πνεύμα του τον ελληνικό λαό. Η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη και του απονεμήθηκε μεταθανατίως το παράσημο του ανώτατου Ταξιάρχη. Το επόμενο έτος δόθηκε σύνταξη στη χήρα του, την αγαπημένη του Μούσα, Μαρή Κωνσταντινίδου, που είχε νυμφευθεί το 1881. Στις 12 Μαΐου 1932, έγιναν στο Ζάππειο, από τον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός», τα αποκαλυπτήρια της προτομής του, φιλοτεχνημένης από τον Γεώργιο Δημητριάδη τον Αθηναίο. Φυλλομετρώντας τα Άπαντά του, βρίσκουμε ένα ποιημάτιο, γραμμενο το 1914, το οποίο, με ελαφρές παραλλαγές, θα ταίριαζε και στα σημερινά οικονομικά δεινά. Διαβλέποντας ο Σουρής την οικονομική κρίση που έφερνε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, έγραφε: «Ο πόλεμος τούτος και λόρδους θα κάνει να νοιώσουνε λόρδα / κι αν φθάσουν οι λόρδοι να τρων ψωμοτύρι / και λαίδες και μις, / φαντάσου τι ρέγκες, φαντάσου τι τσίροι, / θα γίνωμ’ εμείς.» Αυτά τα ελάχιστα για μια επέτειο, που κανείς δεν θα θυμηθεί. Τον σατιρικό ποιητή Σουρή, που είχαν οι παλαιότεροι αποκαλέσει και νέο Αριστοφάνη, τον χαρακτηρίσαμε στιχοπλόκο και τον διαγράψαμε.
Ο Μπαλούρδος, μετά τον πρόλογο, με τίτλο, «Ο δικός μου Πειραιάς», αιτιολογεί τον αυθαίρετο χαρακτήρα της ανθολόγησής του, ισχυριζόμενος πως πρόκειται για κείμενα που άγγιξαν την αναγνωστική του ευαισθησία. Επιπλέον, διατείνεται πως δείχνουν λησμονημένες εικόνες ζωής του παλαιού Πειραιά. Και πράγματι, το λογοτεχνικό του κολλάζ σκιαγραφεί έναν διαχρονικό Πειραιά. “Στραφείτε προς τον Πειραιά” παροτρύνει ο Περικλής Γιαννόπουλος. Ενώ, ο Μιχαήλ Μητσάκης ψέγει τους Αθηναίους που περιφρονούν τον Πειραιά, αποκαλώντας τον Μπακαλούπολη. Στη συνέχεια, περιγράφει την πόλη με τους άνετους, ευθείς, καλώς διαγεγραμμένους, ήσυχους και δενδρόφυτους δρόμους, για να καταλήξει στο «Περιβολάκι», το κυριότερο κέντρο αναψυχής στον Πειραιά περί τα τέλη του 19ου αιώνα. Στην ανθολογία συμπεριλαμβάνονται και τρεις επιστολές του δεκαοκταετούς Παπαδιαμάντη προς τον πατέρα του. Μπορεί οι επιστολές να μην δίνουν εικόνα για τον Πειραιά του 1869, ωστόσο παρουσιάζουν ανάγλυφα τα στενά οικονομικά ενός γυμνασιόπαιδου της εποχής εξ επαρχίας ερχόμενου. Την ακριβέστερη εικόνα, αφού πρόκειται για λήμμα εγκυκλοπαίδειας, προσφέρει ο Ραγκαβής, σε αντίθεση με τις συναισθηματικά φορτισμένες όψεις, που σκιαγραφούν συγγραφείς της γενιάς του Τριάντα. Το ανθολόγιο συμπληρώνεται με αποσπάσματα από μυθιστορήματα νεότερων συγγραφέων, ένα κείμενο του Βαμβακάρη, ποδοσφαιρόφιλο ποίημα του Άρη Δικταίου κ.ά. Μια ενδιαφέρουσα περιγραφή του μεταπολεμικού Πειραιά δίνει ο Νίκος Τόμπρας, που μετακόμισε στην πόλη το 1963.
Με καθυστέρηση εκδόθηκε εφέτος το ημερολόγιο του Λιμανιού της Αγωνίας, αφιερωμένο στο ίδιο το λιμάνι του Πειραιά. Μια εικονογραφημένη αφήγηση της ιστορίας του λιμανιού, σε παραλληλία με την ιστορία της πόλης. Πρωταρχική μέριμνα των εκδοτών είναι να αναδειχθούν οι άνθρωποι που δουλεύουν στο λιμάνι και οι αλλαγές στη μορφή της εργασίας που μεσολάβησαν μέχρι σήμερα. Να θυμίσουμε πως ο Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς ιδρύθηκε το 1930 ως Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου. Ενώ, το 2006, άρχισε αργά αλλά σταθερά η ιδιωτικοποίηση του λιμανιού. Αναμφιβόλως, και το εφετεινό ημερολόγιο είναι χρήσιμο, ταυτόχρονα όμως θλίβει, έτσι όπως καταλήγει με τη μετατροπή του Πειραιά σε ένα περίπου κλειστό λιμάνι. Όσο για το Δήμο Πειραιώς, στερούμενος μιας συγκεκριμένης πολιτικής για το λιμάνι, φαίνεται πως παρακολουθεί με σταυρωμένα χέρια τις εξελίξεις.
Πειραιώτισσα κατά το ήμισυ η Κάτια Μητροπούλου, από την πλευρά της μητέρας της, Σοφίας Λούμου, που ήταν γέννημα θρέμμα της πόλης. Ίσως και κάτι περισσότερο από το ήμισι, μια και ο πατέρας της, ο Γαλαξειδιώτης Γιάννης Μητρόπουλος εκλέχτηκε βουλευτής του Πειραιά και χρημάτισε πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου της πόλης τα χρόνια πριν τη δικτατορία. Στα δέκα της χρόνια γνώρισε τον Πειραιά, όταν κατέβαινε στο γραφείο του πατέρα της. Τριάντα και πλέον χρόνια έχουν περάσει από το θάνατο των γονιών της κι αυτή επανέρχεται με τη φωτογραφική μηχανή στο χέρι για ένα μακρύ σεργιάνι στην πόλη. Ανατρέχει σε παλαιές φωτογραφίες και βιβλία για να συμπληρώσει την εικόνα. Ψηφίδα ψηφίδα συνθέτει μια αφήγηση, που έχει την αρετή της ακριβολογίας χωρίς να χάνει τη χάρη του λόγου. Η επιμέλεια στη συγκέντρωση του υλικού και ο συστηματικός τρόπος που παραθέτει κείμενα και φωτογραφίες κατά ενότητες φτιάχνουν ένα βιβλίο αναφοράς. Ακριβέστερα, ένα βιβλίο-λεύκωμα, με όλες τις ιστορικές αλλά και πρακτικές πληροφορίες που μπορεί να ενδιαφέρουν έναν απαιτητικό επισκέπτη.
Η Μητροπούλου αποτυπώνει φωτογραφικά, τα παλαιά κτίρια του Πειραιά. Κι έτσι διασώζει τουλάχιστον την εικόνα τους, καθώς και ο Πειραιάς, με πιο αργό ρυθμό από ό,τι η Αθήνα, ενδίδει στην ανοικοδόμηση. Δίπλα στις φωτογραφίες των οικημάτων παραθέτει τις χρονολογίες ανέγερσης και τα ονόματα των αρχιτεκτόνων που τα σχεδίασαν. Μεταξύ πολλών άλλων, μαθαίνουμε πως ο αρχαιότερος αθλητικός όμιλος της Ελλάδας είναι ο Όμιλος Ερετών Φαλήρου, που ιδρύθηκε το 1885 και τέσσερα χρόνια αργότερα, κατοχυρώθηκε στον Πειραιά. Σήμερα, δίπλα στο παλαιό κτίσμα, που πρόσφατα ανακαινίστηκε, υπάρχει το προσκοπικό σώμα κωπηλατών. Ίσως το γνωστότερο κτίριο του Πειραιά για τους Αθηναίους να είναι το Χατζηκυριάκειο Ορφανοτροφείο Θηλέων, που η ανέγερσή του ολοκληρώθηκε το 1904. Με το σεισμό, όμως, του 1999 σφάλισε μάλλον οριστικά τα πορτοπαράθυρά του, ενώ μέρος της αυλής του κατέλαβε το προκάτ κτίσμα ενός γυμνασίου. Πάντως, οι ταβέρνες της γειτονιάς, παρόλο που έχασαν την αλλοτινή τους ατμόσφαιρα, εξακολουθούν, κυρίως τα Σαββατοκύριακα, να προσελκύουν τους κατοίκους της πρωτεύουσας.
Στα επιμέρους κεφάλαια γίνεται αναφορά σε πρόσωπα και ιδρύματα, που είτε έχουν διασωθεί μόνο ως ονομασίες είτε τα αντικρίζουμε χωρίς να γνωρίζουμε την ιστορία τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις είναι κρίμα που η συγγραφέας δεν απλώνει περισσότερο το συνοδευτικό κείμενο. Όπως, για παράδειγμα, “το πέτρινο σπίτι” στην Ακτή Μουτσοπούλου, που θύμιζε πύργο πριν να υψωθεί στην αυλή του μια πολυώροφη όσο και κακόγουστη πολυκατοικία. Ένα άλλο παράδειγμα, είναι η αόριστη και ασαφής αναφορά στην συνοικία της Τρούμπας. Παραδόξως, κανένας σημερινός οδηγός δεν καταδέχεται να προσδιορίσει τα οικοδομικά τετράγωνα που καταλάμβανε άλλοτε. Επίσης, πιστεύουμε πως στην περίπτωση των αγαλμάτων δεν αρκεί το βιογραφικό του αναπαριστώμενου, αλλά χρειάζεται το όνομα του γλύπτη και η χρονολογία που στήθηκε. Για παράδειγμα, η προτομή του Παύλου Νιρβάνα, στη νησίδα του δρόμου προς τη Φρεατίδα, είναι έργο του Ιάσωνα Παπαδημητρίου και αυτή, του Λάμπρου Πορφύρα, στην πλατεία Φρεατίδας, του Γρηγόρη Ζευγώλη. Λείπει φωτογραφία από την προτομή του θαλασσοπόρου Κωνσταντίνου Βολανάκη, έργο του Νικόλα, που βρίσκεται στην πλατεία πάνω από τη Μαρίνα Ζέας.
Στο βιβλίο της Μητροπούλου υπάρχει ιδιαίτερο κεφάλαιο για το Νέο Φάληρο, όπου αναφέρεται και η έπαυλη του Σουρή, καθώς και το πρώτο οίκημα του Θεάτρου του Νέου Φαλήρου. Να θυμίσουμε πως το Θέατρο καταστράφηκε μεν από πυρκαγιά το 1881, ωστόσο, όχι μόνο ξανακτίστηκε και μάλιστα, πετρόχτιστο, αλλά γνώρισε και μεγάλες δόξες, με μεγαλύτερη το ανέβασμά της υπερεπιθεώρησης «Ξιφίρ Φαλέρ» το καλοκαίρι του 1916. Επίσης, ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι κατάλογοι προσώπων ή και ιδρυμάτων, που παρατίθενται στο βιβλίο, αρκεί να μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως πηγή δεδομένων. Τέλος, στο λεύκωμα, εκτός από τις φωτογραφίες της Μητροπούλου, που αποτελούν και το κυρίως σώμα (πιστεύουμε πως περιττεύει η συνεχής αναφορά του ονόματος), δημοσιεύονται φωτογραφίες του Δημήτρη Χαρισιάδη από βιομηχανικές εγκαταστάσεις και της Βούλας Παπαϊωάννου. Το βιβλίο-λεύκωμα προσφέρεται ή μάλλον, σχεδόν προσκαλεί τον αναγνώστη του σε μια περιδιάβαση του Πειραιά, ακολουθώντας τα βήματα της φωτογράφου.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου