«Μικροφιλολογικα»
Τεύχος 25
Άνοιξη 2009
Ανάμεσα στα πρώτα ελληνικά διηγήματα υπάρχει και ένα που φέρει τον τίτλο «Όνειρον», δημοσιευμένο είκοσι δύο χρόνια μετά την «Αληθή ιστορία», γνωστή ως «Ο Ανώνυμος του 1789», που ο Κ.Θ.Δημαράς πίστευε πως μπορούσε να θεωρηθεί ως η πρώτη εκδήλωση νεοελληνικής δημιουργικής πεζογραφίας. Άλλωστε, αυτός πρώτος είχε επισημάνει το ανώνυμο δημοσίευμα και το είχε τιτλοφορήσει με τα μοναδικά δυο στοιχεία που γνώριζε γι’ αυτό, το ανώνυμο του συγγραφέα του και το πιθανολογούμενο έτος που τυπώθηκε. Στην ενδιάμεση εικοσαετία, ο Σπυρίδων Βλαντής, κατοικοεδρεύων στη Βενετία, είχε ανασύρει τον παλαιό όρο διήγημα του Πολύβιου, ο οποίος σήμαινε γενικώς και αορίστως την αφήγηση έναντι της Ιστορίας, και τον είχε ανανοηματοδοτήσει για τις ανάγκες του. Ήταν το 1796, που μόλις είχε ολοκληρώσει τη μετάφραση είκοσι δύο από τις φρονιμότερες ιστορίες του Βοκκάκιου και χρειαζόταν έναν πρόσφορο τίτλο. Κατέληξε σε έναν μακροσκελή περιγραφικό τίτλο, όπως συνηθιζόταν τότε, που ξεκινούσε με τον προσδιορισμό: «Διηγήματα δύω προς τοις είκοσιν Ιωάννου του Βοκκακίου...» Τελικά, ήταν ο πρώτος Νεοέλληνας, που προτίμησε να αποκαλέσει το πόνημά του διήγημα και όχι ιστορία. Κατά τα άλλα, περίπου είκοσι χρόνια μετά το «Όνειρον» ήρθαν τα πεζά, στα οποία σήμερα δίνουμε την πρωτοκαθεδρία, η «Γυναίκα της Ζάκυθος» του Σολωμού, η «Αυτοβιογραφία» της Ελισάβετ Μουτσάν-Μαρτινέγκου και τα «Απομνημονεύματα» του Μακρυγιάννη.
Το «Όνειρον», όπως και η «Αληθής ιστορία», είναι ανώνυμο και έχει σατιρικό χαρακτήρα. Επιπροσθέτως, και τα δυο ακολουθούν τα ομότιτλα αφηγήματα του Λουκιανού, το «Ενύπνιον» και την «Αληθή ιστορία». Έτσι κι αλλιώς, ο Λουκιανός φέρεται ανάμεσα στους πρόδρομους διηγηματογράφους της αρχαιότητας, σε αντιστοιχία με τους Ηλιόδωρο, Αχιλλέα Τάτιο και Λόγγο, που είναι οι πρόδρομοι μυθιστοριογράφοι. Στο αυτοβιογραφικού χαρακτήρα «Ενύπνιον» του Λουκιανού, οι δυο γυναίκες που παρουσιάστηκαν κατ’ όναρ στον έφηβο, όταν αμφιταλαντευόταν αν θα έπρεπε να γίνει αγαλματοποιός όπως ο θείος του ή να μάθει γράμματα, ήταν η τέχνη της γλυπτικής και η παιδεία. Αντιστοίχως, στο «Όνειρον» πρόκειται για τη Μιξοβάρβαρη Γλώσσα, που τότε ακόμη σήμαινε την κοραϊκή καθαρεύουσα, και την ιστορική ορθογραφία. Ωστόσο, στο «Όνειρον», οι δυο γυναίκες έχουν αστεία εμφάνιση και δείχνουν ερωτικές διαθέσεις για τον έφηβο αντί να τον τραβολογάνε, όπως συμβαίνει στο «Ενύπνιον» του Λουκιανού. Άλλωστε, τελείως διαφορετική περιγράφεται και η κατάσταση των δυο ενυπνιαζομένων, πριν να κοιμηθούν. Του Λουκιανού ήταν ξυλοδαρμένος από τον λιθοξόο θείο του, ενώ, στο μεταγενέστερο, είχε αποκοιμηθεί, διαβάζοντας ένα βιβλίο με φωτογραφίες από τις γυμνές Οτεντότισσες της Αφρικής, που το 1810 αποτελούσαν ένα από τα αξιοθέατα του Λονδίνου.
Ως γλωσσική σάτιρα ξεκινά το «Όνειρον», μόνο που σε αντίθεση με τον ενυπνιαζόμενο του Λουκιανού, ο αφηγητής παίρνει το λόγο, υπερασπιζόμενος τη δημώδη γλώσσα. Καθώς, μάλιστα, μνημονεύει τον Αθανάσιο Χριστόπουλο και παραπέμπει στην Γραμματική της Αιολοδωρικής, που εκείνος είχε εκδώσει το 1806, παρασύρεται στη ρητορεία, λειτουργώντας σε βάρος της οικονομίας του διηγήματος. Ο ανάλαφρα σατιρικός τόνος επανέρχεται μόνο στην ακροτελεύτια παράγραφο. Όσο για τον Χριστόπουλο, δεν αναφέρεται τυχαία, αφού το «Όνειρον» πρωτοδημοσιεύεται στην πρώτη έκδοση των «Λυρικών» του, που έγινε ερήμην του, στη Βιέννη, το 1811. Το «Όνειρον» είναι ένα από τα εισαγωγικά κείμενα εκείνου του τόμου, τοποθετημένο ανάμεσα στο προλογικό σημείωμα των εκδοτών Τζαννή Κοντουμά και Δρόσου Νικολάου και το προλογικό σημείωμα του Στέφανου Κανέλλου. Στις επτά εκδόσεις των «Λυρικών», που ακολούθησαν μέσα στην επόμενη εικοσαετία, το «Όνειρον» δεν συμπεριλαμβάνεται. Επανεκδίδεται, όμως, σε μια κατά πολύ επαυξημένη μορφή, στην παρισινή έκδοση του 1833, που οφείλεται στον Νικόλαο Κοριτζά. Για να κοπεί και πάλι στην αμέσως επόμενη, του 1841, από τον Νικόλαο Πίκκολο.
Το «Όνειρον» ως διήγημα, με τις όποιες λογοτεχνικές αρετές διαθέτει, ελάχιστα φαίνεται να απασχόλησε τους μελετητές. Αντιθέτως, εκείνο που κέντρισε το ενδιαφέρον τους ήταν η ταυτότητα του συγγραφέα του, όπως, άλλωστε, συμβαίνει γενικώς με τα ανώνυμα κείμενα που αξιολογούνται. Σύμφωνα με επιστολή του ίδιου του Χριστόπουλου, που βρισκόταν τότε στην Κωνσταντινούπολη, προς τον Αθανάσιο Ψαλίδα στα Ιωάννινα, με ημερομηνία 10 Νοεμβρίου 1811, το «Όνειρον» είναι κείμενο του Κανέλλου, ο οποίος είναι και ο συντάκτης “των μυθολογικών σημειωμάτων”, που συνοδεύουν ως υποσελίδιες επεξηγήσεις τα «Λυρικά», και ακόμη, συγγραφέας της «Στιχουργικής», με την οποία συμπληρώνεται η πρώτη έκδοση των «Λυρικών». Αν και αυτή η «Στιχουργική» δεν συνιστά πρωτότυπο έργο αλλά περίληψη εκείνης που συντάχθηκε από τον Χριστόπουλο και είχε απωλεσθεί.
Δεδομένου ότι η επιστολή του Χριστόπουλου πρωτοδημοσιεύτηκε το 1878 και στη συνέχεια, ξαναδημοσιεύθηκε τουλάχιστον τρεις φορές, θα αναμενόταν το «Όνειρον» να μην φέρεται πλέον ως ανώνυμο, ούτε να αποτελεί ερευνητικό γρίφο. Ωστόσο, υπάρχει η επαυξημένη εκδοχή του της έκδοσης του 1833, που θα πρέπει να έγινε μια δεκαετία μετά το θάνατο του Κανέλλου. Οπότε, είτε πρόκειται για δυο διαφορετικούς συγγραφείς, όπως υποστηρίζει η Ελένη Τσαντσάνογλου, είτε για έναν, ο οποίος, βεβαίως, δεν θα μπορούσε να είναι ο Κανέλλος. Πάντως, οι πρώτοι εκδότες των «Λυρικών», προλογίζοντάς τα, διατείνονται πως το όνειρο, το είδε ένας φίλος τους στον ύπνο του. Και πράγματι, ο Κανέλλος θα πρέπει να γνώριζε τους εκδότες, ειδάλλως πως προέκυψε ο σχολιασμός των «Λυρικών». Πάντως, το 1811, βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, οπότε γεννιέται η απορία πώς και είχε ακούσει για τις Οτεντότισσες. Ωστόσο, η κατοπινή του πορεία δείχνει πως ο Κανέλλος θα πρέπει να κατείχε ξένες γλώσσες, τουλάχιστον τη γερμανική. Σε αυτήν την περίπτωση, καθόλου δεν αποκλείεται να διάβασε σε κάποιο εξ Εσπερίας έντυπο για τις “ζωγραφισμένες με γραμμές” γυμνές Νοτιοαφρικάνες.
Κατά τα άλλα, απορούμε γιατί οι μελετητές ερίζουν περί την καταγωγή του, ταλαντευόμενοι μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Χίου. Παρόλο που ο Κανέλλος πέθανε σχετικά νέος, στα τριάντα ένα του, πρόλαβε και διακρίθηκε ως λόγιος και ένθερμος πατριώτης, με αποτέλεσμα να μνημονεύεται εκτενώς σε ποικίλες πηγές. Σε μια από αυτές, τόσο καλά ενημερωμένη, ώστε να παραθέτει τις ακριβείς ημερομηνίες γεννήσεως και θανάτου του, αντί να αρκείται, ως συνήθως, στις χρονολογίες, αναφέρεται, πως γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από Χιώτη πατέρα και πολίτισσα μητέρα. Κατά τα άλλα, σπούδασε στη Γερμανία γιατρός από το 1812 μέχρι το 1819, που επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Το 1820 δίδαξε στο Βουκουρέστι, αλλά με την έναρξη της Επανάστασης βρέθηκε στο στρατόπεδο του Αλέξανδρου Υψηλάντη και στη συνέχεια, ακολούθησε τον νεοδιορισθέντα αρμοστή της Κρήτης Εμμανουήλ Τομπάζη στη Μεγαλόνησο, όπου και έπεσε υπέρ πατρίδος τον Ιούλιο του 1823. Όσο για τη φιλία του Χριστόπουλου με τον νεαρό Κανέλλο, ενδιάμεσος θα πρέπει να στάθηκε ο Δωρόθεος Πρώϊος, κατόπιν Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως, και αυτός Χιώτης όπως ο Κανέλλος και δάσκαλός του στην Κωνσταντινούπολη. Ο Δωρόθεος θα γνώρισε τον Χριστόπουλο στο Ιάσιο, μια και υπήρξαν δάσκαλοι των παιδιών δυο διαδοχικών ηγεμόνων, του Γεωργίου Χαντζερή ο πρώτος και του Αλέξανδρου Μουρούζη ο δεύτερος.
Όλα αυτά, με αφορμή ένα μικροφιλολογικό του Γιώργου Κεχαγιόγλου, που σχολιάζει τα ίχνη του «Ενυπνίου» του Λουκιανού στο «Όνειρον» του Κανέλλου. Παρεμπιπτόντως, η λέξη–σιδηρόδρομος για τους Οτεντότες μόνο γερμανική δεν είναι. Ο Κεχαγιόγλου, ως μότο του κειμένου του, επιλέγει τους στίχους του Παλαμά από τα «Σατιρικά Γυμνάσματα»: «...ο στερνός κι ο πρώτος, / κι εγώ κι εσύ, κι ο ανθός κι η καρμανιόλα, // κι ο αρχαίος Αθηναίος κι ο Οτεντότος». Οι στίχοι γράφτηκαν εκατό χρόνια μετά το «Όνειρον», όταν οι Οτεντότες είχαν γίνει κοινός τόπος κατά την αντιπαράθεση πολιτισμού και βαρβαρότητας. Όπως, σήμερα, επικαλούμαστε τους Καφρούς και τους Ζουλού, τις φυλές που εκτόπισαν τους Οτεντότες και επικράτησαν στην περιοχή. Όπως και να έχει, το μότο του πρώτου μικροφιλολογικού μας οδηγεί στο δεύτερο του ίδιου πάντοτε ερευνητή περί Παλαμά και Σουρή.
Την περασμένη Κυριακή, θυμίζοντας την εφετεινή επέτειο των ενενήντα χρόνων από το θάνατο του Γεωργίου Σουρή, θεωρούσαμε πως είμαστε οι μόνοι που τον θυμόμαστε. Ιδού, όμως, που ο Κεχαγιόγλου εντοπίζει “το μακρύ ποδάρι του Σουρή” στα «Σατιρικά Γυμνάσματα» του Παλαμά, δημοσιευμένα το 1908-1909. Ο μελετητής θεωρεί τον Παλαμά καλό γνώστη του Σουρή, παρακινώντας σε μια συστηματική ιχνηλάτηση των διακειμενικών σχέσεων Σουρή–Παλαμά. Το μικροφιλολογικό του Κεχαγιόγλου κλείνει με τη διαπίστωση: «Κείμενα συνειδητού ενδολογοτεχνικού διαλόγου υπάρχουν εν υπεραφθονία και περιμένουν: ζητείτε και ευρήσετε. Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος.»
Σαν να συνομιλεί ο Γιώργος Δροσίνης με τον Κεχαγιόγλου παρατηρεί: «...Από όλα παίρνει κανείς γύρω του θέλοντας και μη θέλοντας, όταν διαβάζει πολλά και κάθε λογής κι όταν θαυμάζει μερικά χωριστά από το σωρό. Μα μήπως έχει συνείδηση ο ίδιος; Όση συνείδησι έχει το στάχυ του σιταριού, από τι και τι έγινε και πόσα συστατικά πήρε από το χώμα κι από τον αέρα κι από τον ήλιο κι από των άστρων τη δροσιά!...» Αυτά γράφει ο Δροσίνης, σε επιστολή του προς τον Χούμπερτ Περνό, την 25η Οκτωβρίου 1917, την οποία παρουσιάζει στο τεύχος ο Χένρυ Τοννέ. Παρεμπιπτόντως, σε μια άλλη εξιστόρηση, ο Δροσίνης αναφέρει τη βαθιά συγκίνηση, που είχε νιώσει μια βραδιά στο σπίτι του Σουρή, παρέα με τον Παλαμά, καθώς ο Σουρής τους διάβαζε στίχους του επί τρεις ώρες. Να θυμίσουμε, χάριν παιδιάς, πως οι σχεδόν συνομήλικοι Σουρής και Παλαμάς βρέθηκαν και οι δυο υποψήφιοι για το βραβείο Νόμπελ. Σχετικά νωρίς ο Σουρής, προτάθηκε από την Ελληνική Βουλή το 1906, πολλά χρόνια αργότερα, μετά το θάνατο του Σουρή, ο Παλαμάς.
Πάντοτε πληθωρική είναι η παρουσία του Κεχαγιόγλου στο κυπριακό περιοδικό. Σε αυτό το τεύχος, υπογράφει συνολικά τρία κείμενα. Το τρίτο μικροφιλολογικό του μας φέρνει πίσω στον «Ανώνυμο του 1789» και τον Δημαρά δια μέσου του «Δον Κιχώτη». Πιο συγκεκριμένα, αφορά την πρώτη γνωστή ελληνική μετάφραση του έργου του Θερβάντες, που έμεινε χειρόγραφη. Τον Δεκέμβριο του 2007, που η εν λόγω μετάφραση απέκτησε την πρώτη έντυπη μορφή της, τρία ήταν τα γνωστά χειρόγραφα, στα οποία και στηρίχτηκε ο Κεχαγιόγλου, που ανέλαβε το εγχείρημα με τη βοήθεια της Άννας Ταμπάκη. Όμως, Χριστούγεννα του 2008, ήρθε μαντάτο από την Ισπανία πως βρέθηκε και τέταρτο χειρόγραφο. Το παράξενο είναι ότι, ναι μεν το χειρόγραφο εντοπίστηκε από ισπανίδα νεοελληνίστρια, ωστόσο ήταν κάτω από τη μύτη των ελλήνων ερευνητών, δεδομένου ότι φυλάσσεται στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη. Για το συγκεκριμένο χειρόγραφο, αναμένονται νεότερα εξ Ισπανίας.
Σημαντικότερη, όμως, είναι η πατρότητα αυτής της πρώτης μετάφρασης του «Δον Κιχώτη», η οποία έχει μείνει μετέωρη. Ο Κεχαγιόγλου φαίνεται να γνωρίζει ή έστω να εικάζει μετά μεγάλης βεβαιότητας τον μεταφραστή αλλά δεν τον αποκαλύπτει, επικαλούμενος το παράδειγμα του Δημαρά, ο οποίος πέθανε χωρίς να κοινοποιήσει ποιόν υποψιαζόταν για συγγραφέα του «Ανώνυμου». Στη λογοτεχνία εκτιμώνται ιδιαίτερα οι υπαινιγμοί, όπως και οι μακριές προτάσεις της μιας παραγράφου χωρίς τελεία. Απορούμε, ωστόσο, αν ισχύει το ίδιο για τον δοκιμιακό λόγο. Οι μεν υπαινιγμοί δείχνουν να παραπέμπουν σε ιδιοκτησιακό καθεστώς. Ενώ, οι μακροσκελείς προτάσεις, όπως εκείνη των 31 σειρών, που υποτίθεται πως εξηγεί τις «Αρχές της έκδοσης», αποκλείει κάποιον λιγότερο ειδικό. Ο Κεχαγιόγλου καταλήγει με το ερώτημα, γιατί να αποκαλύψει από τώρα την ταυτότητα. Μήπως γιατί τα νέα υψηλά καθήκοντα, που ενδέχεται να αναλάβει, δεν θα του αφήνουν και πολύ χρόνο για να ασχοληθεί με την Δομνίτσα Σμαράγδα Παναγιωτάκη Σταυροπόλεως, τρίτη σύζυγο του Νικόλαου Μαυροκορδάτου, που ήταν η κτήτορας του χειρογράφου της πρώτης μετάφρασης και η πρώτη που προτάθηκε ως μεταφράστριά του; Παρεμπιπτόντως, πέρα από τους γρίφους, την Δομνίτσα, εμμέσως πλην σαφώς, στην εισαγωγή του βιβλίου, ο Κεχαγιόγλου την αποκλείει ως πιθανή μεταφράστρια.
Τεύχος 25
Άνοιξη 2009
Ανάμεσα στα πρώτα ελληνικά διηγήματα υπάρχει και ένα που φέρει τον τίτλο «Όνειρον», δημοσιευμένο είκοσι δύο χρόνια μετά την «Αληθή ιστορία», γνωστή ως «Ο Ανώνυμος του 1789», που ο Κ.Θ.Δημαράς πίστευε πως μπορούσε να θεωρηθεί ως η πρώτη εκδήλωση νεοελληνικής δημιουργικής πεζογραφίας. Άλλωστε, αυτός πρώτος είχε επισημάνει το ανώνυμο δημοσίευμα και το είχε τιτλοφορήσει με τα μοναδικά δυο στοιχεία που γνώριζε γι’ αυτό, το ανώνυμο του συγγραφέα του και το πιθανολογούμενο έτος που τυπώθηκε. Στην ενδιάμεση εικοσαετία, ο Σπυρίδων Βλαντής, κατοικοεδρεύων στη Βενετία, είχε ανασύρει τον παλαιό όρο διήγημα του Πολύβιου, ο οποίος σήμαινε γενικώς και αορίστως την αφήγηση έναντι της Ιστορίας, και τον είχε ανανοηματοδοτήσει για τις ανάγκες του. Ήταν το 1796, που μόλις είχε ολοκληρώσει τη μετάφραση είκοσι δύο από τις φρονιμότερες ιστορίες του Βοκκάκιου και χρειαζόταν έναν πρόσφορο τίτλο. Κατέληξε σε έναν μακροσκελή περιγραφικό τίτλο, όπως συνηθιζόταν τότε, που ξεκινούσε με τον προσδιορισμό: «Διηγήματα δύω προς τοις είκοσιν Ιωάννου του Βοκκακίου...» Τελικά, ήταν ο πρώτος Νεοέλληνας, που προτίμησε να αποκαλέσει το πόνημά του διήγημα και όχι ιστορία. Κατά τα άλλα, περίπου είκοσι χρόνια μετά το «Όνειρον» ήρθαν τα πεζά, στα οποία σήμερα δίνουμε την πρωτοκαθεδρία, η «Γυναίκα της Ζάκυθος» του Σολωμού, η «Αυτοβιογραφία» της Ελισάβετ Μουτσάν-Μαρτινέγκου και τα «Απομνημονεύματα» του Μακρυγιάννη.
Το «Όνειρον», όπως και η «Αληθής ιστορία», είναι ανώνυμο και έχει σατιρικό χαρακτήρα. Επιπροσθέτως, και τα δυο ακολουθούν τα ομότιτλα αφηγήματα του Λουκιανού, το «Ενύπνιον» και την «Αληθή ιστορία». Έτσι κι αλλιώς, ο Λουκιανός φέρεται ανάμεσα στους πρόδρομους διηγηματογράφους της αρχαιότητας, σε αντιστοιχία με τους Ηλιόδωρο, Αχιλλέα Τάτιο και Λόγγο, που είναι οι πρόδρομοι μυθιστοριογράφοι. Στο αυτοβιογραφικού χαρακτήρα «Ενύπνιον» του Λουκιανού, οι δυο γυναίκες που παρουσιάστηκαν κατ’ όναρ στον έφηβο, όταν αμφιταλαντευόταν αν θα έπρεπε να γίνει αγαλματοποιός όπως ο θείος του ή να μάθει γράμματα, ήταν η τέχνη της γλυπτικής και η παιδεία. Αντιστοίχως, στο «Όνειρον» πρόκειται για τη Μιξοβάρβαρη Γλώσσα, που τότε ακόμη σήμαινε την κοραϊκή καθαρεύουσα, και την ιστορική ορθογραφία. Ωστόσο, στο «Όνειρον», οι δυο γυναίκες έχουν αστεία εμφάνιση και δείχνουν ερωτικές διαθέσεις για τον έφηβο αντί να τον τραβολογάνε, όπως συμβαίνει στο «Ενύπνιον» του Λουκιανού. Άλλωστε, τελείως διαφορετική περιγράφεται και η κατάσταση των δυο ενυπνιαζομένων, πριν να κοιμηθούν. Του Λουκιανού ήταν ξυλοδαρμένος από τον λιθοξόο θείο του, ενώ, στο μεταγενέστερο, είχε αποκοιμηθεί, διαβάζοντας ένα βιβλίο με φωτογραφίες από τις γυμνές Οτεντότισσες της Αφρικής, που το 1810 αποτελούσαν ένα από τα αξιοθέατα του Λονδίνου.
Ως γλωσσική σάτιρα ξεκινά το «Όνειρον», μόνο που σε αντίθεση με τον ενυπνιαζόμενο του Λουκιανού, ο αφηγητής παίρνει το λόγο, υπερασπιζόμενος τη δημώδη γλώσσα. Καθώς, μάλιστα, μνημονεύει τον Αθανάσιο Χριστόπουλο και παραπέμπει στην Γραμματική της Αιολοδωρικής, που εκείνος είχε εκδώσει το 1806, παρασύρεται στη ρητορεία, λειτουργώντας σε βάρος της οικονομίας του διηγήματος. Ο ανάλαφρα σατιρικός τόνος επανέρχεται μόνο στην ακροτελεύτια παράγραφο. Όσο για τον Χριστόπουλο, δεν αναφέρεται τυχαία, αφού το «Όνειρον» πρωτοδημοσιεύεται στην πρώτη έκδοση των «Λυρικών» του, που έγινε ερήμην του, στη Βιέννη, το 1811. Το «Όνειρον» είναι ένα από τα εισαγωγικά κείμενα εκείνου του τόμου, τοποθετημένο ανάμεσα στο προλογικό σημείωμα των εκδοτών Τζαννή Κοντουμά και Δρόσου Νικολάου και το προλογικό σημείωμα του Στέφανου Κανέλλου. Στις επτά εκδόσεις των «Λυρικών», που ακολούθησαν μέσα στην επόμενη εικοσαετία, το «Όνειρον» δεν συμπεριλαμβάνεται. Επανεκδίδεται, όμως, σε μια κατά πολύ επαυξημένη μορφή, στην παρισινή έκδοση του 1833, που οφείλεται στον Νικόλαο Κοριτζά. Για να κοπεί και πάλι στην αμέσως επόμενη, του 1841, από τον Νικόλαο Πίκκολο.
Το «Όνειρον» ως διήγημα, με τις όποιες λογοτεχνικές αρετές διαθέτει, ελάχιστα φαίνεται να απασχόλησε τους μελετητές. Αντιθέτως, εκείνο που κέντρισε το ενδιαφέρον τους ήταν η ταυτότητα του συγγραφέα του, όπως, άλλωστε, συμβαίνει γενικώς με τα ανώνυμα κείμενα που αξιολογούνται. Σύμφωνα με επιστολή του ίδιου του Χριστόπουλου, που βρισκόταν τότε στην Κωνσταντινούπολη, προς τον Αθανάσιο Ψαλίδα στα Ιωάννινα, με ημερομηνία 10 Νοεμβρίου 1811, το «Όνειρον» είναι κείμενο του Κανέλλου, ο οποίος είναι και ο συντάκτης “των μυθολογικών σημειωμάτων”, που συνοδεύουν ως υποσελίδιες επεξηγήσεις τα «Λυρικά», και ακόμη, συγγραφέας της «Στιχουργικής», με την οποία συμπληρώνεται η πρώτη έκδοση των «Λυρικών». Αν και αυτή η «Στιχουργική» δεν συνιστά πρωτότυπο έργο αλλά περίληψη εκείνης που συντάχθηκε από τον Χριστόπουλο και είχε απωλεσθεί.
Δεδομένου ότι η επιστολή του Χριστόπουλου πρωτοδημοσιεύτηκε το 1878 και στη συνέχεια, ξαναδημοσιεύθηκε τουλάχιστον τρεις φορές, θα αναμενόταν το «Όνειρον» να μην φέρεται πλέον ως ανώνυμο, ούτε να αποτελεί ερευνητικό γρίφο. Ωστόσο, υπάρχει η επαυξημένη εκδοχή του της έκδοσης του 1833, που θα πρέπει να έγινε μια δεκαετία μετά το θάνατο του Κανέλλου. Οπότε, είτε πρόκειται για δυο διαφορετικούς συγγραφείς, όπως υποστηρίζει η Ελένη Τσαντσάνογλου, είτε για έναν, ο οποίος, βεβαίως, δεν θα μπορούσε να είναι ο Κανέλλος. Πάντως, οι πρώτοι εκδότες των «Λυρικών», προλογίζοντάς τα, διατείνονται πως το όνειρο, το είδε ένας φίλος τους στον ύπνο του. Και πράγματι, ο Κανέλλος θα πρέπει να γνώριζε τους εκδότες, ειδάλλως πως προέκυψε ο σχολιασμός των «Λυρικών». Πάντως, το 1811, βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, οπότε γεννιέται η απορία πώς και είχε ακούσει για τις Οτεντότισσες. Ωστόσο, η κατοπινή του πορεία δείχνει πως ο Κανέλλος θα πρέπει να κατείχε ξένες γλώσσες, τουλάχιστον τη γερμανική. Σε αυτήν την περίπτωση, καθόλου δεν αποκλείεται να διάβασε σε κάποιο εξ Εσπερίας έντυπο για τις “ζωγραφισμένες με γραμμές” γυμνές Νοτιοαφρικάνες.
Κατά τα άλλα, απορούμε γιατί οι μελετητές ερίζουν περί την καταγωγή του, ταλαντευόμενοι μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Χίου. Παρόλο που ο Κανέλλος πέθανε σχετικά νέος, στα τριάντα ένα του, πρόλαβε και διακρίθηκε ως λόγιος και ένθερμος πατριώτης, με αποτέλεσμα να μνημονεύεται εκτενώς σε ποικίλες πηγές. Σε μια από αυτές, τόσο καλά ενημερωμένη, ώστε να παραθέτει τις ακριβείς ημερομηνίες γεννήσεως και θανάτου του, αντί να αρκείται, ως συνήθως, στις χρονολογίες, αναφέρεται, πως γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από Χιώτη πατέρα και πολίτισσα μητέρα. Κατά τα άλλα, σπούδασε στη Γερμανία γιατρός από το 1812 μέχρι το 1819, που επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Το 1820 δίδαξε στο Βουκουρέστι, αλλά με την έναρξη της Επανάστασης βρέθηκε στο στρατόπεδο του Αλέξανδρου Υψηλάντη και στη συνέχεια, ακολούθησε τον νεοδιορισθέντα αρμοστή της Κρήτης Εμμανουήλ Τομπάζη στη Μεγαλόνησο, όπου και έπεσε υπέρ πατρίδος τον Ιούλιο του 1823. Όσο για τη φιλία του Χριστόπουλου με τον νεαρό Κανέλλο, ενδιάμεσος θα πρέπει να στάθηκε ο Δωρόθεος Πρώϊος, κατόπιν Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως, και αυτός Χιώτης όπως ο Κανέλλος και δάσκαλός του στην Κωνσταντινούπολη. Ο Δωρόθεος θα γνώρισε τον Χριστόπουλο στο Ιάσιο, μια και υπήρξαν δάσκαλοι των παιδιών δυο διαδοχικών ηγεμόνων, του Γεωργίου Χαντζερή ο πρώτος και του Αλέξανδρου Μουρούζη ο δεύτερος.
Όλα αυτά, με αφορμή ένα μικροφιλολογικό του Γιώργου Κεχαγιόγλου, που σχολιάζει τα ίχνη του «Ενυπνίου» του Λουκιανού στο «Όνειρον» του Κανέλλου. Παρεμπιπτόντως, η λέξη–σιδηρόδρομος για τους Οτεντότες μόνο γερμανική δεν είναι. Ο Κεχαγιόγλου, ως μότο του κειμένου του, επιλέγει τους στίχους του Παλαμά από τα «Σατιρικά Γυμνάσματα»: «...ο στερνός κι ο πρώτος, / κι εγώ κι εσύ, κι ο ανθός κι η καρμανιόλα, // κι ο αρχαίος Αθηναίος κι ο Οτεντότος». Οι στίχοι γράφτηκαν εκατό χρόνια μετά το «Όνειρον», όταν οι Οτεντότες είχαν γίνει κοινός τόπος κατά την αντιπαράθεση πολιτισμού και βαρβαρότητας. Όπως, σήμερα, επικαλούμαστε τους Καφρούς και τους Ζουλού, τις φυλές που εκτόπισαν τους Οτεντότες και επικράτησαν στην περιοχή. Όπως και να έχει, το μότο του πρώτου μικροφιλολογικού μας οδηγεί στο δεύτερο του ίδιου πάντοτε ερευνητή περί Παλαμά και Σουρή.
Την περασμένη Κυριακή, θυμίζοντας την εφετεινή επέτειο των ενενήντα χρόνων από το θάνατο του Γεωργίου Σουρή, θεωρούσαμε πως είμαστε οι μόνοι που τον θυμόμαστε. Ιδού, όμως, που ο Κεχαγιόγλου εντοπίζει “το μακρύ ποδάρι του Σουρή” στα «Σατιρικά Γυμνάσματα» του Παλαμά, δημοσιευμένα το 1908-1909. Ο μελετητής θεωρεί τον Παλαμά καλό γνώστη του Σουρή, παρακινώντας σε μια συστηματική ιχνηλάτηση των διακειμενικών σχέσεων Σουρή–Παλαμά. Το μικροφιλολογικό του Κεχαγιόγλου κλείνει με τη διαπίστωση: «Κείμενα συνειδητού ενδολογοτεχνικού διαλόγου υπάρχουν εν υπεραφθονία και περιμένουν: ζητείτε και ευρήσετε. Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος.»
Σαν να συνομιλεί ο Γιώργος Δροσίνης με τον Κεχαγιόγλου παρατηρεί: «...Από όλα παίρνει κανείς γύρω του θέλοντας και μη θέλοντας, όταν διαβάζει πολλά και κάθε λογής κι όταν θαυμάζει μερικά χωριστά από το σωρό. Μα μήπως έχει συνείδηση ο ίδιος; Όση συνείδησι έχει το στάχυ του σιταριού, από τι και τι έγινε και πόσα συστατικά πήρε από το χώμα κι από τον αέρα κι από τον ήλιο κι από των άστρων τη δροσιά!...» Αυτά γράφει ο Δροσίνης, σε επιστολή του προς τον Χούμπερτ Περνό, την 25η Οκτωβρίου 1917, την οποία παρουσιάζει στο τεύχος ο Χένρυ Τοννέ. Παρεμπιπτόντως, σε μια άλλη εξιστόρηση, ο Δροσίνης αναφέρει τη βαθιά συγκίνηση, που είχε νιώσει μια βραδιά στο σπίτι του Σουρή, παρέα με τον Παλαμά, καθώς ο Σουρής τους διάβαζε στίχους του επί τρεις ώρες. Να θυμίσουμε, χάριν παιδιάς, πως οι σχεδόν συνομήλικοι Σουρής και Παλαμάς βρέθηκαν και οι δυο υποψήφιοι για το βραβείο Νόμπελ. Σχετικά νωρίς ο Σουρής, προτάθηκε από την Ελληνική Βουλή το 1906, πολλά χρόνια αργότερα, μετά το θάνατο του Σουρή, ο Παλαμάς.
Πάντοτε πληθωρική είναι η παρουσία του Κεχαγιόγλου στο κυπριακό περιοδικό. Σε αυτό το τεύχος, υπογράφει συνολικά τρία κείμενα. Το τρίτο μικροφιλολογικό του μας φέρνει πίσω στον «Ανώνυμο του 1789» και τον Δημαρά δια μέσου του «Δον Κιχώτη». Πιο συγκεκριμένα, αφορά την πρώτη γνωστή ελληνική μετάφραση του έργου του Θερβάντες, που έμεινε χειρόγραφη. Τον Δεκέμβριο του 2007, που η εν λόγω μετάφραση απέκτησε την πρώτη έντυπη μορφή της, τρία ήταν τα γνωστά χειρόγραφα, στα οποία και στηρίχτηκε ο Κεχαγιόγλου, που ανέλαβε το εγχείρημα με τη βοήθεια της Άννας Ταμπάκη. Όμως, Χριστούγεννα του 2008, ήρθε μαντάτο από την Ισπανία πως βρέθηκε και τέταρτο χειρόγραφο. Το παράξενο είναι ότι, ναι μεν το χειρόγραφο εντοπίστηκε από ισπανίδα νεοελληνίστρια, ωστόσο ήταν κάτω από τη μύτη των ελλήνων ερευνητών, δεδομένου ότι φυλάσσεται στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη. Για το συγκεκριμένο χειρόγραφο, αναμένονται νεότερα εξ Ισπανίας.
Σημαντικότερη, όμως, είναι η πατρότητα αυτής της πρώτης μετάφρασης του «Δον Κιχώτη», η οποία έχει μείνει μετέωρη. Ο Κεχαγιόγλου φαίνεται να γνωρίζει ή έστω να εικάζει μετά μεγάλης βεβαιότητας τον μεταφραστή αλλά δεν τον αποκαλύπτει, επικαλούμενος το παράδειγμα του Δημαρά, ο οποίος πέθανε χωρίς να κοινοποιήσει ποιόν υποψιαζόταν για συγγραφέα του «Ανώνυμου». Στη λογοτεχνία εκτιμώνται ιδιαίτερα οι υπαινιγμοί, όπως και οι μακριές προτάσεις της μιας παραγράφου χωρίς τελεία. Απορούμε, ωστόσο, αν ισχύει το ίδιο για τον δοκιμιακό λόγο. Οι μεν υπαινιγμοί δείχνουν να παραπέμπουν σε ιδιοκτησιακό καθεστώς. Ενώ, οι μακροσκελείς προτάσεις, όπως εκείνη των 31 σειρών, που υποτίθεται πως εξηγεί τις «Αρχές της έκδοσης», αποκλείει κάποιον λιγότερο ειδικό. Ο Κεχαγιόγλου καταλήγει με το ερώτημα, γιατί να αποκαλύψει από τώρα την ταυτότητα. Μήπως γιατί τα νέα υψηλά καθήκοντα, που ενδέχεται να αναλάβει, δεν θα του αφήνουν και πολύ χρόνο για να ασχοληθεί με την Δομνίτσα Σμαράγδα Παναγιωτάκη Σταυροπόλεως, τρίτη σύζυγο του Νικόλαου Μαυροκορδάτου, που ήταν η κτήτορας του χειρογράφου της πρώτης μετάφρασης και η πρώτη που προτάθηκε ως μεταφράστριά του; Παρεμπιπτόντως, πέρα από τους γρίφους, την Δομνίτσα, εμμέσως πλην σαφώς, στην εισαγωγή του βιβλίου, ο Κεχαγιόγλου την αποκλείει ως πιθανή μεταφράστρια.
Μ. Θεοδοσοπούλου
3 σχόλια:
Αγαπητή κ. Θεοδοσοπούλου,
πάντοτε σας θαύμαζα και σας θαυμάζω για τις γνώσεις, την ενημέρωση, την άμεση ανταπόκριση (ανεπιφύλακτα σας λέω πως είστε ο μόνος πια, δυστυχώς, «Άργος του φιλολογικού μας τύπου») και την αιχμηρή ειλικρίνειά σας.
Τρία μόνο πράγματα θα είχα αυτή τη στιγμή να πω στα σχετικά με τα κείμενά μου στα «ΜΦ», στα οποία αναφέρεστε:
1. Όχι, δεν γνωρίζω τον μεταφραστή της πρώτης γνωστής ελληνικής μετάφρασης του «Δον Κιχότη» (αν τον ήξερα, δεν θα τον έκρυβα, να είστε βέβαιη, σέβομαι πολύ το αναγνωστικό κοινό)· άρα, το να υποθέσω χωρίς σίγουρα στοιχεία πως είναι ο Ιωάννης Σκαρλάτος, ή ο κυθηραϊκής, τελικά, καταγωγής Θωμάς Τεσταμπούζας, ή ο Σκαρλάτος Ν. Μαυροκορδάτος, ή η Σμαράγδα Π. Σταυροπόλεως-Μαυροκορδάτου, ή ο Ιωάννης Προκοπίου θα ήταν, με τα στοιχεία που διαθέτουμε για την ώρα, υπόθεση δωρεάν.
2. Οι μακροσκελείς φράσεις (και όχι απλές προτάσεις) ανήκουν στο ύφος μου, και ίσως «το ύφος είναι ο άνθρωπος», άρα δεν νομίζω πως ενοχλούν και τόσο, από τη στιγμή που κανείς δεν παραπονέθηκε ακόμα για το ίδιο το περιεχόμενο ή για το ότι δεν είναι κατανοητές (άλλωστε για το στιλ αυτό του γραπτού λόγου υπάρχει μακρά φιλολογικά παράδοση καιο, όσο για τα κατ’ εμέ, η ομολογημένη θητεία μου στον καλά χορδισμένο λόγο των Σ. Παυλέα, Δ. Ν. Μαρωνίτη, Γ. Π. Σαββίδη και Α. Εμπειρίκο θα αρκούσε, αν αυτό νδιέφερε καν κάποιον).
3. Είτε θα είχα, είτε δεν θα είχα «νέα υψηλά καθήκοντα», δεν είχα ούτε έχω ποτέ σκεφτεί πώς θα μπορούσα να παραμελήσω την έρευνα/επιστήμη και τη διδασκαλία, που είναι τα μόνα δύο πράγματα που με τρέφουν σε τούτη τη ζωή. Άλλωστε, όπως θα παρακολουθήσατε και από τον δημοσιογραφισκικό κουτσομπολίστικο και βαλτό αθηναϊκό τύπο, επιθέσεις πρώην ευεργετημένων, και τώρα αχάριστων «συναδέλφων» (αν έχεις τέτοιους «συναδέλφους», τί να τους κάνεις τους συνεχθρούς;), φρόντισαν κατάλληλα γι’ αυτά τα «υψηλά καθήκοντα», προστατεύοντά με από την επιστημονική αδράνεια.
Πάντα με αγάπη, και συμφωνώντας με τη δική σας, ανιδιοτελή πάντα αυστηρότητα («όποιον αγαπάμε, τον παιδεύουμε»),
Γ. Κεχαγιόγλου
Αγαπητή κ. Θεοδοσοπούλου,
πάντοτε σας θαύμαζα και σας θαυμάζω για τις γνώσεις, την ενημέρωση, την άμεση ανταπόκριση (ανεπιφύλακτα σας λέω πως είστε ο μόνος πια, δυστυχώς, «Άργος του φιλολογικού μας τύπου») και την αιχμηρή ειλικρίνειά σας.
Τρία μόνο πράγματα θα είχα αυτή τη στιγμή να πω στα σχετικά με τα κείμενά μου στα «ΜΦ», στα οποία αναφέρεστε:
1. Όχι, δεν γνωρίζω τον μεταφραστή της πρώτης γνωστής ελληνικής μετάφρασης του «Δον Κιχότη» (αν τον ήξερα, δεν θα τον έκρυβα, να είστε βέβαιη, σέβομαι πολύ το αναγνωστικό κοινό)· άρα, το να υποθέσω χωρίς σίγουρα στοιχεία πως είναι ο Ιωάννης Σκαρλάτος, ή ο κυθηραϊκής, τελικά, καταγωγής Θωμάς Τεσταμπούζας, ή ο Σκαρλάτος Ν. Μαυροκορδάτος, ή η Σμαράγδα Π. Σταυροπόλεως-Μαυροκορδάτου, ή ο Ιωάννης Προκοπίου θα ήταν, με τα στοιχεία που διαθέτουμε για την ώρα, υπόθεση δωρεάν.
2. Οι μακροσκελείς φράσεις (και όχι απλές προτάσεις) ανήκουν στο ύφος μου, και ίσως «το ύφος είναι ο άνθρωπος», άρα δεν νομίζω πως ενοχλούν και τόσο, από τη στιγμή που κανείς δεν παραπονέθηκε ακόμα για το ίδιο το περιεχόμενο ή για το ότι δεν είναι κατανοητές (άλλωστε για το στιλ αυτό του γραπτού λόγου υπάρχει μακρά φιλολογικά παράδοση καιο, όσο για τα κατ’ εμέ, η ομολογημένη θητεία μου στον καλά χορδισμένο λόγο των Σ. Παυλέα, Δ. Ν. Μαρωνίτη, Γ. Π. Σαββίδη και Α. Εμπειρίκο θα αρκούσε, αν αυτό νδιέφερε καν κάποιον).
3. Είτε θα είχα, είτε δεν θα είχα «νέα υψηλά καθήκοντα», δεν είχα ούτε έχω ποτέ σκεφτεί πώς θα μπορούσα να παραμελήσω την έρευνα/επιστήμη και τη διδασκαλία, που είναι τα μόνα δύο πράγματα που με τρέφουν σε τούτη τη ζωή. Άλλωστε, όπως θα παρακολουθήσατε και από τον δημοσιογραφισκικό κουτσομπολίστικο και βαλτό αθηναϊκό τύπο, επιθέσεις πρώην ευεργετημένων, και τώρα αχάριστων «συναδέλφων» (αν έχεις τέτοιους «συναδέλφους», τί να τους κάνεις τους συνεχθρούς;), φρόντισαν κατάλληλα γι’ αυτά τα «υψηλά καθήκοντα», προστατεύοντά με από την επιστημονική αδράνεια.
Πάντα με αγάπη, και συμφωνώντας με τη δική σας, ανιδιοτελή πάντα αυστηρότητα («όποιον αγαπάμε, τον παιδεύουμε»),
Γ. Κεχαγιόγλου
Ξέχασα κάτι: το λογοπαίγνιο για τη λέξη Hottentotenpotentatentantenattentat ως τη μακρύτερη της γερμανικής δεν είναι, όπως έχω γράψει και αλλού, δικό μου· ανήκει στον Γ. Π. Σαββίδη, και πρωτοειπώθηκε από αυτόν κάπου στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970, σε πανεπιστημιακό του μάθημα στη Θεσσαλονίκη, σε αποστροφή του προς την αποσβολωμένη ακροάτριά του, και ήδη μεσήλικη τότε, ευαίσθητη μεταφράστρια του Σεφέρη κ.ά. Luise von der Trenck.
Δημοσίευση σχολίου