Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο και με αφορμή το φετινό επετειακό έτος Ρίτσου. Το τεύχος συνοδεύεται από CD, στο οποίο το βαρύ πυροβολικό της γενιάς του ’70, δεκατέσσερις τον αριθμό, και τρεις από τις άλλες γενιές, Τίτος Πατρίκιος, Μάνος Ελευθερίου και Παντελής Μπουκάλας, διαβάζουν ποιήματά του. Στο κυρίως σώμα του τεύχους, σαράντα συγγραφείς γράφουν γι’ αυτόν. Ανάμεσά τους, ο Τάκης Σινόπουλος και ο Αλέξανδρος Αργυρίου. Το κείμενο του Σινόπουλου είναι απόσπασμα κριτικής του για δύο ποιητικές συλλογές του Ρίτσου, «Μαρτυρίες» και «12 ποιήματα για τον Καβάφη», δημοσιευμένης στο περιοδικό «Εποχές», Μάιο 1964: «... Είναι λοιπόν “χαλκέντερος” ο Ρίτσος. Γράφει μικρά, αλλά και μεγάλα ποιήματα. Και πολλά. Πρόκειται για μια διηνεκή, ασταμάτητη ποιητική ενέργεια...».
Το κείμενο του Αργυρίου, που τιτλοφορείται «Ένας συνοπτικός -αποδεικτικός; -λόγος για τον Ρίτσο», θέτει ως εκκίνηση το ερώτημα, γιατί ένας ποιητής σαν τον Ρίτσο, που σήμερα όλοι κατατάσσουν στους μεγάλους της ποίησης, πριν εξήντα χρόνια, στον κύκλο του περιοδικού «Νέα Γράμματα», αντιμετωπιζόταν με συγκατάβαση. Παραθέτει, μάλιστα, και μια ανάμνησή του από τον καιρό της Κατοχής. Τότε, είχε κυκλοφορήσει η συλλογή ποιημάτων του Ρίτσου «Δοκιμασία». “Ο Ελύτης έλεγε ότι την πρώτη φορά που τη διάβασε ενθουσιάστηκε, όμως, όταν την ξαναδιάβασε απογοητεύθηκε.” Ο Αργυρίου κάνει την υπόθεση πως αυτή η αντίδραση του Ελύτη οφειλόταν “στα φθαρτά υλικά”, με τα οποία είναι καταρτισμένη η ποίηση του Ρίτσου, όπως, άλλωστε, και εκείνη του Καβάφη. Γι’ αυτό, ο Ελύτης αλλά και ο Σεφέρης δεν τα πήγαιναν καλά με την ποίηση του Αλεξανδρινού. Μια ποίηση με “φθαρτά υλικά” έδειχνε “φθαρτή”. Στη συνέχεια επικεντρώνει το ενδιαφέρον του σε ένα ποίημα εκείνης της συλλογής του Ρίτσου, το «Άνεμοι στα δειλινά προάστια». Δίκην παραδείγματος προχωρά στην ανάλυση του ποιήματος, καταμετρώντας τα ουσιαστικά και τα ρήματα, που συνιστούν “τους φορείς σημασίας” του ποιήματος. Το πόρισμά του είναι το υψηλό ποσοστό “φορέων σημασίας” έναντι της γυμνότητας από επίθετα του ποιήματος. Και καταλήγει πως ο ποιητικός λόγος του Ρίτσου είναι λιτός και απέριττος. Παροτρύνει να εξεταστεί η ποίηση του Ρίτσου από αυτήν την σκοπιά. Διαβλέποντας μια ποίηση οραματική, υψηλής στάθμης.
Το κείμενο του Αργυρίου, που τιτλοφορείται «Ένας συνοπτικός -αποδεικτικός; -λόγος για τον Ρίτσο», θέτει ως εκκίνηση το ερώτημα, γιατί ένας ποιητής σαν τον Ρίτσο, που σήμερα όλοι κατατάσσουν στους μεγάλους της ποίησης, πριν εξήντα χρόνια, στον κύκλο του περιοδικού «Νέα Γράμματα», αντιμετωπιζόταν με συγκατάβαση. Παραθέτει, μάλιστα, και μια ανάμνησή του από τον καιρό της Κατοχής. Τότε, είχε κυκλοφορήσει η συλλογή ποιημάτων του Ρίτσου «Δοκιμασία». “Ο Ελύτης έλεγε ότι την πρώτη φορά που τη διάβασε ενθουσιάστηκε, όμως, όταν την ξαναδιάβασε απογοητεύθηκε.” Ο Αργυρίου κάνει την υπόθεση πως αυτή η αντίδραση του Ελύτη οφειλόταν “στα φθαρτά υλικά”, με τα οποία είναι καταρτισμένη η ποίηση του Ρίτσου, όπως, άλλωστε, και εκείνη του Καβάφη. Γι’ αυτό, ο Ελύτης αλλά και ο Σεφέρης δεν τα πήγαιναν καλά με την ποίηση του Αλεξανδρινού. Μια ποίηση με “φθαρτά υλικά” έδειχνε “φθαρτή”. Στη συνέχεια επικεντρώνει το ενδιαφέρον του σε ένα ποίημα εκείνης της συλλογής του Ρίτσου, το «Άνεμοι στα δειλινά προάστια». Δίκην παραδείγματος προχωρά στην ανάλυση του ποιήματος, καταμετρώντας τα ουσιαστικά και τα ρήματα, που συνιστούν “τους φορείς σημασίας” του ποιήματος. Το πόρισμά του είναι το υψηλό ποσοστό “φορέων σημασίας” έναντι της γυμνότητας από επίθετα του ποιήματος. Και καταλήγει πως ο ποιητικός λόγος του Ρίτσου είναι λιτός και απέριττος. Παροτρύνει να εξεταστεί η ποίηση του Ρίτσου από αυτήν την σκοπιά. Διαβλέποντας μια ποίηση οραματική, υψηλής στάθμης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου