Μαρία Καρδαρά
«Φλουρί Κωνσταντινάτο»
Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα
Νοέμβριος 2008
Η Χελιδόνα, ορεινό χωριό της Ευρυτανίας, διατηρεί, σύμφωνα με την απογραφή του 2001, 149 κατοίκους. Ως τόπος της λογοτεχνίας, εκτός από δημοτικά τραγούδια και αναφορές σε οδοιπορικά, μετράει και δυο μυθιστορήματα: «Τα παιδιά της Χελιδόνας» του Διονύση Χαριτόπουλου, που εκδόθηκε το 1983 και τέσσερα χρόνια αργότερα έγινε κινηματογραφική ταινία από τον Κώστα Βρεττάκο, και το «Φλουρί Κωνσταντινάτο» της Μαρίας Καρδαρά. Και οι δυο συγγραφείς συνδέονται με την Ευρυτανία, παρόλο που αυτό το δέσιμό τους ακολούθησε ανάστροφη πορεία μέσα στο χρόνο. Αθηναίος ο Χαριτόπουλος, με μητέρα από την Ευρυτανία, δηλώνει σήμερα ως τόπο κατοικίας το Μικρό Χωριό. Γεννημένη στη Χελιδόνα η Καρδαρά, από οικογένεια Ευρυτάνων, σήμερα κατοικεί στην Αθήνα. Για τον Χαριτόπουλο, που πρωτοεμφανίστηκε το 1976, συνιστώντας μια από τις πρώιμες παρουσίες της γενιάς του ’80, «Τα παιδιά της Χελιδόνας», είναι το τρίτο βιβλίο του και το δεύτερο μυθιστόρημά του. Στη συγγραφική του διαδρομή στάθηκε το πρώτο, που εμπνεύστηκε από την Ευρυτανία, ενώ το επόμενο άργησε. Εκδόθηκε το 1997, και ήταν το «Άρης ο αρχηγός των ατάκτων». Όσο για το εμπνεύστηκε, τρόπος του λέγειν. Μάλλον το όνομα του χωριού του άρεσε για τίτλος μυθιστορήματος. Στο βιβλίο του, τα παιδιά της Χελιδόνας είναι σκορπισμένα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.
Για την Καρδαρά, αυτό είναι το πρώτο της βιβλίο, το οποίο και τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο μυθιστορήματος στον ετήσιο διαγωνισμό της Πανελλαδικής Ένωσης Λογοτεχνών. Όπως φαίνεται, ξεκίνησε ως ποιήτρια, ωστόσο, η ίδια, στο βιογραφικό της δεν δίνει συγκεκριμένα στοιχεία. Κι όμως, ο μοναδικός προορισμός ενός βιογραφικού σημειώματος είναι η επακριβής πληροφόρηση, τουλάχιστον για όσα στοιχεία δεν εμπίπτουν στην επίφοβη περιοχή των προσωπικών δεδομένων. Πέρυσι, πάντως, ποίημά της βραβεύτηκε στον ετήσιο διαγωνισμό της Εταιρείας Λογοτεχνών και Συγγραφέων Ηπείρου. Δυστυχώς, στις εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας δίνεται ελάχιστος έως καθόλου χώρος σε παρόμοιους διαγωνισμούς και τις αντίστοιχες Εταιρείες. Κι όμως, μπορεί ένα μεγάλο τμήμα του λογοτεχνικού κόσμου να βρίσκεται συγκεντρωμένο στην Εταιρεία Συγγραφέων, ωστόσο, υπάρχουν πέντε ακόμη Εταιρείες με έδρα την Αθήνα και αρκετές άλλες, που συγκεντρώνουν τους συγγραφείς των επί μέρους διαμερισμάτων της χώρας. Σε κάθε περίπτωση, το μυθιστόρημα της Καρδαρά, από όσο γνωρίζουμε, σχολιάστηκε μόνο στον Τύπο της Ευρυτανίας. Κακά τα ψέματα, οι βιβλιοπαρουσιαστές των Αθηνών εμφανίζονται ιδιαίτερα επιρρεπείς στις τάσεις της εποχής. Τους απασχολεί κυρίως η ξένη λογοτεχνία, κι όταν επιλέγουν το μυθιστόρημα ενός πρωτοεμφανιζόμενου Έλληνα συγγραφέα, βασικό κριτήριο είναι η επικαιρότητα του θέματος. Προφανώς και προτιμούν ένα βιβλίο, π.χ. για τους μετανάστες ή για τα αγχωτικά αδιέξοδα του αθηναϊκού άστεως, από ένα στο οποίο πρωταγωνιστής είναι ένας μικρός τόπος, όπως η Χελιδόνα. Και πράγματι, το μικρό αυτό χωριό της Ευρυτανίας είναι ο πρωταγωνιστής στο βιβλίο της Καρδαρά.
Ο τίτλος του μυθιστορήματος του Χαριτόπουλου θα ταίριαζε και στο δικό της βιβλίο, αφού μια κόρη της Χελιδόνας διηγείται τη ζωή της και όταν, προς το τέλος, κουράζεται, παίρνει το μίτο της αφήγησης η αδελφή της και μετά, για λίγο μόνο, η μάνα τους. Το “φλουρί κωνσταντινάτο”, που η συγγραφέας προτίμησε για τίτλο, είναι περισσότερο ένα θαυματουργό φυλαχτό παρά ένα νόμισμα. Ο παππούς της αφηγήτριας, πιστεύει πως είναι φτιαγμένο από το Τίμιο Ξύλο. Όταν, λέει, η Αγία Ελένη βρήκε το Σταυρό του Ιησού στα Ιεροσόλυμα, τον χώρισε στα δυο. Από τα πριονίδια, ο γιος της, ο Μέγας Κωνσταντίνος, μη θέλοντας να τα πετάξει, τα ανάμιξε με μέταλλο και έφτιαξε τα ιερά νομίσματα. Ο παππούς ισχυρίζεται πως η γενιά τους κρατάει από την Κωνσταντινούπολη, εξ ου και το επίθετό τους Σταμπολιταίοι από το Ισταμπούλ. Άλλωστε, Ευρυτάνες βρίσκονται στην Κωνσταντινούπολη από τον 17ο αιώνα και η Αδελφότητα Ευρυτάνων, ιδρυμένη το 1812, είναι ένας από τους παλαιότερους συλλόγους της Πόλης.
Από τις πιο άγονες περιοχές η Ευρυτανία, οι κάτοικοί της κυνηγούσαν αλλού την τύχη τους. Διέρρεαν παντού και στάθηκαν ανάμεσα στους πρώτους μετανάστες. Τον 18ο και τον 19ο αιώνα τραβούσαν για την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη και τις παραδουνάβιες περιοχές. Στα τέλη του 19ου και τον 20ο έφευγαν για την Αμερική. Και αυτό, το δεύτερο κύμα της μετανάστευσης καθόρισε τη ζωή της αφηγήτριας. Μάγειρας στην Αμερική πήγε στο μεσοπόλεμο ο πατέρας της, αλλά δεν καζάντισε. Πριν φύγει, σταμάτησε τις κόρες του από το σχολείο, για να μείνουν στο πόδι του και να αναλάβουν τις δουλειές. Η αφηγήτρια πέρασε την εφηβεία δουλεύοντας τη γη και βόσκοντας τα ζωντανά. Από τη δική της σκοπιά καταγράφονται ο Πόλεμος, η Κατοχή, ο Εμφύλιος και η αναγκαστική εκτόπιση, που ακολούθησε, ως ανταρτόπληκτοι στον κάμπο του Αγρινίου, μέχρι το γυρισμό τους στο χωριό, Μάη του 1950. Τα κατοπινά χρόνια ήρθε και η δική της αποκατάσταση με συνοικέσιο. Πιστεύουμε πως το μυθιστόρημα θα κέρδιζε, αν σταματούσε σε αυτό το σημείο. Το ασθενές, όμως, σημείο κάθε πρωτοεμφανιζόμενου βρίσκεται στην οικονομία που πρέπει να κάνει στο διαθέσιμο βιωματικό υλικό. Όπως και να έχει, τότε το χωριό και ολόκληρη η Ευρυτανία γνώρισε νέο, μαζικό κύμα μετανάστευσης προς τα αστικά κέντρα, την Αμερική και την Αυστραλία. Αυτή τη φορά έφευγαν όσα παιδιά δεν είχαν σκοτωθεί στον πόλεμο ή δεν είχαν πάει από εμφύλιο βόλι ή ακόμη, όσα δεν είχαν χαθεί σε κάποια παιδόπολη της Βασιλικής Πρόνοιας. Πάντως, ως τόπος στην κυριολεξία εκκενώθηκε.
Το μυθιστόρημα, ξετυλίγοντας την ιστορία της κοπέλας και της οικογένειάς της, παρουσιάζει τις περιπέτειες ολόκληρου του χωριού. Το γεγονός, μάλιστα, πως πρωταγωνιστούν γυναίκες, είτε γιατί οι άντρες πολεμούν είτε γιατί είναι ανίκανοι και καφενόβιοι, προσδίδει έναν σχεδόν ηρωικό χαρακτήρα στον αγώνα τους για επιβίωση. Λ.χ., αν επέζησαν στην Κατοχή, έστω και χωρίς αλάτι και ζάχαρη, οφειλόταν στην επινοητικότητα της μάνας, που έφτιαχνε ψωμί από βελανίδι και λιοκούκι, από τριμμένο κουκούτσι ελιάς. Ωστόσο, δεν πρόκειται για μια ηθογραφία της σκληρής ζωής στο χωριό. Τη διήγηση διανθίζουν αναδρομές στα ειρηνικά χρόνια και όνειρα, τα οποία η αφηγήτρια θεωρεί προφητικά για τα μελλούμενα.
Μέσα από την αφήγηση προβάλλει η μικροϊστορία της Χελιδόνας. Είναι άξια προσοχής, αφού πρόκειται για ένα αντιπροσωπευτικό χωριό, που εκφράζει τον αμιγώς ορεινό κόσμο και μια κλειστή κοινότητα. Η συγγραφέας δίνει ανάγλυφη εικόνα του τοπίου, ξεκινώντας από το πέτρινο εκατόχρονο σπίτι της, τους τρεις μαχαλάδες του χωριού και το βουνό της Χελιδόνας. Πάνω του βρίσκεται σκαρφαλωμένο το αλλοτινό Λάστοβο, που, με τις μετονομασίες, έγινε Χελιδόνα. Και ακόμη, το ποτάμι τους, ο Τρικεριώτης, τα αντικριστά χωριά στις άλλες βουνοπλαγιές, μέχρι το Μικρό Χωριό και τους δύο πύργους του Καραϊσκάκη στον Προυσσό. Τη μικροϊστορία της Χελιδόνας η Καρδαρά τη συνθέτει, παρουσιάζοντας κάποια έθιμα, όπως αυτά του γάμου, που παρατίθενται με κάθε λεπτομέρεια. Ακόμη, περιγράφοντας εργαλεία, χρηστικά αντικείμενα, εδέσματα μέχρι την εσωτερική επίπλωση και κατασκευή των σπιτιών. Τέλος, περισώζει το τοπικό ιδίωμα, παραθέτοντας και σχετικό γλωσσάρι. Και όλα αυτά χωρίς η αφήγηση να χάνει σε γλαφυρότητα. Αντίθετα, ζωηρεύει χάρις στις στιχομυθίες και, σε ορισμένα σημεία, αποκτά ελεγειακούς τόνους, καθώς ενσωματώνονται στίχοι από δημοτικά τραγούδια.
Μένει να αναφερθούμε στα εμπόλεμα πάθη, ιδιαίτερα τα εμφύλια. Αυτά ανιστορούνται, όπως ακριβώς τα βίωσε η αφηγήτρια, με την αγριότητα μοιρασμένη και στις δυο πλευρές. Ήταν “οι κεφαλές του χωριού”, που αποφάσισαν να υποδεχτούν τους Γερμανούς “στο έμπα τ’ Αϊ-Γιάννη” με τσίπουρα, φοβούμενοι τη φωτιά και την ατίμωση. Και λίγο αργότερα, οι ίδιοι αποφάσισαν, “σε μια οικογένεια που ’χε δυο άντρες, ο ένας να πάει αντάρτης και ο άλλος στο στρατό”. Και πάλι, για την ασφάλεια του χωριού. Εκείνο που μάλλον δεν προέβλεψαν ήταν το μίσος, που οι ινστρούχτορες της κάθε πλευράς έσπειραν για να δημιουργήσουν αρραγή μέτωπα. Πάντως, η οικογένεια της αφηγήτριας, με γαμπρό αντάρτη, βοήθησε τους αντάρτες και αντιμετώπισε το μένος των Μάυδων και των παρακρατικών.
Ως μοναδική ηρωική φιγούρα προβάλλει ο Άρης Βελουχιώτης. “Έρχονται τα Χερουβείμ... και τα Σεραφείμ. Τάγματα αγγέλων... Ο Αϊ-Γιώργης έρχεται στ’ άσπρο άλογο...” φώναζε ο πατέρας της, που τότε έβγαινε από επιδημία τύφου και “έλεγε διάφορα παράξενα”. Η αφηγήτρια θυμάται τον Βελουχιώτη, μαυρογένη, με το μάτι του στυλωμένο στη Χελιδόνα. “Πήραν τα άλογα και τον ανήφορο για το βουνό”. Πήγαιναν προς το Μικρό Χωριό. Την εκεί μάχη, η συγγραφέας την συνοψίζει με το γνωστό άσμα:
«Βαριά στενάζουν τα βουνά/ κι ο ήλιος συννεφιάζει./ Λαμποκοπούν γυμνά σπαθιά, / πέφτουν ντουφέκια ανάρια./ Ο Άρης κάνει πόλεμο,/ μ’ αντάρτες παλικάρια.» Ήταν 18 Δεκεμβρίου 1942, όταν διακόσιοι αντάρτες είχαν απέναντί τους δυο χιλιάδες Ιταλούς και τους κατατρόπωσαν. Στο βιβλίο, πάντως, ο Βελουχιώτης μόλις που πιάνει δύο σελίδες.
Το μυθιστόρημα της Καρδαρά ζωντανεύει έναν κόσμο που έφυγε και μια εποχή που ετάφει οριστικά κάτω από τους νεωτερισμούς μιας άλλης. Καθόλου τυχαία, ο Χαριτόπουλος αποκαλεί την Χελιδόνα Καρπενησίου “μικρή Ελβετία”. Αυτό είναι για τον σημερινό Έλληνα, που έρχεται εδώ ως επισκέπτης, είτε για να προσκυνήσει το Μοναστήρι του Προυσσού είτε για τα χειμερινά σπορ που προσφέρει η περιοχή. Πάλι καλά, που κάποιες κόρες της Χελιδόνας ανιστορούν τις διηγήσεις, με τις οποίες μεγάλωσαν.
«Φλουρί Κωνσταντινάτο»
Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα
Νοέμβριος 2008
Η Χελιδόνα, ορεινό χωριό της Ευρυτανίας, διατηρεί, σύμφωνα με την απογραφή του 2001, 149 κατοίκους. Ως τόπος της λογοτεχνίας, εκτός από δημοτικά τραγούδια και αναφορές σε οδοιπορικά, μετράει και δυο μυθιστορήματα: «Τα παιδιά της Χελιδόνας» του Διονύση Χαριτόπουλου, που εκδόθηκε το 1983 και τέσσερα χρόνια αργότερα έγινε κινηματογραφική ταινία από τον Κώστα Βρεττάκο, και το «Φλουρί Κωνσταντινάτο» της Μαρίας Καρδαρά. Και οι δυο συγγραφείς συνδέονται με την Ευρυτανία, παρόλο που αυτό το δέσιμό τους ακολούθησε ανάστροφη πορεία μέσα στο χρόνο. Αθηναίος ο Χαριτόπουλος, με μητέρα από την Ευρυτανία, δηλώνει σήμερα ως τόπο κατοικίας το Μικρό Χωριό. Γεννημένη στη Χελιδόνα η Καρδαρά, από οικογένεια Ευρυτάνων, σήμερα κατοικεί στην Αθήνα. Για τον Χαριτόπουλο, που πρωτοεμφανίστηκε το 1976, συνιστώντας μια από τις πρώιμες παρουσίες της γενιάς του ’80, «Τα παιδιά της Χελιδόνας», είναι το τρίτο βιβλίο του και το δεύτερο μυθιστόρημά του. Στη συγγραφική του διαδρομή στάθηκε το πρώτο, που εμπνεύστηκε από την Ευρυτανία, ενώ το επόμενο άργησε. Εκδόθηκε το 1997, και ήταν το «Άρης ο αρχηγός των ατάκτων». Όσο για το εμπνεύστηκε, τρόπος του λέγειν. Μάλλον το όνομα του χωριού του άρεσε για τίτλος μυθιστορήματος. Στο βιβλίο του, τα παιδιά της Χελιδόνας είναι σκορπισμένα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.
Για την Καρδαρά, αυτό είναι το πρώτο της βιβλίο, το οποίο και τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο μυθιστορήματος στον ετήσιο διαγωνισμό της Πανελλαδικής Ένωσης Λογοτεχνών. Όπως φαίνεται, ξεκίνησε ως ποιήτρια, ωστόσο, η ίδια, στο βιογραφικό της δεν δίνει συγκεκριμένα στοιχεία. Κι όμως, ο μοναδικός προορισμός ενός βιογραφικού σημειώματος είναι η επακριβής πληροφόρηση, τουλάχιστον για όσα στοιχεία δεν εμπίπτουν στην επίφοβη περιοχή των προσωπικών δεδομένων. Πέρυσι, πάντως, ποίημά της βραβεύτηκε στον ετήσιο διαγωνισμό της Εταιρείας Λογοτεχνών και Συγγραφέων Ηπείρου. Δυστυχώς, στις εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας δίνεται ελάχιστος έως καθόλου χώρος σε παρόμοιους διαγωνισμούς και τις αντίστοιχες Εταιρείες. Κι όμως, μπορεί ένα μεγάλο τμήμα του λογοτεχνικού κόσμου να βρίσκεται συγκεντρωμένο στην Εταιρεία Συγγραφέων, ωστόσο, υπάρχουν πέντε ακόμη Εταιρείες με έδρα την Αθήνα και αρκετές άλλες, που συγκεντρώνουν τους συγγραφείς των επί μέρους διαμερισμάτων της χώρας. Σε κάθε περίπτωση, το μυθιστόρημα της Καρδαρά, από όσο γνωρίζουμε, σχολιάστηκε μόνο στον Τύπο της Ευρυτανίας. Κακά τα ψέματα, οι βιβλιοπαρουσιαστές των Αθηνών εμφανίζονται ιδιαίτερα επιρρεπείς στις τάσεις της εποχής. Τους απασχολεί κυρίως η ξένη λογοτεχνία, κι όταν επιλέγουν το μυθιστόρημα ενός πρωτοεμφανιζόμενου Έλληνα συγγραφέα, βασικό κριτήριο είναι η επικαιρότητα του θέματος. Προφανώς και προτιμούν ένα βιβλίο, π.χ. για τους μετανάστες ή για τα αγχωτικά αδιέξοδα του αθηναϊκού άστεως, από ένα στο οποίο πρωταγωνιστής είναι ένας μικρός τόπος, όπως η Χελιδόνα. Και πράγματι, το μικρό αυτό χωριό της Ευρυτανίας είναι ο πρωταγωνιστής στο βιβλίο της Καρδαρά.
Ο τίτλος του μυθιστορήματος του Χαριτόπουλου θα ταίριαζε και στο δικό της βιβλίο, αφού μια κόρη της Χελιδόνας διηγείται τη ζωή της και όταν, προς το τέλος, κουράζεται, παίρνει το μίτο της αφήγησης η αδελφή της και μετά, για λίγο μόνο, η μάνα τους. Το “φλουρί κωνσταντινάτο”, που η συγγραφέας προτίμησε για τίτλο, είναι περισσότερο ένα θαυματουργό φυλαχτό παρά ένα νόμισμα. Ο παππούς της αφηγήτριας, πιστεύει πως είναι φτιαγμένο από το Τίμιο Ξύλο. Όταν, λέει, η Αγία Ελένη βρήκε το Σταυρό του Ιησού στα Ιεροσόλυμα, τον χώρισε στα δυο. Από τα πριονίδια, ο γιος της, ο Μέγας Κωνσταντίνος, μη θέλοντας να τα πετάξει, τα ανάμιξε με μέταλλο και έφτιαξε τα ιερά νομίσματα. Ο παππούς ισχυρίζεται πως η γενιά τους κρατάει από την Κωνσταντινούπολη, εξ ου και το επίθετό τους Σταμπολιταίοι από το Ισταμπούλ. Άλλωστε, Ευρυτάνες βρίσκονται στην Κωνσταντινούπολη από τον 17ο αιώνα και η Αδελφότητα Ευρυτάνων, ιδρυμένη το 1812, είναι ένας από τους παλαιότερους συλλόγους της Πόλης.
Από τις πιο άγονες περιοχές η Ευρυτανία, οι κάτοικοί της κυνηγούσαν αλλού την τύχη τους. Διέρρεαν παντού και στάθηκαν ανάμεσα στους πρώτους μετανάστες. Τον 18ο και τον 19ο αιώνα τραβούσαν για την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη και τις παραδουνάβιες περιοχές. Στα τέλη του 19ου και τον 20ο έφευγαν για την Αμερική. Και αυτό, το δεύτερο κύμα της μετανάστευσης καθόρισε τη ζωή της αφηγήτριας. Μάγειρας στην Αμερική πήγε στο μεσοπόλεμο ο πατέρας της, αλλά δεν καζάντισε. Πριν φύγει, σταμάτησε τις κόρες του από το σχολείο, για να μείνουν στο πόδι του και να αναλάβουν τις δουλειές. Η αφηγήτρια πέρασε την εφηβεία δουλεύοντας τη γη και βόσκοντας τα ζωντανά. Από τη δική της σκοπιά καταγράφονται ο Πόλεμος, η Κατοχή, ο Εμφύλιος και η αναγκαστική εκτόπιση, που ακολούθησε, ως ανταρτόπληκτοι στον κάμπο του Αγρινίου, μέχρι το γυρισμό τους στο χωριό, Μάη του 1950. Τα κατοπινά χρόνια ήρθε και η δική της αποκατάσταση με συνοικέσιο. Πιστεύουμε πως το μυθιστόρημα θα κέρδιζε, αν σταματούσε σε αυτό το σημείο. Το ασθενές, όμως, σημείο κάθε πρωτοεμφανιζόμενου βρίσκεται στην οικονομία που πρέπει να κάνει στο διαθέσιμο βιωματικό υλικό. Όπως και να έχει, τότε το χωριό και ολόκληρη η Ευρυτανία γνώρισε νέο, μαζικό κύμα μετανάστευσης προς τα αστικά κέντρα, την Αμερική και την Αυστραλία. Αυτή τη φορά έφευγαν όσα παιδιά δεν είχαν σκοτωθεί στον πόλεμο ή δεν είχαν πάει από εμφύλιο βόλι ή ακόμη, όσα δεν είχαν χαθεί σε κάποια παιδόπολη της Βασιλικής Πρόνοιας. Πάντως, ως τόπος στην κυριολεξία εκκενώθηκε.
Το μυθιστόρημα, ξετυλίγοντας την ιστορία της κοπέλας και της οικογένειάς της, παρουσιάζει τις περιπέτειες ολόκληρου του χωριού. Το γεγονός, μάλιστα, πως πρωταγωνιστούν γυναίκες, είτε γιατί οι άντρες πολεμούν είτε γιατί είναι ανίκανοι και καφενόβιοι, προσδίδει έναν σχεδόν ηρωικό χαρακτήρα στον αγώνα τους για επιβίωση. Λ.χ., αν επέζησαν στην Κατοχή, έστω και χωρίς αλάτι και ζάχαρη, οφειλόταν στην επινοητικότητα της μάνας, που έφτιαχνε ψωμί από βελανίδι και λιοκούκι, από τριμμένο κουκούτσι ελιάς. Ωστόσο, δεν πρόκειται για μια ηθογραφία της σκληρής ζωής στο χωριό. Τη διήγηση διανθίζουν αναδρομές στα ειρηνικά χρόνια και όνειρα, τα οποία η αφηγήτρια θεωρεί προφητικά για τα μελλούμενα.
Μέσα από την αφήγηση προβάλλει η μικροϊστορία της Χελιδόνας. Είναι άξια προσοχής, αφού πρόκειται για ένα αντιπροσωπευτικό χωριό, που εκφράζει τον αμιγώς ορεινό κόσμο και μια κλειστή κοινότητα. Η συγγραφέας δίνει ανάγλυφη εικόνα του τοπίου, ξεκινώντας από το πέτρινο εκατόχρονο σπίτι της, τους τρεις μαχαλάδες του χωριού και το βουνό της Χελιδόνας. Πάνω του βρίσκεται σκαρφαλωμένο το αλλοτινό Λάστοβο, που, με τις μετονομασίες, έγινε Χελιδόνα. Και ακόμη, το ποτάμι τους, ο Τρικεριώτης, τα αντικριστά χωριά στις άλλες βουνοπλαγιές, μέχρι το Μικρό Χωριό και τους δύο πύργους του Καραϊσκάκη στον Προυσσό. Τη μικροϊστορία της Χελιδόνας η Καρδαρά τη συνθέτει, παρουσιάζοντας κάποια έθιμα, όπως αυτά του γάμου, που παρατίθενται με κάθε λεπτομέρεια. Ακόμη, περιγράφοντας εργαλεία, χρηστικά αντικείμενα, εδέσματα μέχρι την εσωτερική επίπλωση και κατασκευή των σπιτιών. Τέλος, περισώζει το τοπικό ιδίωμα, παραθέτοντας και σχετικό γλωσσάρι. Και όλα αυτά χωρίς η αφήγηση να χάνει σε γλαφυρότητα. Αντίθετα, ζωηρεύει χάρις στις στιχομυθίες και, σε ορισμένα σημεία, αποκτά ελεγειακούς τόνους, καθώς ενσωματώνονται στίχοι από δημοτικά τραγούδια.
Μένει να αναφερθούμε στα εμπόλεμα πάθη, ιδιαίτερα τα εμφύλια. Αυτά ανιστορούνται, όπως ακριβώς τα βίωσε η αφηγήτρια, με την αγριότητα μοιρασμένη και στις δυο πλευρές. Ήταν “οι κεφαλές του χωριού”, που αποφάσισαν να υποδεχτούν τους Γερμανούς “στο έμπα τ’ Αϊ-Γιάννη” με τσίπουρα, φοβούμενοι τη φωτιά και την ατίμωση. Και λίγο αργότερα, οι ίδιοι αποφάσισαν, “σε μια οικογένεια που ’χε δυο άντρες, ο ένας να πάει αντάρτης και ο άλλος στο στρατό”. Και πάλι, για την ασφάλεια του χωριού. Εκείνο που μάλλον δεν προέβλεψαν ήταν το μίσος, που οι ινστρούχτορες της κάθε πλευράς έσπειραν για να δημιουργήσουν αρραγή μέτωπα. Πάντως, η οικογένεια της αφηγήτριας, με γαμπρό αντάρτη, βοήθησε τους αντάρτες και αντιμετώπισε το μένος των Μάυδων και των παρακρατικών.
Ως μοναδική ηρωική φιγούρα προβάλλει ο Άρης Βελουχιώτης. “Έρχονται τα Χερουβείμ... και τα Σεραφείμ. Τάγματα αγγέλων... Ο Αϊ-Γιώργης έρχεται στ’ άσπρο άλογο...” φώναζε ο πατέρας της, που τότε έβγαινε από επιδημία τύφου και “έλεγε διάφορα παράξενα”. Η αφηγήτρια θυμάται τον Βελουχιώτη, μαυρογένη, με το μάτι του στυλωμένο στη Χελιδόνα. “Πήραν τα άλογα και τον ανήφορο για το βουνό”. Πήγαιναν προς το Μικρό Χωριό. Την εκεί μάχη, η συγγραφέας την συνοψίζει με το γνωστό άσμα:
«Βαριά στενάζουν τα βουνά/ κι ο ήλιος συννεφιάζει./ Λαμποκοπούν γυμνά σπαθιά, / πέφτουν ντουφέκια ανάρια./ Ο Άρης κάνει πόλεμο,/ μ’ αντάρτες παλικάρια.» Ήταν 18 Δεκεμβρίου 1942, όταν διακόσιοι αντάρτες είχαν απέναντί τους δυο χιλιάδες Ιταλούς και τους κατατρόπωσαν. Στο βιβλίο, πάντως, ο Βελουχιώτης μόλις που πιάνει δύο σελίδες.
Το μυθιστόρημα της Καρδαρά ζωντανεύει έναν κόσμο που έφυγε και μια εποχή που ετάφει οριστικά κάτω από τους νεωτερισμούς μιας άλλης. Καθόλου τυχαία, ο Χαριτόπουλος αποκαλεί την Χελιδόνα Καρπενησίου “μικρή Ελβετία”. Αυτό είναι για τον σημερινό Έλληνα, που έρχεται εδώ ως επισκέπτης, είτε για να προσκυνήσει το Μοναστήρι του Προυσσού είτε για τα χειμερινά σπορ που προσφέρει η περιοχή. Πάλι καλά, που κάποιες κόρες της Χελιδόνας ανιστορούν τις διηγήσεις, με τις οποίες μεγάλωσαν.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου