Κυριακή Μαμώνη - Λήδα Ιστικοπούλου
«Σύλλογοι Κωνσταντινουπόλεως (1861-1922)
Έκδοση του Συλλόγου προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων
Αθήνα, 2009
Ένα χαρακτηριστικό του αθηναϊκού Τύπου, που ποτέ δεν θα καταλάβουμε, ούτε, όμως, και θα συνηθίσουμε, είναι ο τρόπος, που ιεραρχεί και αξιολογεί τις ειδήσεις. Τρόπος, που ουδόλως αρμόζει σε μέσο μαζικής ενημέρωσης. Η είδηση του θανάτου ενός ηθοποιού ή και ενός οποιουδήποτε ανθρώπου του θεάματος κρίνεται τόσο σημαντική, που μπορεί να καταλάβει και ολόκληρη σελίδα. Ενώ, στο άλλο άκρο του φάσματος, η είδηση του θανάτου ενός επιστήμονα, ανεξάρτητα του πόσο σημαντικού έργου έχει επιτελέσει, αξιολογείται τόσο μηδαμινή, που ούτε καν αναφέρεται. Στην καλύτερη περίπτωση, αν υπάρχουν συγγενείς ή και φίλοι, με κάποιες γνωριμίες στις εφημερίδες, να περάσει κανένα καρεδάκι, που ενίοτε ορθώνεται σε μονοστηλάκι. Ειδάλλως, η είδηση του θανάτου καταχωρείται μόνο στα “κοινωνικά”. Σε αυτές τις αφανείς, κατά την κρίση των δημοσιογράφων, περιπτώσεις, φαίνεται πως ανήκει και η Κυριακή Μαμώνη. Έχουμε κρατήσει από τη στήλη των “κοινωνικών” την αγγελία της κηδείας της, στις 16 Απριλίου 2007. Άλλη αναφορά δεν εντοπίσαμε, τουλάχιστον όσο αφορά τις εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας. Στην αδιαφορία, ενδεχομένως να συμβάλλει και η ανυπαρξία οικογένειας. Μόνο μια αδελφή και μια αδελφική φίλη μνημονεύονται στην αγγελία. Ωστόσο, είναι γνωστό πως δεν ήταν και λίγοι εκείνοι που μαθήτευσαν δίπλα της.
Τις προάλλες λάβαμε το τελευταίο της βιβλίο. Στο προλογικό σημείωμα, η Λήδα Ιστικοπούλου, που συνυπογράφει την έκδοση, αναφέρει πως πέθανε η Κυριακή Μαμώνη, που είχε ξεκινήσει και προωθήσει τη συγκεκριμένη μελέτη και η οποία την είχε μυήσει στο όλο έργο. Την ευχαριστεί για “την τιμαλφή μαθητεία” αλλά δεν δράττεται της ευκαιρίας για μια εκτενέστερη αναφορά στο έργο της. Κι όμως, ήταν μια καλή ευκαιρία για τη δημοσίευση ενός βιογραφικού της Μαμώνη, συμπληρωμένου και με την ημερομηνία του θανάτου της. Αν και τα τελευταία χρόνια, η χρονολογία του θανάτου, πόσω μάλλον η ημερομηνία, υποκαθίσταται από την επιγραμματική έκφραση “απέθανε πλήρης ημερών”, η οποία, τρόπον τινά, αποβαίνει συνώνυμη με το καιρός ήταν.
Η Κυριακή Μαμώνη αφιέρωσε ολόκληρο το έργο της στην ιστορία του Ελληνισμού της Θράκης και της Μικράς Ασίας. Θα πρέπει να συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πλέον συστηματικούς μελετητές του συγκεκριμένου χώρου. Το 2003, η ίδια είχε συγκεντρώσει ορισμένα από τα “θρακικά” μελετήματά της σε έναν τόμο, που είχε εκδοθεί κι αυτός από τον Σ.Ω.Β. Σε αυτόν, προτάσσεται σύντομο βιογραφικό της. Σύμφωνα με αυτό, γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς με ρίζες από την Ανατολική Θράκη και την Μικρά Ασία. Τα έξι πρώτα χρόνια της μαθητικής της ζωής τα πέρασε στο «Άσυλο Αγίου Ανδρέου», Νέας Σμύρνης. Ενώ, τα έξι γυμνασιακά της χρόνια στην Ευαγγελική Σχολή της ίδιας περιοχής, όπου τα δύο τελευταία χρόνια είχε διευθύντρια την Όλγα Κακριδή. Τελείωσε τη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1949 και το 1954 αναγορεύτηκε διδάκτωρ της Βυζαντινής Φιλολογίας στην έδρα του Νίκου Τωμαδάκη. Παράλληλα, έλαβε το δίπλωμα της Γαλλικής Φιλολογίας. Υπηρέτησε στην ιδιωτική εκπαίδευση. Όμως, ευθύς εξ αρχής, επιδόθηκε στην ταξινόμηση και μελέτη των ανέκδοτων αρχείων, που φυλάσσονται στη Βιβλιοθήκη της «Εστίας» Νέας Σμύρνης, κυρίως του Συλλόγου «Ανατολή».
Στον ίδιο τόμο υπάρχει κατάλογος με τα δημοσιεύματά της στην διάρκεια μισού και πλέον αιώνα, 1949-2002. Όπως φαίνεται, κύριο θέμα των ερευνών της αποτέλεσε ο Γιώργος Βιζυηνός. Συντάσσει βιβλιογραφία του για την περίοδο 1873-1962 και συμβάλλει καθοριστικά στη συγκέντρωση στοιχείων για τη ζωή και το έργο του. Επίσης, αναζητά τα ίχνη του στα αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών, φέρνοντας στο φως τη δραστηριότητα, που είχε αναπτύξει ο Βιζυηνός σχετικά με τα εκπαιδευτικά της πατρίδας του. Σε ιδιαίτερο κεφάλαιο στα «Θρακικά», παρουσιάζει την αλληλογραφία του Βιζυηνού με τους παράγοντες της εκπαίδευσης στη Ανατολική Θράκη. Επίσης, δημοσιεύει μια έκθεση, που εκείνος είχε υποβάλλει στον τότε υπουργό Εξωτερικών Στέφανο Δραγούμη, για την κακή κατάσταση που επικρατούσε στην επαρχία της Βιζύης μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο, υπογραμμίζοντας την απόλυτη ανάγκη να λειτουργήσουν και πάλι στις εκεί κοινότητες ελληνικές σχολές.
Ένα άλλο θέμα, που η Μαμώνη ερεύνησε επί μακρόν, είναι οι ελληνικοί σύλλογοι μέσα στα όρια της οθωμανικής επικράτειας. Συγκεκριμένα, μελέτησε και κατέγραψε τη σωματειακή οργάνωση του Ελληνισμού σε Θράκη, Κωνσταντινούπολη και Μικρά Ασία. Ήδη, από το 1969, είχε αρχίσει να δημοσιεύει τα αποτελέσματα αυτής της έρευνάς της κατά περιοχή. Τελικά, το 2002, εκδόθηκε σε βιβλίο η μελέτη «Γυναικείοι Σύλλογοι στην Κωνσταντινούπολη (1861-1922)», και το 2006, η μελέτη «Σωματειακή οργάνωση του Ελληνισμού στη Μικρά Ασία». Και τα δυο από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας. Ενώ, στην ολοκλήρωση και των δυο βιβλίων συμμετείχε η νεότερη ιστορικός Λήδα Ιστικοπούλου. Μάλιστα, η Μαμώνη, στο προλογικό σημείωμα του δεύτερου βιβλίου, σημειώνει χαρακτηριστικά πως η συνεργασία παλαιότερων και νεότερων ερευνητών ανοίγει νέους ορίζοντες στην έρευνα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, από την νεότερη θα αναμενόταν να καταρτίσει τα απαραίτητα ευρετήρια, τα οποία θα καθιστούσαν τα βιβλία χρηστικά για ένα ευρύτερο κοινό ενδιαφερομένων. Να σημειώσουμε πως η μαθητεία της Ιστικοπούλου δίπλα στη Μαμώνη απέφερε και τη μοναδική στο είδος της μελέτη «Η ελληνική ταπητουργία και η ταπητουργός στη Μικρά Ασία (1860-1922)» («Εστία», 2000)
Στο βιβλίο «Σωματειακή οργάνωση του Ελληνισμού στη Μικρά Ασία», η Μαμώνη παρουσιάζει τους συλλόγους ανά περιοχή, ξεκινώντας από τη Βιθυνία. Εξαιρεί, όμως, την Κωνσταντινούπολη, όπου περιλαμβάνεται η αρχιεπισκοπή Κωνσταντινουπόλεως και η ασιατική ακτή του Βοσπόρου. Αυτό το κενό έρχεται να καλύψει το πρόσφατο βιβλίο της. Το έτος εκκίνησης ολόκληρης της καταγραφής είναι το 1861 και αναφέρεται στο έτος ίδρυσης του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως. Ωστόσο, όπως συμβαίνει και με τους σμυρναϊκούς συλλόγους, που χρονολογούνται από το 1838, έτσι και εδώ, συμπεριλαμβάνονται και όσοι σύλλογοι ιδρύθηκαν πριν το 1861. Όσο για το καταληκτικό έτος της καταγραφής, δεν χρήζει σχολιασμού. Πάντως, και σε αυτό το βιβλίο, παρακάμπτεται η εν εκτάσει παρουσίαση του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως, καθώς θεωρείται ότι πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο ιδιαίτερης μελέτης.
Σύμφωνα με την εισαγωγή, οι σύλλογοι της Κωνσταντινούπολης υπερβαίνουν τους 800. Ανάλογα με τους σκοπούς της δημιουργίας τους εντάσσονται στις ακόλουθες κατηγορίες: α) φιλεκπαιδευτικούς, που στάθηκαν και οι σημαντικότεροι, β) θρησκευτικούς και φιλανθρωπικούς, που όφειλαν τη σύστασή τους στους εύπορους αστούς της Πόλης και το Πατριαρχείο, γ) επαγγελματικούς, που στόχευαν στη διασφάλιση των εργαζομένων, δ) πολιτικούς ή και εθνικούς, που άρχισαν να δημιουργούνται με την ψήφιση του τουρκικού συντάγματος του 1908, ε) σύλλογοι των αποδήμων, που έρχονταν από τον ελεύθερο ή και τον ακόμη οθωμανοκρατούμενο ελλαδικό κόσμο, στ) σύλλογοι για την ενίσχυση των μεγάλων σχολών της Πόλης, όπως η Μεγάλη του Γένους Σχολή. Δίπλα σε αυτούς στοιχίζονται οι νεανικοί σύλλογοι και ακόμη, σύλλογοι φιλολογικοί, θεατρικοί, μουσικοί και αθλητικοί. Στο βιβλίο, οι σύλλογοι παρατάσσονται κατά χρονολογική σειρά, ακολουθώντας το έτος της ίδρυσής τους. Να σημειώσουμε πως ο πρώτος σύλλογος, που καταγράφεται, ιδρύεται το 1769 και ο επόμενος, το 1803, ενώ αρχίζουν να πυκνώνουν μόνο μετά το 1861. Χαρακτηριστικό της έξαρσης, που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, είναι οι συνολικά τριάντα πέντε σύλλογοι, που ιδρύθηκαν κατά την ύστατη διετία, 1921-22.
Παρά τα κατά καιρούς απαγορευτικά μέτρα της τουρκικής κυβέρνησης, οι σύλλογοι επιβίωσαν και πολλοί μακροημέρευσαν. Αυτό δεν σημαίνει ότι η αποτίμηση του έργου τους στάθηκε πάντοτε θετική. Κατά καιρούς, ορισμένοι από αυτούς κατηγορήθηκαν πως δεν ήταν αρκετά δραστήριοι ή και πως δεν εκπλήρωναν τους σκοπούς τους. Πάντως, στην Κωνσταντινούπολη, προς τα τέλη του 19ου αιώνα, φαίνεται πως παρατηρήθηκε “συλλογομανία”, την οποία και διακωμώδησαν δεόντως τα τοπικά σατιρικά φύλλα της εποχής. Το τελικό, όμως, συμπέρασμα είναι ότι οι φιλεκπαιδευτικοί σύλλογοι, μαζί με τις φιλανθρωπικές αδελφότητες, συνέβαλαν καθοριστικά στη διάδοση της ελληνικής παιδείας. Γεγονός, που εκτιμήθηκε και από τους γάλλους φιλέλληνες.
Στον τόμο, ένα σύντομο κεφάλαιο, όλο και όλο, δυο σελίδων αναφέρεται στις φιλολογικές συντροφιές. Εκεί, μνημονεύονται και ορισμένα “φιλολογικά σαλόνια”, που άνοιξαν στα χρόνια 1910-1914, όπως αυτά του δημοτικιστή Φώτη Φωτιάδη και της Σοφίας Σπανούδη. Κατά τα άλλα, το μοναδικό ευρετήριο του τόμου καταρτίστηκε με βάση την επίσημη ονομασία των συλλόγων, ενώ απουσιάζει ένα θεματικό ευρετήριο με βάση το σκοπό και τις δραστηριότητες του κάθε συλλόγου. Οπότε, εάν κάποιος ενδιαφέρεται για ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, θα πρέπει να διέλθει το σύνολο των 482 σελίδων. Για παράδειγμα, εις μάτην αναζητήσαμε τον Σταύρο Βουτυρά, τον εκδότη του «Νεολόγου», που υπήρξε από τους ιδρυτές ορισμένων από τους μεγάλους συλλόγους της Πόλης.
Όμως αυτά συνιστούν λεπτομέρειες, που μπορούν να συμπληρωθούν. Το σημαντικό είναι πως ολοκληρώθηκε τελικά, σε δυο τόμους, η παρουσίαση των ελληνικών συλλόγων της Μικράς Ασίας και της Κωνσταντινούπολης, καλύπτοντας μια εξηντάχρονη περίοδο, που έμελλε να είναι και η τελευταία της ακμής του Ελληνισμού εκείθεν του Αιγαίου.
«Σύλλογοι Κωνσταντινουπόλεως (1861-1922)
Έκδοση του Συλλόγου προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων
Αθήνα, 2009
Ένα χαρακτηριστικό του αθηναϊκού Τύπου, που ποτέ δεν θα καταλάβουμε, ούτε, όμως, και θα συνηθίσουμε, είναι ο τρόπος, που ιεραρχεί και αξιολογεί τις ειδήσεις. Τρόπος, που ουδόλως αρμόζει σε μέσο μαζικής ενημέρωσης. Η είδηση του θανάτου ενός ηθοποιού ή και ενός οποιουδήποτε ανθρώπου του θεάματος κρίνεται τόσο σημαντική, που μπορεί να καταλάβει και ολόκληρη σελίδα. Ενώ, στο άλλο άκρο του φάσματος, η είδηση του θανάτου ενός επιστήμονα, ανεξάρτητα του πόσο σημαντικού έργου έχει επιτελέσει, αξιολογείται τόσο μηδαμινή, που ούτε καν αναφέρεται. Στην καλύτερη περίπτωση, αν υπάρχουν συγγενείς ή και φίλοι, με κάποιες γνωριμίες στις εφημερίδες, να περάσει κανένα καρεδάκι, που ενίοτε ορθώνεται σε μονοστηλάκι. Ειδάλλως, η είδηση του θανάτου καταχωρείται μόνο στα “κοινωνικά”. Σε αυτές τις αφανείς, κατά την κρίση των δημοσιογράφων, περιπτώσεις, φαίνεται πως ανήκει και η Κυριακή Μαμώνη. Έχουμε κρατήσει από τη στήλη των “κοινωνικών” την αγγελία της κηδείας της, στις 16 Απριλίου 2007. Άλλη αναφορά δεν εντοπίσαμε, τουλάχιστον όσο αφορά τις εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας. Στην αδιαφορία, ενδεχομένως να συμβάλλει και η ανυπαρξία οικογένειας. Μόνο μια αδελφή και μια αδελφική φίλη μνημονεύονται στην αγγελία. Ωστόσο, είναι γνωστό πως δεν ήταν και λίγοι εκείνοι που μαθήτευσαν δίπλα της.
Τις προάλλες λάβαμε το τελευταίο της βιβλίο. Στο προλογικό σημείωμα, η Λήδα Ιστικοπούλου, που συνυπογράφει την έκδοση, αναφέρει πως πέθανε η Κυριακή Μαμώνη, που είχε ξεκινήσει και προωθήσει τη συγκεκριμένη μελέτη και η οποία την είχε μυήσει στο όλο έργο. Την ευχαριστεί για “την τιμαλφή μαθητεία” αλλά δεν δράττεται της ευκαιρίας για μια εκτενέστερη αναφορά στο έργο της. Κι όμως, ήταν μια καλή ευκαιρία για τη δημοσίευση ενός βιογραφικού της Μαμώνη, συμπληρωμένου και με την ημερομηνία του θανάτου της. Αν και τα τελευταία χρόνια, η χρονολογία του θανάτου, πόσω μάλλον η ημερομηνία, υποκαθίσταται από την επιγραμματική έκφραση “απέθανε πλήρης ημερών”, η οποία, τρόπον τινά, αποβαίνει συνώνυμη με το καιρός ήταν.
Η Κυριακή Μαμώνη αφιέρωσε ολόκληρο το έργο της στην ιστορία του Ελληνισμού της Θράκης και της Μικράς Ασίας. Θα πρέπει να συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πλέον συστηματικούς μελετητές του συγκεκριμένου χώρου. Το 2003, η ίδια είχε συγκεντρώσει ορισμένα από τα “θρακικά” μελετήματά της σε έναν τόμο, που είχε εκδοθεί κι αυτός από τον Σ.Ω.Β. Σε αυτόν, προτάσσεται σύντομο βιογραφικό της. Σύμφωνα με αυτό, γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς με ρίζες από την Ανατολική Θράκη και την Μικρά Ασία. Τα έξι πρώτα χρόνια της μαθητικής της ζωής τα πέρασε στο «Άσυλο Αγίου Ανδρέου», Νέας Σμύρνης. Ενώ, τα έξι γυμνασιακά της χρόνια στην Ευαγγελική Σχολή της ίδιας περιοχής, όπου τα δύο τελευταία χρόνια είχε διευθύντρια την Όλγα Κακριδή. Τελείωσε τη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1949 και το 1954 αναγορεύτηκε διδάκτωρ της Βυζαντινής Φιλολογίας στην έδρα του Νίκου Τωμαδάκη. Παράλληλα, έλαβε το δίπλωμα της Γαλλικής Φιλολογίας. Υπηρέτησε στην ιδιωτική εκπαίδευση. Όμως, ευθύς εξ αρχής, επιδόθηκε στην ταξινόμηση και μελέτη των ανέκδοτων αρχείων, που φυλάσσονται στη Βιβλιοθήκη της «Εστίας» Νέας Σμύρνης, κυρίως του Συλλόγου «Ανατολή».
Στον ίδιο τόμο υπάρχει κατάλογος με τα δημοσιεύματά της στην διάρκεια μισού και πλέον αιώνα, 1949-2002. Όπως φαίνεται, κύριο θέμα των ερευνών της αποτέλεσε ο Γιώργος Βιζυηνός. Συντάσσει βιβλιογραφία του για την περίοδο 1873-1962 και συμβάλλει καθοριστικά στη συγκέντρωση στοιχείων για τη ζωή και το έργο του. Επίσης, αναζητά τα ίχνη του στα αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών, φέρνοντας στο φως τη δραστηριότητα, που είχε αναπτύξει ο Βιζυηνός σχετικά με τα εκπαιδευτικά της πατρίδας του. Σε ιδιαίτερο κεφάλαιο στα «Θρακικά», παρουσιάζει την αλληλογραφία του Βιζυηνού με τους παράγοντες της εκπαίδευσης στη Ανατολική Θράκη. Επίσης, δημοσιεύει μια έκθεση, που εκείνος είχε υποβάλλει στον τότε υπουργό Εξωτερικών Στέφανο Δραγούμη, για την κακή κατάσταση που επικρατούσε στην επαρχία της Βιζύης μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο, υπογραμμίζοντας την απόλυτη ανάγκη να λειτουργήσουν και πάλι στις εκεί κοινότητες ελληνικές σχολές.
Ένα άλλο θέμα, που η Μαμώνη ερεύνησε επί μακρόν, είναι οι ελληνικοί σύλλογοι μέσα στα όρια της οθωμανικής επικράτειας. Συγκεκριμένα, μελέτησε και κατέγραψε τη σωματειακή οργάνωση του Ελληνισμού σε Θράκη, Κωνσταντινούπολη και Μικρά Ασία. Ήδη, από το 1969, είχε αρχίσει να δημοσιεύει τα αποτελέσματα αυτής της έρευνάς της κατά περιοχή. Τελικά, το 2002, εκδόθηκε σε βιβλίο η μελέτη «Γυναικείοι Σύλλογοι στην Κωνσταντινούπολη (1861-1922)», και το 2006, η μελέτη «Σωματειακή οργάνωση του Ελληνισμού στη Μικρά Ασία». Και τα δυο από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας. Ενώ, στην ολοκλήρωση και των δυο βιβλίων συμμετείχε η νεότερη ιστορικός Λήδα Ιστικοπούλου. Μάλιστα, η Μαμώνη, στο προλογικό σημείωμα του δεύτερου βιβλίου, σημειώνει χαρακτηριστικά πως η συνεργασία παλαιότερων και νεότερων ερευνητών ανοίγει νέους ορίζοντες στην έρευνα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, από την νεότερη θα αναμενόταν να καταρτίσει τα απαραίτητα ευρετήρια, τα οποία θα καθιστούσαν τα βιβλία χρηστικά για ένα ευρύτερο κοινό ενδιαφερομένων. Να σημειώσουμε πως η μαθητεία της Ιστικοπούλου δίπλα στη Μαμώνη απέφερε και τη μοναδική στο είδος της μελέτη «Η ελληνική ταπητουργία και η ταπητουργός στη Μικρά Ασία (1860-1922)» («Εστία», 2000)
Στο βιβλίο «Σωματειακή οργάνωση του Ελληνισμού στη Μικρά Ασία», η Μαμώνη παρουσιάζει τους συλλόγους ανά περιοχή, ξεκινώντας από τη Βιθυνία. Εξαιρεί, όμως, την Κωνσταντινούπολη, όπου περιλαμβάνεται η αρχιεπισκοπή Κωνσταντινουπόλεως και η ασιατική ακτή του Βοσπόρου. Αυτό το κενό έρχεται να καλύψει το πρόσφατο βιβλίο της. Το έτος εκκίνησης ολόκληρης της καταγραφής είναι το 1861 και αναφέρεται στο έτος ίδρυσης του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως. Ωστόσο, όπως συμβαίνει και με τους σμυρναϊκούς συλλόγους, που χρονολογούνται από το 1838, έτσι και εδώ, συμπεριλαμβάνονται και όσοι σύλλογοι ιδρύθηκαν πριν το 1861. Όσο για το καταληκτικό έτος της καταγραφής, δεν χρήζει σχολιασμού. Πάντως, και σε αυτό το βιβλίο, παρακάμπτεται η εν εκτάσει παρουσίαση του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως, καθώς θεωρείται ότι πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο ιδιαίτερης μελέτης.
Σύμφωνα με την εισαγωγή, οι σύλλογοι της Κωνσταντινούπολης υπερβαίνουν τους 800. Ανάλογα με τους σκοπούς της δημιουργίας τους εντάσσονται στις ακόλουθες κατηγορίες: α) φιλεκπαιδευτικούς, που στάθηκαν και οι σημαντικότεροι, β) θρησκευτικούς και φιλανθρωπικούς, που όφειλαν τη σύστασή τους στους εύπορους αστούς της Πόλης και το Πατριαρχείο, γ) επαγγελματικούς, που στόχευαν στη διασφάλιση των εργαζομένων, δ) πολιτικούς ή και εθνικούς, που άρχισαν να δημιουργούνται με την ψήφιση του τουρκικού συντάγματος του 1908, ε) σύλλογοι των αποδήμων, που έρχονταν από τον ελεύθερο ή και τον ακόμη οθωμανοκρατούμενο ελλαδικό κόσμο, στ) σύλλογοι για την ενίσχυση των μεγάλων σχολών της Πόλης, όπως η Μεγάλη του Γένους Σχολή. Δίπλα σε αυτούς στοιχίζονται οι νεανικοί σύλλογοι και ακόμη, σύλλογοι φιλολογικοί, θεατρικοί, μουσικοί και αθλητικοί. Στο βιβλίο, οι σύλλογοι παρατάσσονται κατά χρονολογική σειρά, ακολουθώντας το έτος της ίδρυσής τους. Να σημειώσουμε πως ο πρώτος σύλλογος, που καταγράφεται, ιδρύεται το 1769 και ο επόμενος, το 1803, ενώ αρχίζουν να πυκνώνουν μόνο μετά το 1861. Χαρακτηριστικό της έξαρσης, που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, είναι οι συνολικά τριάντα πέντε σύλλογοι, που ιδρύθηκαν κατά την ύστατη διετία, 1921-22.
Παρά τα κατά καιρούς απαγορευτικά μέτρα της τουρκικής κυβέρνησης, οι σύλλογοι επιβίωσαν και πολλοί μακροημέρευσαν. Αυτό δεν σημαίνει ότι η αποτίμηση του έργου τους στάθηκε πάντοτε θετική. Κατά καιρούς, ορισμένοι από αυτούς κατηγορήθηκαν πως δεν ήταν αρκετά δραστήριοι ή και πως δεν εκπλήρωναν τους σκοπούς τους. Πάντως, στην Κωνσταντινούπολη, προς τα τέλη του 19ου αιώνα, φαίνεται πως παρατηρήθηκε “συλλογομανία”, την οποία και διακωμώδησαν δεόντως τα τοπικά σατιρικά φύλλα της εποχής. Το τελικό, όμως, συμπέρασμα είναι ότι οι φιλεκπαιδευτικοί σύλλογοι, μαζί με τις φιλανθρωπικές αδελφότητες, συνέβαλαν καθοριστικά στη διάδοση της ελληνικής παιδείας. Γεγονός, που εκτιμήθηκε και από τους γάλλους φιλέλληνες.
Στον τόμο, ένα σύντομο κεφάλαιο, όλο και όλο, δυο σελίδων αναφέρεται στις φιλολογικές συντροφιές. Εκεί, μνημονεύονται και ορισμένα “φιλολογικά σαλόνια”, που άνοιξαν στα χρόνια 1910-1914, όπως αυτά του δημοτικιστή Φώτη Φωτιάδη και της Σοφίας Σπανούδη. Κατά τα άλλα, το μοναδικό ευρετήριο του τόμου καταρτίστηκε με βάση την επίσημη ονομασία των συλλόγων, ενώ απουσιάζει ένα θεματικό ευρετήριο με βάση το σκοπό και τις δραστηριότητες του κάθε συλλόγου. Οπότε, εάν κάποιος ενδιαφέρεται για ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, θα πρέπει να διέλθει το σύνολο των 482 σελίδων. Για παράδειγμα, εις μάτην αναζητήσαμε τον Σταύρο Βουτυρά, τον εκδότη του «Νεολόγου», που υπήρξε από τους ιδρυτές ορισμένων από τους μεγάλους συλλόγους της Πόλης.
Όμως αυτά συνιστούν λεπτομέρειες, που μπορούν να συμπληρωθούν. Το σημαντικό είναι πως ολοκληρώθηκε τελικά, σε δυο τόμους, η παρουσίαση των ελληνικών συλλόγων της Μικράς Ασίας και της Κωνσταντινούπολης, καλύπτοντας μια εξηντάχρονη περίοδο, που έμελλε να είναι και η τελευταία της ακμής του Ελληνισμού εκείθεν του Αιγαίου.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου