Δημήτρης Αλεξίου
«Τέσσερις ώρες»
Εικονογράφηση
Δημήτρης Ταλαγάνης
Εκδόσεις Εριφύλη
Μάιος 2009
Και πάλι, ο λόγος για διηγήματα. Κι αυτό, γιατί πιστεύουμε ότι, μετά την ποίηση, είναι το λογοτεχνικό είδος, στο οποίο προβάλλει ευκρινέστερα η ιδιοπροσωπία της ελληνικής λογοτεχνίας. Και αυτή τη φορά, πρόκειται για μια ολιγοσέλιδη συλλογή διηγημάτων. Τα τελευταία χρόνια, οι συλλογές διηγημάτων, ως προς τον αριθμό των σελίδων, κινούνται στα άκρα, είτε ισχνές είτε ογκώδεις. Όπως φαίνεται, οι συγγραφείς, όταν αποφασίζουν να συγκεντρώσουν τα διηγήματά τους, χάνουν το μέτρο. Άλλοι εμφανίζονται άκρως επιλεκτικοί και άλλοι περισυλλέγουν αδιακρίτως άπαντα τα υπάρχοντα. Βεβαίως, στην πρώτη περίπτωση, ανήκουν οι ολιγογράφοι, που δεν γράφουν ιστορίες αλλά διηγήματα, τα οποία και κυοφορούν επί μακρόν. Ενώ, στη δεύτερη ομάδα, ανήκουν κυρίως οι νεότεροι, που εκδίδουν τα βιβλία τους σε μεγάλους εκδοτικούς οίκους. Πιέζονται να γράψουν μυθιστόρημα και καθώς αδυνατούν ή δεν τους βγαίνει, φουσκώνουν τις συλλογές τους σε μια απέλπιδα προσπάθεια να προσεγγίσουν, τουλάχιστον ως προς τον αριθμό των σελίδων, το στόχο τους. Το συγκεκριμένο, ωστόσο, βιβλίο ανήκει σε μια τρίτη κατηγορία. Αυτήν των τυποτεχνικά ωραίων εκδόσεων, που ορισμένοι συγγραφείς έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν εις εαυτούς. Πρόκειται για μια έκδοση, που θυμίζει πώς ήταν τα βιβλία άλλοτε· πολυτονικά και χειροποίητα.
Δόκιμος ποιητής της γενιάς του ’70 ο Δημήτρης Αλεξίου, έχει εκδώσει και παλαιότερα αφηγηματικά βιβλία. Στο καινούριό του βιβλίο, συγκεντρώνει τέσσερα διηγήματα, γραμμένα, όπως δηλώνει και με τον τίτλο της συλλογής, σε τέσσερις διαφορετικές “ώρες” της ζωής του. Πάντως, δεν πρόκειται για διαφορετικές εποχές, αφού και οι τέσσερις τοποθετούνται μέσα στην τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα, παρά μόνο, ίσως, για ξεχωριστές περιστάσεις. Ο συγγραφέας δανείζει στον αφηγητή τις βιογραφικές συντεταγμένες του, δηλαδή το μικρό του όνομα, τον τόπο των παιδικών του χρόνων και το επάγγελμά του. Ποιητής συστήνεται και ο αφηγητής του. Μάλιστα, το υπογραμμίζει, όταν πρόκειται για μια καινούρια γυναικεία γνωριμία. Γιατί γνωρίζει από την εμπειρία του πως αυτό είναι ένα από τα κλειδιά, που ανοίγει τις ρομαντικές καρδιές του έτερου φύλου. Η ταυτοποίηση, ωστόσο, συγγραφέα και αφηγητή δεν είναι απαραίτητο να σημαίνει πως πρόκειται, εν μέρει ή πόσω μάλλον εξ ολοκλήρου, για προσωπικά βιώματα του συγγραφέα. Είναι προφανές πως ο Αλεξίου συνεχίζει δια της αφηγηματικής οδού το ποιητικό του ημερολόγιο. Στο γνώριμο και από την ποίησή του πραγματολογικό πλαίσιο, παρεμβαίνει μυθοπλαστικά. Έτσι δημιουργεί έναν πρόσθετο “επάλληλο μύθο”, για να θυμηθούμε και τον τίτλο μιας παλαιότερης ποιητικής συλλογής του, την οποία ο αφηγητής, στο πρώτο διήγημα, προσφέρει μετά αφιερώσεως σε μια καινούρια γνωριμία του. Δεν αποκαλύπτει τα ακριβή λόγια της αφιέρωσης. Περιορίζεται μόνο στο γενικόλογο, “Η γνωστή αφιέρωση, με τον γνωστό τρόπο”, με το οποίο και υπονοεί πως είναι έμπειρος στην ερωτική στρατηγική. Όπου, κατά τη ρήση, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, επιστρατεύει και την ποιητική του ιδιότητα.
«Κορίνα» είναι ο τίτλος του πρώτου διηγήματος και το θέμα του είναι η κατάκτηση μιας γυναίκας ονόματι Κορίνας. Η αφήγηση παρακολουθεί τα τεκταινόμενα από τη δική του οπτική γωνία. Ένας παντρεμένος, που έχει προ πολλού βαρεθεί την έγγαμη ρουτίνα, γνωρίζει έναν “κορίτσαρο” και αποφασίζει να τα τινάξει όλα στον αέρα. Το διήγημα, όμως, δεν εστιάζει στα υπαρξιακά του διλήμματα, αλλά στην ενδεδειγμένη τακτική κινήσεων. Αρχικά εφαρμόζει παρελκυστικές και διερευνητικές κινήσεις, για να καταλήξει σε αποφασιστικά και τολμηρά διαβήματα. Αισθησιακές οι περιγραφές των περιπτύξεων, με τη γυναίκα να ανθίσταται και εκείνον να επιμένει. Παρότι ποιητής και παρόλο που αρχικά υποστηρίζει πως το ζητούμενο δεν είναι να “κοιμηθεί μαζί της”, εν τέλει, το ερωτικό παιχνίδι επαναλαμβάνεται στερεότυπο, χωρίς, ωστόσο, να χάνει το ενδιαφέρον του.
Το χαρακτηριστικό στην αφήγηση του Αλεξίου είναι οι σύντομες φράσεις. Αν δεχτούμε πως η μονάδα στην ποίηση είναι η λέξη και στην πρόζα η φράση, παραλλάσσοντας ελαφρώς τη σεφερική διατύπωση, τότε η φράση του Αλεξίου αντανακλά, τη θυμική κατάσταση του αφηγητή. Ιδιαίτερα σε αυτό το πρώτο διήγημα, όπου τονίζει το ρήμα, προτάσσοντάς το, δείχνει τη νευρικότητά του, καθώς καταστρώνει το σχέδιο πολιορκίας, ανασυντάσσοντας τις δυνάμεις του. Η διάχυτη ανυπομονησία του δίνει έναν τερπνό χαρακτήρα στην αφήγηση, καθώς, ουσιαστικά, σκιαγραφεί μια αρχετυπική συμπεριφορά, όπως είναι η αρσενική αδημονία για ό,τι μέλλεται να ακολουθήσει.
Πλησιέστερα στο ποιητικό σύμπαν του Αλεξίου βρίσκεται το τέταρτο διήγημα της συλλογής. Κι αυτό χαρακτηρίζεται ερωτικό, μόνο που σε αυτό υπερισχύει η στοχαστική διάθεση. Ο τίτλος είναι «Έτος 2001 μ.Χ.», όπου ο αφηγητής ορίζει ως αρχή του 21ου αιώνα την πρωτοχρονιά του 2001 και όχι του 2000, όπως παγκοσμίως εορτάστηκε. Το διήγημα εκτυλίσσεται στο Σούνιο, τόπο προσφιλή του ποιητικού “οδοιπόρου” αλλά και του αφηγητή, αφού αποφασίζει να υποδεχτεί εκεί τον καινούριο αιώνα. Το λυκαυγές τον βρίσκει να περιδιαβαίνει στο ναό του Ποσειδώνα, αναφωνώντας τα ονόματα των γυναικών της ζωής του. Καταλογάδην φθάνει τα 329, χωρισμένα σε έξι ομάδες και χωρίς επαναλήψεις. Και πάλι αυτοσυστήνεται ποιητής, ετών πενήντα, ομολογώντας πως ζει με την ελπίδα να βρει κι αυτός, όπως όλοι οι μεγάλοι ποιητές, μια Λολίτα. Εδώ είναι διάχυτος ο αυτοσαρκασμός. Από τόση προσπάθεια που κατέβαλε αυτός ο συστηματικός εραστής για την κατάκτηση του ωραίου φύλου, απέμειναν μόνο ονόματα. Ακόμη και μια νεανική αγάπη που είχε μείνει στις ανεκπλήρωτες επιθυμίες, δεν ανταποκρίθηκε στο κάλεσμά του να υποδεχθούν συντροφιά την καινούρια χιλιετία.
Υπάρχουν ακόμη δυο διηγήματα. Στο ένα, ο αφηγητής αποπειράται μια κατάδυση στην παιδική ηλικία, ενώ στο άλλο αφηγείται ένα όνειρο. Λυμένοι οι λογικοί αρμοί, γνώριμα στον ενυπνιαζόμενο αφηγητή τα σκηνικά, η αφήγηση, όμως, είναι περισσότερο συνεκτική από όσο θα επέτρεπε η ονειρική απροσδιοριστία. Πάντως, στο πρώτο κομμάτι, το ερωτικό, οι ελλειπτικές προτάσεις αποδίδουν την αίσθηση που αφήνει ένα όνειρο. Τελικά, υπάρχουν ορισμένοι ποιητές, ιδιαίτερα κάποιοι της γενιάς του ’70, που, με τα λιγοστά πεζά τους, γεννούν το ερώτημα, πόσο καλοί πεζογράφοι θα γίνονταν, αν είχαν επιδοθεί συστηματικά, αντί της ποίησης, στην καλλιέργεια της αφήγησης.
«Τέσσερις ώρες»
Εικονογράφηση
Δημήτρης Ταλαγάνης
Εκδόσεις Εριφύλη
Μάιος 2009
Και πάλι, ο λόγος για διηγήματα. Κι αυτό, γιατί πιστεύουμε ότι, μετά την ποίηση, είναι το λογοτεχνικό είδος, στο οποίο προβάλλει ευκρινέστερα η ιδιοπροσωπία της ελληνικής λογοτεχνίας. Και αυτή τη φορά, πρόκειται για μια ολιγοσέλιδη συλλογή διηγημάτων. Τα τελευταία χρόνια, οι συλλογές διηγημάτων, ως προς τον αριθμό των σελίδων, κινούνται στα άκρα, είτε ισχνές είτε ογκώδεις. Όπως φαίνεται, οι συγγραφείς, όταν αποφασίζουν να συγκεντρώσουν τα διηγήματά τους, χάνουν το μέτρο. Άλλοι εμφανίζονται άκρως επιλεκτικοί και άλλοι περισυλλέγουν αδιακρίτως άπαντα τα υπάρχοντα. Βεβαίως, στην πρώτη περίπτωση, ανήκουν οι ολιγογράφοι, που δεν γράφουν ιστορίες αλλά διηγήματα, τα οποία και κυοφορούν επί μακρόν. Ενώ, στη δεύτερη ομάδα, ανήκουν κυρίως οι νεότεροι, που εκδίδουν τα βιβλία τους σε μεγάλους εκδοτικούς οίκους. Πιέζονται να γράψουν μυθιστόρημα και καθώς αδυνατούν ή δεν τους βγαίνει, φουσκώνουν τις συλλογές τους σε μια απέλπιδα προσπάθεια να προσεγγίσουν, τουλάχιστον ως προς τον αριθμό των σελίδων, το στόχο τους. Το συγκεκριμένο, ωστόσο, βιβλίο ανήκει σε μια τρίτη κατηγορία. Αυτήν των τυποτεχνικά ωραίων εκδόσεων, που ορισμένοι συγγραφείς έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν εις εαυτούς. Πρόκειται για μια έκδοση, που θυμίζει πώς ήταν τα βιβλία άλλοτε· πολυτονικά και χειροποίητα.
Δόκιμος ποιητής της γενιάς του ’70 ο Δημήτρης Αλεξίου, έχει εκδώσει και παλαιότερα αφηγηματικά βιβλία. Στο καινούριό του βιβλίο, συγκεντρώνει τέσσερα διηγήματα, γραμμένα, όπως δηλώνει και με τον τίτλο της συλλογής, σε τέσσερις διαφορετικές “ώρες” της ζωής του. Πάντως, δεν πρόκειται για διαφορετικές εποχές, αφού και οι τέσσερις τοποθετούνται μέσα στην τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα, παρά μόνο, ίσως, για ξεχωριστές περιστάσεις. Ο συγγραφέας δανείζει στον αφηγητή τις βιογραφικές συντεταγμένες του, δηλαδή το μικρό του όνομα, τον τόπο των παιδικών του χρόνων και το επάγγελμά του. Ποιητής συστήνεται και ο αφηγητής του. Μάλιστα, το υπογραμμίζει, όταν πρόκειται για μια καινούρια γυναικεία γνωριμία. Γιατί γνωρίζει από την εμπειρία του πως αυτό είναι ένα από τα κλειδιά, που ανοίγει τις ρομαντικές καρδιές του έτερου φύλου. Η ταυτοποίηση, ωστόσο, συγγραφέα και αφηγητή δεν είναι απαραίτητο να σημαίνει πως πρόκειται, εν μέρει ή πόσω μάλλον εξ ολοκλήρου, για προσωπικά βιώματα του συγγραφέα. Είναι προφανές πως ο Αλεξίου συνεχίζει δια της αφηγηματικής οδού το ποιητικό του ημερολόγιο. Στο γνώριμο και από την ποίησή του πραγματολογικό πλαίσιο, παρεμβαίνει μυθοπλαστικά. Έτσι δημιουργεί έναν πρόσθετο “επάλληλο μύθο”, για να θυμηθούμε και τον τίτλο μιας παλαιότερης ποιητικής συλλογής του, την οποία ο αφηγητής, στο πρώτο διήγημα, προσφέρει μετά αφιερώσεως σε μια καινούρια γνωριμία του. Δεν αποκαλύπτει τα ακριβή λόγια της αφιέρωσης. Περιορίζεται μόνο στο γενικόλογο, “Η γνωστή αφιέρωση, με τον γνωστό τρόπο”, με το οποίο και υπονοεί πως είναι έμπειρος στην ερωτική στρατηγική. Όπου, κατά τη ρήση, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, επιστρατεύει και την ποιητική του ιδιότητα.
«Κορίνα» είναι ο τίτλος του πρώτου διηγήματος και το θέμα του είναι η κατάκτηση μιας γυναίκας ονόματι Κορίνας. Η αφήγηση παρακολουθεί τα τεκταινόμενα από τη δική του οπτική γωνία. Ένας παντρεμένος, που έχει προ πολλού βαρεθεί την έγγαμη ρουτίνα, γνωρίζει έναν “κορίτσαρο” και αποφασίζει να τα τινάξει όλα στον αέρα. Το διήγημα, όμως, δεν εστιάζει στα υπαρξιακά του διλήμματα, αλλά στην ενδεδειγμένη τακτική κινήσεων. Αρχικά εφαρμόζει παρελκυστικές και διερευνητικές κινήσεις, για να καταλήξει σε αποφασιστικά και τολμηρά διαβήματα. Αισθησιακές οι περιγραφές των περιπτύξεων, με τη γυναίκα να ανθίσταται και εκείνον να επιμένει. Παρότι ποιητής και παρόλο που αρχικά υποστηρίζει πως το ζητούμενο δεν είναι να “κοιμηθεί μαζί της”, εν τέλει, το ερωτικό παιχνίδι επαναλαμβάνεται στερεότυπο, χωρίς, ωστόσο, να χάνει το ενδιαφέρον του.
Το χαρακτηριστικό στην αφήγηση του Αλεξίου είναι οι σύντομες φράσεις. Αν δεχτούμε πως η μονάδα στην ποίηση είναι η λέξη και στην πρόζα η φράση, παραλλάσσοντας ελαφρώς τη σεφερική διατύπωση, τότε η φράση του Αλεξίου αντανακλά, τη θυμική κατάσταση του αφηγητή. Ιδιαίτερα σε αυτό το πρώτο διήγημα, όπου τονίζει το ρήμα, προτάσσοντάς το, δείχνει τη νευρικότητά του, καθώς καταστρώνει το σχέδιο πολιορκίας, ανασυντάσσοντας τις δυνάμεις του. Η διάχυτη ανυπομονησία του δίνει έναν τερπνό χαρακτήρα στην αφήγηση, καθώς, ουσιαστικά, σκιαγραφεί μια αρχετυπική συμπεριφορά, όπως είναι η αρσενική αδημονία για ό,τι μέλλεται να ακολουθήσει.
Πλησιέστερα στο ποιητικό σύμπαν του Αλεξίου βρίσκεται το τέταρτο διήγημα της συλλογής. Κι αυτό χαρακτηρίζεται ερωτικό, μόνο που σε αυτό υπερισχύει η στοχαστική διάθεση. Ο τίτλος είναι «Έτος 2001 μ.Χ.», όπου ο αφηγητής ορίζει ως αρχή του 21ου αιώνα την πρωτοχρονιά του 2001 και όχι του 2000, όπως παγκοσμίως εορτάστηκε. Το διήγημα εκτυλίσσεται στο Σούνιο, τόπο προσφιλή του ποιητικού “οδοιπόρου” αλλά και του αφηγητή, αφού αποφασίζει να υποδεχτεί εκεί τον καινούριο αιώνα. Το λυκαυγές τον βρίσκει να περιδιαβαίνει στο ναό του Ποσειδώνα, αναφωνώντας τα ονόματα των γυναικών της ζωής του. Καταλογάδην φθάνει τα 329, χωρισμένα σε έξι ομάδες και χωρίς επαναλήψεις. Και πάλι αυτοσυστήνεται ποιητής, ετών πενήντα, ομολογώντας πως ζει με την ελπίδα να βρει κι αυτός, όπως όλοι οι μεγάλοι ποιητές, μια Λολίτα. Εδώ είναι διάχυτος ο αυτοσαρκασμός. Από τόση προσπάθεια που κατέβαλε αυτός ο συστηματικός εραστής για την κατάκτηση του ωραίου φύλου, απέμειναν μόνο ονόματα. Ακόμη και μια νεανική αγάπη που είχε μείνει στις ανεκπλήρωτες επιθυμίες, δεν ανταποκρίθηκε στο κάλεσμά του να υποδεχθούν συντροφιά την καινούρια χιλιετία.
Υπάρχουν ακόμη δυο διηγήματα. Στο ένα, ο αφηγητής αποπειράται μια κατάδυση στην παιδική ηλικία, ενώ στο άλλο αφηγείται ένα όνειρο. Λυμένοι οι λογικοί αρμοί, γνώριμα στον ενυπνιαζόμενο αφηγητή τα σκηνικά, η αφήγηση, όμως, είναι περισσότερο συνεκτική από όσο θα επέτρεπε η ονειρική απροσδιοριστία. Πάντως, στο πρώτο κομμάτι, το ερωτικό, οι ελλειπτικές προτάσεις αποδίδουν την αίσθηση που αφήνει ένα όνειρο. Τελικά, υπάρχουν ορισμένοι ποιητές, ιδιαίτερα κάποιοι της γενιάς του ’70, που, με τα λιγοστά πεζά τους, γεννούν το ερώτημα, πόσο καλοί πεζογράφοι θα γίνονταν, αν είχαν επιδοθεί συστηματικά, αντί της ποίησης, στην καλλιέργεια της αφήγησης.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου