Σάββατο 10 Απριλίου 2010

Στα 100 χρόνια του Κιλελέρ

Θω­μάς Ψύρ­ρας
«Κι­λε­λέ­ρ στον ή­λιο μοί­ρα»
Εκδό­σεις Με­ταίχ­μιο Μάρ­τιος 2010

Στα ση­με­ρι­νά συλ­λα­λη­τή­ρια οι α­γρό­τες κα­τε­βαί­νουν και σχη­μα­τί­ζουν α­τέρ­μο­νες φά­λαγ­γες με τα ι­διό­κτη­τα τρα­κτέρ τους. Πριν έ­ναν αιώ­να, οι πρό­γο­νοί τους δεν εί­χαν ού­τε καν υ­πο­ζύ­για. Το μό­νο δια­θέ­σι­μο μέ­σο συ­γκοι­νω­νίας ή­ταν το τρέ­νο. Στις 6 Μαρ­τίου 1910, η­μέ­ρα Σάβ­βα­το, για να φτά­σουν στη Λά­ρι­σα, ό­που ο άρ­τι συ­στα­θείς Γεωρ­γι­κός Σύν­δε­σμος εί­χε ορ­γα­νώ­σει παν­θεσ­σα­λι­κό συλ­λα­λη­τή­ριο, πε­ρί­με­ναν α­πό τα ξη­με­ρώ­μα­τα κα­τά μή­κος της σι­δη­ρο­δρο­μι­κής γραμ­μής με σκο­πό να σαλ­τά­ρουν στο τρέ­νο. Πολ­λοί άλ­λοι συ­γκε­ντρώ­θη­καν στους σι­δη­ρο­δρο­μι­κούς σταθ­μούς. Γύ­ρω στους δια­κό­σιους πε­ρί­με­ναν στο σταθ­μό του Κι­λε­λέ­ρ, 29 χι­λιό­με­τρα νο­τιο­α­να­το­λι­κά της Λά­ρι­σας, την α­μα­ξο­στοι­χία της γραμ­μής Βό­λου-Βε­λε­στί­νου-Λά­ρι­σας, που θα περ­νού­σε στις 8.30. Στο με­τα­ξύ, στην α­μα­ξο­στοι­χία εί­χαν ή­δη ε­πι­βι­βα­στεί α­πό το Βε­λε­στί­νο στρα­τιω­τι­κές δυ­νά­μεις προς ε­νί­σχυ­ση του στρα­τού, που ή­ταν συ­γκε­ντρω­μέ­νος στη Λά­ρι­σα. Στο τρέ­νο, ε­πέ­βαι­νε ο διευ­θυ­ντής των Θεσ­σα­λι­κών Σι­δη­ρο­δρό­μων, που συ­νό­δευε γερ­μα­νό δη­μο­σιο­γρά­φο, ο ο­ποίος εί­χε έρ­θει με­τά της συ­ζύ­γου του ως α­ντα­πο­κρι­τής δυο ε­φη­με­ρί­δων. Οι α­γρό­τες, στο σταθ­μό του Κι­λε­λέ­ρ, προ­σπά­θη­σαν να α­νέ­βουν, χω­ρίς να κό­ψουν ει­σι­τή­ριο. Ο διευ­θυ­ντής δεν το ε­πέ­τρε­ψε και ε­κεί­νοι άρ­χι­σαν να λι­θο­βο­λούν το τρέ­νο. Ένα πε­ρί­που χι­λιό­με­τρο πιο κά­τω, άλ­λη ο­μά­δα α­γρο­τών, πο­λυ­πλη­θέ­στε­ρη, προ­σπά­θη­σε να στα­μα­τή­σει την α­μα­ξο­στοι­χία. Οι στρα­τιω­τι­κές δυ­νά­μεις άρ­χι­σαν να πυ­ρο­βο­λούν. Προ­φα­νώς, στον αέ­ρα, α­πλώς και μό­νο προς εκ­φο­βι­σμό, ό­πως εί­θι­σται να λέ­γε­ται. Όταν, ό­μως, οι α­γρό­τες, α­ντί να το βάλ­λουν στα πό­δια, ε­ξα­γριώ­θη­καν και άρ­χι­σαν να πε­τούν πέ­τρες και ξύ­λα, πυ­ρο­βό­λη­σαν στο ψα­χνό. Ο α­πο­λο­γι­σμός της α­να­μέ­τρη­σης ή­ταν δυο νε­κροί και ε­φτά τραυ­μα­τίες. Στον ε­πό­με­νο σταθ­μό, ο μη­χα­νο­δη­γός δεν έ­κο­ψε τα­χύ­τη­τα. Οι α­γρό­τες έ­ρι­ξαν και πά­λι τις πέ­τρες τους και οι στρα­τιώ­τες α­πά­ντη­σαν με πυ­ρά. Οπό­τε προ­στέ­θη­κε άλ­λος έ­νας νε­κρός και γύ­ρω στους δε­κα­πέ­ντε τραυ­μα­τίες.
Ενό­σω αυ­τά συ­νέ­βαι­ναν στα πε­ρί­χω­ρα, στην πό­λη της Λά­ρι­σας εί­χε αρ­χί­σει το συλ­λα­λη­τή­ριο. Άλλω­στε, α­πό το πρωί, εί­χε γε­μί­σει η πλα­τεία Θέ­μι­δος, που εί­χε ο­ρι­στεί ως τό­πος συ­γκέ­ντρω­σης, κα­θώς οι α­γρό­τες των κο­ντι­νών χω­ριών έρ­χο­νταν πε­ζή ή με τα κά­ρα τους. Οι αρ­χές, βε­βαίως, εί­χαν με­ρι­μνή­σει για τη δια­τή­ρη­ση της τά­ξης. Μπρο­στά στις τρά­πε­ζες και τα δη­μό­σια κα­τα­στή­μα­τα εί­χαν το­πο­θε­τη­θεί φρου­ρές, ε­νώ εί­χε ε­νι­σχυ­θεί η φρού­ρη­ση στις πύ­λες ει­σό­δου της πό­λης και στη γέ­φυ­ρα του Πη­νειού. Έφιπ­πές πε­ρι­πο­λίες ή­λεγ­χαν τους δρό­μους, ε­νώ οι α­γρό­τες, με ση­μαίες και τρα­γού­δια, ό­λο και πλή­θαι­ναν. Προ­νο­η­τι­κή και φο­βού­με­νη τα χει­ρό­τε­ρα η φρου­ρά της πύ­λης των Φαρ­σά­λων, α­πα­γό­ρευ­σε την εί­σο­δο σε μια ο­μά­δα, που ερ­χό­ταν α­πό το χω­ριό Νί­καια. Μέ­σα και έ­ξω α­πό την πύ­λη συ­γκε­ντρώ­θη­κε με­γά­λο πλή­θος α­γρο­τών. Ο ε­πι­κε­φα­λής της ί­λης ιπ­πι­κού, που δεν ή­ταν κα­θό­λου τυ­χαίο πρό­σω­πο, έ­δω­σε μια πρώ­τη δια­τα­γή να γί­νει χρή­ση ξί­φους προς α­ντι­με­τώ­πι­ση των α­γρο­τών που ορ­μού­σαν κρα­δαί­νο­ντας γκλί­τσες και μπα­στού­νια. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, ο ε­πι­κε­φα­λής ή­ταν ο Φι­λό­λα­ος Πη­χεών, γιος του βο­ρειο­η­πει­ρώ­τη εκ­παι­δευ­τι­κού Ανα­στά­σιου Πη­χεών, που εί­χε δια­κρι­θεί στον πό­λε­μο του 1897 και ε­πί­σης, ως κα­πε­τάν Φι­λώ­τας στον Μα­κε­δο­νι­κό Αγώ­να. Όπως και να έ­χει, η ξι­φή­ρης ε­πί­θε­ση δεν ο­δή­γη­σε στο α­να­με­νό­με­νο α­πο­τέ­λε­σμα. Όπου, ό­μως, τα ή­πια μέ­σα δεν τε­λε­σφο­ρούν, ως γνω­στόν, πί­πτουν πυ­ρο­βο­λι­σμοί. Ο ε­πί τό­που α­πο­λο­γι­σμός της σύ­γκρου­σης ή­ταν έ­νας νε­κρός. Να ση­μειώ­σου­με, ό­τι ο α­δελ­φός του πε­σό­ντος βρι­σκό­ταν ως δε­κα­νέ­ας στην ε­φορ­μού­σα ί­λη του ιπ­πι­κού. Προς συ­μπλή­ρω­ση της στε­ρεό­τυ­πης ει­κό­νας κά­θε α­δελ­φο­κτό­νου συ­μπλο­κής.
Όταν η εί­δη­ση για τους νε­κρούς στο Κι­λε­λέρ και στην Πύ­λη των Φαρ­σά­λων έ­φτα­σε στην πλα­τεία Θέ­μι­δος, ταυ­τό­χρο­να με την εί­δη­ση ό­τι φυ­λα­κί­στη­καν οι τρεις δή­μαρ­χοι, που ή­ταν οι κύ­ριοι διορ­γα­νω­τές του συλ­λα­λη­τη­ρίου, ξε­κί­νη­σε κα­νο­νι­κή μά­χη με­τα­ξύ στρα­τού και συ­γκε­ντρω­μέ­νων. Πα­ρα­δό­ξως, στη συ­νέ­χεια οι αρ­χές φά­νη­καν νου­νε­χείς και ε­πέ­τρε­ψαν το συλ­λα­λη­τή­ριο. Τό­τε, ο Γ. Σχοι­νάς έ­βγα­λε λό­γο α­παι­τώ­ντας να ψη­φι­στεί στη Βου­λή το νο­μο­σχέ­διο πε­ρί α­παλ­λο­τριώ­σεως των τσι­φλι­κιών. Ενώ, ψή­φι­σμα ε­πι­δό­θη­κε στον νο­μάρ­χη για να στα­λεί στη Βου­λή, ό­που, πέ­ραν των διεκ­δι­κή­σεων, κα­ταγ­γελ­λό­ταν η ά­δι­κη ε­πί­θε­ση κα­τά του λα­ού, με θύ­μα­τα “ά­ο­πλους και α­θώους λευ­κούς σκλά­βους της Θεσ­σα­λίας”. Την ί­δια ώ­ρα, διορ­γα­νώ­θη­κε συλ­λα­λη­τή­ριο στο Βό­λο. Από ε­κεί και ύ­στε­ρα, η ε­ξέ­λι­ξη ή­ταν λί­γο-πο­λύ α­να­με­νό­με­νη. Τις ε­πό­με­νες η­μέ­ρες, στη Βου­λή άρ­χι­σαν οι συ­ζη­τή­σεις. Ο τό­τε πρω­θυ­πουρ­γός, Στέ­φα­νος Δρα­γού­μης, για να κω­λυ­σιερ­γή­σει, ό­ρι­σε ε­πι­τρο­πές προς ε­ξέ­τα­ση του ζη­τή­μα­τος. Ενώ, στρα­τός και χω­ρο­φυ­λα­κή τέ­θη­καν ε­πί τω έρ­γω, κα­θα­ρί­ζο­ντας την ύ­παι­θρο α­πό τα α­να­τρε­πτι­κά στοι­χεία. Οι δί­κες για τους νε­κρούς της ε­ξέ­γερ­σης του Κι­λε­λέ­ρ, κα­θώς και για τον έ­να νε­κρό στο παν­θεσ­σα­λι­κό συλ­λα­λη­τή­ριο στην Καρ­δί­τσα, που εί­χε πραγ­μα­το­ποιη­θεί μια ε­βδο­μά­δα νω­ρί­τε­ρα, το Σάβ­βα­το 27 Φε­βρουα­ρίου 1910, έ­γι­ναν ε­κτός Θεσ­σα­λίας, για τον φό­βο των Ιου­δαίων, ό­πως λέ­γε­ται σε αυ­τές τις πε­ρι­πτώ­σεις. Στη Χαλ­κί­δα και τη Λα­μία έ­λα­βαν χώ­ρα οι δί­κες και εί­χαν α­θωω­τι­κό α­πο­τέ­λε­σμα.
Εκπαι­δευ­τι­κός α­πό τον Τύρ­να­βο της Θεσ­σα­λίας ο Θω­μάς Ψύρ­ρας, έ­γρα­ψε έ­να εν­δια­φέ­ρον ι­στο­ρι­κό α­φή­γη­μα για την ε­κα­το­ντα­ε­τη­ρί­δα της ε­ξέ­γερ­σης του Κι­λε­λέρ. Το χω­ρί­ζει σε έ­ξι κε­φά­λαια, ξε­κι­νώ­ντας α­πό τον Β΄ Ρω­σο­τουρ­κι­κό Πό­λε­μο και την προ­σάρ­τη­ση της Θεσ­σα­λίας. Στο δεύ­τε­ρο κε­φά­λαιο, σκια­γρα­φεί την κα­τά­στα­ση των Θεσ­σα­λών κα­τά την πρώ­τη ει­κο­σα­ε­τία ε­λεύ­θε­ρου βίου. Πε­ρι­γρά­φει την α­πο­χώ­ρη­ση των Τούρ­κων, τους νέ­ους ντό­πιους α­φέ­ντες, τους τσι­φλι­κά­δες, και τους κο­λί­γους, που δί­νουν το έ­να τρί­το ή και το μι­σό της σο­δειάς μα­ζί με τους αν­θούς των γυ­ναι­κών τους. Από την πλευ­ρά της κυ­βέρ­νη­σης, ο Χα­ρί­λα­ος Τρι­κού­πης δια­βε­βαίω­νε ό­τι “δεν υ­φί­στα­ται α­γρο­τι­κόν ζή­τη­μα”. Αυ­τά, πριν έ­να ε­παχ­θές ε­ξω­τε­ρι­κό δά­νειο, τον ο­δη­γή­σει στη δή­λω­ση, “Δυ­στυ­χώς ε­πτω­χεύ­σα­με­ν”. Κα­τά τα άλ­λα, ο πό­λε­μος του 1897, έ­φε­ρε για 14 μή­νες τη Θεσ­σα­λία υ­πό ο­θω­μα­νι­κή κυ­ριαρ­χία.
Στις αρ­χές του 20ου αιώ­να, α­νοί­γει “ο δρό­μος προς το Κι­λε­λέ­ρ”. Στο τρί­το κε­φά­λαιο, ο συγ­γρα­φέ­ας πε­ρι­γρά­φει τον τρό­πο που το κρά­τος, με ε­ξα­γο­ρές και κλη­ρο­δο­τή­μα­τα, έ­γι­νε ο κυ­ρίαρ­χος τσι­φλι­κάς της Θεσ­σα­λίας. Όταν πή­ρε τη θέ­ση των τσι­φλι­κά­δων, με τη συ­μπε­ρι­φο­ρά των δη­μο­σίων υ­παλ­λή­λων και το νο­μο­σχέ­διο “πε­ρί μορ­τής”, με­γά­λω­σε την έ­ντα­ση συμ­βάλ­λο­ντας στην ορ­γά­νω­ση των κο­λί­γων. Σε αυ­τό, βα­σι­κό ρό­λο δια­δρα­μά­τι­σαν κά­ποιοι ι­δε­ο­λό­γοι, οι ο­ποίοι και πρω­το­στά­τη­σαν. Ένας πρώ­τος ή­ταν ο Πό­ντιος δι­κη­γό­ρος Σο­φο­κλής Τρια­ντα­φυλ­λί­δης, που ε­γκα­τα­στά­θη­κε στο Βό­λο και ε­ξέ­δι­δε την η­με­ρή­σια ε­φη­με­ρί­δα «Παν­θεσ­σα­λι­κή». Ένας δεύ­τε­ρος, που έ­μει­νε ως σύμ­βο­λο του α­γρο­τι­κού α­γώ­να στη Θεσ­σα­λία, ο κε­φαλ­λο­νί­της πρό­δρο­μος των σο­σια­λι­στι­κών ι­δεών, Μα­ρί­νος Αντύ­πας. Δο­λο­φο­νή­θη­κε στις 7 Μαρ­τίου 1907, για­τί υ­πε­ρα­σπί­στη­κε σθε­να­ρά τα δι­καιώ­μα­τα των α­γρο­τών. Ήταν 35 ε­τών. Ο Ψύρ­ρας α­ντι­λαμ­βά­νε­ται τον Αντύ­πα σαν έ­ναν κοι­νω­νι­κό α­να­μορ­φω­τή, που δια­κα­τε­χό­ταν α­πό μια α­πο­στο­λι­κή α­ντί­λη­ψη και εί­χε έ­να ι­σχυ­ρό πε­ρί δι­καίου αί­σθη­μα. Στο πέ­μπτο κε­φά­λαιο, δί­νε­ται το χρο­νι­κό της ε­ξέ­γερ­σης, ε­νώ, στο τε­λευ­ταίο, πα­ρα­τί­θε­νται οι ε­νέρ­γειες και τα συμ­βά­ντα στα 13 με­τέ­πει­τα “χρό­νια της υ­πο­μο­νής”, μέ­χρι να ψη­φι­στεί ο νό­μος για τις α­παλ­λο­τριώ­σεις. Αυ­τό έ­γι­νε με­τά την Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή και υ­πό την πίε­ση του προ­σφυ­γι­κού στοι­χείου.
Η α­φή­γη­ση συ­μπλη­ρώ­νε­ται με σχε­τι­κά δη­μο­σιεύ­μα­τα της ε­πο­χής, μαρ­τυ­ρίες, πρα­κτι­κά α­πό δί­κες και πλού­σιο φω­το­γρα­φι­κό υ­λι­κό. Μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος ο Ψύρ­ρας, προ­στρέ­χει και στα λο­γο­τε­χνι­κά κεί­με­να, αν­θο­λο­γώ­ντας α­πο­σπά­σμα­τα και μό­το για τα ε­πι­μέ­ρους κε­φά­λαια. Στο κε­φά­λαιο, με τίτ­λο “η ώ­ρα της ε­ξέ­γερ­σης” του Κι­λε­λέ­ρ, δια­λέ­γει ως μό­το έ­να τε­τρά­στι­χο α­πό το τε­λευ­ταίο ποίη­μα του Αρι­στο­τέ­λη Βα­λαω­ρί­τη, το «Φω­τει­νός», που έ­μει­νε α­νο­λο­κλή­ρω­το, στα τρία πρώ­τα “ά­σμα­τα”, ω­στό­σο θεω­ρεί­ται το ω­ρι­μό­τε­ρο έρ­γο του. Ο Βα­λαω­ρί­της πέ­θα­νε πριν την προ­σάρ­τη­ση της Θεσ­σα­λίας, στις 24 Ιου­λίου 1879, και το ποίη­μα α­να­φέ­ρε­ται στα τε­λευ­ταία χρό­νια της Φρα­γκο­κρα­τίας στα Επτά­νη­σα, ά­νοι­ξη του 1357. Ωστό­σο, έ­χει ά­με­ση σχέ­ση με την ε­πο­χή που έ­ζη­σε ο ί­διος ο Βα­λαω­ρί­της. Ο η­λι­κιω­μέ­νος Φω­τει­νός προ­βάλ­λει σαν έ­νας “φω­τι­σμέ­νος” α­γρό­της, με συ­νεί­δη­ση του δί­κιου του και α­γω­νι­στι­κή διά­θε­ση. Ται­ριά­ζει στην ε­ξέ­γερ­ση του Κι­λε­λέρ το τε­τρά­στι­χο κι ας α­νή­κει στο δεύ­τε­ρο “ά­σμα”, το μό­νο με γα­λή­νια α­τμό­σφαι­ρα, ό­που ο Φω­τει­νός, α­φού διη­γεί­ται τα πα­λαιά του κα­τορ­θώ­μα­τα στην κό­ρη του Θο­δού­λα, την ρω­τά­ει ποιον θέ­λει να πα­ντρευ­τεί. Επα­νά­στα­ση κα­τα­στρώ­νει και δεν θέ­λει να την α­φή­σει μό­νη. Τε­λι­κά, το ποίη­μα του Βα­λαω­ρί­τη φαί­νε­ται ε­πί­και­ρο α­κό­μη και σή­με­ρα. Εκεί­νη η σκη­νή στο πρώ­το “ά­σμα”, ό­που ο γέ­ρο­ντας Φω­τει­νός α­ντι­με­τω­πί­ζει με θάρ­ρος τον και­νού­ριο α­φέ­ντη της Λευ­κά­δας και δεν το βά­ζει στα πό­δια αλ­λά σφε­ντο­νί­ζει πέ­τρες στα σκυ­λιά του, κά­τι προχ­θε­σι­νό θυ­μί­ζει. Ιδίως, ό­ταν ο άρ­χο­ντας χτυ­πά­ει προ­σβλη­τι­κά το κε­φά­λι του ά­ο­πλου γέ­ρο­ντα με το κο­ντά­ρι του.
Ή ο Βα­λαω­ρί­της στά­θη­κε προ­φη­τι­κός ή η Ελλά­δα εί­ναι πα­γι­δευ­μέ­νη σε έ­ναν κυ­κλι­κό χρό­νο. Προ σα­ρά­ντα ε­τών, ο Γ. Π. Σαβ­βί­δης πα­ρα­τη­ρού­σε ό­τι κο­ντεύει αιώ­νας α­πό το θά­να­το του Βα­λαω­ρί­τη και ε­κεί­νος “θά­βε­ται ο­λοέ­να και πιο βα­θιά στην συ­νεί­δη­ση του ελ­λη­νι­κού κοι­νού, με τι­μές ε­θνι­κού ποιη­τή”. Σή­με­ρα, κά­ποιοι τον δια­βά­ζουν και “φρίτ­του­ν”. Μάλ­λον θα έ­πρε­πε να “φρίτ­του­ν”, που ο «Φω­τει­νός» και η α­φή­γη­ση της ε­ξέ­γερ­σης του Κι­λε­λέρ δεί­χνουν τό­σο οι­κεία. Το μό­νο που εν­διά­με­σα φαί­νε­ται να έ­χει βελ­τιω­θεί εί­ναι η τε­χνο­λο­γία των μέ­σων κα­τα­στο­λής.
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Φωτο 1: Η αγορά της Λάρισας σε καρτ ποστάλ του 1908.
Φωτο 2: Ο Μαρίνος Αντύπας, εμβληματική μορφή του αγροτικού κινήματος.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Κυρία Θεοδοσοπούλου,

Θα επιθυμούσα να σας στείλω ένα βιβλίο μου. Μπορείτε να μπείτε στο προφίλ μου και να επικοινωνήσετε μαζί μου στο email. Σας ευχαριστώ εκ των προτέρων.

Ανώνυμος είπε...

Κ. Θεοδοσοπούλου,
επειδή δεν έχετε e-mail, σας ενημερώνω εδώ: Στο

http://niovilyri.wordpress.com

μπορέιτε να διαβάσετε ολόκληρο το (ανέκδοτο) μυθιστόρημά μου

"Η Μέρα της Μελάνης"

σε μορφή pdf και/ή

ως τριπλή ανάρτηση στο μπλογκ.