Τόμος ΚΘ, 3-4
Φθινόπωρο-Χειμώνας 2009
Ζάκυνθος
Το τεύχος, με εξαίρεση τρία κείμενα, είναι αφιερωμένο στον Ανδρέα Κάλβο, με τη συμπλήρωση 140 ετών από το θάνατό του, στις 3 Νοεμβρίου 1869, στο Λάουθ της Αγγλίας, σε ηλικία 77 ετών. Το αφιέρωμα επιμελήθηκε ο εκδότης του περιοδικού Διονύσης Σέρρας. Ένα πρώτο αφιέρωμα του περιοδικού στον ποιητή είχε δημοσιευτεί στο όγδοο τεύχος, Αύγουστο 1947, σε επιμέλεια του ιδρυτή και μακρόβιου εκδότη του Ντίνου Κονόμου. Σύμφωνα με την βιβλιογραφία Ανδρέα Κάλβου του Γιώργου Ανδρειωμένου, εκείνο ήταν το τρίτο αφιέρωμα περιοδικού, μετά το πρώτο του περιοδικού «Παναθήναια», το 1906, και το δεύτερο, στη χριστουγεννιάτικη «Νέα Εστία» του 1946.
Σε άρθρο του, στο παρόν αφιέρωμα, ο Ανδρειωμένος ανακοινώνει ότι ετοιμάζει μια ηλεκτρονική έκδοση των ευρισκομένων του Κάλβου ως προάγγελο έντυπης μορφής. Θυμίζει αυτά που έγραφε ο Σεφέρης στον πρόλογό του για την αλεξανδρινή έκδοση των Ωδών, το 1942: «...Φυσικά εκείνο που μας ενδιαφέρει πριν απ’ όλα είναι οι Ωδές. Αλλά ο Κάλβος έγραψε και γράμματα και έργα στα ιταλικά, και άρθρα στις εφημερίδες της Κέρκυρας, ίσως και αλλού. Όλα αυτά πρέπει να μαζευτούν, να ταχτοποιηθούν και να τυπωθούν σ’ ένα σώμα. Τα ελληνικά με την ορθογραφία και τη στίξη του Κάλβου· τα ξενόγλωσσα στο πρωτότυπο με ελληνική μετάφραση, όσο γίνεται πιο πιστή και κυρίως, όχι ποιητική. Εκείνο που ενδιαφέρει είναι να έχουμε τον Κάλβο όσο το δυνατό πιο ατόφιο και χωρίς την παρεμβολή της ιδιοσυγκρασίας τρίτων. Ύστερα από μια τέτοια εργασία, αν υπάρχουν σημαντικά ξενόγλωσσα ποιήματα, θα προσφέρει βέβαια υπηρεσία ο ποιητής που θα τους δώσει μια ελληνική φωνή. Αλλά η δουλειά που δεν δέχεται αναβολή είναι η πρώτη και θα πρέπει να γίνει κάποτε, το ταχύτερο...» Κάποτε, ίσως γίνει. Όσο για το ταχύτερο, έχουν ήδη περάσει 68 χρόνια από το 1942, που αντιστοιχεί σε δυο ακέραιες γενιές φιλολόγων. Στο παρόν αφιέρωμα, τα βιβλιογραφικά του Κάλβου συμπληρώνει ο Σέρρας. Σε ένα εκτενές κείμενο καταγράφει όσους, με έδρα την Ζάκυνθο, έγραψαν για τον Κάλβο. Τους Ζακυνθίους αλλά και εκείνους που έζησαν και εργάστηκαν στο νησί. Επίσης, αποδελτιώνει όσα ποικίλης μορφής και σημασίας γεγονότα έλαβαν χώρα προς απόδοση τιμής στην πνευματική του κληρονομιά. Μεταξύ των άλλων, παραθέτει κατάλογο ζακυνθινών εντύπων, στα οποία εντοπίζονται καλβικά δημοσιεύματα.
Το τεύχος ανοίγει με τα “νέα στοιχεία”, που βρέθηκαν για τον Κάλβο. Κατ’ αρχήν, ο Λεύκιος Ζαφειρίου παρουσιάζει τα βιογραφικά της Susan Fortune Ridout, που υπήρξε μαθήτρια στα ιταλικά του ποιητή κατά την πρώτη διαμονή του στο Λονδίνο, από τον Φεβρουάριο του 1817 μέχρι το καλοκαίρι του 1820. Μαθήτρια, αρχικά, στη συνέχεια, όμως, μετά το χωρισμό από την πρώτη του σύζυγο, αγαπημένη και για μικρό χρονικό διάστημα, αρραβωνιαστικιά. Κόρη εμπόρου η Ριντού, ήταν ένα χρόνο νεότερή του, τον ερωτεύθηκε πρώτη, εκείνος ανταπέδωσε με καθυστέρηση, ωστόσο ήταν εκείνη, που διέλυσε τον αρραβώνα τους. Ακριβέστερα, ο πατέρας της, που δεν ενέκρινε το γάμο, σταθμίζοντας τον υποψήφιο με οικονομικά κριτήρια. Η Ριντού, πέντε χρόνια αργότερα, παντρεύτηκε. Διετέλεσε διευθύντρια παρθεναγωγείου και πέθανε το 1857.
Στη συνέχεια, ο Θεοδόσης Πυλαρινός και ο Κώστας Καρδάμης οριστικοποιούν την ημερομηνία άφιξης του Κάλβου στην Κέρκυρα, στις 26 Αυγούστου 1826. Ο Κάλβος ερχόταν από το Ναύπλιο. Την ίδια ημέρα αφίχθησαν στην Κέρκυρα, ερχόμενοι επίσης από το Ναύπλιο, τρία αδέλφια από το Αίγιο, ονόματι Μεσσηνέζη. Οι δύο ερευνητές εικάζουν ότι μπορεί να συνοδεύονταν από τον Κάλβο και ελπίζουν μέσω αυτών να βρεθούν στοιχεία για τις σχέσεις του ποιητή με την Επανάσταση. Τέλος, ορίζουν ένα terminus ante quem για το έτος του θανάτου του πατρός Κάλβου. Ο Ιωάννης Κάλβος θα πρέπει να πέθανε στο διάστημα μεταξύ της άνοιξης του 1820 και του καλοκαιριού του 1826. Κατά τα άλλα, η οικογένεια του Κάλβου, από την πλευρά του κερκυραίου πατέρα του, έχει αρκούντως διερευνηθεί. Μέχρι το γενεαλογικό δέντρο των Κάλβων έχει συντάξει ο Ζαφειρίου. Σε αντίθεση με τα λιγοστά στοιχεία, που έχουν συγκεντρωθεί για την ζακυνθινή οικογένεια της μητέρας του, της Ανδριανής Ρουκάνη. Στο κείμενό του, ο Διονύσης Φλεμοτόμος παρουσιάζει στοιχεία για όσους Ρουκάνηδες έχουν εντοπιστεί σε ιδιωτικά και εκκλησιαστικά αρχεία. Η οικογένεια Ρουκάνη είναι μια από τις πρώτες του Libro d’ Oro. Σύμφωνα με τον Λεωνίδα Ζώη, αναγράφεται το 1504. Τα περισσότερα μέλη της οικογένειας ήταν συμβολαιογράφοι, ενώ υπάρχουν και κάποιοι κληρικοί. Συμβολαιογράφος ήταν και ο παππούς του ποιητή, Νικόλαος. Γιαγιά του ήταν η Φιορούλα Δε Ρώσση.
Για την μητέρα του Κάλβου δημοσιεύεται στο αφιέρωμα ένα ακόμη ενδιαφέρον κείμενο. Πρόκειται για την ημιτελή μυθιστορηματική βιογραφία, που συνέταξε γι’ αυτήν ο Κ. Πορφύρης γύρω στα 1960. Ο Σέρρας, που την προλογίζει, εικάζει ότι ο Πορφύρης, από ένα σημείο και ύστερα, συνειδητοποίησε πως δεν διέθετε αρκετά στοιχεία και εγκατέλειψε τη συγγραφή της. Αντ’ αυτής έγραψε την μυθιστορηματική βιογραφία του ίδιου του ποιητή, «Ανδρέας Κάλβος ο Αγέλαστος», που εκδόθηκε το 1962. Το αδημοσίευτο χειρόγραφο τιτλοφορείται «Αντριανούλα, η τραγική μητέρα του ποιητή Ανδρέα Κάλβου». Ήταν 21 ετών η Ανδριανή, όταν πρωτοαντίκρυσε τον μέλλοντα σύζυγό της: «... Μια μέρα, καθώς η Αντριανούλα παρακολουθούσε πίσω από τις τζελουτζίες την κίνηση της ρούγας, είδε να περνάει καμαρωτά ένας “σοττοτενέντες”, ανθυπολοχαγός δηλαδή στο βενετσιάνικο στρατό. Εκείνη την εποχή, βρισκόμαστε γύρω στα 1790, τη Ζάκυνθο την είχαν οι Βενετσιάνοι...» Η συνέχεια ήταν μια σερενάδα του μεθυσμένου ανθυπολοχαγού κάτω από το παραθύρι της. Η Αντριανούλα πίσω από τις τζελουτζίες, κόντεψε να λιποθυμήσει από τη συγκίνησή της. Όμως, ο πατήρ Ρουκάνης το θεώρησε προσβολή και ήθελε να του σπάσει τα παΐδια. Ούτε να ακούσει για προξενιό με έναν μερσενάρο. Τελικά, όμως, ενέδωσε να πάρει η κόρη του τον Τζαννέτο Κάλμπο, από τους Κορφούς. Καλοκαίρι 1791 παντρεύτηκαν. Το 1815, στα 45 της, πέθανε η Αντριανούλα. Καθώς εφέτος συμπληρώνεται ένας αιώνας από τη γέννηση του Κ. Πορφύρη, αυτή η ημιτελής βιογραφία, με τις μυθοπλαστικές της ελευθερίες, δείχνει μια άλλη πλευρά του σοβαρού μελετητή της «Επιθεώρησης Τέχνης».
Στο αφιέρωμα, δημοσιεύονται μελετήματα για το έργο του Κάλβου και για τον ίδιο. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το κείμενο της Αθηνάς Γεωργαντά, που επικεντρώνεται στην “εκπλήττουσα παρένθεση των Ωδών”. Δηλαδή, την παρεμβολή σε πέντε στίχους των Ωδών μιας συντακτικής ενότητας εντός παρενθέσεως, που υπογραμμίζεται με τον διασκελισμό του στίχου. Το εν λόγω υπερβατό σχήμα έχει αποδοθεί σε επιρροή της ιταλικής ποίησης. Η μελετήτρια, όμως, θεωρεί ότι το πρότυπο για τη χρήση του σχήματος από τον Κάλβο πρέπει να αναζητηθεί στον αγγλικό ρομαντισμό. Συγγένειες των Ωδών με την ποίηση της ηγεμονικής τριάδας του αγγλικού ρομαντισμού, Μπάυρον-Σέλλεϋ-Κητς, δείχνει και ο Παναγής Αλιπράντης. Η μακρόχρονη σιωπή του Κάλβου απασχολεί την Αθηνά Βαχλιώτη, ενώ ο π. Γεώργιος Μεταλληνός προσεγγίζει την θρησκευτικότητα του ποιητή.
Εμπεριστατωμένο και γλαφυρό είναι το ταξιδιωτικό του Σαράντη Αντίοχου από μια επίσκεψη στο Λάουθ της Αγγλίας. Κατά τα άλλα, αστείρευτη πηγή έμπνευσης παραμένει ο Κάλβος, όπως δείχνουν τα ποιήματα των Γιώργου Γεωργούση, Λούλας Βάλβη-Μυλωνά, π. Παναγιώτη Καποδίστρια και Σέρρα, αλλά και η επιστολή προς Κάλβο που συντάσσει ο Νικίας Λούντζης. Στον Σπυρίδωνα Δε Βιάζη αναφέρεται ο Διονύσης Μουσμούτης, τονίζοντας ότι εκείνος πρώτος έβγαλε από την αφάνεια τον Κάλβο. Ανεξάρτητα αν πολλοί αποδίδουν τα πρωτεία στον Κωστή Παλαμά και τη διάλεξή του στον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός, στις 16 Μαρτίου 1889. Λησμονούν, όμως, ότι εκείνη η διάλεξη είχε εν μέρει στηριχτεί σε δυο δημοσιεύματα του Δε Βιάζη. Ο κερκυραίος λόγιος πρωτοδιάβασε τη «Λύρα» στα δεκαπέντε του και ενθουσιάστηκε. Το 1881, που δημοσίευσε τα ποιήματα του Κάλβου, οι επτανήσιοι λόγιοι κράτησαν στάση επιφυλακτική.
Στο τεύχος, δημοσιεύεται και μια επιστολή του Λεωνίδα Ζώη προς τον κατά πενήντα χρόνια νεότερό του Πέτρο Μαρκάκη, με ημερομηνία 17 Μαΐου 1950. Ο Μαρκάκης του είχε στείλει το μελέτημά του, «Η φυσιολατρεία στον Ανδρέα Κάλβο. Ψυχογραφική σκιαγραφία. Ομιλία», με προλεγόμενα του λυρικού ποιητή Γιώργου Σταμπολή, που μόλις είχε εκδώσει. Στο ξεκίνημα της επιστολής, ο Ζώης παρατηρεί: «... Την προσωπική μορφή του Κάλβου δυστυχώς δεν την έχουμε. Ήταν κι αυτή μια από τις πολλές του ιδιοτροπίες. Το έργο σας όμως μας τον ζωγραφίζει...» Στην εικαζομένη μορφή του ποιητή αναφέρονται δυο άλλα κείμενα του αφιερώματος. Το πρώτο είναι μια επιστολή του Γιάννη Πομόνη-Τζαγκλαρά, με ημερομηνια 12 Μαΐου 1992, προς τον Διονύσιο Βίτσο, εκδότη τότε του περιοδικού «Περίπλους». Λίγο πριν τους σεισμούς του 1953, ο Πομόνης αναζητούσε κάποιο οποιοδήποτε απείκασμα του Κάλβου, προσωπογραφία ή φωτογραφία. Τότε έτυχε να συναντήσει στον Πλατύφορο τον δάσκαλο και φίλο του, ζωγράφο Χρήστο Ρουσέα, που τον παρέσυρε στο εργαστήρι του. «...Πάνω στο καβαλέτο φιγουράριζε η προσωπογραφία ενός αγνώστου μεσήλικα. Πλούσια ανάκατη κόμη, βλέμμα πυρετικό, χαρακτηριστικά έντονα και πολύ εκφραστικά. Έμεινα για λίγο εκστατικός. Προσπαθούσα να ταυτίσω το πορτρέτο με πρόσωπο συγκεκριμένο. Ποιόν αλήθεια είχε φανταστεί ο Ρουσέας. Έδειχνε διανοητής. Δυτικός, του περασμένου αιώνα. Στο ερωτηματικό βλέμμα μου, ο Ρουσέας μου είπε απλά: “Ο Κάλβος. Έτσι τον ονειρεύτηκα”...»
Το δεύτερο κείμενο είναι του Νίκου Κουρκουμέλη. Το 1927, ο Μαρίνος Σιγούρος, στον πρόλογό του για τα Άπαντα Κάλβου, διαπιστώνει: «... ούτε μια προτομή μπορούμε να του στήσουμε στη Ζάκυνθο, γιατί δεν ξέρουμε τη μορφή του. Ο παράξενος και μοναχικός αυτός άνθρωπος δεν μας άφησε καμία φωτογραφία...». Ο Κουρκουμέλης, όμως, θυμίζει, ότι υπάρχουν ακριβή στοιχεία για την εμφάνισή του, τα οποία και συνοψίζει. Ενώ, παρακινεί να χρησιμοποιηθεί η σκελετική ανθρωπολογία και η ιατροδικαστική για την ανάπλαση του προσώπου.
Μια τόσο εκτενής περιγραφή ενός αφιερωματικού τεύχους, πιθανώς, να δείχνει υπερβολική. Αλλά ένας ερασιτέχνης στην καλβική ενδοχώρα αδυνατεί να προσφέρει περισσότερα. Ύστερα, ο λόγος γύρω από ένα έργο ανοίγει την όρεξη σε ένα ευρύτερο κοινό να γνωρίσει και το ίδιο το έργο. Κατά κάποιο τρόπο, το αφιέρωμα των «Επτανησιακών Φύλλων» μπορεί να ετοιμάσει αγοραστές - ίσως και αναγνώστες - των Απάντων του Κάλβου, εκδοθέντων και κυοφορούμενων.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Φωτο: Ο Ανδρέας Κάλβος σε πορτρέτο του ζακυνθινού ζωγράφου Χρήστου Ρουσέα. Βρίσκεται στο Μουσείο Σολωμού και επιφανών Ζακυνθίων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου