Σάββατο 24 Απριλίου 2010

Στη Λευκοθέα τη Φωτολάμπουσα

«Λευ­κω­σία»
Επι­λο­γή κει­μέ­νων Κυ­ριά­κος Χα­ρα­λα­μπί­δης
Με πα­λαιό­τε­ρες
και σύγ­χρο­νες φω­το­γρα­φίες
Εκδό­σεις Με­ταίχ­μιο Μάρ­τιος 2010

Η δε­κά­τη ε­βδό­μη πό­λη στη σει­ρά των ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­νων αν­θο­λο­γίων, «Μια πό­λη στη λο­γο­τε­χνία», εί­ναι η Λευ­κω­σία. Η τρί­τη που βρί­σκε­ται ε­κτός ελ­λα­δι­κών συ­νό­ρων αλ­λά ε­ντός της ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας. Η έκ­δο­ση θα μπο­ρού­σε να χα­ρα­κτη­ρι­στεί ε­πε­τεια­κή, κα­θώς ε­φέ­τος η Κυ­πρια­κή Δη­μο­κρα­τία συ­μπλη­ρώ­νει μι­σό αιώ­να ύ­παρ­ξης. Ήταν στη Λευ­κω­σία, τα με­σά­νυ­χτα της 15ης προς την 16η Αυ­γού­στου 1960, ό­ταν έ­γι­νε η ε­πί­ση­μη τε­λε­τή λή­ξεως της ε­πί 82 συ­να­πτά έ­τη βρε­τα­νι­κής δια­κυ­βέρ­νη­σης και η με­τα­βί­βα­ση της ε­ξου­σίας στον πρό­ε­δρο της Κυ­πρια­κής Δη­μο­κρα­τίας, Αρχιε­πί­σκο­πο Μα­κά­ριο, που εί­χε ε­πι­τύ­χει σα­ρω­τι­κή νί­κη στις πρώ­τες προ­ε­δρι­κές ε­κλο­γές της 13ης Δε­κεμ­βρίου 1959. Την ε­πο­μέ­νη, 16η Αυ­γού­στου 1960, η­μέ­ρα Τρί­τη, υ­πο­γρά­φη­καν τα τε­λι­κά κεί­με­να των συμ­φω­νιών για την ε­γκα­θί­δρυ­ση της Κυ­πρια­κής Δη­μο­κρα­τίας, που εί­χαν ε­πι­με­λώς ε­τοι­μα­στεί σε Ζυ­ρί­χη και Λον­δί­νο στις αρ­χές του 1959. Αμέ­σως με­τά, α­να­χώ­ρη­σε ο τε­λευ­ταίος βρε­τα­νός κυ­βερ­νή­της, σερ Χιού Φουτ. Στις 20 Σε­πτεμ­βρίου 1960, η Κυ­πρια­κή Δη­μο­κρα­τία έ­γι­νε μέ­λος του Ο.Η.Ε.. Η πρώ­τη πα­ρου­σία του διε­θνούς ορ­γα­νι­σμού στην Με­γα­λό­νη­σο έ­μελ­λε να εί­ναι η “πα­ρεμ­βαλ­λό­με­νη γραμ­μή του Ο­ΗΕ στην Κύ­προ”, κοι­νώς η “πρά­σι­νη γραμ­μή” της Λευ­κω­σίας, φυ­λασ­σό­με­νη α­πό τους κυα­νό­κρα­νους.
Η Λευ­κω­σία, ως α­κε­ραία πρω­τεύου­σα της Κυ­πρια­κής Δη­μο­κρα­τίας, ε­πέ­ζη­σε μό­λις τρει­σή­μι­σι χρό­νια. Στις 30 Δε­κεμ­βρίου 1963, ο τό­τε διοι­κη­τής των βρε­τα­νι­κών δυ­νά­μεων στην Κύ­προ, στρα­τη­γός Πή­τερ Γιάν­γκ, χά­ρα­ξε με πρά­σι­νο μο­λύ­βι πά­νω στο χάρ­τη την πε­ρι­βό­η­τη “πρά­σι­νη γραμ­μή”. Κι αυ­τό, για­τί η Βρε­τα­νία α­πο­χώ­ρη­σε μεν, αλ­λά πα­ρέ­μει­νε, πά­ντα πα­ρού­σα και ε­σα­εί με­ρι­μνού­σα. Με­τά την ει­σβο­λή των τουρ­κι­κών στρα­τευ­μά­των στην Κύ­προ, το 1974, η “πρά­σι­νη γραμ­μή” ε­πε­κτά­θη­κε σε μή­κος 300 χλμ, χω­ρί­ζο­ντας ό­χι μό­νο την πό­λη σε δυο μέ­ρη αλ­λά και ο­λό­κλη­ρο το νη­σί. Γι’ αυ­τήν την άρ­τι δια­με­λι­σθεί­σα Λευ­κω­σία έ­γρα­ψε ο κύ­πριος ποιη­τής Κώ­στας Μό­ντης τους στί­χους «Όταν ε­πι­τέ­λους φθά­σης στη Λευ­κω­σία/ η Λευ­κω­σία δε θα υ­πάρ­χει πια./ Δεν την ξέ­ρουν, λέει, / δεν έ­χουν α­κού­σει, λέει.». Οι εν λό­γω στί­χοι έ­χουν ε­πι­λε­γεί ως ει­σα­γω­γι­κό μό­το στο Ανθο­λό­γιο. Εί­ναι α­πό τη συλ­λο­γή, «Γράμ­μα στη Μη­τέ­ρα κι άλ­λοι στί­χοι», που ε­ξέ­δω­σε το 1965. Το «Δεύ­τε­ρο γράμ­μα στη Μη­τέ­ρα» το ε­ξέ­δω­σε ε­πτά χρό­νια αρ­γό­τε­ρα. Ήταν τα δί­σε­κτα χρό­νια, που δο­κι­μα­ζό­ταν η νε­ο­πα­γής Κυ­πρια­κή Δη­μο­κρα­τία. Γρά­φει ο ποιη­τής: «Μη­τέ­ρα, εί­ν’ ό­λα έ­νας φαύ­λος κύ­κλος, / μη­τέ­ρα εί­μα­στε ό­λοι έ­νας φαύ­λος κύ­κλος, / μια α­στειό­της... / Μη­τέ­ρα, εί­ν’ ό­λα προ­με­τω­πί­δες, / εί­ν’ ό­λα ζο­φώ­δεις προ­με­τω­πί­δες, / κι α­φή­στε μας ή­συ­χους.» Ο Μό­ντης πέ­θα­νε στα ε­νε­νή­ντα του, την 1η Μαρ­τίου 2004, στη Λευ­κω­σία. Πα­ρό­τι μα­κρο­η­μέ­ρευ­σε, ού­τε στη γε­νέ­θλια πό­λη του, την Αμμό­χω­στο, μπό­ρε­σε να γυ­ρί­σει ού­τε τη Λευ­κω­σία χά­ρη­κε χω­ρίς την “πρά­σι­νη γραμ­μή”.
Στα πρώ­τα χρό­νια της Κυ­πρια­κής Δη­μο­κρα­τίας εμ­φα­νί­στη­κε στη λο­γο­τε­χνία η Γε­νιά του ’60, που α­πο­κα­λεί­ται και Πρώ­τη Γε­νιά της Κυ­πρια­κής Δη­μο­κρα­τίας. Σε αυ­τήν α­νή­κει ο αν­θο­λό­γος του τό­μου, Κυ­ριά­κος Χα­ρα­λα­μπί­δης. Και αυ­τός α­πό την Αμμό­χω­στο, και αυ­τός έ­νας α­πό τους κύ­πριους ποιη­τές, που οι ελ­λα­δι­κές γραμ­μα­το­λο­γίες ε­γκολ­πώ­νο­νται. Το βι­βλίο, που φτιά­χνει για την Λευ­κω­σία, εί­ναι έ­να α­πό τα αρ­τιό­τε­ρα της σει­ράς, κα­θώς η ποιη­τι­κή ι­διό­τη­τά του συν­δυά­ζε­ται με την φι­λο­λο­γι­κή ε­πάρ­κεια. Δεν λη­σμο­νεί, στο τέ­λος, να πα­ρα­θέ­σει και σύ­ντο­μα βιο­γρα­φι­κά για τους συγ­γρα­φείς των αν­θο­λο­γού­με­νων κει­μέ­νων.
Βε­βαίως, δε­δο­μέ­νου του λο­γο­τε­χνι­κού πλού­του, που υ­πάρ­χει για την πό­λη της Λευ­κω­σίας, συ­γκε­ντρω­μέ­νου α­πό Κυ­πρίους και Ελλα­δί­τες, θα α­να­με­νό­ταν να υ­λο­ποιή­σει ε­πί λέ­ξει τον τίτ­λο της σει­ράς, «Μια πό­λη στη λο­γο­τε­χνία». Ωστό­σο, ε­κεί­νος σπεύ­δει στον πρό­λο­γό του να διευ­κρι­νί­σει ό­τι ε­ξέ­λα­βε τον εν λό­γω τίτ­λο “ως λο­γό­τυ­πο συμ­βα­τι­κής α­ντι­με­τώ­πι­σης της λο­γο­τε­χνι­κής δη­μιουρ­γίας”. Δη­λα­δή, φά­νη­κε ε­λα­στι­κός και ε­ξέ­λα­βε “τη λο­γο­τε­χνία στην ευ­ρύ­τε­ρη ση­μα­σία της, ως τέ­χνη του λό­γου, ο­που­δή­πο­τε κι αν τη συ­να­ντά­με”. Και προ­σθέ­τει, “έ­να κεί­με­νο, λό­γου χά­ρη, γραμ­μέ­νο με α­φη­γη­μα­τι­κή μα­στο­ριά, δια­τη­ρεί, έ­στω κι αν δεν ε­ντάσ­σε­ται στην κα­τη­γο­ρία των γνω­στών λο­γο­τε­χνι­κών ει­δών, το πλέ­ον ου­σιώ­δες: τη χά­ρη και τη νο­στι­μιά του λό­γου”. Κα­μία α­ντίρ­ρη­ση. Ωστό­σο, χά­θη­κε μια μο­να­δι­κή ευ­και­ρία να α­να­δειχ­θεί η Λευ­κω­σία α­να­δυό­με­νη μέ­σα α­πό τη λο­γο­τε­χνία που ε­νέ­πνευ­σε.
Τα αν­θο­λο­γη­μέ­να κεί­με­να πα­ρα­τάσ­σο­νται με κα­τευ­θυ­ντή­ριο ά­ξο­να το χρό­νο, κα­τα­νε­μη­μέ­να σε ε­πτά ε­νό­τη­τες. Η πρώ­τη α­φιε­ρώ­νε­ται στο ό­νο­μα της πό­λης, την ι­στο­ρι­κή του δια­δρο­μή και τις ποι­κί­λες εκ­δο­χές του πριν κα­τα­λή­ξει ο­ρι­στι­κά στον ση­με­ρι­νό, λό­γιο τύ­πο, Λευ­κω­σία. «Λή­δρα, Λευ­κού­σα, Λευ­κό­θε­ον (η πό­λη των Λευ­κών Θεών) και Καλ­λι­νί­κι­σις (ε­πει­δή η θέα ή­ταν κα­λή) με ό­ποιο ό­νο­μα κι αν εμ­φα­νί­ζε­ται η Λευ­κω­σία... ε­ξα­κο­λου­θεί πά­ντα να υ­πάρ­χει και να δια­τη­ρεί την ε­πι­κρά­τειά της με­τα­ξύ των δυο βου­νών, στην εύ­φο­ρη γη της Με­σα­ο­ρίας...», γρά­φει η αρ­χαιο­λό­γος Άννα Μα­ρα­γκού. Και η ποιή­τρια Νά­σα Πα­τα­πίου σι­γο­ντά­ρει: «Τη Λευ­κο­θέα εν­νοώ / τη Φω­το­λά­μπου­σα...» Διορ­θω­τι­κά πα­ρεμ­βαί­νει ο γλωσ­σο­λό­γος Κυ­ριά­κος Χατ­ζηιωάν­νου, προσ­διο­ρί­ζο­ντας ό­τι ο μαρ­τυ­ρη­μέ­νος τύ­πος εί­ναι Λή­δρος και ό­χι Λή­δρα. Και ό­μως, αυ­τός ο α­νύ­παρ­κτος τύ­πος πα­ρα­δό­ξως ε­πι­κρά­τη­σε και η με­γά­λη ο­δός, που δια­σχί­ζει τη μέ­σα στα τεί­χη πό­λη, τέ­μνο­ντας κα­θέ­τως την “πρά­σι­νη γραμ­μή”, λέ­γε­ται ο­δός Λή­δρας. Όσο για τον τύ­πο Λευ­κου­σία, α­πα­ντά για πρώ­τη φο­ρά στον «Συ­νέκ­δη­μον» του Ιε­ρο­κλέ­ους, το πε­ριώ­νυ­μο έρ­γο πο­λι­τι­κής γεω­γρα­φίας του Βυ­ζα­ντίου.
Πρω­τεύου­σα της Κύ­πρου γί­νε­ται η Λευ­κω­σία προς τα τέ­λη της βυ­ζα­ντι­νής πε­ριό­δου, τον δέ­κα­το αιώ­να. Γι’ αυ­τό και δεν υ­πάρ­χει ι­διαί­τε­ρη ε­νό­τη­τα για τη σύ­ντο­μη βυ­ζα­ντι­νή πε­ρίο­δο της πό­λης. Η δεύ­τε­ρη ε­νό­τη­τα τιτ­λο­φο­ρεί­ται «Στίγ­μα­τα ι­στο­ρίας» και δεί­χνει ως προ­α­νά­κρου­σμα στις ε­νό­τη­τες που α­κο­λου­θούν για τις τέσ­σε­ρις ι­στο­ρι­κές πε­ριό­δους της πό­λης: τους κο­ντά τρεις αιώ­νες Φρα­γκο­κρα­τίας, τα 82 χρό­νια Ενε­το­κρα­τίας, τους λί­γο πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό τρεις αιώ­νες Τουρ­κο­κρα­τίας και τα συ­μπτω­μα­τι­κά και πά­λι 82 έ­τη Αγγλο­κρα­τίας.
Αυ­τή η δεύ­τε­ρη ε­νό­τη­τα ξε­κι­νά με τον Άγιο Τρι­φύλ­λιο, Επί­σκο­πο Λε­δρών, έ­ναν α­πό τους πρώ­τους Αγίους του νη­σιού, που, μα­ζί με τους Αγίους Σπυ­ρί­δω­να και Επι­φά­νιο, συ­νέ­χι­σε το έρ­γο του Από­στο­λου Βαρ­νά­βα. Ενώ, κλεί­νει με τον πρό­σφα­το Άγιο Φι­λού­με­νο και το μαρ­τυ­ρι­κό τέ­λος του στο Φρέ­αρ του Ια­κώ­β, α­πό φα­να­τι­κούς Εβραίους, στις 29 Νο­εμ­βρίου 1979. Ενδια­μέ­σως, α­νι­στο­ρεί­ται το μαρ­τύ­ριο των δε­κα­τριών μο­να­χών της Κα­ντά­ρας α­πό τους Λα­τί­νους και η σφα­γή των κα­τοί­κων της Λευ­κω­σίας α­πό τους Ναΐτες ιπ­πό­τες. Η σκη­νή αυ­τής της τε­λευ­ταίας α­γριό­τη­τας αν­τλεί­ται α­πό το έρ­γο «Κύ­προς δού­λη» του Ιωάν­νη Κα­ρα­γεωρ­γιά­δη, έ­να α­πό τα πρώ­τα του κυ­πρια­κού θεά­τρου. Αυ­τή η ε­νό­τη­τα κλεί­νει και η ε­πό­με­νη της Φρα­γκο­κρα­τίας α­νοί­γει με α­πο­σπά­σμα­τα α­πό το ση­μα­ντι­κό έρ­γο της πα­λαιό­τε­ρης πε­ζο­γρα­φίας μας, το Χρο­νι­κό του Λεό­ντιου Μα­χαι­ρά.
Την ει­κό­να της Φρα­γκο­κρα­τίας ο αν­θο­λό­γος την συν­θέ­τει με ε­κλε­κτές λο­γο­τε­χνι­κές ψη­φί­δες α­πό τους Δά­ντη, Βοκ­κά­κιο και Ντ’ Αννού­τσιο, που συν­δυά­ζο­νται με τον χρο­νι­κο­γρά­φο Γεώρ­γιο Βου­στρώ­νιο, τον Μό­ντη και άλ­λους πα­λαιό­τε­ρους και σύγ­χρο­νους. Ανά­με­σα σε αυ­τούς βρί­σκει θέ­ση και ο Σε­φέ­ρης, του ο­ποίου την πα­ρου­σία έ­νας Ελλα­δί­της θα α­νέ­με­νε με­γα­λύ­τε­ρη. Όμως, το εν­δια­φέ­ρον του αν­θο­λο­γίου, που κα­τάρ­τι­σε ο Χα­ρα­λα­μπί­δης, α­πορ­ρέει, εν πολ­λοίς, α­πό το ά­νοιγ­μά του σε λι­γό­τε­ρο ή και κα­θό­λου γνω­στά κεί­με­να. Πά­ντως, α­πό τον Σε­φέ­ρη έ­χου­με α­κέ­ραιο το ποίη­μα «Ο δαί­μων της πορ­νείας». Ού­τε, ό­μως, μια α­ρά­δα α­πό τις πολ­λές κυ­πρια­κές σε­λί­δες των σε­φε­ρι­κών η­με­ρο­λο­γίων.
Στο σύ­ντο­μο κε­φά­λαιο της Ενε­το­κρα­τίας αν­θο­λο­γού­νται και κεί­με­να πε­ριη­γη­τών. Σύ­ντο­μο και το ε­πό­με­νο κε­φά­λαιο της Τουρ­κο­κρα­τίας, πα­ρά την μα­κριά διάρ­κεια αυ­τής της πε­ριό­δου. Εδώ συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νο­νται έ­να κυ­πρια­κό δη­μώ­δες ά­σμα και ποίη­μα, στην κυ­πρια­κή διά­λε­κτο, του ση­μα­ντι­κό­τε­ρου κύ­πριου ποιη­τή του 19ου αιώ­να, Βα­σί­λη Μι­χα­η­λί­δη. Την με­ρί­δα του λέ­ο­ντος στην αν­θο­λό­γη­ση την έ­χει η Αγγλο­κρα­τία με λι­γο­στούς Κύ­πριους αλ­λά πολ­λούς Βρε­τα­νούς και λοι­πούς ξέ­νους. Ορι­σμέ­να κεί­με­να σκια­γρα­φούν εν­δια­φέ­ρου­σες ό­ψεις της πό­λης και των κα­τοί­κων της, ό­πως, λ.χ., «Το Γυ­ναι­κο­πά­ζα­ρο» του Αρχι­δού­κα της Αυ­στρίας Λου­δο­βί­κου Σαλ­βα­τό­ρε ή το κεί­με­νο του άγ­γλου α­ξιω­μα­τού­χου Χέπ­γουωρθ Ντί­ξον για τους “Λευ­κω­σιά­τες”. Συ­γκρα­τού­με α­πό­σπα­σμα α­πό το ποίη­μα «Ξέ­σπα­σμα» του λευ­κω­σιά­τη συγ­γρα­φέα Κύ­πρου Χρυ­σάν­θη, εκ­δό­τη, με­τα­ξύ άλ­λων, και του μα­κρό­βιου πε­ριο­δι­κού «Πνευ­μα­τι­κή Κύ­προς». Από την ε­νό­τη­τα της Αγγλο­κρα­τίας δεν θα μπο­ρού­σε να λεί­πει α­πό­σπα­σμα α­πό το βι­βλίο του Λώ­ρε­νς Ντάρ­ρελ «Πι­κρο­λέ­μο­να». Ωστό­σο, πα­ρα­τί­θε­ται κα­τα­πώς πρέ­πει, συ­νο­δευό­με­νο α­πό πε­ζό του Μό­ντη, α­πό τη συλ­λο­γή διη­γη­μά­των του, «Κλει­στές πόρ­τες», που γρά­φτη­κε ως α­πά­ντη­ση στην νταρ­ρε­λι­κή ι­τα­μό­τη­τα. Και α­κο­λου­θεί η “α­πά­ντη­ση” του Ρό­δη Ρού­φου, που χρο­νι­κά εί­χε προ­η­γη­θεί, δια­τυ­πω­μέ­νη με σφο­δρό­τη­τα στο μυ­θι­στό­ρη­μά του για τον κυ­πρια­κό α­γώ­να, «Η Χάλ­κι­νη Επο­χή». Επί­σης, δη­μο­σιεύε­ται το άρ­θρο, που ο Αλ­-­μπέρ Κα­μύ α­πηύ­θυ­νε στη βα­σί­λισ­σα της Αγγλίας, με­τά την κα­τα­δί­κη σε θά­να­το του Μι­χα­λά­κη Κα­ρα­ο­λή α­πό το αγ­γλι­κό α­ποι­κια­κό δι­κα­στή­ριο της Λευ­κω­σίας, στις 28 Οκτω­βρίου 1955. Η ε­νό­τη­τα κλεί­νει με κεί­με­να για τη ζω­γρα­φι­κή του Γεωρ­γίου Πολ. Γεωρ­γίου. Πα­ρα­δό­ξως, ό­μως, δε δη­μο­σιεύε­ται ο μνη­μο­νευό­με­νος πί­να­κας, «Τα Φυ­λα­κι­σμέ­να Μνή­μα­τα». “Το θέ­μα του πί­να­κα εί­ναι η κρυ­φή, νυ­χτε­ρι­νή τα­φή δέ­κα αν­δρών της Ε­Ο­ΚΑ στον πε­ρί­βο­λο των κε­ντρι­κών φυ­λα­κών.”
Η τε­λευ­ταία ε­νό­τη­τα α­φιε­ρώ­νε­ται στη νεό­τε­ρη Λευ­κω­σία. Εδώ, έρ­χο­νται στο προ­σκή­νιο και οι νεό­τε­ροι κύ­πριοι ποιη­τές. Ο λυ­ρι­κός Θε­ο­δό­σης Πιε­ρί­δης, ο Μό­ντης, ο ο­λι­γο­γρά­φος Πα­ντε­λής Μη­χα­νι­κός με το ε­ντυ­πω­σια­κής σύλ­λη­ψης ποίη­μά του, «Άγιος Ιλα­ρίων», ο Θε­ο­κλής Κου­γιά­λης, ο Μι­χά­λης Πα­σιαρ­δής, με το πι­κρών τό­νων «Οδός Λή­δρας» («Πα­λιέ μου πυ­ρο­βο­λη­τή / στην ο­δό / Λή­δρας / που ’τρε­χες να προ­φτά­ξεις / τι;»), η Ντί­να Κα­τσού­ρη, ο Γιώρ­γος Μο­λέ­σκης, η Νί­κη Μα­ρα­γκού και ο νεό­τε­ρος της ο­μά­δας Μι­χά­λης Πιε­ρής, που μό­λις πρό­σφα­τα συ­γκέ­ντρω­σε την ποιη­τι­κή σο­δειά μιας τρια­κο­ντα­ε­τίας («Με­τα­μορ­φώ­σεις Πό­λεων. Ποιή­μα­τα 1978-2009» στον α­θη­ναϊκό εκ­δο­τι­κό οί­κο «Ίκα­ρος»).
Δί­πλα στους ποιη­τές στοι­χί­ζο­νται κύ­πριοι πε­ζο­γρά­φοι, ι­στο­ρι­κοί και δη­μο­σιο­γρά­φοι. Συ­γκρα­τού­με το σύ­ντο­μο πε­ζό του Γιώρ­γου Φ. Πιε­ρί­δη α­πό το βι­βλίο του «Ο και­ρός της δο­κι­μα­σίας» και το πρό­σφα­το πε­ζό του Λεύ­κιου Ζα­φει­ρίου, γε­μά­το θλί­ψη για την πα­λιά Λευ­κω­σία, που τη μνή­μη της τη σα­ρώ­νουν ο χρό­νος και ο ε­φη­συ­χα­σμός. Επί­σης, αν­θο­λο­γού­νται τα­ξι­διω­τι­κά κεί­με­να Ελλα­δι­τών, ό­πως ο Ι. Μ. Πα­να­γιω­τό­που­λος και ο Στρά­της Μυ­ρι­βή­λης. Αλλά και πε­ζό του Χρι­στό­φο­ρου Μη­λιώ­νη, που χρω­στά­ει στην εκ­παι­δευ­τι­κή θη­τεία του στη Με­γα­λό­νη­σο έ­να α­πό τα κα­λύ­τε­ρα βι­βλία του, «Το που­κά­μι­σο του Κέ­νταυ­ρου». Δη­μο­σιεύο­νται και κεί­με­να των κύ­πριων ζω­γρά­φων, Αδα­μά­ντιου Δια­μα­ντή και Τη­λέ­μα­χου Κάν­θου. Ευ­τυ­χώς, δεν λη­σμο­νή­θη­κε ο γάλ­λος ε­ρα­στής της Κύ­πρου και ι­διαί­τε­ρα της Λευ­κω­σίας, Ζακ Λα­κα­ριέρ. Κα­τά τα άλ­λα, δι­καιω­μα­τι­κά τον πρώ­το και τον τε­λευ­ταίο λό­γο κρα­τά­ει ο αν­θο­λό­γος. Εν αρ­χή, το πε­ζό του, «Στης Χώ­ρας τα κα­ντού­νια», που εί­χε εκ­φω­νη­θεί στην Πύ­λη Αμμο­χώ­στου της Λευ­κω­σίας, το 1985. Και ως κα­τα­κλεί­δα, το ποίη­μα «Ιστο­ρία με ά­λο­γο» α­πό τη συλ­λο­γή του «Με­θι­στο­ρία» του 1995, που εί­χε τι­μη­θεί με Κρα­τι­κό Βρα­βείο Ποίη­σης α­πό τους α­θη­ναίους ει­δή­μο­νες. Στον πρό­λο­γό του, ο αν­θο­λό­γος το­νί­ζει πως δεν ε­πι­χεί­ρη­σε να α­πο­δώ­σει το ά­παν της ει­κό­νας της Λευ­κω­σίας, πα­ρά μό­νο να προ­σθέ­σει το δι­κό του α­πο­ρη­μέ­νο βλέμ­μα, πα­ρα­με­ρί­ζο­ντας γραμ­μα­το­λο­γι­κούς σχο­λα­στι­κι­σμούς. Μέ­σα α­πό αυ­τήν την ο­πτι­κή, έ­φτια­ξε έ­να α­ξια­νά­γνω­στο αν­θο­λό­γη­μα. Πραγ­μα­τι­κή προ­σφο­ρά για τον ση­με­ρι­νό Ελλα­δί­τη, που πά­σχει α­πό προϊού­σα α­μνη­σία.
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου
Φωτο: Κοντά στην “πράσινη γραμμή”.

Δεν υπάρχουν σχόλια: