Επιλογή κειμένων Κυριάκος Χαραλαμπίδης
Με παλαιότερες
και σύγχρονες φωτογραφίες
Εκδόσεις Μεταίχμιο Μάρτιος 2010
Η δεκάτη εβδόμη πόλη στη σειρά των εικονογραφημένων ανθολογίων, «Μια πόλη στη λογοτεχνία», είναι η Λευκωσία. Η τρίτη που βρίσκεται εκτός ελλαδικών συνόρων αλλά εντός της ελληνικής λογοτεχνίας. Η έκδοση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επετειακή, καθώς εφέτος η Κυπριακή Δημοκρατία συμπληρώνει μισό αιώνα ύπαρξης. Ήταν στη Λευκωσία, τα μεσάνυχτα της 15ης προς την 16η Αυγούστου 1960, όταν έγινε η επίσημη τελετή λήξεως της επί 82 συναπτά έτη βρετανικής διακυβέρνησης και η μεταβίβαση της εξουσίας στον πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, που είχε επιτύχει σαρωτική νίκη στις πρώτες προεδρικές εκλογές της 13ης Δεκεμβρίου 1959. Την επομένη, 16η Αυγούστου 1960, ημέρα Τρίτη, υπογράφηκαν τα τελικά κείμενα των συμφωνιών για την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, που είχαν επιμελώς ετοιμαστεί σε Ζυρίχη και Λονδίνο στις αρχές του 1959. Αμέσως μετά, αναχώρησε ο τελευταίος βρετανός κυβερνήτης, σερ Χιού Φουτ. Στις 20 Σεπτεμβρίου 1960, η Κυπριακή Δημοκρατία έγινε μέλος του Ο.Η.Ε.. Η πρώτη παρουσία του διεθνούς οργανισμού στην Μεγαλόνησο έμελλε να είναι η “παρεμβαλλόμενη γραμμή του ΟΗΕ στην Κύπρο”, κοινώς η “πράσινη γραμμή” της Λευκωσίας, φυλασσόμενη από τους κυανόκρανους.
Η Λευκωσία, ως ακεραία πρωτεύουσα της Κυπριακής Δημοκρατίας, επέζησε μόλις τρεισήμισι χρόνια. Στις 30 Δεκεμβρίου 1963, ο τότε διοικητής των βρετανικών δυνάμεων στην Κύπρο, στρατηγός Πήτερ Γιάνγκ, χάραξε με πράσινο μολύβι πάνω στο χάρτη την περιβόητη “πράσινη γραμμή”. Κι αυτό, γιατί η Βρετανία αποχώρησε μεν, αλλά παρέμεινε, πάντα παρούσα και εσαεί μεριμνούσα. Μετά την εισβολή των τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο, το 1974, η “πράσινη γραμμή” επεκτάθηκε σε μήκος 300 χλμ, χωρίζοντας όχι μόνο την πόλη σε δυο μέρη αλλά και ολόκληρο το νησί. Γι’ αυτήν την άρτι διαμελισθείσα Λευκωσία έγραψε ο κύπριος ποιητής Κώστας Μόντης τους στίχους «Όταν επιτέλους φθάσης στη Λευκωσία/ η Λευκωσία δε θα υπάρχει πια./ Δεν την ξέρουν, λέει, / δεν έχουν ακούσει, λέει.». Οι εν λόγω στίχοι έχουν επιλεγεί ως εισαγωγικό μότο στο Ανθολόγιο. Είναι από τη συλλογή, «Γράμμα στη Μητέρα κι άλλοι στίχοι», που εξέδωσε το 1965. Το «Δεύτερο γράμμα στη Μητέρα» το εξέδωσε επτά χρόνια αργότερα. Ήταν τα δίσεκτα χρόνια, που δοκιμαζόταν η νεοπαγής Κυπριακή Δημοκρατία. Γράφει ο ποιητής: «Μητέρα, είν’ όλα ένας φαύλος κύκλος, / μητέρα είμαστε όλοι ένας φαύλος κύκλος, / μια αστειότης... / Μητέρα, είν’ όλα προμετωπίδες, / είν’ όλα ζοφώδεις προμετωπίδες, / κι αφήστε μας ήσυχους.» Ο Μόντης πέθανε στα ενενήντα του, την 1η Μαρτίου 2004, στη Λευκωσία. Παρότι μακροημέρευσε, ούτε στη γενέθλια πόλη του, την Αμμόχωστο, μπόρεσε να γυρίσει ούτε τη Λευκωσία χάρηκε χωρίς την “πράσινη γραμμή”.
Στα πρώτα χρόνια της Κυπριακής Δημοκρατίας εμφανίστηκε στη λογοτεχνία η Γενιά του ’60, που αποκαλείται και Πρώτη Γενιά της Κυπριακής Δημοκρατίας. Σε αυτήν ανήκει ο ανθολόγος του τόμου, Κυριάκος Χαραλαμπίδης. Και αυτός από την Αμμόχωστο, και αυτός ένας από τους κύπριους ποιητές, που οι ελλαδικές γραμματολογίες εγκολπώνονται. Το βιβλίο, που φτιάχνει για την Λευκωσία, είναι ένα από τα αρτιότερα της σειράς, καθώς η ποιητική ιδιότητά του συνδυάζεται με την φιλολογική επάρκεια. Δεν λησμονεί, στο τέλος, να παραθέσει και σύντομα βιογραφικά για τους συγγραφείς των ανθολογούμενων κειμένων.
Βεβαίως, δεδομένου του λογοτεχνικού πλούτου, που υπάρχει για την πόλη της Λευκωσίας, συγκεντρωμένου από Κυπρίους και Ελλαδίτες, θα αναμενόταν να υλοποιήσει επί λέξει τον τίτλο της σειράς, «Μια πόλη στη λογοτεχνία». Ωστόσο, εκείνος σπεύδει στον πρόλογό του να διευκρινίσει ότι εξέλαβε τον εν λόγω τίτλο “ως λογότυπο συμβατικής αντιμετώπισης της λογοτεχνικής δημιουργίας”. Δηλαδή, φάνηκε ελαστικός και εξέλαβε “τη λογοτεχνία στην ευρύτερη σημασία της, ως τέχνη του λόγου, οπουδήποτε κι αν τη συναντάμε”. Και προσθέτει, “ένα κείμενο, λόγου χάρη, γραμμένο με αφηγηματική μαστοριά, διατηρεί, έστω κι αν δεν εντάσσεται στην κατηγορία των γνωστών λογοτεχνικών ειδών, το πλέον ουσιώδες: τη χάρη και τη νοστιμιά του λόγου”. Καμία αντίρρηση. Ωστόσο, χάθηκε μια μοναδική ευκαιρία να αναδειχθεί η Λευκωσία αναδυόμενη μέσα από τη λογοτεχνία που ενέπνευσε.
Τα ανθολογημένα κείμενα παρατάσσονται με κατευθυντήριο άξονα το χρόνο, κατανεμημένα σε επτά ενότητες. Η πρώτη αφιερώνεται στο όνομα της πόλης, την ιστορική του διαδρομή και τις ποικίλες εκδοχές του πριν καταλήξει οριστικά στον σημερινό, λόγιο τύπο, Λευκωσία. «Λήδρα, Λευκούσα, Λευκόθεον (η πόλη των Λευκών Θεών) και Καλλινίκισις (επειδή η θέα ήταν καλή) με όποιο όνομα κι αν εμφανίζεται η Λευκωσία... εξακολουθεί πάντα να υπάρχει και να διατηρεί την επικράτειά της μεταξύ των δυο βουνών, στην εύφορη γη της Μεσαορίας...», γράφει η αρχαιολόγος Άννα Μαραγκού. Και η ποιήτρια Νάσα Παταπίου σιγοντάρει: «Τη Λευκοθέα εννοώ / τη Φωτολάμπουσα...» Διορθωτικά παρεμβαίνει ο γλωσσολόγος Κυριάκος Χατζηιωάννου, προσδιορίζοντας ότι ο μαρτυρημένος τύπος είναι Λήδρος και όχι Λήδρα. Και όμως, αυτός ο ανύπαρκτος τύπος παραδόξως επικράτησε και η μεγάλη οδός, που διασχίζει τη μέσα στα τείχη πόλη, τέμνοντας καθέτως την “πράσινη γραμμή”, λέγεται οδός Λήδρας. Όσο για τον τύπο Λευκουσία, απαντά για πρώτη φορά στον «Συνέκδημον» του Ιεροκλέους, το περιώνυμο έργο πολιτικής γεωγραφίας του Βυζαντίου.
Πρωτεύουσα της Κύπρου γίνεται η Λευκωσία προς τα τέλη της βυζαντινής περιόδου, τον δέκατο αιώνα. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει ιδιαίτερη ενότητα για τη σύντομη βυζαντινή περίοδο της πόλης. Η δεύτερη ενότητα τιτλοφορείται «Στίγματα ιστορίας» και δείχνει ως προανάκρουσμα στις ενότητες που ακολουθούν για τις τέσσερις ιστορικές περιόδους της πόλης: τους κοντά τρεις αιώνες Φραγκοκρατίας, τα 82 χρόνια Ενετοκρατίας, τους λίγο περισσότερο από τρεις αιώνες Τουρκοκρατίας και τα συμπτωματικά και πάλι 82 έτη Αγγλοκρατίας.
Αυτή η δεύτερη ενότητα ξεκινά με τον Άγιο Τριφύλλιο, Επίσκοπο Λεδρών, έναν από τους πρώτους Αγίους του νησιού, που, μαζί με τους Αγίους Σπυρίδωνα και Επιφάνιο, συνέχισε το έργο του Απόστολου Βαρνάβα. Ενώ, κλείνει με τον πρόσφατο Άγιο Φιλούμενο και το μαρτυρικό τέλος του στο Φρέαρ του Ιακώβ, από φανατικούς Εβραίους, στις 29 Νοεμβρίου 1979. Ενδιαμέσως, ανιστορείται το μαρτύριο των δεκατριών μοναχών της Καντάρας από τους Λατίνους και η σφαγή των κατοίκων της Λευκωσίας από τους Ναΐτες ιππότες. Η σκηνή αυτής της τελευταίας αγριότητας αντλείται από το έργο «Κύπρος δούλη» του Ιωάννη Καραγεωργιάδη, ένα από τα πρώτα του κυπριακού θεάτρου. Αυτή η ενότητα κλείνει και η επόμενη της Φραγκοκρατίας ανοίγει με αποσπάσματα από το σημαντικό έργο της παλαιότερης πεζογραφίας μας, το Χρονικό του Λεόντιου Μαχαιρά.
Την εικόνα της Φραγκοκρατίας ο ανθολόγος την συνθέτει με εκλεκτές λογοτεχνικές ψηφίδες από τους Δάντη, Βοκκάκιο και Ντ’ Αννούτσιο, που συνδυάζονται με τον χρονικογράφο Γεώργιο Βουστρώνιο, τον Μόντη και άλλους παλαιότερους και σύγχρονους. Ανάμεσα σε αυτούς βρίσκει θέση και ο Σεφέρης, του οποίου την παρουσία ένας Ελλαδίτης θα ανέμενε μεγαλύτερη. Όμως, το ενδιαφέρον του ανθολογίου, που κατάρτισε ο Χαραλαμπίδης, απορρέει, εν πολλοίς, από το άνοιγμά του σε λιγότερο ή και καθόλου γνωστά κείμενα. Πάντως, από τον Σεφέρη έχουμε ακέραιο το ποίημα «Ο δαίμων της πορνείας». Ούτε, όμως, μια αράδα από τις πολλές κυπριακές σελίδες των σεφερικών ημερολογίων.
Στο σύντομο κεφάλαιο της Ενετοκρατίας ανθολογούνται και κείμενα περιηγητών. Σύντομο και το επόμενο κεφάλαιο της Τουρκοκρατίας, παρά την μακριά διάρκεια αυτής της περιόδου. Εδώ συμπεριλαμβάνονται ένα κυπριακό δημώδες άσμα και ποίημα, στην κυπριακή διάλεκτο, του σημαντικότερου κύπριου ποιητή του 19ου αιώνα, Βασίλη Μιχαηλίδη. Την μερίδα του λέοντος στην ανθολόγηση την έχει η Αγγλοκρατία με λιγοστούς Κύπριους αλλά πολλούς Βρετανούς και λοιπούς ξένους. Ορισμένα κείμενα σκιαγραφούν ενδιαφέρουσες όψεις της πόλης και των κατοίκων της, όπως, λ.χ., «Το Γυναικοπάζαρο» του Αρχιδούκα της Αυστρίας Λουδοβίκου Σαλβατόρε ή το κείμενο του άγγλου αξιωματούχου Χέπγουωρθ Ντίξον για τους “Λευκωσιάτες”. Συγκρατούμε απόσπασμα από το ποίημα «Ξέσπασμα» του λευκωσιάτη συγγραφέα Κύπρου Χρυσάνθη, εκδότη, μεταξύ άλλων, και του μακρόβιου περιοδικού «Πνευματική Κύπρος». Από την ενότητα της Αγγλοκρατίας δεν θα μπορούσε να λείπει απόσπασμα από το βιβλίο του Λώρενς Ντάρρελ «Πικρολέμονα». Ωστόσο, παρατίθεται καταπώς πρέπει, συνοδευόμενο από πεζό του Μόντη, από τη συλλογή διηγημάτων του, «Κλειστές πόρτες», που γράφτηκε ως απάντηση στην νταρρελική ιταμότητα. Και ακολουθεί η “απάντηση” του Ρόδη Ρούφου, που χρονικά είχε προηγηθεί, διατυπωμένη με σφοδρότητα στο μυθιστόρημά του για τον κυπριακό αγώνα, «Η Χάλκινη Εποχή». Επίσης, δημοσιεύεται το άρθρο, που ο Αλ-μπέρ Καμύ απηύθυνε στη βασίλισσα της Αγγλίας, μετά την καταδίκη σε θάνατο του Μιχαλάκη Καραολή από το αγγλικό αποικιακό δικαστήριο της Λευκωσίας, στις 28 Οκτωβρίου 1955. Η ενότητα κλείνει με κείμενα για τη ζωγραφική του Γεωργίου Πολ. Γεωργίου. Παραδόξως, όμως, δε δημοσιεύεται ο μνημονευόμενος πίνακας, «Τα Φυλακισμένα Μνήματα». “Το θέμα του πίνακα είναι η κρυφή, νυχτερινή ταφή δέκα ανδρών της ΕΟΚΑ στον περίβολο των κεντρικών φυλακών.”
Η τελευταία ενότητα αφιερώνεται στη νεότερη Λευκωσία. Εδώ, έρχονται στο προσκήνιο και οι νεότεροι κύπριοι ποιητές. Ο λυρικός Θεοδόσης Πιερίδης, ο Μόντης, ο ολιγογράφος Παντελής Μηχανικός με το εντυπωσιακής σύλληψης ποίημά του, «Άγιος Ιλαρίων», ο Θεοκλής Κουγιάλης, ο Μιχάλης Πασιαρδής, με το πικρών τόνων «Οδός Λήδρας» («Παλιέ μου πυροβολητή / στην οδό / Λήδρας / που ’τρεχες να προφτάξεις / τι;»), η Ντίνα Κατσούρη, ο Γιώργος Μολέσκης, η Νίκη Μαραγκού και ο νεότερος της ομάδας Μιχάλης Πιερής, που μόλις πρόσφατα συγκέντρωσε την ποιητική σοδειά μιας τριακονταετίας («Μεταμορφώσεις Πόλεων. Ποιήματα 1978-2009» στον αθηναϊκό εκδοτικό οίκο «Ίκαρος»).
Δίπλα στους ποιητές στοιχίζονται κύπριοι πεζογράφοι, ιστορικοί και δημοσιογράφοι. Συγκρατούμε το σύντομο πεζό του Γιώργου Φ. Πιερίδη από το βιβλίο του «Ο καιρός της δοκιμασίας» και το πρόσφατο πεζό του Λεύκιου Ζαφειρίου, γεμάτο θλίψη για την παλιά Λευκωσία, που τη μνήμη της τη σαρώνουν ο χρόνος και ο εφησυχασμός. Επίσης, ανθολογούνται ταξιδιωτικά κείμενα Ελλαδιτών, όπως ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος και ο Στράτης Μυριβήλης. Αλλά και πεζό του Χριστόφορου Μηλιώνη, που χρωστάει στην εκπαιδευτική θητεία του στη Μεγαλόνησο ένα από τα καλύτερα βιβλία του, «Το πουκάμισο του Κένταυρου». Δημοσιεύονται και κείμενα των κύπριων ζωγράφων, Αδαμάντιου Διαμαντή και Τηλέμαχου Κάνθου. Ευτυχώς, δεν λησμονήθηκε ο γάλλος εραστής της Κύπρου και ιδιαίτερα της Λευκωσίας, Ζακ Λακαριέρ. Κατά τα άλλα, δικαιωματικά τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο κρατάει ο ανθολόγος. Εν αρχή, το πεζό του, «Στης Χώρας τα καντούνια», που είχε εκφωνηθεί στην Πύλη Αμμοχώστου της Λευκωσίας, το 1985. Και ως κατακλείδα, το ποίημα «Ιστορία με άλογο» από τη συλλογή του «Μεθιστορία» του 1995, που είχε τιμηθεί με Κρατικό Βραβείο Ποίησης από τους αθηναίους ειδήμονες. Στον πρόλογό του, ο ανθολόγος τονίζει πως δεν επιχείρησε να αποδώσει το άπαν της εικόνας της Λευκωσίας, παρά μόνο να προσθέσει το δικό του απορημένο βλέμμα, παραμερίζοντας γραμματολογικούς σχολαστικισμούς. Μέσα από αυτήν την οπτική, έφτιαξε ένα αξιανάγνωστο ανθολόγημα. Πραγματική προσφορά για τον σημερινό Ελλαδίτη, που πάσχει από προϊούσα αμνησία.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Φωτο: Κοντά στην “πράσινη γραμμή”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου