Σάββατο 24 Απριλίου 2010

Η μοναχή Αλκοφοράδο, ο Ουράνης και η επιστολογραφία

Guilleragues
«Ερω­τι­κές ε­πι­στο­λές
πορ­το­γα­λί­δας μο­να­χής»
Με­τά­φρα­ση Βά­να Χατ­ζά­κη
Εκδό­σεις Άγρα Μάρ­τιος 2010

Σύμ­φω­να με τον ευ­ρω­παϊκό λο­γο­τε­χνι­κό κα­νό­να, πρώ­το μυ­θι­στό­ρη­μα εί­ναι το «Δε­καή­με­ρον» του Βοκ­κά­κιου και πρώ­το ε­πι­στο­λι­κής μορ­φής οι «Ερω­τι­κές ε­πι­στο­λές μιας πορ­το­γα­λί­δας μο­να­χής». Όσοι, ό­μως, α­πο­δέ­χο­νται, ό­τι το μυ­θι­στό­ρη­μα εί­ναι μια αρ­χαία “και­νο­το­μία”, ως πρώ­το μυ­θι­στό­ρη­μα το­πο­θε­τούν «Τα πε­ρί Χαι­ρέ­αν και Καλ­λι­ρό­ην» του Χα­ρί­τω­να και ως πρώ­το ε­πι­στο­λι­κό, το «Μυ­θι­στό­ρη­μα του Χίω­νος». Αυ­τό ση­μαί­νει, ό­τι οι μεν Ευ­ρω­παίοι το­πο­θε­τούν την αρ­χή της μυ­θι­στο­ριο­γρα­φίας στα μέ­σα του 14ου αιώ­να, ε­νώ οι α­πο­δε­χό­με­νοι ως α­φε­τη­ρία το ελ­λη­νι­στι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα, στον πρώ­το αιώ­να προ Χρι­στού. Και α­ντι­στοί­χως, τη γέν­νη­ση του ι­διό­τυ­που μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κού εί­δους, που συ­νι­στά το ε­πι­στο­λι­κό, οι μεν πρώ­τοι το 1669, ε­νώ οι α­να­δι­φώ­ντες τους πα­πύ­ρους, τον πρώ­το αιώ­να με­τά Χρι­στό. Το τε­λευ­ταίο προέ­κυ­ψε μέ­σα α­πό τις πολ­λα­πλές εκ­δο­χές του ψευ­δοϊστο­ρι­κού «Βίου Αλε­ξάν­δρου του Μα­κε­δό­νος», στο α­φη­γη­μα­τι­κό πλαί­σιο του ο­ποίου υ­πήρ­χαν πλα­στές ε­πι­στο­λές. Συν τω χρό­νω, αυ­τές αυ­το­νο­μή­θη­καν, φτά­νο­ντας, τε­λι­κά, να δώ­σουν έ­να α­μι­γώς ε­πι­στο­λι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα. Το πρώ­το σω­ζό­με­νο του εί­δους εί­ναι το σύ­ντο­μο «Μυ­θι­στό­ρη­μα του Χίω­νος». Χα­ριέ­στα­το μεν, αλ­λά ου­δό­λως συ­γκρι­νό­με­νο με τις πα­θια­σμέ­νες ε­πι­στο­λές της πορ­το­γα­λί­δας μο­να­χής Μα­ριάν­νας ντα Κό­στα Αλκο­φο­ρά­δο.
Όταν πρω­το­εκ­δό­θη­καν οι ε­πι­στο­λές, ού­τε η ταυ­τό­τη­τα της γρά­φου­σας ή­ταν γνω­στή, ε­κτός α­πό το ό­τι ε­πρό­κει­το για πορ­το­γα­λί­δα μο­να­χή, ού­τε σε ποιον α­πευ­θύ­νο­νταν, ού­τε, βε­βαίως, το ό­νο­μα του με­τα­φρα­στή τους στα γαλ­λι­κά. Μό­νο ε­κεί­νος που εί­χε την πρω­το­βου­λία της έκ­δο­σής τους ή­ταν γνω­στός. Επρό­κει­το για τον Γκα­μπριέλ ντε Λα­βέρν, υ­πο­κό­μη του Γκι­γιε­ρά­γκ. Έναν α­ρι­στο­κρά­τη, που κα­τεί­χε υ­ψη­λά πο­λι­τι­κά α­ξιώ­μα­τα. Με λο­γο­τε­χνι­κό τα­λέ­ντο α­πο­δε­δειγ­μέ­νο, α­φού δη­μο­σίευε ποιή­μα­τα και ε­πι­στο­λές. Ήταν φί­λος της Μα­ντάμ ντε Σε­βι­νιέ, που κα­το­χυ­ρώ­θη­κε ως συγ­γρα­φέ­ας χά­ρις στις 1700 ε­πι­στο­λές που έ­στει­λε στην κό­ρη της. Οι δι­κές της ή­ταν πραγ­μα­τι­κές, σε α­ντί­θε­ση με ε­κεί­νες της πορ­το­γα­λί­δας μο­να­χής, που, τε­λι­κά, οι ει­δή­μο­νες των πρώ­των δε­κα­ε­τιών του ει­κο­στού αιώ­να α­πέ­δω­σαν στον Γκι­γιε­ρά­γκ. Τό­τε, α­κό­μη, α­πα­σχο­λού­σε την λο­γο­τε­χνι­κή κοι­νό­τη­τα ο πλα­στός ή μη χα­ρα­κτή­ρας τους, προ­κει­μέ­νου έ­να βι­βλίο να χα­ρα­κτη­ρι­στεί μυ­θι­στό­ρη­μα. Σή­με­ρα, βε­βαίως, με την άν­θη­ση που γνω­ρί­ζει το μυ­θι­στό­ρη­μα τεκ­μη­ρίων, πα­ρό­μοιες έ­γνοιες τεί­νουν να πα­ρα­με­ρι­στούν ο­ρι­στι­κά.
Όπως και να έ­χουν φι­λο­λο­γι­κά τα πράγ­μα­τα, το πρό­σω­πο της πορ­το­γα­λί­δας μο­να­χής εί­ναι πραγ­μα­τι­κό. Η ζωή της, μά­λι­στα, έ­χει τρο­φο­δο­τή­σει και μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κές βιο­γρα­φίες, με­τα­φρα­σμέ­νες, του­λά­χι­στον μια, και στα ελ­λη­νι­κά. Εκτός α­πό τους πί­να­κες, που ε­νέ­πνευ­σε στους Μα­τίς, Μο­ντι­λιά­νι και Μπρακ. Η Μα­ριάν­να, ό­πως την α­πο­κα­λούν οι βιο­γρά­φοι της, γεν­νή­θη­κε το 1640 στην πό­λη Μπέ­ζα, στα νο­τιο­α­να­το­λι­κά της Λισ­σα­βώ­νας. Σή­με­ρα, υ­πάρ­χει ε­κεί έ­να μο­να­στή­ρι, στα χρό­νια, ό­μως, τα δι­κά της, υ­πήρ­χαν τρία γυ­ναι­κεία. Τα παι­δι­κά χρό­νια της συ­μπί­πτουν με την τε­λευ­ταία πε­ρίο­δο του τρια­κο­ντα­ε­τούς πο­λέ­μου, ό­ταν οι Πορ­το­γά­λοι ε­πα­να­στα­τούν ε­να­ντίον της ι­σπα­νι­κής κυ­ριαρ­χίας και οι Γάλ­λοι, που έ­χουν κι αυ­τοί α­να­μιχ­θεί στον πό­λε­μο, σπεύ­δουν να τους βο­η­θή­σουν. Ευ­κα­τά­στα­τος και ευ­γε­νούς κα­τα­γω­γής ο πα­τέ­ρας της Μα­ριάν­νας, την κλεί­νει στο Κον­σεϊσά­ου, το Βα­σι­λι­κό Μο­να­στή­ρι της Συλ­λή­ψεως της Θε­ο­τό­κου, σε η­λι­κία έ­ντε­κα ε­τών. Πι­θα­νώς, για να μορ­φω­θεί, ί­σως, ό­μως, αν δώ­σου­με βά­ση στους βιο­γρά­φους της, για­τί πα­ρου­σία­ζε πα­ρά­ξε­νες θυ­μι­κές με­τα­πτώ­σεις. Ως ε­πι­σκέ­πτης έρ­χε­ται στο μο­να­στή­ρι ο γάλ­λος α­ξιω­μα­τι­κός ντε Σα­μι­γύ, συ­νο­δεύο­ντας, ό­πως ει­κά­ζε­ται, τον α­δελ­φό της, γύ­ρω στο 1666. Εί­κο­σι έ­ξι ε­τών η Μα­ριάν­να, ή­δη φρα­γκι­σκα­νή μο­να­χή, τον ε­ρω­τεύε­ται σφό­δρα. Ο τρια­ντά­χρο­νος α­ξιω­μα­τι­κός εν­δί­δει στον πει­ρα­σμό. Οι συ­νευ­ρέ­σεις τους λαμ­βά­νουν χώ­ρα στα ι­διαί­τε­ρα δω­μά­τια κα­τοι­κίας μέ­σα στο μο­να­στή­ρι, που της έ­χει ε­ξα­σφα­λί­σει ο πα­τέ­ρας της. Πέ­ντε ε­πι­στο­λές στέλ­νει η Μα­ριάν­να στον ε­ρα­στή της, με­τά την α­να­χώ­ρη­σή του. Εί­ναι γραμ­μέ­νες με το ε­ρω­τι­κό πά­θος μιας μο­να­χι­κής ύ­παρ­ξης και την α­πελ­πι­σία της ε­γκα­τα­λε­λειμ­μέ­νης. Σε κά­ποιες εκ­δό­σεις των ε­πι­στο­λών υ­πάρ­χουν και α­πα­ντη­τι­κές ε­πι­στο­λές του α­ξιω­μα­τι­κού, σύ­ντο­μες και συ­γκρα­τη­μέ­νες. Η Μα­ριάν­να πέ­θα­νε το 1723 στο μο­να­στή­ρι. Ο εκ­δό­της και φε­ρό­με­νος ως πι­θα­νός συγ­γρα­φέ­ας των ε­πι­στο­λών Γκι­γιε­ρά­γκ, α­πε­βίω­σε πο­λύ νω­ρί­τε­ρα, το 1685, σε η­λι­κία 57 ε­τών, στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, ό­που έ­κα­νε χρέη πρε­σβευ­τή της Γαλ­λίας στην Οθω­μα­νι­κή Αυ­λή.
Την πρώ­τη έκ­δο­ση των «Ερω­τι­κών ε­πι­στο­λών μιας πορ­το­γα­λί­δας μο­να­χής» α­κο­λού­θη­σαν πολ­λα­πλές ε­πα­νεκ­δό­σεις και με­τα­φρά­σεις, που πι­στεύε­ται ό­τι ά­σκη­σαν κα­θο­ρι­στι­κή ε­πί­δρα­ση στους πρώ­τους συγ­γρα­φείς ε­πι­στο­λι­κών μυ­θι­στο­ρη­μά­των. Εβδο­μή­ντα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, εμ­φα­νί­στη­καν τα ε­πι­στο­λι­κά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα - πο­τα­μός του Άγγλου Σά­μιουελ Ρί­τσαρ­ντσον, α­φού εί­χαν προ­η­γη­θεί τα συ­ντο­μό­τε­ρα ε­πι­στο­λι­κά του Μο­ντε­σκιέ και Μα­ρι­βώ. Ο Ρί­τσαρ­ντσον ξε­κί­νη­σε στα πε­νή­ντα του να γρά­φει υ­πο­δείγ­μα­τα ε­πι­στο­λο­γρα­φίας για ε­παρ­χιώ­τες Βρε­τα­νούς και κα­τέ­λη­ξε να γρά­ψει, ε­ντός μιας δε­κα­πε­ντα­ε­τίας, τα δί­το­μα «Πα­μέ­λα» και «Κλα­ρί­σα», κα­θώς και την «Ιστο­ρία του σερ Τσαρ­λς Γκρά­ντι­σον». Δεί­χνει λί­γο α­πο­γο­η­τευ­τι­κό, στη γε­νε­α­λο­γία του ε­πι­στο­λι­κού μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, την πα­θια­σμέ­νη Μα­ριάν­να να την δια­δέ­χε­ται η πο­νη­ρή Πα­μέ­λα, που δια­φύ­λα­ξε την παρ­θε­νία της και ε­πέ­τυ­χε την δια του γά­μου α­πο­κα­τά­στα­ση. Ακο­λού­θη­σαν ο Ρουσ­σώ με την «Νέα Ελοΐζα», το 1762, και ο Λα­κλό με τις «Επι­κίν­δυ­νες Σχέ­σεις», το 1782 (το 2009, ε­πα­νεκ­δό­θη­κε σε έ­να τό­μο και με­τά­φρα­ση Ανδρέα Στάι­κου, και πά­λι α­πό τις εκ­δό­σεις Άγρα). Ωστό­σο, πλη­σιέ­στε­ρα στην πορ­το­γα­λί­δα μο­να­χή βρί­σκε­ται η πρώ­τη Ελοΐζα, ε­κεί­νη του 12ου αιώ­να, που εί­χε κα­τά νου ο Ρουσ­σώ, ό­ταν α­πο­κα­λού­σε την η­ρωί­δα του η νέα Ελοΐζα. Η νε­α­ρά α­νι­ψιά του ε­φη­μέ­ριου στην Μη­τρό­πο­λη του Πα­ρι­σιού, που α­γά­πη­σε πα­ρά­φο­ρα ο “πε­ρι­πα­τη­τι­κός” φι­λό­σο­φος Πέ­τρος Αβε­λάρ­δος. Διέ­πρε­ψε ο Αβε­λάρ­δος, καί­τοι πλή­ρω­σε τον έ­ρω­τά του με ευ­νου­χι­σμό. Πά­ντως, η Ελοΐζα έ­μει­νε, για το υ­πό­λοι­πο της ζωής της, έ­γκλει­στη σε μο­να­στή­ρι, νο­σταλ­γώ­ντας τον ε­ρα­στή της. Τα «Γράμ­μα­τα της Ελοΐζας και του Αβε­λάρ­δου» με­τα­φρά­στη­καν α­πό τα λα­τι­νι­κά και εκ­δό­θη­καν μό­λις 28 χρό­νια με­τά τις «Ερω­τι­κές ε­πι­στο­λές μιας πορ­το­γα­λί­δας μο­να­χής», συμ­βάλ­λο­ντας κα­θο­ρι­στι­κά στην άν­θη­ση της ε­πι­στο­λο­γρα­φίας κα­τά τον 18ο αιώ­να. Όσο για τα νε­ο­ελ­λη­νι­κά ε­πι­στο­λι­κά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, τον προ­ε­πα­να­στα­τι­κό «Πα­πα­τρέ­χα» του Κο­ραή και τον α­μι­γώς ε­πι­στο­λι­κό «Λέ­αν­δρο» του Πα­να­γιώ­τη Σού­τσου, που εί­ναι και το πρώ­το νε­ο­ελ­λη­νι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα, με χρο­νο­λο­γία έκ­δο­σης 1834, διεκ­δι­κούν σή­με­ρα, κυ­ρίως γραμ­μα­το­λο­γι­κή α­ξία. Από το πλή­θος των ξε­νό­γλωσ­σων ε­πι­στο­λι­κών μυ­θι­στο­ρη­μά­των, τα πρώ­τα χρό­νια του ελ­λη­νι­κού κρά­τους, με­τα­φρά­στη­κε μό­νο ε­κεί­νο του Μο­ντε­σκιέ, «Επι­στο­λαί περ­σι­καί», στη Σμύρ­νη.
Την λο­γο­τε­χνι­κή α­ξία των “πορ­το­γα­λι­κών ε­πι­στο­λώ­ν” συ­νο­ψί­ζει ο πρώ­τος με­τα­φρα­στής τους στα ελ­λη­νι­κά, ο Κώ­στας Ου­ρά­νης. «Οι πέ­ντε αυ­τές ε­ρω­τι­κές ε­πι­στο­λές, που έ­γρα­ψε η Μα­ριάν­να Αλκο­φο­ρά­δο, εί­ναι ό,τι ω­ραιό­τε­ρο, πα­θη­τι­κώ­τε­ρο, α­λη­θι­νώ­τε­ρο έ­χει γρα­φτεί στο εί­δος αυ­τό.» Ακό­μη σή­με­ρα, εν­δια­φέ­ρει η με­τά­φρα­ση του Ου­ρά­νη, κα­θώς η α­να­γνω­στι­κή α­πό­λαυ­ση, που προ­σφέ­ρει έ­να πα­ρό­μοιο κεί­με­νο, εί­ναι ά­με­σα συ­σχε­τι­σμέ­νη με το λο­γο­τε­χνι­κό τα­λέ­ντο του με­τα­φρα­στή. Εκτός α­πό την πρό­σφα­τη και ε­κεί­νη του Ου­ρά­νη, το 1921, ε­ντο­πί­ζε­ται εν­διά­με­σα μια τρί­τη, του Γιώρ­γου Πρά­τσι­κα, που δη­μο­σιεύ­τη­κε το 1945. Από τους βα­σι­κούς με­τα­φρα­στές των εκ­δό­σεων Γκο­βό­στη ο Πρά­τσι­κας, η με­τά­φρα­σή του ε­ξα­κο­λού­θη­σε να ε­πα­νεκ­δί­δε­ται, με πιο πρό­σφα­τη ε­πα­νέκ­δο­σή της, το 2007. Να θυ­μί­σου­με, ό­τι την ε­πο­χή, που ο Ου­ρά­νης με­τέ­φρα­ζε τις “πορ­το­γα­λι­κές ε­πι­στο­λές” ή­ταν πα­ντρε­μέ­νος με Πορ­το­γα­λί­δα, την Μα­νουέ­λα Σα­ντιά­γκο, και ζού­σε στη Λισ­σα­βώ­να. Εί­χε διο­ρι­στεί Γε­νι­κός Πρό­ξε­νος της Ελλά­δας στην πορ­το­γα­λι­κή πρω­τεύου­σα το 1920 και πα­ρέ­μει­νε σε αυ­τήν τη θέ­ση μέ­χρι το 1924, που ε­πέ­στρε­ψε στην Αθή­να. Κα­τά πα­ρά­δο­ξη συ­γκυ­ρία, ο θά­να­τός του (12 Ιου­λίου 1953) συ­μπί­πτει με το δη­μο­σιευό­με­νο τό­τε σε συ­νέ­χειες ε­πι­στο­λι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα «Η Σα­λα­μά­ντρα» του Αλκ. Γιαν­νό­που­λου, στο πε­ριο­δι­κό Νέα Εστία.
Πε­ριέρ­γως, οι Πορ­το­γά­λοι ε­ξα­κο­λου­θούν τα τι­μούν τον Ου­ρά­νη. Πέ­ρυ­σι, στις 21 Ια­νουα­ρίου, διορ­γά­νω­σαν Ημε­ρί­δα προς τι­μή του, υ­πό τον τίτ­λο, «Κώ­στας Ου­ρά­νης: Από τον Ατλα­ντι­κό στη Μαύ­ρη Θά­λασ­σα - Δια­σταυ­ρού­με­να βλέμ­μα­τα». Προΐστα­το ο νε­ο­ελ­λη­νι­στής κα­θη­γη­τής και υ­πεύ­θυ­νος του Κέ­ντρου Ελλη­νι­κών Σπου­δών της Σχο­λής Κοι­νω­νι­κών και Ανθρω­πι­στι­κών Επι­στη­μών του κρα­τι­κού Πα­νε­πι­στη­μίου της Λισ­σα­βώ­νας, Jose Antonio Costa Ideias. Συμ­με­τεί­χαν ως ει­ση­γη­τές κα­θη­γη­τές και ε­ρευ­νη­τές του Κέ­ντρου. Ενώ, πα­ρα­βρέ­θη­κε η κό­ρη του Ου­ρά­νη, Μα­ρία Αγγε­λι­κή Wild. Την Ημε­ρί­δα συ­νό­δευε έκ­θε­ση χει­ρο­γρά­φων, σκί­τσων και φω­το­γρα­φιών του Ου­ρά­νη. Από ελ­λη­νι­κής πλευ­ράς, πα­ρα­κο­λού­θη­σαν την Ημε­ρί­δα η Κι­κή Δη­μου­λά και ο Θα­νά­σης Νιάρ­χος, εκ­προ­σω­πώ­ντας το Ίδρυ­μα Κώ­στα και Ελέ­νης Ου­ρά­νη. Από ό­σο γνω­ρί­ζου­με, δεν υ­πήρ­ξε κα­μία σχε­τι­κή α­να­φο­ρά στον α­θη­ναϊκό Τύ­πο. Δό­θη­κε, ω­στό­σο, η υ­πό­σχε­ση, με δα­πά­νη του Ιδρύ­μα­τος Ου­ρά­νη, να γί­νει η έκ­δο­ση των Πρα­κτι­κών της Ημε­ρί­δας. Δε­δο­μέ­νου ό­τι ε­φέ­τος συ­μπλη­ρώ­νο­νται 120 χρό­νια α­πό την γέν­νη­σή του, η έκ­δο­ση των Πρα­κτι­κών θα ή­ταν μια ευ­και­ρία να τι­μή­σου­με ο­λί­γον τι και ε­μείς οι προ­κομ­μέ­νοι τον λυ­ρι­κό Ου­ρά­νη.
Πά­ντως, οι εκ­δό­σεις της Εστίας, στις ο­ποίες, με­τά το θά­να­τό του, η σύ­ζυ­γός του Ελέ­νη Νε­γρε­πό­ντη-Ου­ρά­νη, κα­τα­γε­γραμ­μέ­νη στη λο­γο­τε­χνία ως Άλκης Θρύ­λος, συ­γκέ­ντρω­σε, σε δώ­δε­κα τό­μους, το ποιη­τι­κό, πε­ζο­γρα­φι­κό και δο­κι­μια­κό έρ­γο του, έ­κα­ναν το χρέ­ος τους. Ο πρώ­τος τό­μος, τα «Ποιή­μα­τα», που εκ­δό­θη­κε το 1953 και πε­ρι­λαμ­βά­νει ά­πα­ντα τα ευ­ρε­θέ­ντα ποιή­μα­τά του, δη­μο­σιευ­μέ­να και α­δη­μο­σίευ­τα (πλην της πρώ­της συλ­λο­γής «Σαν ό­νει­ρα» του 1909), ε­πα­νεκ­δό­θη­κε πέ­ρυ­σι τον Νοέμ­βριο. Δυ­στυ­χώς, χω­ρίς κά­ποια φι­λο­λο­γι­κά ε­πι­λε­γό­με­να για τον α­νε­ξοι­κείω­το νεό­τε­ρο α­να­γνώ­στη. Και βέ­βαια, που­θε­νά λό­γος για πι­θα­νή έκ­δο­ση ε­κεί­νης της πρώ­της με­τά­φρα­σης Ου­ρά­νη των “πορ­το­γα­λι­κών ε­πι­στο­λώ­ν”.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

ΠΕΡΑΣΤΙΚΕΣ

Γυναίκες, που σας είδα σ’ ένα τραίνο
τη στιγμή που κινούσε γι’ άλλα μέρη·
γυναίκες, που σας είδα σ’ άλλου χέρι
με γέλιο να περνάτε ευτυχισμένο·
γυναίκες, σε μπαλκόνια να κοιτάτε
στο κενό μ’ ένα βλέμμα ξεχασμένο
ή από ένα πλοίο σαλπαρισμένο
μ’ ένα μαντήλι αργά να χαιρετάτε:
να ξέρατε με πόση νοσταλγία,
στα δειλινά τα βροχερά και κρύα,
σας ξαναφέρνω στην ανάμνησή μου,
γυναίκες, που περάσατε μιαν ώρα
απ’ τη ζωή μου μέσα - και που τώρα
κρατάτε μου στα ξένα την ψυχή μου!

Στί­χους α­πό αυ­τό το ποίη­μα, που α­νή­κει στη συλ­λο­γή «Νο­σταλ­γίες» του 1920, “ψι­θύ­ρι­σε ο Ου­ρά­νης στο έ­σω ους” του Μι­χά­λη Γκα­νά και ί­σως έ­τσι προέ­κυ­ψε το τε­λευ­ταίο “διή­γη­μα” στο πρό­σφα­το βι­βλίο του, με τίτ­λο «Γυ­ναι­κών» (εκδ. Με­λά­νι).

Φωτο 1: Η μοναχή Αλκοφοράδο σε σκίτσο του Ματίς.
Φω­το 2: Κώ­στας Ου­ρά­νης, ο πρώ­τος με­τα­φρα­στής των ε­πι­στο­λών της πορ­το­γα­λί­δας μο­να­χής.

Δεν υπάρχουν σχόλια: