Στο μεταξύ, στην Ελλάδα, μετά την πτώση της Δικτατορίας Παγκάλου και την προκήρυξη εκλογών (7 Νοε. 1926), με απλή αναλογική, όπου το Λαϊκό Μέτωπο (= ΚΚΕ) εκλέγει 10 βουλευτές, σχηματίζονται διαδοχικά δύο οικουμενικές κυβερνήσεις υπό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, με γνωστή τη δεύτερη ως κυβέρνηση Ευρέως Συνασπισμού. Παρά την κοινοβουλευτική παρουσία του Λαϊκού Μετώπου, οι διώξεις, εξορίες και φυλακίσεις, των αριστερών συνεχίζονται. Το γιατί είναι μια άλλη, μεγάλη και ίσως εδώ, παράταιρη ιστορία. Είναι, πάντως, γνωστό, ότι πριν ακόμη από τη Δικτατορία Παγκάλου ο Πέτρος Πικρός βρίσκεται κατά διαστήματα έγκλειστος στις φυλακές, χωρίς, ωστόσο, να έχουν εντοπιστεί βιβλιογραφικά οι ακριβείς χρονικοί περίοδοι φυλάκισης. Παραμένει, δηλαδή, ασαφές το πότε κάθε φορά μπαίνει και πότε βγαίνει. Πάντως, η συγγραφική του δραστηριότητα δεν ανακόπτεται. Εξακολουθεί και μέσα από τις φυλακές να κάνει σποραδικές δημοσιεύσεις στον Ριζοσπάστη, όπως και σε ορισμένα λογοτεχνικά περιοδικά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, στο οποίο αναφερθήκαμε διεξοδικά την προηγούμενη Κυριακή, είναι η επιστολή του από τις φυλακές Συγγρού, με ημερομηνία 20/2/1928, προς το περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα του Ηρακλείου Κρήτης, ως απάντηση στην ψευδώνυμη κριτική του Γιώργου Κατσίμπαλη, που φτάνει να του καταλογίζει λογοκλοπή από γάλλους συγγραφείς.
Εκείνο το έτος, μιλάμε πάντα για το 1927, έκλεινε ένας αιώνας από το θάνατο του κατά το ήμισυ ζακύνθιου ποιητή Ούγο Φώσκολο, στο Λονδίνο. Αυτό στάθηκε αφορμή να γίνουν αρκετές φιλολογικές εκδηλώσεις, κυρίως στη Ζάκυνθο, και αρκετά επετειακά δημοσιεύματα. Ανάμεσά τους και ένα στον Ριζοσπάστη (27/11), αριστερόστροφης οπτικής ως προς την αποτίμηση. Αιτία ή πρόσχημα ήταν, όπως αιτιολογείται, "ο κούφιος σωβινισμός", που "θορυβεί γύρω στ' όνομα του Φώσκολου". Υπογράφεται με τα αρχικά Ν. Κ. και πρόκειται για τον νεαρό τότε Νίκο Κατηφόρη. Στο φύλλο της επομένης πέφτει κεραυνός. Με τίτλο, «Γύρω απ' τις γιορτές του Φώσκολου. Μερικά πράματα στη θέση τους» και σε μορφή επιστολής, απαντά στο δημοσίευμα ο Πικρός. Μιλά για “πλάνες και ότι είναι τελείως διαφορετικός απ' ότι μας τον παρουσιάζουν οι αστοί θαυμαστές του κι' ο σ. Ν. Κ., που σ' αυτό πάνω δεν απέχει διόλου απ' τους πρώτους”. Την μεθεπομένη, ο Ν. Κ. ανταπαντά στον Πικρό, μάλλον με λεπτή ειρωνεία, στα όρια της δηκτικότητας. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος που κλείνει την απαντητική του επιστολή: “Συνδέοντας το όνομά μου με τη μπουρζουαζία ή με τους αστούς, μ' αρπάζει, τρόπον τινά, από τ' αυτί και με δείχνει στο ελληνικό προλεταριάτο, του οποίου, καθώς είπαμε, ανέλαβε την πνευματική κηδεμονία, και φωνάζει: Νά τος ο προδότης...”. Μέσα, δηλαδή, από τις σελίδες του Ριζοσπάστη, με επίμαχο θέμα τον Φώσκολο, ξεσπάει φιλολογική αντιπαράθεση ή φιλολογική κόντρα, όπως θα λέγαμε σήμερα, η οποία, πέρα από τη διαφορετική μαρξιστο-λενινιστική οπτική πάνω στον ελληνοϊταλό ποιητή, αντανακλά και το οξύ ή, σωστότερα, το μαχητικό ταμπεραμέντο του Πικρού, το οποίο φτάνει να αγγίζει τα όρια του εριστικού.
Ο Πικρός, στη δριμεία επιστολή του περί Φώσκολου, κάνει μνεία και στο περιοδικό Νέα Επιθεώρηση. Όπως φαίνεται, είναι η εποχή που ετοιμάζεται η έκδοσή του, γιατί στο φύλλο του Ριζοσπάστη της 5ης Δεκεμβρίου του ιδίου έτους, συναντάμε προδιαφήμιση: “Την 1η Ιανουαρίου κυκλοφορεί το πρώτο φύλλο της Νέας Επιθεώρησης”. Εκεί, μεταξύ των περιεχομένων, μνημονεύεται και του “Π. Πικρού πλατειά κριτική μελέτη για τον Ούγο Φώσκολο με αυθεντικά ντοκουμέντα”. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 18 Δεκεμβρίου, βρίσκουμε δεύτερη διαφημιστική καταχώρηση, ακόμη πιο αναλυτική: “Σε τριανταδύο μεγάλες σελίδες κυκλοφορεί την 1η Γενάρη η Νέα Επιθεώρηση. Περιέχει αρκετές πρωτότυπες μελέτες, κοινωνιολογική και φιλολογική κριτική, σημειώματα, προλεταριακή τέχνη κλπ.”. Μεταξύ των άλλων, “η εχτενής και λεπτομερειακή μελέτη του σ. Π. Πικρού για τον Ούγο Φώσκολο που κοσκινίζει όλες τις αστικές φλυαρίες για τον Ιταλό ποιητή, του σ. Αντρέα Ζεβγά για τον Παναΐτ Ιστράτι (ανάλυση του έργου του) κάμνουν την ύλη του εξαιρετικά ενδιαφέρουσα”.
Ο σύντροφος Αντρέας Ζεβγάς δεν είναι άλλος από τον γνωστό μετά Αιμίλιο Χουρμούζιο, που έλυνε και έδενε στις φιλολογικές σελίδες της Καθημερινής. Ας σημειωθεί ότι ως Χουρμούζιος υπογράφει το πρώτο στα ελληνικά μεταφρασμένο έργο του Ιστράτι, «Κυρά Κυραλίνα», που κυκλοφόρησε στις αρχές του ιδίου έτους (1927) από το Βιβλιοπωλείο Ακαδημαϊκόν. Είναι, δηλαδή, εξοικειωμένος με το συγγραφικό έργο του ελληνορουμάνου συγγραφέα. Η διαφημιζόμενη μελέτη του για τον Ιστράτι προδημοσιεύεται, όχι τυχαία, σε τρεις συνέχειες στον Ριζοσπάστη, με πρώτη δημοσίευση στο φύλλο των Χριστουγέννων, 25 Δεκεμβρίου. Στο εισαγωγικό σημείωμα, πέραν της διευκρίνισης ότι είναι “από τη Νέα Επιθεώρηση που κυκλοφορεί την 1η του Γενάρη”, αναγγέλλεται η επίσκεψη του Ιστράτι στην Ελλάδα, γυρίζοντας από την Σοβιετική Ρωσία, που είχε πάει για τους εορτασμούς. Πράγματι, στις 30 Δεκεμβρίου φτάνει στην Αθήνα, ατμοπλοϊκώς μέσω Οδησσού, “ο επαναστάτης συγγραφέας Παναίτ Ιστράτι”, όπως μας πληροφορεί στην πρώτη σελίδα ο Ρζοσπάστης της επομένης. Την μεθεπομένη, Κυριακή 1 Ιανουαρίου 1928, δημοσιεύεται πρωτοσέλιδη συνέντευξη του ελληνορουμάνου συγγραφέα. Φέρει τίτλο, «Ένας συγγραφέας που έζησε στη σοβιετική αναδημιουργία». Την υπογράφει ο Αντρέας Ζεβγάς. Σε δεσπόζουσα θέση πάνω από τη συνέντευξη δημοσιεύεται «Γράμμα των φυλακισμένων συντρόφων μας στον Παναίτ Ιστράτι». Όπως διευκρινίζεται στο τέλος, η επιστολή συντάχθηκε με εντολή 18 φυλακισμένων κομμουνιστών των φυλακών Συγγρού και φέρει υπογραφή Πέτρος Πικρός. Σε διπλανό, ίσης έκτασης καρέ, δημοσιεύεται απάντηση: «Ο Παναΐτ Ιστράτι στους εξόριστους και φυλακισμένους μας».
Την ίδια ημέρα που δημοσιεύεται η συνέντευξη του Ιστράτι μαζί με τις δύο επιστολές, εκείνος, σύμφωνα με εκτενές αλλά ανυπόγραφο δημοσίευμα στον Ριζοσπάστη της 3ης Ιανουαρίου 1928, έσπευσε προς επίσκεψη των 18 κρατουμένων στις φυλακές Συγγρού. Συνοδευόταν από τον αντιπρόσωπο της Εργατικής Βοήθειας και από έναν συντάκτη. Στον φωτογράφο, που “επρόκειτο να πάρει ένα γκρούπ των φυλακισμένων μαζί με τον Ιστράτι”, απαγορεύτηκε η είσοδος. Θερμή περιγράφεται η συνάντησή του με τους κρατούμενους σε υπόστεγο, στο προαύλιο των φυλακών, αφού του απαγορεύτηκε η άνοδος στους θαλάμους, με το πρόσχημα ότι χρειαζόταν ειδική άδεια του Υπουργείου. Στο δημοσίευμα καταγράφονται λεπτομερώς όσα ελέχθησαν μεταξύ κρατουμένων και Ιστράτι. Κατά τον ανώνυμο συντάκτη, ο Ιστράτι, “καταπληχτικά απλός, μεγάλη κι' ανοιχτή καρδιά, με την πρώτη θερμή χειραψία, βρέθηκε αμέσως σύντροφος μέσα σε συντρόφους, αγωνιστής μέσα σ' αγωνιστές. Με λόγια - συνεχίζει - που δεν είχαν τίποτα απ' το συνηθισμένο, ψεύτικο, ξηρό κ' επίσημο”, μίλησε στους φυλακισμένους. “Σας γνώρισα - σημειώνει για τον Ιστράτι - σας ήξαιρα πριν ακόμα σας δώ. Όπως σας τόγραψα ήδη, πατώντας στο χώμα του πατέρα μου, η πρώτη μου σκέψη, ο πρώτος μου λογισμός είτανε για σας, για σας φυλακισμένοι αγωνιστές, της προλεταριακής υπόθεσης, και για τους συντρόφους μας εξορίστους.”
Στο πρώτο μέρος του δημοσιεύματος καταγράφονται όσα είπε ο Ιστράτι. Είναι λόγια μάλλον ενθαρρυντικά προς τους φυλακισμένους. Αναφέρεται στα προσωπικά του βιώματα ως φυλακισμένος κι ότι πρέπει να δείξουν πως ξέρουν να περιφρονούν τα δεσμά τους. Όταν τον ρωτούν για τις εντυπώσεις του από τη Σοβιετική Ρωσία, τους απαντά ότι “εκεί επάνω δημιουργείται κάτι αφάνταστο, κάτι το θαυμάσιο”. Κι ότι ένα μέρος απ' ό,τι είδε πρόκειται να το εκθέσει στη μεθαυριανή του διάλεξη.2 Η αναφορά του στη Σοβιετική Ρωσία είναι, στο δημοσίευμα, εκτενής και ενθουσιώδης, γιατί “είδα”, λέει, “τόσα πράματα, τόσο... που αναμετρώ τις δυνάμεις μου, πριν αρχίσω το δύσκολο έργο της εξιστόρησης, για τη θαυματουργό εργασία του νικηφόρου προλεταριάτου”. Μεσολαβούν εκ νέου λόγια ενθάρρυνσης, ενώ ως κλείσιμο τους επιφυλάσσει πάλι ταύτιση μαζί τους, λέγοντας, ότι “την ημέρα που θα καταδιωχθώ κι' εγώ, θα συλληφθώ και θα με στείλουν στη φυλακή, θα είναι η πιο μεγάλη τιμή που μπορεί να μου κάνει η αστική τάξη”.
“Στα θερμά κι' άδολα λόγια του μεγάλου προλετάριου διανοούμενου - σημειώνεται στο ανυπόγραφο δημοσίευμα - απάντησε από μέρους των φυλακισμένων ο σ. Πικρός.” Η απάντηση, η οποία καταλαμβάνει το υπόλοιπο δεύτερο μέρος του δημοσιεύματος, είναι εξίσου εγκάρδια και κινείται σε εξίσου υψηλό επαναστατικό φρόνημα ή, αν κρατήσουμε αποστάσεις, στην ίδια επαναστατική ρητορική. “Τα σίδερα της φυλακής, αγαπημένε φίλε μας - απαντά ο Πικρός - δεν είναι ικανά να πνίξουν τη βαθειά χαρά που νιώθουμε με τον ερχομό σου. Είναι σπάνιες οι καλές στιγμές στη φυλακή. Μια απ' αυτές, κι' η καλύτερη είναι τούτη. Δε σου κρύβουμε πώς σε βρίσκουμε ανώτερο απ' ό,τι σε περιμέναμε. Περιμέναμε ένα φίλο, και βρίσκουμε κάτι άπειρα ανώτερο· ένα σύντροφο, ένα συναγωνιστή. Δέξου από μέρους όλων μας τους θερμούς αδελφικούς κι' επαναστατικούς μας χαιρετισμούς. Γυρνώντας απ' τη μεγάλη χώρα, αυτόπτης και αψευδής μάρτυς κι' εσύ της μεγαλειώδους σοσιαλιστικής ανοικοδόμησης και του ανιστόρητου έργου του Ρωσσικού προλεταριάτου δέκα μόλις χρόνια μετά την Οχτωβριανή Επανάσταση, γεγονός που όμοιο μ' αυτό δεν είδε άλλη φορά η Ιστορία, φυσικό είναι ο αποτροπιασμός που νοιώθεις και που έχεις την ανδρεία να μη τον κρύβεις μπρος στην τσαγκωφική τρομοκρατία που μετέρχεται η κυρίαρχη τάξη της χώρας μας στη σημερινή της επίθεση ενάντια στην εργατιά, στις οργανώσεις της, στους αγωνιστές της.”
Συνεχίζοντας ο Πικρός, αναλύει, με τον ίδιο πάντα αιχμηρό τόνο, την τρέχουσα τότε οικονομική, κοινωνική και κοινοβουλευτική κατάσταση, όπως, για παράδειγμα, την πρόσφατη εκδίωξη των βουλευτών του Λαϊκού Μετώπου από το κοινοβούλιο. Αναφέρεται, επίσης, και στο Μακεδονικό, επίμαχο εθνικό ζήτημα, που τίθεται ανοιχτά ως πολιτικό θέμα εκείνη την εποχή από το ΚΚΕ. Τίθεται, δηλαδή, θέμα μειονοτήτων και απελευθέρωσης του Μακεδονικού Λαού, στην Ελλάδα, τη Βουλγαρία και τη Σερβία. Το δημοσίευμα, μας πληροφορεί επίσης, ότι “από μέρους της αγωνιζόμενης νεολαίας και των φυλακισμένων και εξορίστων νέων αγωνιστών χαιρέτισε και μίλησε στον Ιστράτι - ο σ. Λευτέρης Αποστόλου”.3
Κατά το δημοσίευμα πάντα, ο Ιστράτι “υποσχέθηκε πως μετά τη διάλεξη, και εφοδιασμένος πια με την σχετική άδεια του υπουργείου θα πάει να περάσει μιαν ολόκληρη μέρα μαζύ με τους φυλακισμένους μας στη φυλακή. Φεύγοντας, αγκάλιασε και φίλησε, για όλους, το σ. Πικρό και με μια θερμή χειραψία στον καθένα επανέλαβε τις υποσχέσεις του”.
Όλα τα προηγούμενα μπορεί να έχουν εντοπιστεί βιβλιογραφικά από τους μελετητές του Πικρού, ωστόσο, το τελευταίο, δηλαδή η συνάντηση Ιστράτι - Πικρού στη φυλακές Συγγρού διέλαθε. Αυτό ακριβώς μας ώθησε σε πιο εκτενή αναφορά. Εάν, τελικά, σε μια βιβλιογραφία υπάρχουν ελλείψεις, αυτές καμιά φορά μπορεί να επιφυλάσσουν μικρές ή και μεγάλες εκπλήξεις.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Υπενθυμίζουμε ότι ο Παναΐτ Ιστράτι (Βραΐλα 1884 - Βουκουρέστι 1935) είχε διπλό βαπτιστικό και διπλό επώνυμο. Κράτησε, ωστόσο, και έγινε διάσημος με το επώνυμο της ρουμάνας μητέρας του, Ζωίτσας Ιστράτι. Κατά το πατρώνυμο, ήταν Γεράσιμος Βαλσαμής ή Βαλτζαμής. Ο πατέρας του, Γεώργιος Βαλσαμής, που πέθανε νέος, καταγόταν από το χωριό Φαρακλάτα της Κεφαλλονιάς. Επίσης, το βαπτιστικό Παναΐτ προέκυψε και, τελικά, επικράτησε μετά το θάνατο του μεγάλου αδελφού του, του Παναγιώτη, που πέθανε σε μικρή ηλικία και οι γονείς του, εις μνήμην του παιδιού που έχασαν, τον είπαν και Παναγιώτη - Παναΐτ στα ρουμάνικα. Να υπενθυμίσουμε, επίσης, ότι στην Ελλάδα ταξίδεψε τρείς ακόμη φορές. Ήλθε πρώτη φορά το 1907, επανήλθε το 1909 και το 1910.
2. Πρόκειται για δύο διαλέξεις στο θέατρο Αλάμπρα, με θέμα την πορεία και τα επιτεύγματα της Οκτωβριανής Επανάστασης. Μίλησαν ο Ιστράτι και ο Νίκος Καζαντζάκης. Οι δύο ομιλητές είχαν γνωριστεί λίγο νωρίτερα στη Σοβιετική Ένωση, στις γιορτές των δέκα χρόνων της Επανάστασης. Οργανωτής ήταν ο Εκπαιδευτικός 'Όμιλος, με πρωτοστάτη τον πρόεδρό του Δημήτρη Γληνό. Οι διαλέξεις προκάλεσαν έντονες πολιτικές αντιπαραθέσεις και, συγχρόνως, δικαστικές ανακρίσεις στους δύο ομιλητές και τον οργανωτή. Παράλληλα, μια επίσκεψη του Ιστράτι στο σανατόριο Σωτηρία και ανάλογο άρθρο, που δημοσιεύει στον Ριζοσπάστη, όξυναν ακόμη περισσότερο την πολιτική ατμόσφαιρα. Η υπόθεση έφτασε με επερώτηση ως τη Βουλή. Προσωρινά έγινε τότε κάποιος συμβιβασμός για την παραμονή του Ιστράτι στην Ελλάδα. Τελικά, όμως, υπερίσχυσε η Υπηρεσία Αλλοδαπών, που τον εξανάγκασε να φύγει ως ανεπιθύμητος, επειδή εθεωρείτο επικίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια.
3. Ο Λευτέρης Αποστόλου, σημαίνον στέλεχος της κομμουνιστικής αριστεράς, συνυπέγραψε αργότερα, στις 27 Σεπτεμβρίου 1941, σε μυστική σύσκεψη στην Αθήνα, το ιδρυτικό κείμενο του ΕΑΜ ως εκπρόσωπος του ΚΚΕ και ανέλαβε πρώτος Γραμματέας της μαζικής αυτής οργάνωσης. Μεταπολεμικά εκλέχτηκε κατ' επανάληψη δήμαρχος στην πόλη της Μυτιλήνης.
Πέτρος Πικρός, Παναΐτ Ιστράτι
(Φωτογραφικό Αρχείο Ε.Λ.Ι.Α./Μ.Ι.Ε.Τ.)
Εκείνο το έτος, μιλάμε πάντα για το 1927, έκλεινε ένας αιώνας από το θάνατο του κατά το ήμισυ ζακύνθιου ποιητή Ούγο Φώσκολο, στο Λονδίνο. Αυτό στάθηκε αφορμή να γίνουν αρκετές φιλολογικές εκδηλώσεις, κυρίως στη Ζάκυνθο, και αρκετά επετειακά δημοσιεύματα. Ανάμεσά τους και ένα στον Ριζοσπάστη (27/11), αριστερόστροφης οπτικής ως προς την αποτίμηση. Αιτία ή πρόσχημα ήταν, όπως αιτιολογείται, "ο κούφιος σωβινισμός", που "θορυβεί γύρω στ' όνομα του Φώσκολου". Υπογράφεται με τα αρχικά Ν. Κ. και πρόκειται για τον νεαρό τότε Νίκο Κατηφόρη. Στο φύλλο της επομένης πέφτει κεραυνός. Με τίτλο, «Γύρω απ' τις γιορτές του Φώσκολου. Μερικά πράματα στη θέση τους» και σε μορφή επιστολής, απαντά στο δημοσίευμα ο Πικρός. Μιλά για “πλάνες και ότι είναι τελείως διαφορετικός απ' ότι μας τον παρουσιάζουν οι αστοί θαυμαστές του κι' ο σ. Ν. Κ., που σ' αυτό πάνω δεν απέχει διόλου απ' τους πρώτους”. Την μεθεπομένη, ο Ν. Κ. ανταπαντά στον Πικρό, μάλλον με λεπτή ειρωνεία, στα όρια της δηκτικότητας. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος που κλείνει την απαντητική του επιστολή: “Συνδέοντας το όνομά μου με τη μπουρζουαζία ή με τους αστούς, μ' αρπάζει, τρόπον τινά, από τ' αυτί και με δείχνει στο ελληνικό προλεταριάτο, του οποίου, καθώς είπαμε, ανέλαβε την πνευματική κηδεμονία, και φωνάζει: Νά τος ο προδότης...”. Μέσα, δηλαδή, από τις σελίδες του Ριζοσπάστη, με επίμαχο θέμα τον Φώσκολο, ξεσπάει φιλολογική αντιπαράθεση ή φιλολογική κόντρα, όπως θα λέγαμε σήμερα, η οποία, πέρα από τη διαφορετική μαρξιστο-λενινιστική οπτική πάνω στον ελληνοϊταλό ποιητή, αντανακλά και το οξύ ή, σωστότερα, το μαχητικό ταμπεραμέντο του Πικρού, το οποίο φτάνει να αγγίζει τα όρια του εριστικού.
Ο Πικρός, στη δριμεία επιστολή του περί Φώσκολου, κάνει μνεία και στο περιοδικό Νέα Επιθεώρηση. Όπως φαίνεται, είναι η εποχή που ετοιμάζεται η έκδοσή του, γιατί στο φύλλο του Ριζοσπάστη της 5ης Δεκεμβρίου του ιδίου έτους, συναντάμε προδιαφήμιση: “Την 1η Ιανουαρίου κυκλοφορεί το πρώτο φύλλο της Νέας Επιθεώρησης”. Εκεί, μεταξύ των περιεχομένων, μνημονεύεται και του “Π. Πικρού πλατειά κριτική μελέτη για τον Ούγο Φώσκολο με αυθεντικά ντοκουμέντα”. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 18 Δεκεμβρίου, βρίσκουμε δεύτερη διαφημιστική καταχώρηση, ακόμη πιο αναλυτική: “Σε τριανταδύο μεγάλες σελίδες κυκλοφορεί την 1η Γενάρη η Νέα Επιθεώρηση. Περιέχει αρκετές πρωτότυπες μελέτες, κοινωνιολογική και φιλολογική κριτική, σημειώματα, προλεταριακή τέχνη κλπ.”. Μεταξύ των άλλων, “η εχτενής και λεπτομερειακή μελέτη του σ. Π. Πικρού για τον Ούγο Φώσκολο που κοσκινίζει όλες τις αστικές φλυαρίες για τον Ιταλό ποιητή, του σ. Αντρέα Ζεβγά για τον Παναΐτ Ιστράτι (ανάλυση του έργου του) κάμνουν την ύλη του εξαιρετικά ενδιαφέρουσα”.
Ο σύντροφος Αντρέας Ζεβγάς δεν είναι άλλος από τον γνωστό μετά Αιμίλιο Χουρμούζιο, που έλυνε και έδενε στις φιλολογικές σελίδες της Καθημερινής. Ας σημειωθεί ότι ως Χουρμούζιος υπογράφει το πρώτο στα ελληνικά μεταφρασμένο έργο του Ιστράτι, «Κυρά Κυραλίνα», που κυκλοφόρησε στις αρχές του ιδίου έτους (1927) από το Βιβλιοπωλείο Ακαδημαϊκόν. Είναι, δηλαδή, εξοικειωμένος με το συγγραφικό έργο του ελληνορουμάνου συγγραφέα. Η διαφημιζόμενη μελέτη του για τον Ιστράτι προδημοσιεύεται, όχι τυχαία, σε τρεις συνέχειες στον Ριζοσπάστη, με πρώτη δημοσίευση στο φύλλο των Χριστουγέννων, 25 Δεκεμβρίου. Στο εισαγωγικό σημείωμα, πέραν της διευκρίνισης ότι είναι “από τη Νέα Επιθεώρηση που κυκλοφορεί την 1η του Γενάρη”, αναγγέλλεται η επίσκεψη του Ιστράτι στην Ελλάδα, γυρίζοντας από την Σοβιετική Ρωσία, που είχε πάει για τους εορτασμούς. Πράγματι, στις 30 Δεκεμβρίου φτάνει στην Αθήνα, ατμοπλοϊκώς μέσω Οδησσού, “ο επαναστάτης συγγραφέας Παναίτ Ιστράτι”, όπως μας πληροφορεί στην πρώτη σελίδα ο Ρζοσπάστης της επομένης. Την μεθεπομένη, Κυριακή 1 Ιανουαρίου 1928, δημοσιεύεται πρωτοσέλιδη συνέντευξη του ελληνορουμάνου συγγραφέα. Φέρει τίτλο, «Ένας συγγραφέας που έζησε στη σοβιετική αναδημιουργία». Την υπογράφει ο Αντρέας Ζεβγάς. Σε δεσπόζουσα θέση πάνω από τη συνέντευξη δημοσιεύεται «Γράμμα των φυλακισμένων συντρόφων μας στον Παναίτ Ιστράτι». Όπως διευκρινίζεται στο τέλος, η επιστολή συντάχθηκε με εντολή 18 φυλακισμένων κομμουνιστών των φυλακών Συγγρού και φέρει υπογραφή Πέτρος Πικρός. Σε διπλανό, ίσης έκτασης καρέ, δημοσιεύεται απάντηση: «Ο Παναΐτ Ιστράτι στους εξόριστους και φυλακισμένους μας».
Την ίδια ημέρα που δημοσιεύεται η συνέντευξη του Ιστράτι μαζί με τις δύο επιστολές, εκείνος, σύμφωνα με εκτενές αλλά ανυπόγραφο δημοσίευμα στον Ριζοσπάστη της 3ης Ιανουαρίου 1928, έσπευσε προς επίσκεψη των 18 κρατουμένων στις φυλακές Συγγρού. Συνοδευόταν από τον αντιπρόσωπο της Εργατικής Βοήθειας και από έναν συντάκτη. Στον φωτογράφο, που “επρόκειτο να πάρει ένα γκρούπ των φυλακισμένων μαζί με τον Ιστράτι”, απαγορεύτηκε η είσοδος. Θερμή περιγράφεται η συνάντησή του με τους κρατούμενους σε υπόστεγο, στο προαύλιο των φυλακών, αφού του απαγορεύτηκε η άνοδος στους θαλάμους, με το πρόσχημα ότι χρειαζόταν ειδική άδεια του Υπουργείου. Στο δημοσίευμα καταγράφονται λεπτομερώς όσα ελέχθησαν μεταξύ κρατουμένων και Ιστράτι. Κατά τον ανώνυμο συντάκτη, ο Ιστράτι, “καταπληχτικά απλός, μεγάλη κι' ανοιχτή καρδιά, με την πρώτη θερμή χειραψία, βρέθηκε αμέσως σύντροφος μέσα σε συντρόφους, αγωνιστής μέσα σ' αγωνιστές. Με λόγια - συνεχίζει - που δεν είχαν τίποτα απ' το συνηθισμένο, ψεύτικο, ξηρό κ' επίσημο”, μίλησε στους φυλακισμένους. “Σας γνώρισα - σημειώνει για τον Ιστράτι - σας ήξαιρα πριν ακόμα σας δώ. Όπως σας τόγραψα ήδη, πατώντας στο χώμα του πατέρα μου, η πρώτη μου σκέψη, ο πρώτος μου λογισμός είτανε για σας, για σας φυλακισμένοι αγωνιστές, της προλεταριακής υπόθεσης, και για τους συντρόφους μας εξορίστους.”
Στο πρώτο μέρος του δημοσιεύματος καταγράφονται όσα είπε ο Ιστράτι. Είναι λόγια μάλλον ενθαρρυντικά προς τους φυλακισμένους. Αναφέρεται στα προσωπικά του βιώματα ως φυλακισμένος κι ότι πρέπει να δείξουν πως ξέρουν να περιφρονούν τα δεσμά τους. Όταν τον ρωτούν για τις εντυπώσεις του από τη Σοβιετική Ρωσία, τους απαντά ότι “εκεί επάνω δημιουργείται κάτι αφάνταστο, κάτι το θαυμάσιο”. Κι ότι ένα μέρος απ' ό,τι είδε πρόκειται να το εκθέσει στη μεθαυριανή του διάλεξη.2 Η αναφορά του στη Σοβιετική Ρωσία είναι, στο δημοσίευμα, εκτενής και ενθουσιώδης, γιατί “είδα”, λέει, “τόσα πράματα, τόσο... που αναμετρώ τις δυνάμεις μου, πριν αρχίσω το δύσκολο έργο της εξιστόρησης, για τη θαυματουργό εργασία του νικηφόρου προλεταριάτου”. Μεσολαβούν εκ νέου λόγια ενθάρρυνσης, ενώ ως κλείσιμο τους επιφυλάσσει πάλι ταύτιση μαζί τους, λέγοντας, ότι “την ημέρα που θα καταδιωχθώ κι' εγώ, θα συλληφθώ και θα με στείλουν στη φυλακή, θα είναι η πιο μεγάλη τιμή που μπορεί να μου κάνει η αστική τάξη”.
“Στα θερμά κι' άδολα λόγια του μεγάλου προλετάριου διανοούμενου - σημειώνεται στο ανυπόγραφο δημοσίευμα - απάντησε από μέρους των φυλακισμένων ο σ. Πικρός.” Η απάντηση, η οποία καταλαμβάνει το υπόλοιπο δεύτερο μέρος του δημοσιεύματος, είναι εξίσου εγκάρδια και κινείται σε εξίσου υψηλό επαναστατικό φρόνημα ή, αν κρατήσουμε αποστάσεις, στην ίδια επαναστατική ρητορική. “Τα σίδερα της φυλακής, αγαπημένε φίλε μας - απαντά ο Πικρός - δεν είναι ικανά να πνίξουν τη βαθειά χαρά που νιώθουμε με τον ερχομό σου. Είναι σπάνιες οι καλές στιγμές στη φυλακή. Μια απ' αυτές, κι' η καλύτερη είναι τούτη. Δε σου κρύβουμε πώς σε βρίσκουμε ανώτερο απ' ό,τι σε περιμέναμε. Περιμέναμε ένα φίλο, και βρίσκουμε κάτι άπειρα ανώτερο· ένα σύντροφο, ένα συναγωνιστή. Δέξου από μέρους όλων μας τους θερμούς αδελφικούς κι' επαναστατικούς μας χαιρετισμούς. Γυρνώντας απ' τη μεγάλη χώρα, αυτόπτης και αψευδής μάρτυς κι' εσύ της μεγαλειώδους σοσιαλιστικής ανοικοδόμησης και του ανιστόρητου έργου του Ρωσσικού προλεταριάτου δέκα μόλις χρόνια μετά την Οχτωβριανή Επανάσταση, γεγονός που όμοιο μ' αυτό δεν είδε άλλη φορά η Ιστορία, φυσικό είναι ο αποτροπιασμός που νοιώθεις και που έχεις την ανδρεία να μη τον κρύβεις μπρος στην τσαγκωφική τρομοκρατία που μετέρχεται η κυρίαρχη τάξη της χώρας μας στη σημερινή της επίθεση ενάντια στην εργατιά, στις οργανώσεις της, στους αγωνιστές της.”
Συνεχίζοντας ο Πικρός, αναλύει, με τον ίδιο πάντα αιχμηρό τόνο, την τρέχουσα τότε οικονομική, κοινωνική και κοινοβουλευτική κατάσταση, όπως, για παράδειγμα, την πρόσφατη εκδίωξη των βουλευτών του Λαϊκού Μετώπου από το κοινοβούλιο. Αναφέρεται, επίσης, και στο Μακεδονικό, επίμαχο εθνικό ζήτημα, που τίθεται ανοιχτά ως πολιτικό θέμα εκείνη την εποχή από το ΚΚΕ. Τίθεται, δηλαδή, θέμα μειονοτήτων και απελευθέρωσης του Μακεδονικού Λαού, στην Ελλάδα, τη Βουλγαρία και τη Σερβία. Το δημοσίευμα, μας πληροφορεί επίσης, ότι “από μέρους της αγωνιζόμενης νεολαίας και των φυλακισμένων και εξορίστων νέων αγωνιστών χαιρέτισε και μίλησε στον Ιστράτι - ο σ. Λευτέρης Αποστόλου”.3
Κατά το δημοσίευμα πάντα, ο Ιστράτι “υποσχέθηκε πως μετά τη διάλεξη, και εφοδιασμένος πια με την σχετική άδεια του υπουργείου θα πάει να περάσει μιαν ολόκληρη μέρα μαζύ με τους φυλακισμένους μας στη φυλακή. Φεύγοντας, αγκάλιασε και φίλησε, για όλους, το σ. Πικρό και με μια θερμή χειραψία στον καθένα επανέλαβε τις υποσχέσεις του”.
Όλα τα προηγούμενα μπορεί να έχουν εντοπιστεί βιβλιογραφικά από τους μελετητές του Πικρού, ωστόσο, το τελευταίο, δηλαδή η συνάντηση Ιστράτι - Πικρού στη φυλακές Συγγρού διέλαθε. Αυτό ακριβώς μας ώθησε σε πιο εκτενή αναφορά. Εάν, τελικά, σε μια βιβλιογραφία υπάρχουν ελλείψεις, αυτές καμιά φορά μπορεί να επιφυλάσσουν μικρές ή και μεγάλες εκπλήξεις.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Υπενθυμίζουμε ότι ο Παναΐτ Ιστράτι (Βραΐλα 1884 - Βουκουρέστι 1935) είχε διπλό βαπτιστικό και διπλό επώνυμο. Κράτησε, ωστόσο, και έγινε διάσημος με το επώνυμο της ρουμάνας μητέρας του, Ζωίτσας Ιστράτι. Κατά το πατρώνυμο, ήταν Γεράσιμος Βαλσαμής ή Βαλτζαμής. Ο πατέρας του, Γεώργιος Βαλσαμής, που πέθανε νέος, καταγόταν από το χωριό Φαρακλάτα της Κεφαλλονιάς. Επίσης, το βαπτιστικό Παναΐτ προέκυψε και, τελικά, επικράτησε μετά το θάνατο του μεγάλου αδελφού του, του Παναγιώτη, που πέθανε σε μικρή ηλικία και οι γονείς του, εις μνήμην του παιδιού που έχασαν, τον είπαν και Παναγιώτη - Παναΐτ στα ρουμάνικα. Να υπενθυμίσουμε, επίσης, ότι στην Ελλάδα ταξίδεψε τρείς ακόμη φορές. Ήλθε πρώτη φορά το 1907, επανήλθε το 1909 και το 1910.
2. Πρόκειται για δύο διαλέξεις στο θέατρο Αλάμπρα, με θέμα την πορεία και τα επιτεύγματα της Οκτωβριανής Επανάστασης. Μίλησαν ο Ιστράτι και ο Νίκος Καζαντζάκης. Οι δύο ομιλητές είχαν γνωριστεί λίγο νωρίτερα στη Σοβιετική Ένωση, στις γιορτές των δέκα χρόνων της Επανάστασης. Οργανωτής ήταν ο Εκπαιδευτικός 'Όμιλος, με πρωτοστάτη τον πρόεδρό του Δημήτρη Γληνό. Οι διαλέξεις προκάλεσαν έντονες πολιτικές αντιπαραθέσεις και, συγχρόνως, δικαστικές ανακρίσεις στους δύο ομιλητές και τον οργανωτή. Παράλληλα, μια επίσκεψη του Ιστράτι στο σανατόριο Σωτηρία και ανάλογο άρθρο, που δημοσιεύει στον Ριζοσπάστη, όξυναν ακόμη περισσότερο την πολιτική ατμόσφαιρα. Η υπόθεση έφτασε με επερώτηση ως τη Βουλή. Προσωρινά έγινε τότε κάποιος συμβιβασμός για την παραμονή του Ιστράτι στην Ελλάδα. Τελικά, όμως, υπερίσχυσε η Υπηρεσία Αλλοδαπών, που τον εξανάγκασε να φύγει ως ανεπιθύμητος, επειδή εθεωρείτο επικίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια.
3. Ο Λευτέρης Αποστόλου, σημαίνον στέλεχος της κομμουνιστικής αριστεράς, συνυπέγραψε αργότερα, στις 27 Σεπτεμβρίου 1941, σε μυστική σύσκεψη στην Αθήνα, το ιδρυτικό κείμενο του ΕΑΜ ως εκπρόσωπος του ΚΚΕ και ανέλαβε πρώτος Γραμματέας της μαζικής αυτής οργάνωσης. Μεταπολεμικά εκλέχτηκε κατ' επανάληψη δήμαρχος στην πόλη της Μυτιλήνης.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Πέτρος Πικρός, Παναΐτ Ιστράτι
(Φωτογραφικό Αρχείο Ε.Λ.Ι.Α./Μ.Ι.Ε.Τ.)
1 σχόλιο:
Με όλο τον σεβασμό για τα εξαιρετικά κείμενά σας, η τελευταία πρόταση των υποσημειώσεων είναι λάθος. Ο Λευτέρης Αποστόλου, το ηγετικό στέλεχος του ΕΑΜ, δεν είναι το ίδιο πρόσωπο με τον Απόστολο Αποστόλου, τον επιλεγόμενο και "δάσκαλο" (ήταν καθηγητής χημείας) που χρημάτισε δήμαρχος Μυτιλήνης τόσο προδικτατορικά όσο και μεταδικτατορικά. Πρόκειται για απλή συνωνυμία
Δημοσίευση σχολίου