Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2010

Συμπληρώματα στον Πικρό ή Μια άγνωστη συνάντηση Πικρού - Ιστράτι

Οκτώ­βριο του 1927 γιορ­τά­ζε­ται στη Μό­σχα η 10η ε­πέ­τειος της Οκτω­βρια­νής Επα­νά­στα­σης. Οι γιορ­τές α­πο­κτούν πα­νη­γυ­ρι­κό χα­ρα­κτή­ρα. Έχουν προ­σκλη­θεί και πα­ρί­στα­νται ε­πι­φα­νείς προ­σω­πι­κό­τη­τες σο­σια­λι­στι­κών και κομ­μου­νι­στι­κών α­πο­κλί­σεων. Εί­ναι κυ­ρίως Ευ­ρω­παίοι. Ανά­με­σα στους Γάλ­λους συγ­γρα­φείς, Ανρύ Μπαρ­μπύς, Φραν­σίς Ζουρ­νταίν και Βα­γιάν Κου­τυ­ριέ, αρ­χι­συ­ντά­κτη της Ου­μα­νι­τέ, βρί­σκε­ται και ο ελ­λη­νι­κής κα­τα­γω­γής ρου­μά­νος συγ­γρα­φέ­ας Πα­ναΐτ Ιστρά­τι.1 Εντυ­πώ­σεις των γάλ­λων δια­νοου­μέ­νων, κα­θώς και έ­να εν­θου­σιώ­δες άρ­θρο με τίτ­λο «Από το Πα­ρί­σι στη Μό­σχα» του Ιστρά­τι, α­πό τη νεό­κο­πη τό­τε ΕΣ­ΣΔ, δη­μο­σιεύει ο Ρι­ζο­σπά­στης στις 9 Νο­εμ­βρίου 1927. Πρό­κει­ται για α­να­δη­μο­σίευ­ση α­πό την Ου­μα­νι­τέ.
Στο με­τα­ξύ, στην Ελλά­δα, με­τά την πτώ­ση της Δι­κτα­το­ρίας Πα­γκά­λου και την προ­κή­ρυ­ξη ε­κλο­γών (7 Νοε. 1926), με α­πλή α­να­λο­γι­κή, ό­που το Λαϊκό Μέ­τω­πο (= ΚΚΕ) ε­κλέ­γει 10 βου­λευ­τές, σχη­μα­τί­ζο­νται δια­δο­χι­κά δύο οι­κου­με­νι­κές κυ­βερ­νή­σεις υ­πό τον Αλέ­ξαν­δρο Ζαΐμη, με γνω­στή τη δεύ­τε­ρη ως κυ­βέρ­νη­ση Ευ­ρέως Συ­να­σπι­σμού. Πα­ρά την κοι­νο­βου­λευ­τι­κή πα­ρου­σία του Λαϊκού Με­τώ­που, οι διώ­ξεις, ε­ξο­ρίες και φυ­λα­κί­σεις, των α­ρι­στε­ρών συ­νε­χί­ζο­νται. Το για­τί εί­ναι μια άλ­λη, με­γά­λη και ί­σως ε­δώ, πα­ρά­ται­ρη ι­στο­ρία. Εί­ναι, πά­ντως, γνω­στό, ό­τι πριν α­κό­μη α­πό τη Δι­κτα­το­ρία Πα­γκά­λου ο Πέ­τρος Πι­κρός βρί­σκε­ται κα­τά δια­στή­μα­τα έ­γκλει­στος στις φυ­λα­κές, χω­ρίς, ω­στό­σο, να έ­χουν ε­ντο­πι­στεί βι­βλιο­γρα­φι­κά οι α­κρι­βείς χρο­νι­κοί πε­ρίο­δοι φυ­λά­κι­σης. Πα­ρα­μέ­νει, δη­λα­δή, α­σα­φές το πό­τε κά­θε φο­ρά μπαί­νει και πό­τε βγαί­νει. Πά­ντως, η συγ­γρα­φι­κή του δρα­στη­ριό­τη­τα δεν α­να­κό­πτε­ται. Εξα­κο­λου­θεί και μέ­σα α­πό τις φυ­λα­κές να κά­νει σπο­ρα­δι­κές δη­μο­σιεύ­σεις στον Ρι­ζο­σπά­στη, ό­πως και σε ο­ρι­σμέ­να λο­γο­τε­χνι­κά πε­ριο­δι­κά. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δειγ­μα, στο ο­ποίο α­να­φερ­θή­κα­με διε­ξο­δι­κά την προ­η­γού­με­νη Κυ­ρια­κή, εί­ναι η ε­πι­στο­λή του α­πό τις φυ­λα­κές Συγ­γρού, με η­με­ρο­μη­νία 20/2/1928, προς το πε­ριο­δι­κό Νε­ο­ελ­λη­νι­κά Γράμ­μα­τα του Ηρα­κλείου Κρή­της, ως α­πά­ντη­ση στην ψευ­δώ­νυ­μη κρι­τι­κή του Γιώρ­γου Κα­τσί­μπα­λη, που φτά­νει να του κα­τα­λο­γί­ζει λο­γο­κλο­πή α­πό γάλ­λους συγ­γρα­φείς.
Εκεί­νο το έ­τος, μι­λά­με πά­ντα για το 1927, έ­κλει­νε έ­νας αιώ­νας α­πό το θά­να­το του κα­τά το ή­μι­συ ζα­κύν­θιου ποιη­τή Ού­γο Φώ­σκο­λο, στο Λον­δί­νο. Αυ­τό στά­θη­κε α­φορ­μή να γί­νουν αρ­κε­τές φι­λο­λο­γι­κές εκ­δη­λώ­σεις, κυ­ρίως στη Ζά­κυν­θο, και αρ­κε­τά ε­πε­τεια­κά δη­μο­σιεύ­μα­τα. Ανά­με­σά τους και έ­να στον Ρι­ζο­σπά­στη (27/11), α­ρι­στε­ρό­στρο­φης ο­πτι­κής ως προς την α­πο­τί­μη­ση. Αι­τία ή πρό­σχη­μα ή­ταν, ό­πως αι­τιο­λο­γεί­ται, "ο κού­φιος σω­βι­νι­σμός", που "θο­ρυ­βεί γύ­ρω στ' ό­νο­μα του Φώ­σκο­λου". Υπο­γρά­φε­ται με τα αρ­χι­κά Ν. Κ. και πρό­κει­ται για τον νε­α­ρό τό­τε Νί­κο Κα­τη­φό­ρη. Στο φύλ­λο της ε­πο­μέ­νης πέ­φτει κε­ραυ­νός. Με τίτ­λο, «Γύ­ρω α­π' τις γιορ­τές του Φώ­σκο­λου. Με­ρι­κά πρά­μα­τα στη θέ­ση τους» και σε μορ­φή ε­πι­στο­λής, α­πα­ντά στο δη­μο­σίευ­μα ο Πι­κρός. Μι­λά για “πλά­νες και ό­τι εί­ναι τε­λείως δια­φο­ρε­τι­κός α­π' ό­τι μας τον πα­ρου­σιά­ζουν οι α­στοί θαυ­μα­στές του κι' ο σ. Ν. Κ., που σ' αυ­τό πά­νω δεν α­πέ­χει διό­λου α­π' τους πρώ­τους”. Την με­θε­πο­μέ­νη, ο Ν. Κ. α­ντα­πα­ντά στον Πι­κρό, μάλ­λον με λε­πτή ει­ρω­νεία, στα ό­ρια της δη­κτι­κό­τη­τας. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κός εί­ναι ο τρό­πος που κλεί­νει την α­πα­ντη­τι­κή του ε­πι­στο­λή: “Συν­δέ­ο­ντας το ό­νο­μά μου με τη μπουρ­ζουα­ζία ή με τους α­στούς, μ' αρ­πά­ζει, τρό­πον τι­νά, α­πό τ' αυ­τί και με δεί­χνει στο ελ­λη­νι­κό προ­λε­τα­ριά­το, του ο­ποίου, κα­θώς εί­πα­με, α­νέ­λα­βε την πνευ­μα­τι­κή κη­δε­μο­νία, και φω­νά­ζει: Νά τος ο προ­δό­της...”. Μέ­σα, δη­λα­δή, α­πό τις σε­λί­δες του Ρι­ζο­σπά­στη, με ε­πί­μα­χο θέ­μα τον Φώ­σκο­λο, ξε­σπά­ει φι­λο­λο­γι­κή α­ντι­πα­ρά­θε­ση ή φι­λο­λο­γι­κή κό­ντρα, ό­πως θα λέ­γα­με σή­με­ρα, η ο­ποία, πέ­ρα α­πό τη δια­φο­ρε­τι­κή μαρ­ξι­στο-λε­νι­νι­στι­κή ο­πτι­κή πά­νω στον ελ­λη­νοϊτα­λό ποιη­τή, α­ντα­να­κλά και το ο­ξύ ή, σω­στό­τε­ρα, το μα­χη­τι­κό τα­μπε­ρα­μέ­ντο του Πι­κρού, το ο­ποίο φτά­νει να αγ­γί­ζει τα ό­ρια του ε­ρι­στι­κού.
Ο Πι­κρός, στη δρι­μεία ε­πι­στο­λή του πε­ρί Φώ­σκο­λου, κά­νει μνεία και στο πε­ριο­δι­κό Νέα Επι­θεώ­ρη­ση. Όπως φαί­νε­ται, εί­ναι η ε­πο­χή που ε­τοι­μά­ζε­ται η έκ­δο­σή του, για­τί στο φύλ­λο του Ρι­ζο­σπά­στη της 5ης Δε­κεμ­βρίου του ι­δίου έ­τους, συ­να­ντά­με προ­δια­φή­μι­ση: “Την 1η Ια­νουα­ρίου κυ­κλο­φο­ρεί το πρώ­το φύλ­λο της Νέ­ας Επι­θεώ­ρη­σης”. Εκεί, με­τα­ξύ των πε­ριε­χο­μέ­νων, μνη­μο­νεύε­ται και του “Π. Πι­κρού πλα­τειά κρι­τι­κή με­λέ­τη για τον Ού­γο Φώ­σκο­λο με αυ­θε­ντι­κά ντο­κου­μέ­ντα”. Λί­γες η­μέ­ρες αρ­γό­τε­ρα, στις 18 Δε­κεμ­βρίου, βρί­σκου­με δεύ­τε­ρη δια­φη­μι­στι­κή κα­τα­χώ­ρη­ση, α­κό­μη πιο α­να­λυ­τι­κή: “Σε τρια­ντα­δύο με­γά­λες σε­λί­δες κυ­κλο­φο­ρεί την 1η Γε­νά­ρη η Νέα Επι­θεώ­ρη­ση. Πε­ριέ­χει αρ­κε­τές πρω­τό­τυ­πες με­λέ­τες, κοι­νω­νιο­λο­γι­κή και φι­λο­λο­γι­κή κρι­τι­κή, ση­μειώ­μα­τα, προ­λε­τα­ρια­κή τέ­χνη κλπ.”. Με­τα­ξύ των άλ­λων, “η ε­χτε­νής και λε­πτο­με­ρεια­κή με­λέ­τη του σ. Π. Πι­κρού για τον Ού­γο Φώ­σκο­λο που κο­σκι­νί­ζει ό­λες τις α­στι­κές φλυα­ρίες για τον Ιτα­λό ποιη­τή, του σ. Αντρέα Ζε­βγά για τον Πα­ναΐτ Ιστρά­τι (α­νά­λυ­ση του έρ­γου του) κά­μνουν την ύ­λη του ε­ξαι­ρε­τι­κά εν­δια­φέ­ρου­σα”.
Ο σύ­ντρο­φος Αντρέ­ας Ζε­βγάς δεν εί­ναι άλ­λος α­πό τον γνω­στό με­τά Αι­μί­λιο Χουρ­μού­ζιο, που έ­λυ­νε και έ­δε­νε στις φι­λο­λο­γι­κές σε­λί­δες της Κα­θη­με­ρι­νής. Ας ση­μειω­θεί ό­τι ως Χουρ­μού­ζιος υ­πο­γρά­φει το πρώ­το στα ελ­λη­νι­κά με­τα­φρα­σμέ­νο έρ­γο του Ιστρά­τι, «Κυ­ρά Κυ­ρα­λί­να», που κυ­κλο­φό­ρη­σε στις αρ­χές του ι­δίου έ­τους (1927) α­πό το Βι­βλιο­πω­λείο Ακα­δη­μαϊκόν. Εί­ναι, δη­λα­δή, ε­ξοι­κειω­μέ­νος με το συγ­γρα­φι­κό έρ­γο του ελ­λη­νο­ρου­μά­νου συγ­γρα­φέα. Η δια­φη­μι­ζό­με­νη με­λέ­τη του για τον Ιστρά­τι προ­δη­μο­σιεύε­ται, ό­χι τυ­χαία, σε τρεις συ­νέ­χειες στον Ρι­ζο­σπά­στη, με πρώ­τη δη­μο­σίευ­ση στο φύλ­λο των Χρι­στου­γέν­νων, 25 Δε­κεμ­βρίου. Στο ει­σα­γω­γι­κό ση­μείω­μα, πέ­ραν της διευ­κρί­νι­σης ό­τι εί­ναι “α­πό τη Νέα Επι­θεώ­ρη­ση που κυ­κλο­φο­ρεί την 1η του Γε­νά­ρη”, α­ναγ­γέλ­λε­ται η ε­πί­σκε­ψη του Ιστρά­τι στην Ελλά­δα, γυ­ρί­ζο­ντας α­πό την Σο­βιε­τι­κή Ρω­σία, που εί­χε πά­ει για τους ε­ορ­τα­σμούς. Πράγ­μα­τι, στις 30 Δε­κεμ­βρίου φτά­νει στην Αθή­να, α­τμο­πλοϊκώς μέ­σω Οδησ­σού, “ο ε­πα­να­στά­της συγ­γρα­φέ­ας Πα­ναίτ Ιστρά­τι”, ό­πως μας πλη­ρο­φο­ρεί στην πρώ­τη σε­λί­δα ο Ρζο­σπά­στης της ε­πο­μέ­νης. Την με­θε­πο­μέ­νη, Κυ­ρια­κή 1 Ια­νουα­ρίου 1928, δη­μο­σιεύε­ται πρω­το­σέ­λι­δη συ­νέ­ντευ­ξη του ελ­λη­νο­ρου­μά­νου συγ­γρα­φέα. Φέ­ρει τίτ­λο, «Ένας συγ­γρα­φέ­ας που έ­ζη­σε στη σο­βιε­τι­κή α­να­δη­μιουρ­γία». Την υ­πο­γρά­φει ο Αντρέ­ας Ζε­βγάς. Σε δε­σπό­ζου­σα θέ­ση πά­νω α­πό τη συ­νέ­ντευ­ξη δη­μο­σιεύε­ται «Γράμ­μα των φυ­λα­κι­σμέ­νων συ­ντρό­φων μας στον Πα­ναίτ Ιστρά­τι». Όπως διευ­κρι­νί­ζε­ται στο τέ­λος, η ε­πι­στο­λή συ­ντάχ­θη­κε με ε­ντο­λή 18 φυ­λα­κι­σμέ­νων κομ­μου­νι­στών των φυ­λα­κών Συγ­γρού και φέ­ρει υ­πο­γρα­φή Πέ­τρος Πι­κρός. Σε δι­πλα­νό, ί­σης έ­κτα­σης κα­ρέ, δη­μο­σιεύε­ται α­πά­ντη­ση: «Ο Πα­ναΐτ Ιστρά­τι στους ε­ξό­ρι­στους και φυ­λα­κι­σμέ­νους μας».
Την ί­δια η­μέ­ρα που δη­μο­σιεύε­ται η συ­νέ­ντευ­ξη του Ιστρά­τι μα­ζί με τις δύο ε­πι­στο­λές, ε­κεί­νος, σύμ­φω­να με ε­κτε­νές αλ­λά α­νυ­πό­γρα­φο δη­μο­σίευ­μα στον Ρι­ζο­σπά­στη της 3ης Ια­νουα­ρίου 1928, έ­σπευ­σε προς ε­πί­σκε­ψη των 18 κρα­του­μέ­νων στις φυ­λα­κές Συγ­γρού. Συ­νο­δευό­ταν α­πό τον α­ντι­πρό­σω­πο της Εργα­τι­κής Βοή­θειας και α­πό έ­ναν συ­ντά­κτη. Στον φω­το­γρά­φο, που “ε­πρό­κει­το να πά­ρει έ­να γκρούπ των φυ­λα­κι­σμέ­νων μα­ζί με τον Ιστρά­τι”, α­πα­γο­ρεύ­τη­κε η εί­σο­δος. Θερ­μή πε­ρι­γρά­φε­ται η συ­νά­ντη­σή του με τους κρα­τού­με­νους σε υ­πό­στε­γο, στο προ­αύ­λιο των φυ­λα­κών, α­φού του α­πα­γο­ρεύ­τη­κε η ά­νο­δος στους θα­λά­μους, με το πρό­σχη­μα ό­τι χρεια­ζό­ταν ει­δι­κή ά­δεια του Υπουρ­γείου. Στο δη­μο­σίευ­μα κα­τα­γρά­φο­νται λε­πτο­με­ρώς ό­σα ε­λέχ­θη­σαν με­τα­ξύ κρα­του­μέ­νων και Ιστρά­τι. Κα­τά τον α­νώ­νυ­μο συ­ντά­κτη, ο Ιστρά­τι, “κα­τα­πλη­χτι­κά α­πλός, με­γά­λη κι' α­νοι­χτή καρ­διά, με την πρώ­τη θερ­μή χει­ρα­ψία, βρέ­θη­κε α­μέ­σως σύ­ντρο­φος μέ­σα σε συ­ντρό­φους, α­γω­νι­στής μέ­σα σ' α­γω­νι­στές. Με λό­για - συ­νε­χί­ζει - που δεν εί­χαν τί­πο­τα α­π' το συ­νη­θι­σμέ­νο, ψεύ­τι­κο, ξη­ρό κ' ε­πί­ση­μο”, μί­λη­σε στους φυ­λα­κι­σμέ­νους. “Σας γνώ­ρι­σα - ση­μειώ­νει για τον Ιστρά­τι - σας ή­ξαι­ρα πριν α­κό­μα σας δώ. Όπως σας τό­γρα­ψα ή­δη, πα­τώ­ντας στο χώ­μα του πα­τέ­ρα μου, η πρώ­τη μου σκέ­ψη, ο πρώ­τος μου λο­γι­σμός εί­τα­νε για σας, για σας φυ­λα­κι­σμέ­νοι α­γω­νι­στές, της προ­λε­τα­ρια­κής υ­πό­θε­σης, και για τους συ­ντρό­φους μας ε­ξο­ρί­στους.”
Στο πρώ­το μέ­ρος του δη­μο­σιεύ­μα­τος κα­τα­γρά­φο­νται ό­σα εί­πε ο Ιστρά­τι. Εί­ναι λό­για μάλ­λον εν­θαρ­ρυ­ντι­κά προς τους φυ­λα­κι­σμέ­νους. Ανα­φέ­ρε­ται στα προ­σω­πι­κά του βιώ­μα­τα ως φυ­λα­κι­σμέ­νος κι ό­τι πρέ­πει να δεί­ξουν πως ξέ­ρουν να πε­ρι­φρο­νούν τα δε­σμά τους. Όταν τον ρω­τούν για τις ε­ντυ­πώ­σεις του α­πό τη Σο­βιε­τι­κή Ρω­σία, τους α­πα­ντά ό­τι “ε­κεί ε­πά­νω δη­μιουρ­γεί­ται κά­τι α­φά­ντα­στο, κά­τι το θαυ­μά­σιο”. Κι ό­τι έ­να μέ­ρος α­π' ό,τι εί­δε πρό­κει­ται να το εκ­θέ­σει στη με­θαυ­ρια­νή του διά­λε­ξη.2 Η α­να­φο­ρά του στη Σο­βιε­τι­κή Ρω­σία εί­ναι, στο δη­μο­σίευ­μα, ε­κτε­νής και εν­θου­σιώ­δης, για­τί “εί­δα”, λέει, “τό­σα πρά­μα­τα, τό­σο... που α­να­με­τρώ τις δυ­νά­μεις μου, πριν αρ­χί­σω το δύ­σκο­λο έρ­γο της ε­ξι­στό­ρη­σης, για τη θαυ­μα­τουρ­γό ερ­γα­σία του νι­κη­φό­ρου προ­λε­τα­ριά­του”. Με­σο­λα­βούν εκ νέ­ου λό­για εν­θάρ­ρυν­σης, ε­νώ ως κλεί­σι­μο τους ε­πι­φυ­λάσ­σει πά­λι ταύ­τι­ση μα­ζί τους, λέ­γο­ντας, ό­τι “την η­μέ­ρα που θα κα­τα­διωχ­θώ κι' ε­γώ, θα συλ­λη­φθώ και θα με στεί­λουν στη φυ­λα­κή, θα εί­ναι η πιο με­γά­λη τι­μή που μπο­ρεί να μου κά­νει η α­στι­κή τά­ξη”.
“Στα θερ­μά κι' ά­δο­λα λό­για του με­γά­λου προ­λε­τά­ριου δια­νοού­με­νου - ση­μειώ­νε­ται στο α­νυ­πό­γρα­φο δη­μο­σίευ­μα - α­πά­ντη­σε α­πό μέ­ρους των φυ­λα­κι­σμέ­νων ο σ. Πι­κρός.” Η α­πά­ντη­ση, η ο­ποία κα­τα­λαμ­βά­νει το υ­πό­λοι­πο δεύ­τε­ρο μέ­ρος του δη­μο­σιεύ­μα­τος, εί­ναι ε­ξί­σου ε­γκάρ­δια και κι­νεί­ται σε ε­ξί­σου υ­ψη­λό ε­πα­να­στα­τι­κό φρό­νη­μα ή, αν κρα­τή­σου­με α­πο­στά­σεις, στην ί­δια ε­πα­να­στα­τι­κή ρη­το­ρι­κή. “Τα σί­δε­ρα της φυ­λα­κής, α­γα­πη­μέ­νε φί­λε μας - α­πα­ντά ο Πι­κρός - δεν εί­ναι ι­κα­νά να πνί­ξουν τη βα­θειά χα­ρά που νιώ­θου­με με τον ερ­χο­μό σου. Εί­ναι σπά­νιες οι κα­λές στιγ­μές στη φυ­λα­κή. Μια α­π' αυ­τές, κι' η κα­λύ­τε­ρη εί­ναι τού­τη. Δε σου κρύ­βου­με πώς σε βρί­σκου­με α­νώ­τε­ρο α­π' ό,τι σε πε­ρι­μέ­να­με. Πε­ρι­μέ­να­με έ­να φί­λο, και βρί­σκου­με κά­τι ά­πει­ρα α­νώ­τε­ρο· έ­να σύ­ντρο­φο, έ­να συ­να­γω­νι­στή. Δέ­ξου α­πό μέ­ρους ό­λων μας τους θερ­μούς α­δελ­φι­κούς κι' ε­πα­να­στα­τι­κούς μας χαι­ρε­τι­σμούς. Γυρ­νώ­ντας α­π' τη με­γά­λη χώ­ρα, αυ­τό­πτης και α­ψευ­δής μάρ­τυς κι' ε­σύ της με­γα­λειώ­δους σο­σια­λι­στι­κής α­νοι­κο­δό­μη­σης και του α­νι­στό­ρη­του έρ­γου του Ρωσ­σι­κού προ­λε­τα­ριά­του δέ­κα μό­λις χρό­νια με­τά την Οχτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση, γε­γο­νός που ό­μοιο μ' αυ­τό δεν εί­δε άλ­λη φο­ρά η Ιστο­ρία, φυ­σι­κό εί­ναι ο α­πο­τρο­πια­σμός που νοιώ­θεις και που έ­χεις την αν­δρεία να μη τον κρύ­βεις μπρος στην τσα­γκω­φι­κή τρο­μο­κρα­τία που με­τέρ­χε­ται η κυ­ρίαρ­χη τά­ξη της χώ­ρας μας στη ση­με­ρι­νή της ε­πί­θε­ση ε­νά­ντια στην ερ­γα­τιά, στις ορ­γα­νώ­σεις της, στους α­γω­νι­στές της.”
Συ­νε­χί­ζο­ντας ο Πι­κρός, α­να­λύει, με τον ί­διο πά­ντα αιχ­μη­ρό τό­νο, την τρέ­χου­σα τό­τε οι­κο­νο­μι­κή, κοι­νω­νι­κή και κοι­νο­βου­λευ­τι­κή κα­τά­στα­ση, ό­πως, για πα­ρά­δειγ­μα, την πρό­σφα­τη εκ­δίω­ξη των βου­λευ­τών του Λαϊκού Με­τώ­που α­πό το κοι­νο­βού­λιο. Ανα­φέ­ρε­ται, ε­πί­σης, και στο Μα­κε­δο­νι­κό, ε­πί­μα­χο ε­θνι­κό ζή­τη­μα, που τί­θε­ται α­νοι­χτά ως πο­λι­τι­κό θέ­μα ε­κεί­νη την ε­πο­χή α­πό το ΚΚΕ. Τί­θε­ται, δη­λα­δή, θέ­μα μειο­νο­τή­των και α­πε­λευ­θέ­ρω­σης του Μα­κε­δο­νι­κού Λα­ού, στην Ελλά­δα, τη Βουλ­γα­ρία και τη Σερ­βία. Το δη­μο­σίευ­μα, μας πλη­ρο­φο­ρεί ε­πί­σης, ό­τι “α­πό μέ­ρους της α­γω­νι­ζό­με­νης νε­ο­λαίας και των φυ­λα­κι­σμέ­νων και ε­ξο­ρί­στων νέων α­γω­νι­στών χαι­ρέ­τι­σε και μί­λη­σε στον Ιστρά­τι - ο σ. Λευ­τέ­ρης Απο­στό­λου”.3
Κα­τά το δη­μο­σίευ­μα πά­ντα, ο Ιστρά­τι “υ­πο­σχέ­θη­κε πως με­τά τη διά­λε­ξη, και ε­φο­δια­σμέ­νος πια με την σχε­τι­κή ά­δεια του υ­πουρ­γείου θα πά­ει να πε­ρά­σει μιαν ο­λό­κλη­ρη μέ­ρα μα­ζύ με τους φυ­λα­κι­σμέ­νους μας στη φυ­λα­κή. Φεύ­γο­ντας, α­γκά­λια­σε και φί­λη­σε, για ό­λους, το σ. Πι­κρό και με μια θερ­μή χει­ρα­ψία στον κα­θέ­να ε­πα­νέ­λα­βε τις υ­πο­σχέ­σεις του”.
Όλα τα προ­η­γού­με­να μπο­ρεί να έ­χουν ε­ντο­πι­στεί βι­βλιο­γρα­φι­κά α­πό τους με­λε­τη­τές του Πι­κρού, ω­στό­σο, το τε­λευ­ταίο, δη­λα­δή η συ­νά­ντη­ση Ιστρά­τι - Πι­κρού στη φυ­λα­κές Συγ­γρού διέ­λα­θε. Αυ­τό α­κρι­βώς μας ώ­θη­σε σε πιο ε­κτε­νή α­να­φο­ρά. Εάν, τε­λι­κά, σε μια βι­βλιο­γρα­φία υ­πάρ­χουν ελ­λεί­ψεις, αυ­τές κα­μιά φο­ρά μπο­ρεί να ε­πι­φυ­λάσ­σουν μι­κρές ή και με­γά­λες εκ­πλή­ξεις.

ΣΗ­ΜΕΙΩ­ΣΕΙΣ

1. Υπεν­θυ­μί­ζου­με ό­τι ο Πα­ναΐτ Ιστρά­τι (Βραΐλα 1884 - Βου­κου­ρέ­στι 1935) εί­χε δι­πλό βα­πτι­στι­κό και δι­πλό ε­πώ­νυ­μο. Κρά­τη­σε, ω­στό­σο, και έ­γι­νε διά­ση­μος με το ε­πώ­νυ­μο της ρου­μά­νας μη­τέ­ρας του, Ζωί­τσας Ιστρά­τι. Κα­τά το πα­τρώ­νυ­μο, ή­ταν Γε­ρά­σι­μος Βαλ­σα­μής ή Βαλτ­ζα­μής. Ο πα­τέ­ρας του, Γεώρ­γιος Βαλ­σα­μής, που πέ­θα­νε νέ­ος, κα­τα­γό­ταν α­πό το χω­ριό Φα­ρα­κλά­τα της Κε­φαλ­λο­νιάς. Επί­σης, το βα­πτι­στι­κό Πα­ναΐτ προέ­κυ­ψε και, τε­λι­κά, ε­πι­κρά­τη­σε με­τά το θά­να­το του με­γά­λου α­δελ­φού του, του Πα­να­γιώ­τη, που πέ­θα­νε σε μι­κρή η­λι­κία και οι γο­νείς του, εις μνή­μην του παι­διού που έ­χα­σαν, τον εί­παν και Πα­να­γιώ­τη - Πα­ναΐτ στα ρου­μά­νι­κα. Να υ­πεν­θυ­μί­σου­με, ε­πί­σης, ό­τι στην Ελλά­δα τα­ξί­δε­ψε τρείς α­κό­μη φο­ρές. Ήλθε πρώ­τη φο­ρά το 1907, ε­πα­νήλ­θε το 1909 και το 1910.
2. Πρό­κει­ται για δύο δια­λέ­ξεις στο θέ­α­τρο Αλά­μπρα, με θέ­μα την πο­ρεία και τα ε­πι­τεύγ­μα­τα της Οκτω­βρια­νής Επα­νά­στα­σης. Μί­λη­σαν ο Ιστρά­τι και ο Νί­κος Κα­ζα­ντζά­κης. Οι δύο ο­μι­λη­τές εί­χαν γνω­ρι­στεί λί­γο νω­ρί­τε­ρα στη Σο­βιε­τι­κή Ένω­ση, στις γιορ­τές των δέ­κα χρό­νων της Επα­νά­στα­σης. Οργα­νω­τής ή­ταν ο Εκπαι­δευ­τι­κός 'Όμι­λος, με πρω­το­στά­τη τον πρό­ε­δρό του Δη­μή­τρη Γλη­νό. Οι δια­λέ­ξεις προ­κά­λε­σαν έ­ντο­νες πο­λι­τι­κές α­ντι­πα­ρα­θέ­σεις και, συγ­χρό­νως, δι­κα­στι­κές α­να­κρί­σεις στους δύο ο­μι­λη­τές και τον ορ­γα­νω­τή. Πα­ράλ­λη­λα, μια ε­πί­σκε­ψη του Ιστρά­τι στο σα­να­τό­ριο Σω­τη­ρία και α­νά­λο­γο άρ­θρο, που δη­μο­σιεύει στον Ρι­ζο­σπά­στη, ό­ξυ­ναν α­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο την πο­λι­τι­κή α­τμό­σφαι­ρα. Η υ­πό­θε­ση έ­φτα­σε με ε­πε­ρώ­τη­ση ως τη Βου­λή. Προ­σω­ρι­νά έ­γι­νε τό­τε κά­ποιος συμ­βι­βα­σμός για την πα­ρα­μο­νή του Ιστρά­τι στην Ελλά­δα. Τε­λι­κά, ό­μως, υ­πε­ρί­σχυ­σε η Υπη­ρε­σία Αλλο­δα­πών, που τον ε­ξα­νά­γκα­σε να φύ­γει ως α­νε­πι­θύ­μη­τος, ε­πει­δή ε­θεω­ρεί­το ε­πι­κίν­δυ­νος για τη δη­μό­σια α­σφά­λεια.
3. Ο Λευ­τέ­ρης Απο­στό­λου, ση­μαί­νον στέ­λε­χος της κομ­μου­νι­στι­κής α­ρι­στε­ράς, συ­νυ­πέ­γρα­ψε αρ­γό­τε­ρα, στις 27 Σε­πτεμ­βρίου 1941, σε μυ­στι­κή σύ­σκε­ψη στην Αθή­να, το ι­δρυ­τι­κό κεί­με­νο του Ε­ΑΜ ως εκ­πρό­σω­πος του ΚΚΕ και α­νέ­λα­βε πρώ­τος Γραμ­μα­τέ­ας της μα­ζι­κής αυ­τής ορ­γά­νω­σης. Με­τα­πο­λε­μι­κά ε­κλέ­χτη­κε κα­τ' ε­πα­νά­λη­ψη δή­μαρ­χος στην πό­λη της Μυ­τι­λή­νης.
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου


Πέ­τρος Πι­κρός, Πα­ναΐτ Ιστρά­τι
(Φω­το­γρα­φι­κό Αρχείο Ε.Λ.Ι.Α./Μ.Ι.Ε.Τ.)

1 σχόλιο:

Νίκος Σαραντάκος είπε...

Με όλο τον σεβασμό για τα εξαιρετικά κείμενά σας, η τελευταία πρόταση των υποσημειώσεων είναι λάθος. Ο Λευτέρης Αποστόλου, το ηγετικό στέλεχος του ΕΑΜ, δεν είναι το ίδιο πρόσωπο με τον Απόστολο Αποστόλου, τον επιλεγόμενο και "δάσκαλο" (ήταν καθηγητής χημείας) που χρημάτισε δήμαρχος Μυτιλήνης τόσο προδικτατορικά όσο και μεταδικτατορικά. Πρόκειται για απλή συνωνυμία