Πέμπτη 28 Απριλίου 2011

Οι ποιητές, οι τρελοί και το 1821

«Το 1821 στην ελ­λη­νι­κή ποίη­ση»
Ανθο­λό­γη­ση-Επί­με­τρο:
Ηλίας Γκρης
Εκδό­σεις Κέ­δρος
Φε­βρουά­ριος 2011

Hδη, στο γύ­ρι­σμα του 21ου αιώ­να, στα ά­γρια χα­ρά­μα­τα της τρί­της χι­λιε­τίας που α­ναγ­γέλ­λε­ται έ­νας οι­κου­με­νι­κός πα­ρά­δει­σος ι­δεών και οι­κο­νο­μίας, οι ι­στο­ρι­κοί μας γρη­γο­ρούν. Άρχι­σαν, συ­στη­μα­τι­κά πλέ­ον, να κά­νουν λό­γο για τους μύ­θους που α­μαυ­ρώ­νουν το η­ρωι­κό 1821. Προ­φα­νώς, κα­τα­χρη­στι­κά χρη­σι­μο­ποιού­με ε­δώ το ε­πί­θε­το η­ρωι­κός. Δυ­στυ­χώς, ό­μως, δεν έ­χουν α­κό­μη α­να­θεω­ρη­θεί αυ­τοί οι πε­πα­λαιω­μέ­νοι ε­πι­θε­τι­κοί προσ­διο­ρι­σμοί. Οι ι­στο­ρι­κοί μας, λοι­πόν, εί­χαν, προ πολ­λού, κα­τα­λή­ξει στα πο­ρί­σμα­τά τους πε­ρί των ι­δε­ο­λο­γι­κών στρε­βλώ­σεων. Το πρό­βλη­μα ή­ταν και πα­ρα­μέ­νει η ελ­λη­νι­κή κοι­νω­νία, που έ­χει μου­λα­ρώ­σει. Εξ α­πα­λών ο­νύ­χων πή­ρε στρα­βές βά­σεις, και ό­χι μό­νο μέ­νει προ­σκολ­λη­μέ­νη στους μύ­θους της, αλ­λά τους περ­νά­ει και στα νε­α­ρά βλα­στά­ρια της, εκ­με­ταλ­λευό­με­νη το ει­σέ­τι α­νά­πη­ρο εκ­παι­δευ­τι­κό μας σύ­στη­μα. Γι' αυ­τό και οι με­ρι­μνώ­ντες θέ­τουν τη δια­φώ­τι­ση της κοι­νής γνώ­μης ως α­πό­λυ­τη προ­τε­ραιό­τη­τα, προ­τάσ­σο­ντάς την α­κό­μη και της συγ­γρα­φής της νέ­ας Ιστο­ρίας του 1821, που θα α­να­με­νό­ταν, α­πό μια στε­νά ε­πι­στη­μο­νι­κή σκο­πιά, να συ­νι­στά το πρώ­το τους μέ­λη­μα.
Όπως και να έ­χει, σε κά­θε πρό­σφο­ρη πε­ρί­στα­ση, ό­πως, λ.χ., η έκ­δο­ση ε­νός βι­βλίου, το α­νέ­βα­σμα μιας πα­ρά­στα­σης ή η προ­βο­λή μιας δρα­μα­το­ποιη­μέ­νης τη­λε­ο­πτι­κής σει­ράς, κυ­ρίως, ό­μως, κά­θε 25η Μαρ­τίου, α­νελ­λι­πώς και ό­λο με με­γα­λύ­τε­ρη έ­ντα­ση, με την ευ­και­ρία του ε­ορ­τα­σμού της ε­θνι­κής ε­πε­τείου, ε­ξέ­χο­ντα μέ­λη της κοι­νό­τη­τας των ι­στο­ρι­κών ε­πι­δρά­μουν στα ΜΜΕ. Το κα­λύ­τε­ρο έρ­γο ε­πι­τε­λεί­ται στις ε­φη­με­ρί­δες, που, ευ­τυ­χώς, α­νή­κουν, στο με­γα­λύ­τε­ρο τμή­μα τους, στον προο­δευ­τι­κό Τύ­πο. Από τις σε­λί­δες τους α­να­πτύσ­σουν την ε­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γία τους για τα α­σύ­στο­λα ψεύ­δη και τις σκό­πι­μες πα­ρα­ποιή­σεις γύ­ρω α­πό το 1821, που φυ­λά­κι­σαν και ε­ξα­κο­λου­θούν να φυ­λα­κί­ζουν το πνεύ­μα, ό­χι μό­νο του λα­ού, αλ­λά και ο­ρι­σμέ­νων πο­λι­τι­κών αρ­χη­γών. Ευ­τυ­χώς, στην προ­σπά­θειά τους, βρί­σκουν σθε­να­ρή α­ρω­γή α­πό τους δη­μο­σιο­γρά­φους. Εξ ε­παγ­γέλ­μα­τος δια­λα­λη­τές αυ­τοί οι δεύ­τε­ροι, α­κό­μη και α­νι­στό­ρη­τος ο λό­γος τους, α­πο­βαί­νει ά­κρως πει­στι­κός.
Εφέ­τος, πρώ­το έ­τος της δεύ­τε­ρης δε­κα­ε­τίας του 21ου αιώ­να, του αιώ­να της πα­γκο­σμιο­ποίη­σης ό­πως ό­λοι ευελ­πι­στού­με, έ­γι­νε α­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρος λό­γος για τους μύ­θους του 1821. Και αυ­τή τη φο­ρά, υ­πήρ­ξαν ε­πι­τέ­λους κά­ποια πρώ­τα ση­μά­δια ό­τι αυ­τός ο λό­γος βρή­κε α­πή­χη­ση. Να 'ναι κα­λά και η τη­λεό­ρα­ση, που, για πρώ­τη χρο­νιά, δεν πε­ριο­ρί­στη­κε σε εκ­πο­μπές κον­σέρ­βες. Το κοι­νό κυ­ριο­λε­κτι­κά το συ­νε­πή­ρε ε­κεί­νη η ει­δι­κά α­φιε­ρω­μέ­νη στο 1821 τη­λε­ο­πτι­κή σει­ρά κι ας α­ντέ­δρα­σαν κά­ποιοι αρ­τη­ριο­σκλη­ρω­τι­κοί. Ακό­μη και οι τρυ­φε­ρές γυ­ναι­κείες ψυ­χές α­πο­δέ­χτη­καν τις σφα­γές που έ­κα­ναν οι Έλλη­νες μέ­σα στη βια­σύ­νη τους για ε­λευ­θε­ρία, έ­τσι ό­πως τις πα­ρου­σιά­ζει ε­κεί­νος ο ω­ραίος και διά­ση­μος μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος με την πει­θώ του δια­νοού­με­νου. Εί­ναι, πά­ντως, α­κό­μη πο­λύ νω­ρίς, για να υ­πο­λο­γι­σθούν τα ο­φέ­λη. Δεν πρέ­πει, ω­στό­σο, να α­πελ­πι­ζό­μα­στε. Χρό­νος μπαί­νει, χρό­νος βγαί­νει, α­φαι­ρού­με και α­πό έ­να λι­θα­ρά­κι. Λι­θα­ρά­κι λι­θα­ρά­κι, πού θα πά­ει, θα τους γκρε­μί­σου­με τους μύ­θους, που τό­σο βλά­πτουν την υ­γεία των πο­λι­τών. Τους μό­νους, που ω­φε­λούν οι μύ­θοι, εί­ναι οι λα­οί. Οι λα­οί και τα κρά­τη τους. Μέ­σα α­πό τους κά­θε λο­γής κα­τά­πτυ­στους μύ­θους, ε­θνι­κι­στι­κούς, θρη­σκευ­τι­κούς και λοι­πούς, βγή­καν α­νέ­κα­θεν οι τρε­λοί, που έ­πε­σαν υ­πέρ βω­μών και ε­στιών, ό­πως έ­λε­γαν, μια φο­ρά και έ­ναν και­ρό, ό­σοι έ­δι­ναν βά­ση στους μύ­θους και τα πα­ρα­μύ­θια.
Συγ­γε­νείς των τρε­λών, του­λά­χι­στον εξ αγ­χι­στείας, στά­θη­καν πά­ντο­τε οι ποιη­τές. Ένας ποιη­τής, λοι­πόν, εί­χε την ι­δέα να κα­ταρ­τί­σει μια αν­θο­λο­γία νε­ο­ελ­λη­νι­κής ποίη­σης για το 1821. Φρό­ντι­σε, μά­λι­στα, να την ε­τοι­μά­σει ε­γκαί­ρως για την ε­θνι­κή ε­πέ­τειο και μή­να Φε­βρουά­ριο βγή­κε α­πό το Τυ­πο­γρα­φείο. Δεν έ­τυ­χε, ω­στό­σο, ι­διαί­τε­ρης υ­πο­δο­χής στον Τύ­πο και κα­τά τη γνώ­μη μας, δι­καίως. Όπως και να το κά­νου­με, πρό­κει­ται για έ­να ά­και­ρο εγ­χεί­ρη­μα. Αν ή­ταν να γί­νει, ας γι­νό­ταν τον και­ρό των μύ­θων. Τώ­ρα εί­ναι πια πο­λύ αρ­γά. Οσο­νού­πω, μό­λις ε­πι­τευχ­θεί η α­πο­κά­θαρ­ση α­πό τους μύ­θους της Ιστο­ρίας, θα ξε­κι­νή­σει και η α­πο­κά­θαρ­ση της νε­ο­ελ­λη­νι­κής ποίη­σης. Για­τί, ας μην το λη­σμο­νού­με, η ποίη­ση στά­θη­κε έ­νας α­πό τους πρω­ταί­τιους για τη διαιώ­νι­σή τους. Πώς να το κά­νου­με, σή­με­ρα, μια αν­θο­λο­γία του 1821 εί­ναι πρω­θύ­στε­ρο εγ­χεί­ρη­μα. Πρώ­τα κα­τα­λή­γου­με, τι κρα­τά­με και τι πε­τά­με α­πό το ποιη­τι­κό σώ­μα, και με­τά, εν ευ­θέ­τω χρό­νω, κα­ταρ­τί­ζου­με και αν­θο­λο­γίες.
Ο εν λό­γω πα­ρά­και­ρος τολ­μη­τίας εί­ναι ο Ηλίας Γκρης, ποιη­τής της γε­νιάς του '70 αλ­λά και δη­μο­σιο­γρά­φος, που ση­μαί­νει ό­τι γνω­ρί­ζει να ι­σορ­ρο­πεί σε δυο βάρ­κες. Στο Επί­με­τρο της Ανθο­λο­γίας δη­λώ­νει ό­τι α­φορ­μή για την κα­τάρ­τι­σή της στά­θη­κε η συ­ντο­νι­σμέ­νη α­πό­πει­ρα α­πο­κά­θαρ­σης του '21 α­πό τα δή­θεν στε­ρεό­τυ­πα πα­τριω­τι­σμού. Δια­βλέ­πει, μά­λι­στα, πί­σω α­πό αυ­τήν, πρό­θε­ση για ε­νιαία κα­θο­δη­γού­με­νη ι­στο­ρι­κή α­να­θεώ­ρη­ση σε ο­λό­κλη­ρα τα Βαλ­κά­νια. Από την άλ­λη, κα­τα­δι­κά­ζει τους θρύ­λους του '21, τους συ­νυ­φα­σμέ­νους με το ρό­λο της Εκκλη­σίας στον Αγώ­να, την ο­ποία ρί­χνει στον καιά­δα. Ωστό­σο, ό­χι σύσ­σω­μη. Ξε­δια­λέ­γει και συ­γκρα­τεί 16 ε­πι­σκό­πους, 4 αρ­χι­μαν­δρί­τες και 17 ιε­ρο­μο­νά­χους. Καί­τοι, πά­ντως, ποιη­τής δεν θέλ­γε­ται α­πό τα σύμ­βο­λα και τους συμ­βο­λι­σμούς τους, ορ­γι­ζό­με­νος κι αυ­τός, με τη σει­ρά του, με το λά­βα­ρο της Αγίας Λαύ­ρας, την 25η Μαρ­τίου ως αυ­θαι­ρέ­τως ο­ρι­σθεί­σα μέ­ρα ξε­ση­κω­μού και το Κρυ­φό Σχο­λειό.
Κα­τά τα άλ­λα, ό­ντας με­γα­λό­φρων, α­πο­νέ­μει μό­νος του τα εύ­ση­μα εις ε­αυ­τό­ν: “Τού­τη η αν­θο­λο­γία ται­ριά­ζει να λο­γα­ρια­στεί σαν το πιο ευ­γε­νές κορ­φο­λό­γη­μα α­π' ό­λη την ποιη­τι­κή α­να­πα­ρά­στα­ση που ε­νέ­πνευ­σε στους ποιη­τές η Επα­νά­στα­ση”. Πολ­λοί πα­τριώ­τες θα συμ­φω­νή­σουν. Όσοι, μά­λι­στα, κρα­τά­ει η σκού­φια τους α­πό την Πε­λο­πόν­νη­σο θα συ­γκι­νη­θούν με τους τό­σους ποιη­τές κά­τω α­π' τ' αυ­λά­κι που ξέ­θα­ψε. Μέ­χρι στί­χους του Τσο­μπα­νά­κου, του ε­πο­νο­μα­ζό­με­νου και Τυρ­ταίου της Ελλη­νι­κής Επα­νά­στα­σης, πα­ρα­θέ­τει. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, πολ­λά χω­ριά ε­ρί­ζουν για την κα­τα­γω­γή του Τσο­μπα­νά­κου, αλ­λά νεό­τε­ρα δε­δο­μέ­να προ­κρί­νουν τον Άγιο Πέ­τρο Κυ­νου­ρίας α­ντί της Δη­μη­τσά­νας. Αρκάς, πά­ντως. Όπως και να έ­χει, ο τρό­πος, που ο Γκρης ε­πέ­λε­ξε να πα­ρου­σιά­σει το κορ­φο­λό­γη­μά του, πο­λύ φο­βό­μα­στε ό­τι προ­κα­λεί σύγ­χυ­ση, α­να­κό­πτο­ντας τα κύ­μα­τα θαυ­μα­σμού, που α­βία­στα θα ξε­ση­κώ­νο­νταν, αν ο α­να­γνώ­στης α­πο­κτού­σε σα­φέ­στε­ρη ει­κό­να του πο­νή­μα­τός του. Προ­φα­νώς, η πα­ρά­τα­ξη των ποιη­τών κα­τά αλ­φα­βη­τι­κή σει­ρά εί­ναι πά­ντο­τε η βο­λι­κό­τε­ρη, α­δι­κεί, ό­μως, κα­τά­φω­ρα έ­να πα­ρό­μοιο κορ­φο­λό­γη­μα. Άντε και βρέ­θη­κε μια λύ­ση για τους τρεις ποιη­τές, τους ά­με­σα ε­μπλε­κό­με­νους στην Επα­νά­στα­ση. Ως μό­το μπαί­νει ο «Θού­ριος» του Ρή­γα Φε­ραίου και οι δυο με­γά­λοι Επτα­νή­σιοι προ­τάσ­σο­νται. Αυ­τοί ό­χι κα­τά αλ­φα­βη­τι­κή σει­ρά: πρώ­τος ο Σο­λω­μός, δεύ­τε­ρος ο Κάλ­βος. Ξε­κι­νά­ει, ό­μως, πο­τέ, έ­νας αν­θο­λό­γος το ποιη­τι­κό του θη­σαύ­ρι­σμα με δυο ποιη­τές α­πό τα μέ­ρη του, ό­ταν, μά­λι­στα, δεν πρό­κει­ται για ποιη­τι­κά α­να­στή­μα­τα τέ­τοια που να πα­ρα­με­ρί­ζουν τις ό­ποιες η­θι­κές α­να­στο­λές; Βε­βαίως, ο Γκρης, το­πο­θε­τώ­ντας με­τά τον Σο­λω­μό και τον Κάλ­βο, τον τρι­πο­λι­τσιώ­τη Κρί­τω­να Αθα­να­σού­λη και την Έφη Αι­λια­νού α­πό την Ανδρί­τσαι­να, δεν πα­ρα­βιά­ζει την αλ­φα­βη­τι­κή σει­ρά στο σύ­νο­λο των αν­θο­λο­γού­με­νων ποιη­τών. Πρό­κει­ται πε­ρί συ­μπτώ­σεως. Όπως, χά­ριν συ­μπτώ­σεως, η αν­θο­λο­γία κλεί­νει με το ά­κρως ε­πί­και­ρο, καί­τοι γραμ­μέ­νο προ πε­ντη­κο­ντα­ε­τίας, δί­στι­χο του Χρι­στια­νό­που­λου, «…κα­η­μέ­νε Μα­κρυ­γιάν­νη να 'ξε­ρες / για­τί το τζά­κι­σες το χέ­ρι σου…»
Από την πλευ­ρά μας, εί­μα­στε πε­πει­σμέ­νοι ό­τι, πα­ρα­μο­νές α­πο­κά­θαρ­σης, αν υ­πήρ­χε α­νά­γκη για μια αν­θο­λο­γία του '21, αυ­τή θα ή­ταν μια α­να­μνη­στι­κή, που θα πα­ρέ­κα­μπτε ε­λάσ­σο­νες και νεό­τε­ρους και θα έ­δι­νε το κύ­ριο βά­ρος στους ε­πι­φα­νέ­στε­ρους και πα­λαιό­τε­ρους. Για­τί, ό­πως και να το κά­νου­με, στα δι­κά τους πα­τριω­τι­κά, θα γί­νει το βα­σι­κό ξε­σκαρ­τά­ρι­σμα. Μια πα­ρό­μοια αν­θο­λο­γία θα εί­χε, πρώ­τον, το α­νά­λο­γο ι­στο­ρι­κό εν­δια­φέ­ρον, και δεύ­τε­ρον, θα εύ­ρι­σκε με­γά­λη ε­μπο­ρι­κή α­ντα­πό­κρι­ση, α­φού θα έ­σπευ­δαν να την α­γο­ρά­σουν οι α­πα­ντα­χού ρο­μα­ντι­κοί, που πα­ρα­μέ­νουν α­γκι­στρω­μέ­νοι στους μύ­θους. Του­τέ­στιν, ο ε­σμός των ε­θνι­κι­στών. Προ­φα­νώς, για μια τέ­τοια αν­θο­λο­γία, η μό­νη εν­δε­δειγ­μέ­νη διευ­θέ­τη­ση θα ή­ταν η κα­τά χρο­νι­κή δια­δο­χή πα­ρά­τα­ξη των ποιη­τι­κών γε­νεών. Εκτός πια κι αν ο αν­θο­λό­γος πα­ρα­συ­ρό­ταν α­πό το πα­ρά­δειγ­μα των ι­στο­ρι­κών μας, που έ­χουν ε­πι­στρέ­ψει στον πα­ρω­χη­μέ­νο βιο­γρα­φι­σμό, και συ­γκέ­ντρω­νε ποιή­μα­τα δια­φο­ρε­τι­κών ε­πο­χών α­να­φε­ρό­με­να στο ί­διο πρό­σω­πο και έ­τσι έ­φτια­χνε μια ποιη­τι­κή πι­να­κο­θή­κη α­γω­νι­στών και πο­λι­τι­κών αν­δρών του 1821.
Ανα­δια­τάσ­σο­ντας, χά­ριν παι­διάς, το κορ­φο­λό­γη­μα του Γκρης, θα προέ­κυ­πταν ε­ξί­μι­σι ποιή­μα­τα για Μα­κρυ­γιάν­νη, συ­νυ­πο­λο­γί­ζο­ντας τον δια­λο­γι­κό «Κα­πο­δί­στρια» του Κα­ζα­ντζά­κη, έ­ξι για Κα­ραϊσκά­κη, α­πό τέσ­σε­ρα για Αθα­νά­σιο Διά­κο και Κα­νά­ρη, α­πό τρία για Πα­πα­φλέσ­σα και τους Μπο­τσα­ραίους και μό­λις α­πό έ­να για Οδυσ­σέα Ανδρού­τσο και Κο­λο­κο­τρώ­νη. Όσο για τους πο­λι­τι­κούς άν­δρες, τέσ­σε­ρα για Κα­πο­δί­στρια και έ­να για τον Αλέ­ξαν­δρο Μαυ­ρο­κορ­δά­το. Αυ­τά ε­πί τρο­χά­δην, βά­σει των τίτ­λων, ει­δάλ­λως θα πε­λα­γώ­να­με, κα­θώς οι ποιη­τές συ­νη­θί­ζουν να κά­νουν στους στί­χους τους προ­σκλη­τή­ριο ο­νο­μά­των. Αλλά και αυ­τή η πρό­χει­ρη κα­τα­μέ­τρη­ση δεί­χνει τη με­γά­λη α­νά­γκη για α­πο­κά­θαρ­ση της νε­ο­ελ­λη­νι­κής ποίη­σης, ώ­στε να συ­νά­δει με την με­τα­μο­ντέρ­να εκ­δο­χή της Ιστο­ρίας. Δεν εί­ναι δυ­να­τόν για έ­ναν έ­μπο­ρο, το­κο­γλύ­φο, στρα­τιω­τι­κό α­στυ­νο­μι­κών κα­θη­κό­ντων, που ό­χι μό­νο α­ναρ­ρι­χή­θη­κε και­ρο­σκο­πι­κά στην στρα­τιω­τι­κή ιε­ραρ­χία αλ­λά και ε­πω­φε­λή­θη­κε δεό­ντως των πο­λε­μι­κών ε­πι­χει­ρή­σεων για να χο­ντρύ­νει το κε­μέ­ρι του, ό­πως ο Μα­κρυ­γιάν­νης, να συ­γκρα­τού­με ε­ξί­μι­σι ποιή­μα­τα ε­πει­δή έ­τυ­χε να τα γρά­ψουν έ­νας Σε­φέ­ρης, έ­νας Σι­κε­λια­νός ή ό­ποιος άλ­λος ε­πι­φα­νής, και για τον Αλέ­ξαν­δρο Μαυ­ρο­κορ­δά­το, την πιο ση­μα­ντι­κή πο­λι­τι­κή προ­σω­πι­κό­τη­τα του Αγώ­να, να υ­πάρ­χει μό­νο έ­να κι αυ­τό χά­ρις στον αν­θο­λό­γο, που, πα­ρα­κά­μπτο­ντας τυ­χόν κρι­τή­ρια αι­σθη­τι­κής πλη­ρό­τη­τας, το συ­μπε­ριέ­λα­βε καί­τοι έρ­γο ε­νός, α­πό σπό­ντα, ποιη­τή. Ας εί­ναι, πά­ντως, κα­λά οι ι­στο­ρι­κοί μας, που μας φώ­τι­σαν για το ποιόν α­γω­νι­στών και πο­λι­τι­κών αν­δρών. Νι­σά­φι πια με τους μύ­θους πε­ρί α­γνών και δο­λίων, που ε­ξύ­ψω­ναν τους μεν και α­μαύ­ρω­ναν τους δε.
Εμείς, πά­ντως, ε­πι­μέ­νου­με ό­τι το ευ­γε­νές κορ­φο­λό­γη­μα του Γκρης θα πρό­βα­λε α­κό­μη ευ­γε­νέ­στε­ρο, αν α­κο­λου­θού­σε τη χρο­νι­κή ροή. Με­τά τον Σο­λω­μό και τον Κάλ­βο, να πα­ρα­τασ­σό­ταν η Επτα­νη­σια­κή Σχο­λή: Τυ­πάλ­δος, Τερ­τσέ­της, Βα­λαω­ρί­της. Ο τε­λευ­ταίος με πε­ρισ­σό­τε­ρα α­πό δυο, κλεί­νο­ντας οι Επτα­νή­σιοι με Μαρ­κο­ρά και Μα­βί­λη. Να α­κο­λου­θού­σε η πρώ­τη με­τε­πα­να­στα­τι­κή γε­νιά. Μπρο­στά, οι Φα­να­ριώ­τες: Αλέ­ξαν­δρος Σού­τσος, Πα­να­γιώ­της Σού­τσος. Ο τε­λευ­ταίος με α­κέ­ραιο τον «Κα­ραΐσκο» του και, α­πα­ραι­τή­τως, «Ο κλέ­φτης» του Ρα­γκα­βή, αν μη τι άλ­λο, εις μνή­μην των ελ­λη­νο­παί­δων που τον α­πήγ­γει­λαν ε­κά­στη 25η Μαρ­τίου για έ­ναν και πλέ­ον αιώ­να. Από κο­ντά και οι ντό­πιοι. Αχιλ­λέ­ας Πα­ρά­σχος, Γεώρ­γιος Ζα­λο­κώ­στας. Και α­φού θα έ­κλει­νε έ­νας πρώ­τος κύ­κλος, να ερ­χό­ταν η γε­νιά του 1880, με Πα­λα­μά, Κρυ­στάλ­λη, Πο­λέ­μη, Σου­ρή, Μα­λα­κά­ση, Πάλ­λη, Νιρ­βά­να, Βλα­χο­γιάν­νη και με­ρι­κούς α­κό­μη. Σε αυ­τούς, ο αν­θο­λό­γος έ­πρε­πε να στα­θεί γεν­ναιό­δω­ρος, ό­πως στά­θη­κε για τους ζώ­ντες, που χρεία δεν έ­χουν. Από ό­λα αυ­τά τα ποιή­μα­τα των πα­λαιό­τε­ρων μό­νο το ποίη­μα του Σου­ρή θα γλί­τω­νε το ξε­σκαρ­τά­ρι­σμα. «Και α­γω­νι­στού τι­νός θά­να­τος ε­λεει­νός» εί­ναι ο τίτ­λος του και ε­νέ­πνευ­σε α­νή­με­ρα την 25η Μαρ­τίου ω­ριαία εκ­πο­μπή πε­ρί της α­γνω­μο­νού­σης πα­τρί­δος. Ευ­τυ­χώς, στη ση­με­ρι­νή συ­γκυ­ρία, ο­τι­δή­πο­τε στη­λι­τεύει την πα­τρί­δα, πα­λαιό­τε­ρο ή νεό­τε­ρο, α­να­δει­κνύε­ται. Και η αν­θο­λο­γία θα μπο­ρού­σε να κλεί­νει με έ­να δεύ­τε­ρο κύ­κλο. Βάρ­να­λης, Σι­κε­λια­νός, Κα­ζα­ντζά­κης, Κα­ρυω­τά­κης, με­σο­πο­λε­μι­κοί και οι πρώ­τες γε­νιές των με­τα­πο­λε­μι­κών, με ό­ριο α­σφα­λείας την Απρι­λια­νή Δι­κτα­το­ρία.
Τε­λειώ­νο­ντας, θα θέ­λα­με να ε­πα­νέλ­θου­με στους μύ­θους και να το­νί­σου­με το πό­σο ω­φε­λούν τους λα­ούς. Γε­γο­νός, που μπο­ρεί να δη­μιουρ­γή­σει προ­σκόμ­μα­τα στο έρ­γο των ι­στο­ρι­κών μας. Ένα κα­λό πα­ρά­δειγ­μα δί­νει το πυ­ρη­νι­κό “α­τύ­χη­μα” στην Ια­πω­νία. Στο ε­ορ­τα­στι­κό τριή­με­ρο της 25ης Μαρ­τίου, μέ­σα στην ο­λο­μέ­τω­πη ε­πί­θε­ση των ΜΜΕ ε­να­ντίον των μύ­θων του '21, ε­ξα­φα­νί­στη­κε “η ρα­διε­νέρ­γεια ε­δώ και τώ­ρα”. Αμέ­ρι­μνοι οι Αθη­ναίοι πή­γαν βόλ­τα στις πα­ρα­λίες για ν' α­να­πνεύ­σουν λί­γο ιώ­διο, ε­νι­σχυ­μέ­νο με το ι­σό­το­πό του, ιώ­διο-131, κα­θώς, κα­τά δια­ο­λε­μέ­νη σύ­μπτω­ση, το ρα­διε­νερ­γό νέ­φος έ­φτα­σε στον ελ­λη­νι­κό ε­ναέ­ριο χώ­ρο, την η­μέ­ρα της ε­θνι­κής ε­πε­τείου, ό­που και πα­ρέ­μει­νε, λό­γω ή­πιων α­νέ­μων, για ο­λό­κλη­ρο το τριή­με­ρο. Τις ί­διες μέ­ρες, κά­ποιοι Ιά­πω­νες, που α­πο­κα­λούν ε­αυ­τούς Σα­μου­ράι, πι­στοί στη μα­κραίω­νη πα­ρά­δο­σή τους, εί­χαν ε­πι­λη­φθεί του θα­να­τη­φό­ρου έρ­γου α­πε­νερ­γο­ποίη­σης των πυ­ρη­νι­κών α­ντι­δρα­στή­ρων, α­πό το ο­ποίο κρέ­με­ται και η δι­κή μας ε­πι­βίω­ση. Ευ­τυ­χώς, α­πό αυ­τήν την ά­πο­ψη, που οι Ιά­πω­νες δεν έ­κα­ναν α­πο­κά­θαρ­ση της Ιστο­ρίας τους α­πό τους μύ­θους της, α­μαυ­ρώ­νο­ντας, με­τα­ξύ πλεί­στων άλ­λων, και τους Σα­μου­ράι. Όσο για ε­μάς, μπο­ρού­με να ε­φαρ­μό­ζου­με το γαία πυ­ρί μειχ­θή­τω. Ανε­ξάρ­τη­τα αν η γη, χω­ρίς τρε­λούς, ποιη­τές και μύ­θους, μό­νο με πο­λι­τι­κούς άν­δρες του ύ­ψους ε­νός Μαυ­ρο­κορ­δά­του, ε­νός Κω­λέτ­τη και των ση­με­ρι­νών δια­δό­χων τους, μπο­ρεί και να στα­μα­τή­σει να γυ­ρί­ζει.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου


Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 3/4/2011

1 σχόλιο:

ΦΩΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.