Πέμπτη 28 Απριλίου 2011

Οι μαγικές μεταμορφώσεις του Παπαδιαμάντη

Τον τε­λευ­ταίο και­ρό ο Πα­πα­δια­μά­ντης μας θυ­μί­ζει ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ρο μα­γι­κή ει­κό­να. Κι αυ­τό για­τί, α­νά­λο­γα με την ο­πτι­κή γω­νία που τον κοι­τά­ζου­με, αλ­λά­ζει η ει­κό­να του και α­πο­κα­λύ­πτει άλ­λες πα­ρα­στά­σεις. Μοιά­ζει με τα­χυ­δα­κτυ­λουρ­γία, στην ο­ποία φαί­νε­ται να βο­η­θά­ει το έρ­γο του, που κα­τα­κερ­μα­τι­σμέ­νο σε διη­γή­μα­τα, α­πο­κρύ­βει την ε­νό­τη­τά του. Για πα­ρά­δειγ­μα, έ­να μό­νο διή­γη­μα κρά­τη­σε ο Λά­κης Προ­γκί­δης, με την τόλ­μη του εξ Εσπε­ρίας ερ­χό­με­νου, και η μα­γι­κή ει­κό­να έ­δει­ξε τον Πα­πα­δια­μά­ντη ευ­ρω­παίο μυ­θι­στο­ριο­γρά­φο. Ή, πά­λι, δυο διη­γή­μα­τα κρά­τη­σε ο, ε­πί­σης, εξ Εσπε­ρίας Γκυ Σω­νιέ και έ­δει­ξε τον ψυ­χι­κά πά­σχο­ντα Πα­πα­δια­μά­ντη. Για να α­κρι­βο­λο­γού­με, δυο διη­γή­μα­τα και την πρό­τα­ση, “α­φη­γη­τής ί­σον συγ­γρα­φέ­ας”, την ο­ποία ο Σω­νιέ, κα­θό­σον κα­θη­γη­τής εν Σορ­βόν­νη, την α­νή­γα­γε σε α­δια­φι­λο­νί­κη­το α­ξίω­μα.
Πιο με­τρη­μέ­νοι οι γη­γε­νείς, κρα­τούν ο­μά­δες διη­γη­μά­των για τις μα­γι­κές με­τα­μορ­φώ­σεις του Πα­πα­δια­μά­ντη. Προς α­ντί­πρα­ξη στους θια­σώ­τες της ελ­λη­νι­κής πα­ρά­δο­σης, κά­ποιοι α­πό αυ­τούς ε­πι­λέ­γουν διη­γή­μα­τα με­τα­φυ­σι­κής πνοής. Προ­σαρ­μο­ζό­με­νοι, ω­στό­σο, στο τρέ­χον λε­κτι­κό, τα α­πο­κα­λούν σκο­τει­νά, ο­πό­τε η μα­γι­κή ει­κό­να φλου­τά­ρει και ως εκ θαύ­μα­τος, ο φω­τει­νός Πα­πα­δια­μά­ντης σκο­τει­νιά­ζει. Οπό­τε, εν­θου­σια­σμέ­νοι συν­δυά­ζουν τα σκο­τει­νά με το α­ξίω­μα του Σω­νιέ και ι­δού ο άν­θρω­πος με τα α­βυσ­σα­λέα πά­θη. Έτσι προ­κύ­πτει μια μα­γι­κή ει­κό­να συ­ναρ­πα­στι­κή για τα ση­με­ρι­νά γού­στα. Τό­τε, κά­ποιοι άλ­λοι δράτ­το­νται της ευ­και­ρίας και α­ντι­προ­τεί­νουν τα ε­ρω­τι­κά διη­γή­μα­τα. Αυ­τά α­νά­βουν πε­ρι­σπού­δα­στες συν­δια­λέ­ξεις και προ­κύ­πτει μέ­γα θέ­μα πε­ρί του ε­ρω­τι­κού Πα­πα­δια­μά­ντη. Κα­τ’ αρ­χάς, πε­ρί τι εί­δους ε­ρω­τι­κού ο­μι­λού­με; Κα­νο­νι­κού ή πα­ρεκ­κλί­νο­ντος; Πλεί­στοι ό­σοι πα­ρεκ­κλί­νο­ντες τον διεκ­δι­κούν. Τό­τε, προ­κύ­πτει νέο θέ­μα, πε­ρί της φύ­σεως και της έ­κτα­σης της πα­ρέκ­κλι­σης. Μέ­χρι ποιού βαθ­μού θα πρέ­πει να προ­ε­κτα­θούν οι πα­ρεκ­κλί­σεις του, ώ­στε να πά­ρει κε­φά­λι έ­να­ντι της ε­ρω­τι­κής μυ­θι­στο­ριο­γρά­φου Λέ­νας Μα­ντά στις σφυγ­μο­με­τρή­σεις της κοι­νής γνώ­μης; Διό­τι, ό­πως και να το κά­νου­με, η ι­σο­βαθ­μία Πα­πα­δια­μά­ντη-Μα­ντά στο καί­ριο ε­ρώ­τη­μα, ποιού συγ­γρα­φέα τα βι­βλία σας άλ­λα­ξαν τη ζωή, συ­νι­στά ε­θνι­κό κό­λα­φο.
Δεν πρέ­πει, ω­στό­σο, να α­πελ­πι­ζό­μα­στε. Πώς τα κα­τα­φέ­ρα­με, λί­γο σαν μέ­γα λο­γο­τέ­χνη, λί­γο σαν σκο­τει­νό τρυ­γό­νι, βά­λα­με τον Πα­πα­δια­μά­ντη για τα κα­λά μέ­σα στο λάϊφ στάϊλ των η­με­ρών. Τι ποιο ιν θα μπο­ρού­σε να φα­ντα­στεί κα­νείς για τα ε­κα­το­ντά­χρο­νά του α­πό μια ο­λο­νύ­χτια α­νά­γνω­ση; Όχι, βέ­βαια, μία α­πό τα ί­δια, ό­πως η τε­τριμ­μέ­νη δη­μό­σια α­νά­γνω­ση που διορ­γα­νώ­θη­κε για τον Ελύ­τη. Αλλά μια... παν­νυ­χί­δα! Και μό­νο αυ­τή η σχε­δόν ε­ξω­τι­κή λέ­ξη σα­γη­νεύει. Αλλά και τα πε­ρί κα­τα­νύ­ξεως και α­γρυ­πνιών α­κού­γο­νται τό­σο πα­ρά­ξε­να και γρα­φι­κά που, ως δια μα­γείας, οι ψάλ­λο­ντες πι­στοί με­τα­μορ­φώ­θη­καν σε α­θρόα συ­νά­θροι­ση ε­πω­νύ­μων, που, ε­λέω Πα­πα­δια­μά­ντη, πρό­βα­λαν και μά­λι­στα με­τά μου­σι­κής, το α­νά­στη­μά τους. Πα­τείς με πα­τώ σε έ­γι­νε στην παν­νυ­χί­δα, α­ντι­θέ­τως, τρείς κι ο κού­κος στην Ημε­ρί­δα. Εί­ναι, δη­λα­δή, προ­φα­νές ό­τι Πα­πα­δια­μά­ντη by night τρα­βά­ει η ψυ­χή των Αθη­ναίων.
Το ό,τι ο Πα­πα­δια­μά­ντης προ­σφέ­ρε­ται για χά­πε­νιν­γκ φαί­νε­ται πως το α­ντι­λή­φθη­καν και οι άν­θρω­ποι του θεά­τρου. Όχι μό­νο προ­σφέ­ρε­ται, αλ­λά δί­νει και και­νού­ριες ι­δέες. Ως γνω­στόν, τα θε­α­τρι­κά δρώ­με­να, α­πα­ντα­χού της πό­λης εί­ναι πο­λύ της μό­δας. Αρχι­κά, α­νά τας ρύ­μας και τας ο­δούς, έ­φθα­σαν ε­σχά­τως και κα­τ’ οί­κον, σε σα­λό­νια, κου­ζί­νες και τουα­λέ­τες. Μό­νο οι εκ­κλη­σίες έ­με­ναν, αν και υ­πήρ­χε το προ­η­γού­με­νο της φο­βε­ρής συ­ναυ­λίας Ντα­λά­ρα στον Άγιο Πα­ντε­λεή­μο­να. Ο θό­ρυ­βος γύ­ρω α­πό τον Άγιο Ελισ­σαίο, έ­δω­σε τε­λι­κά τη φα­ει­νή ι­δέα. Έτσι κι αλ­λιώς, ο Πα­πα­δια­μά­ντης έ­χει α­πο­δειχ­θεί ε­ντυ­πω­σια­κά πρό­σφο­ρος σε δρα­μα­το­ποιή­σεις. Τουρ­λού τουρ­λού διη­γή­μα­τα με­τά μι­κράς δό­σης α­πό τα σκο­τει­νά βιο­γρα­φι­κά του δί­νουν, ως δια μα­γείας θε­α­τρι­κά, που οι θε­α­τρό­φι­λοι α­πο­θεώ­νουν, πριν α­κό­μη τα δουν, και μό­νο με τον ι­σχυ­ρι­σμό του δρα­μα­το­ποιού ό­τι πρό­κει­ται για Πα­πα­δια­μά­ντη. Έτσι ε­τοι­μά­στη­κε έ­να τουρ­λού α­θη­ναϊκών και σκια­θί­τι­κων α­πό τα πα­σχα­λι­νά διη­γή­μα­τα του Πα­πα­δια­μά­ντη σε σει­ρά πα­ρα­στά­σεων τη Με­γά­λη Εβδο­μά­δα ε­ντός του Αγίου Ελισ­σαίου. Ποιος τη χά­ρη του εκ­κλη­σι­δρίου! Αν και μο­νό­χω­ρο, κά­τι οι θε­α­τρι­κές πα­ρα­στά­σεις, κά­τι οι ό­λο και συ­χνό­τε­ρες α­γρυ­πνίες, δεν έ­χει τί­πο­τα να ζη­λέ­ψει α­πό τους πο­λυ­χώ­ρους των Αθη­νών.
Oσο για τα πα­σχα­λι­νά διη­γή­μα­τα του Πα­πα­δια­μά­ντη, παί­ζει κα­τά πό­σο εί­ναι ε­πί­και­ρα ή α­νε­πί­και­ρα. Προ­φα­νώς και εί­ναι ε­πί­και­ρα λό­γω των η­με­ρών. Από την άλ­λη, ό­μως, δεί­χνουν ά­κρως α­νε­πί­και­ρα, με ό­λους ε­κεί­νους τους ιε­ρείς, τις α­να­στά­σι­μες λει­τουρ­γίες και τις η­θο­γρα­φί­ζου­σες πε­ρι­γρα­φές. Άλλω­στε, ε­κτός χρό­νου δεν εί­ναι μό­νο τα πα­σχα­λι­νά του, αλ­λά α­πα­ξά­πα­ντα τα ε­ορ­τα­στι­κά του. Ού­τε έ­να δεν θα μπο­ρού­σες να το πεις σκο­τει­νό. Όσο για ε­ρω­τι­κό, μό­λις έ­να α­πό τα πα­σχα­λι­νά, ε­κεί­νη «Η Βλα­χο­πού­λα», κι αυ­τό, ό­χι α­πό τα εν­δια­φέ­ρο­ντα, στα ο­ποία ο α­φη­γη­τής ε­ξι­στο­ρεί α­μαρ­τω­λές ι­στο­ρίες της ζωής του, αλ­λά α­πό τα άλ­λα, τα τε­τριμ­μέ­να, με τις ε­ρω­τι­κές πε­ρι­πέ­τειες των η­ρώων. Τε­λι­κά, φαί­νε­ται ό­τι το πρό­βλη­μα δεν εί­ναι τα πα­σχα­λι­νά του ή γε­νι­κώς τα ε­ορ­τα­στι­κά του. Αυ­τά, με το ξε­σκαρ­τά­ρι­σμα, που έ­χου­με ξε­κι­νή­σει, άλ­λα τα α­πο­κα­θαί­ρου­με και άλ­λα τα πε­τά­με. Δό­ξα τω Θεώ, 170 διη­γή­μα­τα μας ά­φη­σε, κα­μιά σα­ρα­ντα­ριά λι­γό­τε­ρα, δεν χά­θη­κε ο κό­σμος. Το πρό­βλη­μα εί­ναι ο ί­διος ο Πα­πα­δια­μά­ντης, που, αν θέ­λου­με να εί­μα­στε ει­λι­κρι­νείς, εί­ναι α­συμ­βί­βα­στος με τις πα­γκο­σμιο­ποιη­μέ­νες α­ντι­λή­ψεις μας. Από μια ά­πο­ψη, εί­ναι ο τε­λευ­ταίος α­πό τους συγ­γρα­φείς της πε­ζο­γρα­φι­κής μας πα­ρά­δο­σης, που ται­ριά­ζει με ό­σα πρε­σβεύει η ση­με­ρι­νή πνευ­μα­τι­κή ε­λί­τ, α­πό τους ι­στο­ρι­κούς μας μέ­χρι τους συγ­γρα­φείς μας.
Βε­βαίως, η λο­γο­τε­χνία δεν έ­χει σχέ­ση με ι­δε­ο­λο­γι­κές κα­τευ­θύν­σεις. Κα­κά τα ψέ­μα­τα, ό­μως, ι­δε­ο­λο­γι­κή α­να­σκευή της Ιστο­ρίας δεν γί­νε­ται χω­ρίς ξε­σκαρ­τά­ρι­σμα της λο­γο­τε­χνίας μας. Ήδη, οι συγ­γρα­φείς μας προ­σαρ­μό­ζουν τα διη­γή­μα­τα και τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τά τους στο ι­δε­ο­λο­γι­κώς ορ­θό. Το ί­διο και οι φι­λό­λο­γοι, που έ­χουν α­να­λά­βει το δυ­σχε­ρές έρ­γο να ε­ξά­γουν α­πό το πα­ρελ­θόν έ­ναν γη­γε­νή λο­γο­τε­χνι­κό κα­νό­να, ε­ναρ­μο­νι­ζό­με­νο με τον πα­γκό­σμιο. Πώς, ό­μως, να προ­σπε­ρά­σει κα­νείς τον Πα­πα­δια­μά­ντη; Η α­πά­ντη­ση, τε­λι­κά, εί­ναι α­πλή. Δεν τον προ­σπερ­νού­με, αλ­λά, τα­χυ­δα­κτυ­λουρ­γι­κά, σαν μα­γι­κή ει­κό­να, τον εν­σω­μα­τώ­νου­με αυ­τόν και το έρ­γο του. Για πα­ρά­δειγ­μα, α­πό τους ε­πι­θε­τι­κούς προσ­διο­ρι­σμούς, με τους ο­ποίους τον χα­ρα­κτή­ρι­ζαν άλ­λο­τε, κρα­τά­με τους πιο βο­λι­κούς, ε­κεί­νους, δη­λα­δή, που ε­πι­δέ­χο­νται α­να­σκευή. Όπως στις μα­γι­κές ει­κό­νες, πά­νω στην ει­κό­να του βά­ζου­με μια άλ­λη, προ­σφο­ρό­τε­ρη. Όχι πα­τριώ­της, χρι­στια­νός κι άλ­λα βα­ρύ­γδου­πα, αλ­λά κο­σμο­κα­λό­γε­ρος, που, του­λά­χι­στον η­χη­τι­κά, εί­ναι κο­ντά στο κο­σμο­πο­λί­της. Αυ­τό το μάλ­λον γρα­φι­κό ε­πί­θε­το ε­πι­τρέ­πει να φέ­ρου­με τη θρη­σκευ­τι­κό­τη­τά του στα μέ­τρα μας. Λέ­νε οι ει­δή­μο­νες: Ε! τι να κά­νου­με! γιος πα­πά ή­ταν, ο βίος του έ­χει γνω­ρί­σμα­τα εκ­κλη­σια­στι­κά και α­σκη­τι­κά. Και έ­ψελ­νε και ύ­μνους έ­γρα­φε. Προ­σο­χή, ό­μως, δεν εί­χε α­πε­μπο­λή­σει τον κο­σμι­κό βίο. Από­δει­ξη πε­ρί­τρα­νη, έ­πι­νε το κρα­σά­κι του. Ύστε­ρα, οι κα­λοί γνώ­στες, ξε­θά­βουν τα σα­τι­ρι­κά για τους πα­πά­δες, που δη­μο­σίευ­σε λί­γο πριν πε­θά­νει. Τό­σα διη­γή­μα­τα που γρά­φει για δε­κα­ε­τίες δεν τους κά­νουν. Αυ­τά υ­πα­κούουν, λέει, στον τύ­πο. Ψι­λά γράμ­μα­τα, η πα­πα­δια­μά­ντειος ει­ρω­νεία. Τε­λι­κά, μα­γι­κή ει­κό­να και η θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα του Πα­πα­δια­μά­ντη.
Για τους με­τριο­πα­θείς, που θα ή­θε­λαν να α­πο­φα­σί­σουν, τι κρα­τά­με και τι πε­τά­με α­πό τα διη­γή­μα­τά του, μια κα­λή ι­δέα θα ή­ταν να εκ­δο­θούν οι θε­α­τρο­ποιη­μέ­νες εκ­δο­χές των διη­γη­μά­των του. Θα μπο­ρού­σαν να χρη­σι­μο­ποιη­θούν ως πρό­τυ­πο για το α­παι­τού­με­νο α­πο­λέ­πι­σμα. Λ.χ., κά­τι πρέ­πει να γί­νει με την εμ­μο­νή του Πα­πα­δια­μά­ντη στους προ­ε­πα­να­στα­τι­κούς α­γω­νι­στές. Για έ­να ση­με­ρι­νό κοι­νό, που πα­σχί­ζει να α­να­σκευά­σει το 1821, χά­ρις στην ο­μό­τιτ­λη τη­λε­ο­πτι­κή σει­ρά, αλ­λά και χά­ρις στα νε­ο­φα­νή πο­νή­μα­τα των ι­στο­ρι­κών μας, η α­γλαΐζου­σα α­να­φο­ρά του Πα­πα­δια­μά­ντη σε αρ­μα­το­λούς και κλέ­φτες - ό­λους ε­κεί­νους, που πρώ­τα τα έ­κα­ναν κα­πά­κια με τους Τούρ­κους και με­τά τους σφα­γία­ζαν α­νη­λεώς - α­πο­βαί­νει ά­κρως συγ­χυ­τι­κή. Έτσι κα­τα­στρέ­φει ο Πα­πα­δια­μά­ντης, έ­να διή­γη­μά του, κα­τά τα άλ­λα υ­πο­δειγ­μα­τι­κό για το θέ­μα του Άλλου, τό­σο του αλ­λο­ε­θνούς ό­σο και του αλ­λό­θρη­σκου, που πο­λύ μας α­πα­σχο­λεί και μας συ­γκι­νεί. Στο διή­γη­μα, «Ο ξε­πε­σμέ­νος δερ­βί­σης», μνη­μο­νεύει ως λε­ο­ντό­καρ­δο τον Λε­πε­νιώ­τη και τον α­δελ­φό του, ως με­γά­λο ή­ρωα. Ευ­τυ­χώς που ε­λά­χι­στοι - για να μην πού­με κα­νείς - γνω­ρί­ζουν ποιος εί­ναι ο Λε­πε­νιώ­της του δρο­μί­σκου με τα ξε­νυ­χτά­δι­κα στου Ψυρ­ρή και α­κό­μη λι­γό­τε­ροι, ποιος, ο α­δελ­φός του. Πά­ντως, κα­τά κα­λή σύ­μπτω­ση, τους ε­μπλέ­κει σε γε­να­ριά­τι­κο διή­γη­μα. Για­τί έ­τσι και τους μνη­μό­νευε σε πα­σχα­λι­νό, αυ­τός ή­ταν ι­κα­νός να α­φη­γη­θεί με το νι και με το σίγ­μα τη δο­λο­φο­νία του Λε­πε­νιώ­τη, α­νή­με­ρα το Πά­σχα, βγαί­νο­ντας α­πό την ε­νο­ρια­κή εκ­κλη­σία του Φουρ­νά. Μή­πως έ­τσι δεν πα­ρα­σύ­ρε­ται «Στην Αγι-Ανα­στα­σά» α­πό την ο­νο­μα­σία ε­νός ρέ­μα­τος και διη­γεί­ται το σκο­τω­μό ε­νός άλ­λου πε­ριώ­νυ­μου κλε­φταρ­μα­τω­λού, του Νι­κο­τσά­ρα; Χά­ρις, πά­ντως, στον α­πο­σπα­σμα­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα των διη­γη­μά­των, και τα δυο τμή­μα­τα μπο­ρούν τε­χνηέ­ντως να α­φαι­ρε­θούν. Έτσι και αλ­λιώς, το δεύ­τε­ρο διή­γη­μα μό­νο στον Πα­λα­μά ά­ρε­σε. Κα­μία σύ­γκρι­ση με το άλ­λο διή­γη­μα, «Η Φαρ­μα­κο­λύ­τρια», που δη­μο­σιεύ­θη­κε με­ρι­κά χρό­νια αρ­γό­τε­ρα και το ο­ποίο ε­πί­σης ε­κτυ­λίσ­σε­ται στην Αγι-Ανα­στα­σά την Φαρ­μα­κο­λύ­τρια. Εκεί­νο θεω­ρεί­ται κο­ρυ­φαίο, κα­θό­σον σκο­τει­νό, ε­ρω­τι­κό και προ πά­ντων, α­πο­κα­λυ­πτι­κό για το τραυ­μα­τι­σμέ­νο υ­πο­συ­νεί­δη­το του α­φη­γη­τή, του­τέ­στιν του Πα­πα­δια­μά­ντη.
Υπάρ­χουν, ό­μως, δυ­στυ­χώς, πε­ρι­πτώ­σεις, που η α­πο­κά­θαρ­ση ε­νός διη­γή­μα­τος δεν εί­ναι τό­σο εύ­κο­λη υ­πό­θε­ση. Λα­μπρό πα­ρά­δειγ­μα, το «Λα­μπριά­τι­κος ψάλ­της», το ο­ποίο, σο­φά ποιών ο δρα­μα­το­ποιός, δεν κρά­τη­σε στο πα­σχα­λιά­τι­κο τουρ­λού. Αυ­τό το διή­γη­μα δεν το πε­τά­με, μό­νο και μό­νο, χά­ρις στον ε­πί­λο­γό του, ό­που πε­ρι­γρά­φε­ται η τε­λε­τουρ­γία ο­βε­λι­σμού του α­μνού και το πά­θη­μα του Γιάν­νη του Μπου­κώ­ση, που μπού­κω­σε με τη νε­φραι­μιά του α­μνού. Εδώ, οι ει­δή­μο­νες δια­βλέ­πουν τη μα­γι­κή τέ­χνη του Πα­πα­δια­μά­ντη και σπεύ­δουν να θυ­μί­σουν τον στε­ρη­μέ­νο βίο του. Έλα, ό­μως, που το διή­γη­μα έ­χει και προοί­μιο. Οχλη­ρό προοί­μιο, κι ας α­να­φέ­ρε­ται ο Πα­πα­δια­μά­ντης στους συ­γκαι­ρι­νούς του και στο προ ε­νός και πλέ­ον αιώ­να «ελ­λη­νι­κό έ­θνος». Ορι­σμέ­νες πε­ρι­κο­πές πα­ρα­μέ­νουν δυ­σά­ρε­στες, ό­πως ε­κεί­νη πε­ρί Άγγλων, Γερ­μα­νών, Γάλ­λων, που δύ­να­νται να εί­ναι κο­σμο­πο­λί­τες ή α­ναρ­χι­κοί ή ά­θε­οι ή ό,τι­δή­πο­τε, για­τί έ­κα­μαν το πα­τριω­τι­κό χρέ­ος τους, έ­κτι­σαν με­γά­λη πα­τρί­δα, ό­χι, ό­μως, και οι Γραι­κύ­λοι. Και α­πο­φαί­νε­ται, κα­τα­λή­γο­ντας: “Το ελ­λη­νι­κόν έ­θνος… έ­χει και θα έ­χη δια πα­ντός α­νά­γκην της θρη­σκείας του”.
Αυ­τός εί­ναι ο Πα­πα­δια­μά­ντης. Τα υ­πό­λοι­πα, εί­ναι τα ε­φέ της μα­γι­κής ει­κό­νας. “Θα πρέ­πει να α­πο­φα­σί­σου­με κά­πο­τε σο­βα­ρά τι θα κά­νου­με τον Πα­πα­δια­μά­ντη”, τό­νι­ζε ο Ζή­σι­μος Λο­ρε­ντζά­τος προ πέ­ντε δε­κα­ε­τιών. Ωστό­σο, το με­τα­μο­ντέρ­νο κα­ζά­νι, στο ο­ποίο βρά­ζει πλέ­ον και ο ί­διος, δεν ή­ταν δυ­να­τόν να το προ­βλέ­ψει. Όπως σή­με­ρα, δεν μπο­ρού­με να προ­βλέ­ψου­με την ε­πέ­τειο του 2051. Αν, ό­μως, η Γη ε­ξα­κο­λου­θεί να γυ­ρί­ζει, το ο­ποίο παί­ζε­ται, ε­μείς νο­μί­ζου­με ό­τι βλέ­που­με τα α­πο­κα­θαρ­μέ­να Άπα­ντα Πα­πα­δια­μά­ντη, χω­ρίς ύ­μνους, θρη­σκευ­τι­κά αρ­θρί­δια, κλε­φταρ­μα­τω­λούς και ελ­λη­νο­χρι­στια­νι­κά προοί­μια. Δί­πλα τους βλέ­που­με τη βιο­γρα­φία του, που θα α­πο­δει­κνύει ό­τι υ­πήρ­ξε πέ­νης, αλ­κοο­λι­κός και αι­μο­μί­κτης, ά­ρα ι­σοϋψής ε­νός Πόε.
Εκεί­να τα Άπα­ντα, ε­κτός α­πό οι­νο­πο­σίες, γκιου­βέ­τσια, ε­ρω­τι­κές πα­ρεκ­κλί­σεις και σα­τι­ρι­σμούς πα­πά­δων, θα σώ­ζουν τη Σκιά­θο του Πα­πα­δια­μά­ντη. Αυ­τήν που ά­ρε­σε α­νέ­κα­θεν και την ο­ποία κρα­τού­με και σή­με­ρα μα­ζί με την πα­ροι­μιώ­δη πλέ­ον φρά­ση, που έ­γρα­ψε ο Καρ­κα­βί­τσας στο ση­μειω­μα­τά­ριό του, τον Μάϊο του 1909, ό­ταν τα­ξί­δε­ψε στο νη­σί και εί­δε τον Πα­πα­δια­μά­ντη: «Όμορ­φη εί­ναι η Σκιά­θος του Θε­ού· μα η Σκιά­θος του Πα­πα­δια­μά­ντη μου φαί­νε­ται ο­μορ­φό­τε­ρη!» Μό­νο που τό­τε, δεν θα υ­πάρ­χει πλέ­ον κα­νέ­να στοι­χείο προς σύ­γκρι­ση, α­φού η Σκιά­θος του Θε­ού θα έ­χει ε­κλεί­ψει. Άλλω­στε και σή­με­ρα, δεν εί­ναι σί­γου­ρο ό­τι υ­πάρ­χει. Έχου­με χρό­νια να τα­ξι­δέ­ψου­με στη Σκιά­θο, πρό­σφα­τα, ό­μως, κά­να­με μια δυ­σά­ρε­στη δια­πί­στω­ση. Ανέ­κα­θεν α­γεω­γρά­φη­τοι, α­να­ζη­τού­με κα­τά την α­νά­γνω­ση τη βοή­θεια του χάρ­τη. Ελλεί­ψει πα­λαιού χάρ­τη της Σκιά­θου, κα­τα­φύ­γα­με στην πα­νά­κεια του Δια­δι­κτύου. Οποιο­δή­πο­τε το­πω­νύ­μιο κι αν α­να­ζη­τή­σα­με, μέ­χρι τα λι­γό­τε­ρο γνω­στά, ό­πως τα Κα­λύ­βια και την Πα­να­γία του Ντο­μάν, εί­χα­με, προς με­γά­λη μας έκ­πλη­ξη, α­πά­ντη­ση. Δι­νό­ταν το α­κρι­βές το­πο­γρα­φι­κό στίγ­μα, με μα­κρο­σκε­λείς προ­σφο­ρές α­πό δω­μά­τια, δια­με­ρί­σμα­τα, βί­λες και συ­γκρο­τή­μα­τα, προς ε­νοι­κία­ση ή και πώ­λη­ση. Ο τε­λευ­ταίος δύ­σβα­τος ορ­μί­σκος έ­χει πλέ­ον ι­σο­πε­δω­θεί προς διευ­κό­λυν­ση των ση­με­ρι­νών τε­τρά...τρο­χων. Όπως φαί­νε­ται, τα πα­σχα­λι­νά διη­γή­μα­τα, στα ο­ποία, κα­τ’ ε­ξο­χήν, α­να­σταί­νε­ται η Σκιά­θος του, το­πο­θε­τού­νται σε μια για ε­μάς σή­με­ρα φα­ντα­στι­κή νή­σο. Κι ε­κεί­να, μια μα­γι­κή ει­κό­να, έ­να άλ­λο έρ­γο της ερ­γο­λα­βι­κά πα­γκο­σμιο­ποιη­μέ­νης ε­πο­χής.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Φωτο: Τάσος Μαντζαβίνος, «Προσωπογραφία του Αλ. Παπαδιαμάντη, Ι».
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 23/4/2011

3 σχόλια:

ΦΩΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ είπε...

Όλοι αυτοί οι ετερόφωτοι αστέρες συγγραφείς που μαζεύονται στις λογοτεχνικές ολονυκτίες είναι βαμπίρ που μαζεύουν το φως απ' όπου μπορούν και με οποιοδήποτε κόστος. Αναπροσαρμόζουν την ηθική τους και ονομάζουν το βαμπιρισμό τους "τιμή στα 100 χρόνια από το θάνατο του Παπαδιαμάντη" και άλλα συναφή. Η αλήθεια είναι μια. Αν ζούσανε στην εποχή του Παπαδιαμάντη όλοι αυτοί κανένας μα κανένας δεν θα γυρνούσε να τον κοιτάξει. Όπως κανείς ποτέ δεν κοίταξε τον Βαν Γκογκ. Η ευαισθησία είναι κάτι πολύ σημαντικό και σαφέστατα προτιμώ ένα ευαίσθητο άνθρωπο από έναν άρπαγα συγγραφέα.

Νώντας Τσίγκας είπε...

Τελικά "μπούκωσε" κι ο Αγιος Ελισσαίος πασχαλιάτικά...Κι αν δεν πήγε στο Μegaron ο Παπαδιαμάντης ήρθε αυτό σύσωμο -"μετά των επίπλων"- και τον βρήκε στο ναϊδριο.
"Ψι­λά γράμ­μα­τα, η πα­πα­δια­μά­ντειος ει­ρω­νεία".
Ακούω τον Νίκο Μαμαγκάκη να διαβάζει-απαγγέλει-μισοτραγουδά από το διπλό(!!!) CD "Εγκώμιο στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη" το "Η γραία και η θύελλα" που κυκλοφόρησε το μεγαλοβδόμαδο. Επικυρώνει τα μέγιστα την άποψη.
Ομως τελικά "τι θα κάνουμε με τον Παπαδιαμάντη;"

ΦΩΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ είπε...

Θα ήθελα να με συγχωρέσετε που δεν έιμαι κομμουνιστής. Δηλώνω απλά ότι οπότε διαβάζω κριτικές σας για βιβλία που ανάμεσα στα άλλα ασχολούνται και με τον κομμουνισμό , αισθάνομαι πως ρατσιστικά με τοποθετέιτε στα παιδιά ενός κατώτερου θεού. Οι δικές μου αξίες έιναι δοκιμασμένες εδώ και χιλιάδες χρόνια και γι' αυτές αγωνίζομαι. Ανέντακτος μιλάω τη γλώσσα της αλήθειας. Έχω μάθει να αγαπάω και να κατανόω και σας ζητώ συγνώμη που η περιορισμένη αντίληψη μου δεν με βοήθησε να ενταχθώ σε κάποιον από τους "-ισμούς".