Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2011

Ο Δάσκαλος, ο Μητροπολίτης και ο Παπαδιαμάντης

Έφη Γα­ζή
«“Πα­τρίς Θρη­σκεία Οι­κο­γέ­νεια”
Ιστο­ρία ε­νός συ­ν­θή­μα­τος
(1880-1930)»
Εκδό­σεις Πό­λις
Φε­βρουά­ριος 2011

Oπως α­να­φέ­ρα­με στο δη­μο­σίευ­μα της προ­η­γού­με­νης Κυ­ρια­κής, η με­λέ­τη της Έφης Γα­ζή α­φη­γεί­ται την ι­στο­ρία του συ­ν­θή­μα­τος “Πα­τρίς, Θρη­σκεία, Οι­κο­γέ­νεια”, κα­λύ­πτο­ντας μι­σό αιώ­να ι­δε­ο­λο­γι­κών συ­γκρού­σεων. Στο πρώ­το κε­φά­λαιο, που τι­τ­λο­φο­ρεί­ται «Ο Χρι­στια­νι­σμός ως κοι­νω­νι­κός α­να­μο­ρ­φω­τής», α­να­φέ­ρε­ται στις τρεις πρώ­τες δε­κα­ε­τίες, ξε­κι­νώ­ντας γύ­ρω στο 1880 και φθά­νο­ντας μέ­χρι το 1908. Σε αυ­τήν την κο­ντά τρια­κο­ντα­ε­τία, η α­φή­γη­ση ε­στιά­ζει σε δυο ο­μί­λους: το Σύ­λ­λο­γο «Η Ανά­πλα­σις», που ι­δρύε­ται το 1886 και την «Εται­ρεία της υ­πέρ των Πα­τρίων Αμύ­νης», γνω­στής ως τα «Πά­τρια», που ι­δρύ­θη­κε την 1η Οκτω­βρίου του 1900. Ο μεν Σύ­λ­λο­γος κυ­κλο­φό­ρη­σε έ­να χρό­νο α­ρ­γό­τε­ρα ο­μώ­νυ­μο πε­ριο­δι­κό, που εί­ναι το πα­λαιό­τε­ρο και μα­κρο­βιό­τε­ρο έ­ντυ­πο χρι­στια­νι­κού συ­λ­λό­γου, ε­πι­βιώ­νο­ντας μέ­χρι του­λά­χι­στον το 2005. Πα­ρο­μοίως και η Εται­ρεία κυ­κλο­φό­ρη­σε έ­να χρό­νο α­ρ­γό­τε­ρα ο­μώ­νυ­μη ε­φη­με­ρί­δα, η ο­ποία ό­μως δεν μα­κρο­η­μέ­ρευ­σε, κα­θώς δια­κό­πη­κε αι­φ­νί­δια το 1916, λό­γω πο­λι­τι­κής δίω­ξης του βε­νι­ζε­λι­κού διευ­θυ­ντή της.
Πρω­τε­ρ­γά­τες του Συ­λ­λό­γου στά­θη­καν ο σί­φ­νιος θε­ο­λό­γος Κω­ν­στα­ντί­νος Δια­λη­σμάς και ο κα­λύ­μνιος νο­μι­κός Μι­χαήλ Γα­λα­νός. Ανα­φέ­ρου­με τους τό­πους κα­τα­γω­γής, για­τί τό­τε έ­παι­ζαν ση­μα­ντι­κό ρό­λο στις πε­ρι­πέ­τειες του βίου. Για πα­ρά­δει­γ­μα, ο Γα­λα­νός, που δι­κη­γο­ρού­σε στη γε­νέ­τει­ρά του, διώ­χ­θη­κε για έ­να φι­λο­βα­σι­λι­κό ά­ρ­θρο του κι έ­τσι βρέ­θη­κε στην Αθή­να το 1893 να διευ­θύ­νει το πε­ριο­δι­κό μέ­χρι το θά­να­το του Δια­λη­σμά, το 1921, ό­ταν και ο ί­διος α­να­χώ­ρη­σε για την Αμε­ρι­κή ό­που και διέ­πρε­ψε ως ιε­ρο­κή­ρυ­κας και δη­μο­σιο­γρά­φος στον ε­κεί ε­κ­κλη­σια­στι­κό Τύ­πο.
Ενώ, στην συ­ντα­κτι­κή ε­πι­τρο­πή της ε­φη­με­ρί­δας συ­μ­με­τεί­χε, με­τα­ξύ ά­λ­λων ε­πι­φα­νών, ο γλω­σ­σο­λό­γος Γεώ­ρ­γιος Χα­τ­ζι­δά­κις και ο Κω­ν­στα­ντι­νου­πο­λί­της Σταύ­ρος Βου­τυ­ράς. Αξί­ζει να θυ­μί­σου­με τον τε­λευ­ταίο, μιας και ε­φέ­τος συ­μπλη­ρώ­νο­νται 170 χρό­νια α­πό την γέ­ν­νη­σή του. Στην Κω­ν­στα­ντι­νού­πο­λη, ε­ξέ­δι­δε την ε­φη­με­ρί­δα «Νε­ο­λό­γος» α­πό τις 20 Οκτω­βρίου 1866 μέ­χρι την α­πέ­λα­σή του, στις 9 Απρι­λίου 1897, τέ­σ­σε­ρις η­μέ­ρες με­τά την κή­ρυ­ξη του ε­λ­λη­νο­του­ρ­κι­κού πο­λέ­μου του 1897. Ερχό­με­νος στην Αθή­να, ε­πα­να­κυ­κλο­φό­ρη­σε τον «Νε­ο­λό­γο», α­πό τις 19 Σε­πτε­μ­βρίου 1897 μέ­χρι τις 31 Δε­κε­μ­βρίου 1899. Ενώ, τα «Πά­τρια» ά­ρ­χι­σαν να ε­κ­δί­δο­νται α­πό την 1η Οκτω­βρίου 1900. Ο Βου­τυ­ράς εί­ναι έ­να α­πό τα πρό­σω­πα της με­λέ­της της Γα­ζή, που συ­ν­δέ­ο­νται με την Κω­ν­στα­ντι­νού­πο­λη. Δεν θα ή­ταν α­πί­θα­νο, στα έ­ντυ­πα της Κω­ν­στα­ντι­νού­πο­λης να λα­ν­θά­νουν πα­ρα­φυά­δες, που μπο­ρεί να συ­νέ­βα­λαν στην με­τά­πλα­ση των τριών ε­ν­νοιών σε συ­ν­θη­μα­τι­κή φρά­ση.
Διευ­θυ­ντής, ω­στό­σο, της ε­φη­με­ρί­δας ή­ταν ο κα­λός διη­γη­μα­το­γρά­φος Ιωά­ν­νης Δα­μ­βέ­ρ­γης, που α­πα­ξιώ­θη­κε τό­σο α­πό τους συ­γ­χρό­νους του ό­σο και α­πό τους με­τα­γε­νέ­στε­ρους. Τον α­ν­θο­λο­γεί, ω­στό­σο, ο Ε. Χ. Γο­να­τάς στις «Ασυ­νή­θι­στες ι­στο­ρίες» του. Σε σχε­τι­κό λή­μ­μα Γρα­μ­μα­το­λο­γίας του 1997, α­να­φέ­ρε­ται ό­τι “ε­ξέ­δι­δε και διέ­νε­με δω­ρεάν, με τη χρη­μα­τι­κή ε­νί­σχυ­ση ι­δίως Ελλή­νων του ε­ξω­τε­ρι­κού, το ε­βδο­μα­διαίο υ­πε­ρ­συ­ντη­ρη­τι­κό ε­θνι­κι­στι­κό φυ­λ­λά­διο «Πά­τρια»”. Ακραία δια­τύ­πω­ση, που δεν συ­μ­βά­λ­λει στην κα­τα­νό­η­ση της ε­πο­χής. Αντι­θέ­τως, η Γα­ζή α­να­πα­ρά­γει το σκο­πό της ε­φη­με­ρί­δας, ό­πως ο­ρί­ζε­ται α­πό τους ι­δρυ­τές της. Κι αυ­τός εί­ναι “η ε­νί­σχυ­ση της ε­λ­λη­νο­πρε­πούς α­να­τρο­φής των νέων και η υ­πο­στή­ρι­ξη της πα­τρίου θρη­σκείας και γλώ­σ­σης”. Όπως και να έ­χει, για κο­ντά μια δε­κα­ε­τία, τα «Πά­τρια» υ­πε­ρα­σπί­στη­καν την κα­θα­ρεύου­σα, α­ντι­πα­λεύο­ντας τους δη­μο­τι­κι­στές του «Νου­μά». Κυ­ρίως υ­πε­ρα­μύ­ν­θη­καν του τρί­πτυ­χου “Εκκλη­σία, Πα­τρίς, Οι­κο­γέ­νεια”, με­τα­φέ­ρο­ντάς το και στις ε­λ­λη­νι­κές κοι­νό­τη­τες της Μι­κράς Ασίας.
Πριν, ό­μως, την ί­δρυ­ση των δύο ο­μί­λων, στη μα­κριά πε­ρίο­δο ζυ­μώ­σεων, κο­ντά μια ει­κο­σα­ε­τία, που προ­η­γή­θη­κε, πρω­το­στά­τη­σε ο θε­ο­λό­γος Από­στο­λος Μα­κρά­κης. Σύ­μ­φω­να με τη Γα­ζή, αυ­τός εί­ναι ο πρώ­τος που πρό­τει­νε έ­να “πρό­γρα­μ­μα α­να­μό­ρ­φω­σης της κοι­νω­νίας με βά­ση τη χρι­στια­νι­κή δι­δα­σκα­λία, το ο­ποίο α­πο­κρυ­στα­λ­λώ­θη­κε σε συ­γκε­κρι­μέ­νες ο­ρ­γα­νι­κές δο­μές”. Στη με­λέ­τη της πε­ρι­γρά­φο­νται η προ­σω­πι­κό­τη­τά του, οι φι­λο­σο­φι­κές α­ρ­χές της δι­δα­σκα­λίας του, κα­θώς και η με­γά­λη α­πή­χη­ση που εί­χαν οι ι­δέες του. Διο­ρ­θω­τι­κά να α­να­φέ­ρου­με ό­τι ο Μα­κρά­κης δεν γε­ν­νή­θη­κε στην Κω­ν­στα­ντι­νού­πο­λη, α­λ­λά ή­ταν γέ­ν­νη­μα θρέ­μ­μα Σί­φ­νιος. Ας τον θυ­μί­σου­με, α­φού το 2011 εί­ναι και γι’ αυ­τόν ε­πε­τεια­κό έ­τος, κα­θώς συ­μπλη­ρώ­νο­νται 180 χρό­νια α­πό τη γέ­ν­νη­σή του. Ο Μα­κρά­κης, στη Σί­φ­νο γε­ν­νή­θη­κε και ε­κεί ο­λο­κλή­ρω­σε τις ε­γκύ­κλιες σπου­δές του. Στην Κω­ν­στα­ντι­νού­πο­λη πή­γε δε­κα­πε­ντα­ε­τής, το 1846, ό­που και φοί­τη­σε ως υ­πό­τρο­φος στη Με­γά­λη του Γέ­νους Σχο­λή. Απο­φοι­τώ­ντας ε­ρ­γά­στη­κε ως γρα­μ­μα­τέ­ας του Μη­τρο­πο­λί­τη Μη­θύ­μνης Αγα­θά­γ­γε­λου και στη συ­νέ­χεια, ως δά­σκα­λος, α­ρ­χί­ζο­ντας, α­πό το 1858, να ε­κ­δί­δει πρα­γ­μα­τείες και συ­γ­γρά­μ­μα­τα. Πρά­γ­μα­τι, πή­γε στο Πα­ρί­σι το 1862, ως παι­δα­γω­γός των τέ­κνων έ­λ­λη­να τρα­πε­ζί­τη, α­λ­λά πα­ρέ­μει­νε ε­κεί μό­λις δυο χρό­νια. Επι­στρέ­φο­ντας, μά­λι­στα, στην Κω­ν­στα­ντι­νού­πο­λη, το 1864, πε­ρα­στι­κός α­πό την Αθή­να, ε­κ­φώ­νη­σε τρεις λό­γους στο Πα­νε­πι­στή­μιο, με θέ­μα τα πο­λι­τι­κά του Πλά­τω­να. Ορι­στι­κά ε­γκα­τα­στά­θη­κε στην Αθή­να το 1866 και ά­ρ­χι­σε να α­ρ­θρο­γρα­φεί στην “ε­φη­με­ρί­δα ε­λ­λη­νι­κών α­ρ­χώ­ν” και θρη­σκευ­τι­κού χα­ρα­κτή­ρα «Δι­καιο­σύ­νη». Από τις σε­λί­δες της προ­τεί­νει να κα­τα­ρ­γη­θεί το “α­κά­θα­ρ­τον, δυ­τι­κόν και με­μια­σμέ­νο­ν” Σύ­ντα­γ­μα. Τον Σε­πτέ­μ­βριο του 1867 α­πο­χώ­ρη­σε α­πό τη συ­ντα­κτι­κή ο­μά­δα της ε­φη­με­ρί­δας και τον Μά­ρ­τιο του 1868, ί­δρυ­σε τη «Σχο­λή του Λό­γου» και στη συ­νέ­χεια, σει­ρά συ­λ­λό­γων. Μπο­ρεί ο Μα­κρά­κης να διώ­χ­θη­κε α­πό την Εκκλη­σία, ω­στό­σο κα­τα­γρά­φη­κε ως “ση­μα­ντι­κή προ­σω­πι­κό­τη­τα της χρι­στια­νι­κής δια­νό­η­σης”. Ενώ, ο μα­κρα­κι­σμός υ­πή­ρ­ξε μια υ­πο­λο­γί­σι­μη πρώ­τη προ­σπά­θεια ε­δραίω­σης του χρι­στια­νι­σμού ως κοι­νω­νι­κού α­να­μο­ρ­φω­τή, με πο­λ­λούς ε­πι­γό­νους, με­τα­ξύ ά­λ­λων και την Αδε­λ­φό­τη­τα Θε­ο­λό­γων «Η Ζωή», στην ο­ποία α­φιε­ρώ­νει η Γα­ζή το τε­λευ­ταίο κε­φά­λαιο της με­λέ­της της. Τον ί­διο τον Μα­κρά­κη, πέ­ραν των γρα­πτών του, μέ­νει να τον θυ­μί­ζει η προ­το­μή του σε κε­ντρι­κή πλα­τεία της γε­νέ­θλιας νή­σου, ό­που βρί­σκε­ται και ο τά­φος του. Πα­ρα­δό­ξως, ό­μως, ά­φη­σε τα ί­χνη του και στην ε­λ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία. Συ­γκε­κρι­μέ­να, στη διη­γη­μα­το­γρα­φία του Πα­πα­δια­μά­ντη, του ο­ποίου τα 160 χρό­νια α­πό τη γέ­ν­νη­σή του ε­ο­ρ­τά­ζου­με ε­φέ­τος,
Ένας α­πό τους χα­ρα­κτη­ρι­στι­κούς τύ­πους των α­θη­ναϊκών διη­γη­μά­των του Πα­πα­δια­μά­ντη, εί­ναι “ο Αει­πλά­νη­τος”. “Κα­μα­ρό­τος της πρώ­της θέ­σεως εις τα βα­πό­ρια της «Εται­ρείας»”, εί­χε πά­ρει σύ­ντα­ξη “κ’ ε­κοί­τα­ζε πώς να σώ­σει την ψυ­χή του· εν Αθή­ναις ε­σύ­χνα­ζεν εις του Μα­κρά­κη”. Σύ­μ­φω­να με το ο­μό­τι­τ­λο διή­γη­μα του 1903, “έ­τρε­φε κά­ποιαν υ­πό­λη­ψι­ν” για τον α­φη­γη­τή, γι’ αυ­τό και τον ε­ρώ­τη­σε τι φρο­νεί πε­ρί Μα­κρά­κη και Μα­κρα­κι­σμού. Και ε­κεί­νος του α­πά­ντη­σε δι­πλω­μα­τι­κά: “Δεν υ­πά­ρ­χει α­μ­φι­βο­λία, κυ­ρ-Γιά­ν­νη, ό­τι πο­λ­λοί των Μα­κρα­κι­στών εί­ναι κα­λοί ά­ν­θρω­ποι, και ό­τι ο Μα­κρά­κης θα ή­τον πο­λύ κα­λός και ω­φέ­λι­μος… Αλλά, τι να σου πω κ’ ε­γώ, «νό­μω κα­λόν, νό­μω κα­κόν». Εάν, πα­ρα­δεί­γ­μα­τος χά­ριν, το δεί­να σπί­τι ε­κη­ρύ­σ­σε­το α­ρ­μο­δίως υ­πό των ια­τρών χο­λε­ρια­σμέ­νον ή βλο­για­σμέ­νον, θα εί­χες πο­τέ την τό­λ­μην να πα­τή­σης την κα­ρα­ντί­να και να ει­σέ­λ­θης εις αυ­τό;”
Ακό­μη πε­ρι­σ­σό­τε­ρο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή εί­ναι “η Μα­κρα­κι­στί­να” του ο­μό­τι­τ­λου, και πά­λι α­θη­ναϊκού, διη­γή­μα­τος, δη­μο­σιευ­μέ­νου α­κρι­βώς έ­να χρό­νο με­τά το θά­να­το του Μα­κρά­κη, που α­πο­δή­μη­σε στις 24 Δε­κε­μ­βρίου 1905. Πρό­κει­ται για την κυ­ρα-Γιω­ρ­γού­λα, μια α­πό τις πιο δο­λε­ρές η­ρωί­δες του Πα­πα­δια­μά­ντη. Εί­ναι “Αρτι­νή, ε­πι­τη­δεία πο­λύ, οι­κο­νό­μος, μα­γεί­ρι­σ­σα, α­να­γνώ­στρια, ψά­λ­τρια”, τα­κτι­κή στις συ­να­θροί­σεις της «Σχο­λής του Λό­γου». Ο Πα­πα­δια­μά­ντης, πά­ντως, πα­ρά τις συ­νε­χείς διώ­ξεις του Μα­κρά­κη, δεν στέ­κε­ται α­πό­λυ­τα κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κός. Στο προ­η­γού­με­νο διή­γη­μα του 1903, γρά­φει: “Οι α­ρ­μό­διοι, δηλ. η Ιε­ρά Σύ­νο­δος, τον ε­κή­ρυ­ξε κα­κό­δο­ξον και αι­ρε­τι­κόν. Μέ­χρις α­πο­δεί­ξεως του ε­να­ντίου, και πριν α­νώ­τε­ρον τι δι­κα­στή­ριον, φέ­ρ’ ει­πείν η Με­γά­λη Εκκλη­σία και τ’ ά­λ­λα Πα­τρια­ρ­χεία, α­κυ­ρώ­σουν την πρά­ξιν της Ιε­ράς Συ­νό­δου της Ελλά­δος, και κη­ρύ­ξουν τον Μα­κρά­κην υ­γιαί­νο­ντα πε­ρί την πί­στιν και ο­ρ­θό­δο­ξον, πας χρι­στια­νός ο­φεί­λει να πει­θα­ρ­χή εις τους ο­ρα­τούς α­ντι­προ­σώ­πους της Εκκλη­σίας, εί­τε α­μα­ρ­τω­λοί εί­ναι ού­τοι εί­τε ά­γιοι, και να μην πλη­σιά­ζη εις τον Μα­κρά­κη­ν”.
Πο­λ­λά χρό­νια πριν, το κα­λο­καί­ρι του 1891, ό­ταν ο Μα­κρά­κης έ­κα­νε μια με­γά­λη πε­ριο­δεία σε Χα­λ­κί­δα, Σκιά­θο, Βό­λο, Λά­ρι­σα, Τρί­κα­λα, Κα­ρ­δί­τσα, Στυ­λί­δα, Λα­μία, ε­κ­φω­νώ­ντας ο­μι­λίες, ο πα­τήρ Πα­πα­δια­μά­ντης, ο ιε­ρέ­ας Αδα­μά­ντιος Εμμα­νουή­λ, πα­ρε­νέ­βη­κε δυ­να­μι­κά, προ­σπα­θώ­ντας να μα­ταιώ­σει τον προ­ση­λυ­τι­σμό του λα­ού σε μι­σα­λ­λό­δο­ξες δο­ξα­σίες. Τό­τε προ­κλή­θη­κε “το μα­κρά­κιον ε­πει­σό­διο­ν”, γνω­στό έως σή­με­ρα χά­ρις στα δυο α­γα­να­κτι­σμέ­να ά­ρ­θρα του Πα­πα­δια­μά­ντη, δη­μο­σιευ­μέ­να υ­πό τη μο­ρ­φή ε­πι­στο­λών προς την «Ακρό­πο­λιν» και το «Άστυ», το κα­λο­καί­ρι του 1891. Σε αυ­τά, υ­πε­ρα­σπι­ζό­με­νος ε­αυ­τόν α­πό τις ε­πι­θέ­σεις της ε­φη­με­ρί­δας του Μα­κρά­κη, γρά­φει: “Εγώ εί­μαι τέ­κνον γνή­σιον της Ορθο­δό­ξου Εκκλη­σίας, ε­κ­προ­σω­που­μέ­νης υ­πό των ε­πι­σκό­πων της. Εάν δε τυ­χόν πο­λ­λοί τού­των εί­ναι α­μα­ρ­τω­λοί, α­ρ­μο­δία να κρί­νη εί­ναι μό­νη η Εκκλη­σία…” Αυ­τήν την τε­λευ­ταία ά­πο­ψη την ε­ν­σω­μα­τώ­νει έ­ντε­χνα, ό­πως εί­δα­με, στο προ­α­να­φε­ρ­θέν διή­γη­μα του 1903.
Ακό­μη νω­ρί­τε­ρα, Ια­νουά­ριο 1888, στη νε­κρο­λο­γία του εκ μη­τρός πρό­γο­νού του, ιε­ρο­μό­να­χου Διο­νυ­σίου Επι­φα­νιά­δη, γνω­στού ως Γέ­ρο­ντα, γιού του δι­δά­σκα­λου του Γέ­νους Επι­φα­νίου Δη­μη­τριά­δη, γρά­φει: “Ο Διο­νύ­σιος α­νή­κεν εις την α­ρ­χαιο­πρε­πή ε­κεί­νην τά­ξιν των μο­να­χών, των Κο­λ­λυ­βά­δων κα­λου­μέ­νων, ης ή­το ο τε­λευ­ταίος σχε­δόν α­ντι­πρό­σω­πος. Πα­ρά των Κο­λ­λυ­βά­δων τού­των η­θέ­λη­σε και ο κ. Μα­κρά­κης να μι­μη­θή τι­να έ­θι­μα…” Επί­σης, πα­ρα­τη­ρεί: “Πο­λ­λοί α­πα­τη­θέ­ντες συ­νέ­χε­ον τον γη­ραιόν πνευ­μα­τι­κόν προς τους μα­κρα­κι­στάς και ε­νό­μι­σαν, ό­τι ο Διο­νύ­σιος ή­το ο­πα­δός του συ­ντά­κτου του «Λό­γου»… Ο σε­βά­σμιος α­γω­νι­στής της Ορθο­δο­ξίας ή­το κα­τά γε­νεάν ό­λην πρε­σβύ­τε­ρος του κ. Μα­κρά­κη…” Πε­ρι­σ­σό­τε­ρα για “τα πα­λαιά έ­θι­μα”, που θέ­λη­σε να οι­κειο­ποιη­θεί ο Μα­κρά­κης α­λ­λά και γε­νι­κό­τε­ρα για τη σχέ­ση του με “την α­ρ­χαιο­πρε­πή κοι­νό­τη­τα” των Κο­λ­λυ­βά­δων, τα α­να­πλά­θει σε έ­να α­πό τα κα­λύ­τε­ρα σκια­θί­τι­κα διη­γή­μα­τά του.
Ο Γέ­ρο­ντας Διο­νύ­σιος ή­ταν και ο α­να­και­νι­στής της Μο­νής της Πα­να­γίας της Κου­νί­στρας ή Κου­νί­στριας, στην δυ­τι­κή α­κτή του νη­σιού. Κα­τά την θρη­σκευ­τι­κή πα­ρά­δο­ση, πή­ρε την ο­νο­μα­σία της α­πό ει­κό­να της Πα­να­γίας, που βρέ­θη­κε στην εν λό­γω το­πο­θε­σία, “κου­νά­με­νη” α­πό τον αέ­ρα σε κλα­διά πεύ­κου. Αυ­τή η ει­κό­να της Πα­να­γίας στά­θη­κε η α­φο­ρ­μή να συ­γκρου­σθεί ο Πα­πα­δια­μά­ντης με έ­τε­ρο πρω­τα­γω­νι­στή της με­λέ­της της Γα­ζή, τον Μη­τρο­πο­λί­τη Δη­μη­τριά­δος Γε­ρ­μα­νό. Αυ­τή τη φο­ρά, ό­χι μό­νο δια της γρα­φί­δας του, α­λ­λά και αυ­το­προ­σώ­πως, στην πό­λη της Σκιά­θου, και συ­γκε­κρι­μέ­να, στο Ναό των Τριών Ιε­ρα­ρ­χών, ό­που φυ­λα­σ­σό­ταν η ει­κό­να. Το ι­στο­ρι­κό της σύ­γκρου­σης Πα­πα­δια­μά­ντη-Γε­ρ­μα­νού το α­φη­γεί­ται ο θε­ο­λό­γος Δη­μή­τρης Τσι­βι­λί­δης στον τό­μο «Βό­λος 1908» του «Αρχείου Θε­σ­σα­λι­κών Με­λε­τών», ο ο­ποίος και λει­του­ρ­γεί συ­μπλη­ρω­μα­τι­κά στον βίο και την πο­λι­τεία του Μη­τρο­πο­λί­τη Δη­μη­τριά­δος, ό­πως αυ­τός σκια­γρα­φεί­ται στη με­λέ­τη.
Γε­ν­νη­μέ­νος στα Ψα­ρά, το 1872, ο κα­τά κό­σμον Γε­ρ­μα­νός Μαυ­ρο­μ­μά­της, α­πο­φοί­τη­σε α­πό το γυ­μνά­σιο Χίου και ως δι­δά­κτωρ θε­ο­λο­γίας, χει­ρο­το­νή­θη­κε διά­κο­νος στην Αθή­να και α­νέ­λα­βε διευ­θυ­ντής των γρα­φείων του Πα­τρια­ρ­χείου της Αλε­ξά­ν­δρειας. Εκεί, πρω­το­συ­νά­ντη­σε την πέ­τρα του σκα­ν­δά­λου των “Αθεϊκώ­ν” Πη­νε­λό­πη Χρι­στά­κου. Σε ε­πι­στο­λή του ο Δε­λ­μού­ζος προς την Πη­νε­λό­πη Δέ­λ­τα γρά­φει: «…προ­στα­τευό­με­νη του Πα­γώ­νη η Χρι­στά­κου, ε­νός θα­νά­σι­μου ε­χ­θρού του Σε­βα­σμιω­τά­του, που τον εί­χε διώ­ξει α­πό τα Πα­τρια­ρ­χεία της Αλε­ξα­ν­δρείας, ως ρω­σ­σό­φρο­να…» Δεν χά­θη­κε, πά­ντως, ο ε­κ­διω­χ­θείς ιε­ρω­μέ­νος. Αντι­θέ­τως. Αρχι­κά ε­ρ­γά­στη­κε ως ιε­ρο­κή­ρυ­κας στην Ηλεία και με­τά, στην Δη­μη­τριά­δα. Εκεί, με­τά το θά­να­το του Μη­τρο­πο­λί­τη, ό­ντας τό­τε Αρχι­μα­ν­δρί­της, κα­τέ­λα­βε τον ε­πι­σκο­πι­κό θρό­νο. Μό­νο που ο α­πο­θα­νών προ­κά­το­χός του εί­χε δω­ρί­σει και τον Μη­τρο­πο­λι­τι­κό οί­κο και τα γρα­φεία στην Φι­λό­πτω­χο Αδε­λ­φό­τη­τα Βό­λου. Μα­χη­τι­κός ο νέ­ος Μη­τρο­πο­λί­της, α­πο­φά­σι­σε α­νέ­γε­ρ­ση νέων και προς συ­λ­λο­γή οι­κο­νο­μι­κών πό­ρων, εί­χε την έ­μπνευ­ση, ως ά­λ­λος Και­σά­ριος Δα­πό­ντε, να κα­τα­φύ­γει σε ζη­τεία διά της πε­ρι­φο­ράς μιας θαυ­μα­του­ρ­γής ει­κό­νας. Μια α­πό τις δια­θέ­σι­μες της ε­πι­σκο­πι­κής του ε­πι­κρά­τειας ή­ταν και ε­κεί­νη της Πα­να­γίας της Κου­νί­στρας.
Αμ’ έ­πος αμ έ­ρ­γον. Στα μέ­σα Δε­κε­μ­βρίου του 1908, ε­πι­σκέ­φθη­κε τη Σκιά­θο, τά­χα­τες για να γνω­ρί­σει το ποί­μνιό του, στην πρα­γ­μα­τι­κό­τη­τα για να υ­φα­ρ­πά­ξει την θαυ­μα­του­ρ­γή ει­κό­να. Λο­γά­ρια­ζε, ό­μως, χω­ρίς τον ξε­νο­δό­χο. Ο Πα­πα­δια­μά­ντης, που, τον μή­να Μά­ρ­τιο, φω­το­γρα­φι­ζό­ταν στη Δε­ξα­με­νή γα­λή­νιος ως α­σκη­τής, σχε­δόν υ­πε­ρ­κό­σμιος, αυ­τός ο “γλυ­κύς της Ελλά­δος μας Άντε­ρ­σεν, ο σταυ­ρο­κο­πού­με­νος”, κα­τά τον ει­ρω­νι­κό σχο­λια­σμό του Δη­μο­σθέ­νη Κού­ρ­το­βικ , “πρω­το­στα­τεί σαν α­λη­θι­νός α­ντά­ρ­της και δη­με­γέ­ρ­της στον ξε­ση­κω­μό του Σκια­θί­τι­κου λα­ού”. “Την ψυ­χή μας μπο­ρεί να πά­ρε­τε ό­χι ό­μως την ει­κό­να”, δη­λώ­νει ευ­θα­ρ­σώς στον Μη­τρο­πο­λί­τη. Νύ­κτα φυ­γα­δεύ­τη­κε ο Δη­μη­τριά­δος για να γλυ­τώ­σει α­πό την μή­νιν του πλή­θους. Και βε­βαίως, ά­πρα­κτος, χω­ρίς πο­τέ να πρα­γ­μα­το­ποιή­σει το ό­νει­ρό του για τον νέο Μη­τρο­πο­λι­τι­κό Οί­κο. Θα ε­πα­νέ­λ­θει, ω­στό­σο, στο προ­σκή­νιο με τα “Αθεϊκά”, τη χρο­νιά που πε­θαί­νει ο Πα­πα­δια­μά­ντης.
Ολο­κλη­ρώ­νο­ντας αυ­τήν την α­νυ­πό­φο­ρα πλα­τεια­στι­κή βι­βλιο­πα­ρου­σία­ση, έ­να ση­μείο που θα πρέ­πει να το­νι­στεί εί­ναι τα θο­λά ό­ρια με­τα­ξύ προϊστο­ρίας και ι­στο­ρίας του συ­ν­θή­μα­τος. Πό­τε, δη­λα­δή, το τρί­πτυ­χο των ε­ν­νοιών α­πό ι­δε­ο­λο­γι­κό πι­στεύω γί­νε­ται σύ­ν­θη­μα α­μι­γώς προ­πα­γα­ν­δι­στι­κού χα­ρα­κτή­ρα. Ένα κα­λό πα­ρά­δει­γ­μα των θο­λών ο­ρίων, κα­θώς και γεύ­ση α­πό τις ε­ν­δο­θρη­σκευ­τι­κές δια­μά­χες, μας δί­νει ο Πα­πα­δια­μά­ντης.
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Φωτο: Ο σίφνιος θεολόγος Απόστολος Μακράκης.

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 24/7/2011.

Δεν υπάρχουν σχόλια: