Έφη Γαζή
«“Πατρίς Θρησκεία Οικογένεια”
Ιστορία ενός συνθήματος
(1880-1930)»
Εκδόσεις Πόλις
Φεβρουάριος 2011
Oπως αναφέραμε στο δημοσίευμα της προηγούμενης Κυριακής, η μελέτη της Έφης Γαζή αφηγείται την ιστορία του συνθήματος “Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια”, καλύπτοντας μισό αιώνα ιδεολογικών συγκρούσεων. Στο πρώτο κεφάλαιο, που τιτλοφορείται «Ο Χριστιανισμός ως κοινωνικός αναμορφωτής», αναφέρεται στις τρεις πρώτες δεκαετίες, ξεκινώντας γύρω στο 1880 και φθάνοντας μέχρι το 1908. Σε αυτήν την κοντά τριακονταετία, η αφήγηση εστιάζει σε δυο ομίλους: το Σύλλογο «Η Ανάπλασις», που ιδρύεται το 1886 και την «Εταιρεία της υπέρ των Πατρίων Αμύνης», γνωστής ως τα «Πάτρια», που ιδρύθηκε την 1η Οκτωβρίου του 1900. Ο μεν Σύλλογος κυκλοφόρησε ένα χρόνο αργότερα ομώνυμο περιοδικό, που είναι το παλαιότερο και μακροβιότερο έντυπο χριστιανικού συλλόγου, επιβιώνοντας μέχρι τουλάχιστον το 2005. Παρομοίως και η Εταιρεία κυκλοφόρησε ένα χρόνο αργότερα ομώνυμη εφημερίδα, η οποία όμως δεν μακροημέρευσε, καθώς διακόπηκε αιφνίδια το 1916, λόγω πολιτικής δίωξης του βενιζελικού διευθυντή της.
Πρωτεργάτες του Συλλόγου στάθηκαν ο σίφνιος θεολόγος Κωνσταντίνος Διαλησμάς και ο καλύμνιος νομικός Μιχαήλ Γαλανός. Αναφέρουμε τους τόπους καταγωγής, γιατί τότε έπαιζαν σημαντικό ρόλο στις περιπέτειες του βίου. Για παράδειγμα, ο Γαλανός, που δικηγορούσε στη γενέτειρά του, διώχθηκε για ένα φιλοβασιλικό άρθρο του κι έτσι βρέθηκε στην Αθήνα το 1893 να διευθύνει το περιοδικό μέχρι το θάνατο του Διαλησμά, το 1921, όταν και ο ίδιος αναχώρησε για την Αμερική όπου και διέπρεψε ως ιεροκήρυκας και δημοσιογράφος στον εκεί εκκλησιαστικό Τύπο.
Ενώ, στην συντακτική επιτροπή της εφημερίδας συμμετείχε, μεταξύ άλλων επιφανών, ο γλωσσολόγος Γεώργιος Χατζιδάκις και ο Κωνσταντινουπολίτης Σταύρος Βουτυράς. Αξίζει να θυμίσουμε τον τελευταίο, μιας και εφέτος συμπληρώνονται 170 χρόνια από την γέννησή του. Στην Κωνσταντινούπολη, εξέδιδε την εφημερίδα «Νεολόγος» από τις 20 Οκτωβρίου 1866 μέχρι την απέλασή του, στις 9 Απριλίου 1897, τέσσερις ημέρες μετά την κήρυξη του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Ερχόμενος στην Αθήνα, επανακυκλοφόρησε τον «Νεολόγο», από τις 19 Σεπτεμβρίου 1897 μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1899. Ενώ, τα «Πάτρια» άρχισαν να εκδίδονται από την 1η Οκτωβρίου 1900. Ο Βουτυράς είναι ένα από τα πρόσωπα της μελέτης της Γαζή, που συνδέονται με την Κωνσταντινούπολη. Δεν θα ήταν απίθανο, στα έντυπα της Κωνσταντινούπολης να λανθάνουν παραφυάδες, που μπορεί να συνέβαλαν στην μετάπλαση των τριών εννοιών σε συνθηματική φράση.
Διευθυντής, ωστόσο, της εφημερίδας ήταν ο καλός διηγηματογράφος Ιωάννης Δαμβέργης, που απαξιώθηκε τόσο από τους συγχρόνους του όσο και από τους μεταγενέστερους. Τον ανθολογεί, ωστόσο, ο Ε. Χ. Γονατάς στις «Ασυνήθιστες ιστορίες» του. Σε σχετικό λήμμα Γραμματολογίας του 1997, αναφέρεται ότι “εξέδιδε και διένεμε δωρεάν, με τη χρηματική ενίσχυση ιδίως Ελλήνων του εξωτερικού, το εβδομαδιαίο υπερσυντηρητικό εθνικιστικό φυλλάδιο «Πάτρια»”. Ακραία διατύπωση, που δεν συμβάλλει στην κατανόηση της εποχής. Αντιθέτως, η Γαζή αναπαράγει το σκοπό της εφημερίδας, όπως ορίζεται από τους ιδρυτές της. Κι αυτός είναι “η ενίσχυση της ελληνοπρεπούς ανατροφής των νέων και η υποστήριξη της πατρίου θρησκείας και γλώσσης”. Όπως και να έχει, για κοντά μια δεκαετία, τα «Πάτρια» υπερασπίστηκαν την καθαρεύουσα, αντιπαλεύοντας τους δημοτικιστές του «Νουμά». Κυρίως υπεραμύνθηκαν του τρίπτυχου “Εκκλησία, Πατρίς, Οικογένεια”, μεταφέροντάς το και στις ελληνικές κοινότητες της Μικράς Ασίας.
Πριν, όμως, την ίδρυση των δύο ομίλων, στη μακριά περίοδο ζυμώσεων, κοντά μια εικοσαετία, που προηγήθηκε, πρωτοστάτησε ο θεολόγος Απόστολος Μακράκης. Σύμφωνα με τη Γαζή, αυτός είναι ο πρώτος που πρότεινε ένα “πρόγραμμα αναμόρφωσης της κοινωνίας με βάση τη χριστιανική διδασκαλία, το οποίο αποκρυσταλλώθηκε σε συγκεκριμένες οργανικές δομές”. Στη μελέτη της περιγράφονται η προσωπικότητά του, οι φιλοσοφικές αρχές της διδασκαλίας του, καθώς και η μεγάλη απήχηση που είχαν οι ιδέες του. Διορθωτικά να αναφέρουμε ότι ο Μακράκης δεν γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, αλλά ήταν γέννημα θρέμμα Σίφνιος. Ας τον θυμίσουμε, αφού το 2011 είναι και γι’ αυτόν επετειακό έτος, καθώς συμπληρώνονται 180 χρόνια από τη γέννησή του. Ο Μακράκης, στη Σίφνο γεννήθηκε και εκεί ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Στην Κωνσταντινούπολη πήγε δεκαπενταετής, το 1846, όπου και φοίτησε ως υπότροφος στη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Αποφοιτώντας εργάστηκε ως γραμματέας του Μητροπολίτη Μηθύμνης Αγαθάγγελου και στη συνέχεια, ως δάσκαλος, αρχίζοντας, από το 1858, να εκδίδει πραγματείες και συγγράμματα. Πράγματι, πήγε στο Παρίσι το 1862, ως παιδαγωγός των τέκνων έλληνα τραπεζίτη, αλλά παρέμεινε εκεί μόλις δυο χρόνια. Επιστρέφοντας, μάλιστα, στην Κωνσταντινούπολη, το 1864, περαστικός από την Αθήνα, εκφώνησε τρεις λόγους στο Πανεπιστήμιο, με θέμα τα πολιτικά του Πλάτωνα. Οριστικά εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1866 και άρχισε να αρθρογραφεί στην “εφημερίδα ελληνικών αρχών” και θρησκευτικού χαρακτήρα «Δικαιοσύνη». Από τις σελίδες της προτείνει να καταργηθεί το “ακάθαρτον, δυτικόν και μεμιασμένον” Σύνταγμα. Τον Σεπτέμβριο του 1867 αποχώρησε από τη συντακτική ομάδα της εφημερίδας και τον Μάρτιο του 1868, ίδρυσε τη «Σχολή του Λόγου» και στη συνέχεια, σειρά συλλόγων. Μπορεί ο Μακράκης να διώχθηκε από την Εκκλησία, ωστόσο καταγράφηκε ως “σημαντική προσωπικότητα της χριστιανικής διανόησης”. Ενώ, ο μακρακισμός υπήρξε μια υπολογίσιμη πρώτη προσπάθεια εδραίωσης του χριστιανισμού ως κοινωνικού αναμορφωτή, με πολλούς επιγόνους, μεταξύ άλλων και την Αδελφότητα Θεολόγων «Η Ζωή», στην οποία αφιερώνει η Γαζή το τελευταίο κεφάλαιο της μελέτης της. Τον ίδιο τον Μακράκη, πέραν των γραπτών του, μένει να τον θυμίζει η προτομή του σε κεντρική πλατεία της γενέθλιας νήσου, όπου βρίσκεται και ο τάφος του. Παραδόξως, όμως, άφησε τα ίχνη του και στην ελληνική λογοτεχνία. Συγκεκριμένα, στη διηγηματογραφία του Παπαδιαμάντη, του οποίου τα 160 χρόνια από τη γέννησή του εορτάζουμε εφέτος,
Ένας από τους χαρακτηριστικούς τύπους των αθηναϊκών διηγημάτων του Παπαδιαμάντη, είναι “ο Αειπλάνητος”. “Καμαρότος της πρώτης θέσεως εις τα βαπόρια της «Εταιρείας»”, είχε πάρει σύνταξη “κ’ εκοίταζε πώς να σώσει την ψυχή του· εν Αθήναις εσύχναζεν εις του Μακράκη”. Σύμφωνα με το ομότιτλο διήγημα του 1903, “έτρεφε κάποιαν υπόληψιν” για τον αφηγητή, γι’ αυτό και τον ερώτησε τι φρονεί περί Μακράκη και Μακρακισμού. Και εκείνος του απάντησε διπλωματικά: “Δεν υπάρχει αμφιβολία, κυρ-Γιάννη, ότι πολλοί των Μακρακιστών είναι καλοί άνθρωποι, και ότι ο Μακράκης θα ήτον πολύ καλός και ωφέλιμος… Αλλά, τι να σου πω κ’ εγώ, «νόμω καλόν, νόμω κακόν». Εάν, παραδείγματος χάριν, το δείνα σπίτι εκηρύσσετο αρμοδίως υπό των ιατρών χολεριασμένον ή βλογιασμένον, θα είχες ποτέ την τόλμην να πατήσης την καραντίνα και να εισέλθης εις αυτό;”
Ακόμη περισσότερο χαρακτηριστική είναι “η Μακρακιστίνα” του ομότιτλου, και πάλι αθηναϊκού, διηγήματος, δημοσιευμένου ακριβώς ένα χρόνο μετά το θάνατο του Μακράκη, που αποδήμησε στις 24 Δεκεμβρίου 1905. Πρόκειται για την κυρα-Γιωργούλα, μια από τις πιο δολερές ηρωίδες του Παπαδιαμάντη. Είναι “Αρτινή, επιτηδεία πολύ, οικονόμος, μαγείρισσα, αναγνώστρια, ψάλτρια”, τακτική στις συναθροίσεις της «Σχολής του Λόγου». Ο Παπαδιαμάντης, πάντως, παρά τις συνεχείς διώξεις του Μακράκη, δεν στέκεται απόλυτα κατηγορηματικός. Στο προηγούμενο διήγημα του 1903, γράφει: “Οι αρμόδιοι, δηλ. η Ιερά Σύνοδος, τον εκήρυξε κακόδοξον και αιρετικόν. Μέχρις αποδείξεως του εναντίου, και πριν ανώτερον τι δικαστήριον, φέρ’ ειπείν η Μεγάλη Εκκλησία και τ’ άλλα Πατριαρχεία, ακυρώσουν την πράξιν της Ιεράς Συνόδου της Ελλάδος, και κηρύξουν τον Μακράκην υγιαίνοντα περί την πίστιν και ορθόδοξον, πας χριστιανός οφείλει να πειθαρχή εις τους ορατούς αντιπροσώπους της Εκκλησίας, είτε αμαρτωλοί είναι ούτοι είτε άγιοι, και να μην πλησιάζη εις τον Μακράκην”.
Πολλά χρόνια πριν, το καλοκαίρι του 1891, όταν ο Μακράκης έκανε μια μεγάλη περιοδεία σε Χαλκίδα, Σκιάθο, Βόλο, Λάρισα, Τρίκαλα, Καρδίτσα, Στυλίδα, Λαμία, εκφωνώντας ομιλίες, ο πατήρ Παπαδιαμάντης, ο ιερέας Αδαμάντιος Εμμανουήλ, παρενέβηκε δυναμικά, προσπαθώντας να ματαιώσει τον προσηλυτισμό του λαού σε μισαλλόδοξες δοξασίες. Τότε προκλήθηκε “το μακράκιον επεισόδιον”, γνωστό έως σήμερα χάρις στα δυο αγανακτισμένα άρθρα του Παπαδιαμάντη, δημοσιευμένα υπό τη μορφή επιστολών προς την «Ακρόπολιν» και το «Άστυ», το καλοκαίρι του 1891. Σε αυτά, υπερασπιζόμενος εαυτόν από τις επιθέσεις της εφημερίδας του Μακράκη, γράφει: “Εγώ είμαι τέκνον γνήσιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, εκπροσωπουμένης υπό των επισκόπων της. Εάν δε τυχόν πολλοί τούτων είναι αμαρτωλοί, αρμοδία να κρίνη είναι μόνη η Εκκλησία…” Αυτήν την τελευταία άποψη την ενσωματώνει έντεχνα, όπως είδαμε, στο προαναφερθέν διήγημα του 1903.
Ακόμη νωρίτερα, Ιανουάριο 1888, στη νεκρολογία του εκ μητρός πρόγονού του, ιερομόναχου Διονυσίου Επιφανιάδη, γνωστού ως Γέροντα, γιού του διδάσκαλου του Γένους Επιφανίου Δημητριάδη, γράφει: “Ο Διονύσιος ανήκεν εις την αρχαιοπρεπή εκείνην τάξιν των μοναχών, των Κολλυβάδων καλουμένων, ης ήτο ο τελευταίος σχεδόν αντιπρόσωπος. Παρά των Κολλυβάδων τούτων ηθέλησε και ο κ. Μακράκης να μιμηθή τινα έθιμα…” Επίσης, παρατηρεί: “Πολλοί απατηθέντες συνέχεον τον γηραιόν πνευματικόν προς τους μακρακιστάς και ενόμισαν, ότι ο Διονύσιος ήτο οπαδός του συντάκτου του «Λόγου»… Ο σεβάσμιος αγωνιστής της Ορθοδοξίας ήτο κατά γενεάν όλην πρεσβύτερος του κ. Μακράκη…” Περισσότερα για “τα παλαιά έθιμα”, που θέλησε να οικειοποιηθεί ο Μακράκης αλλά και γενικότερα για τη σχέση του με “την αρχαιοπρεπή κοινότητα” των Κολλυβάδων, τα αναπλάθει σε ένα από τα καλύτερα σκιαθίτικα διηγήματά του.
Ο Γέροντας Διονύσιος ήταν και ο ανακαινιστής της Μονής της Παναγίας της Κουνίστρας ή Κουνίστριας, στην δυτική ακτή του νησιού. Κατά την θρησκευτική παράδοση, πήρε την ονομασία της από εικόνα της Παναγίας, που βρέθηκε στην εν λόγω τοποθεσία, “κουνάμενη” από τον αέρα σε κλαδιά πεύκου. Αυτή η εικόνα της Παναγίας στάθηκε η αφορμή να συγκρουσθεί ο Παπαδιαμάντης με έτερο πρωταγωνιστή της μελέτης της Γαζή, τον Μητροπολίτη Δημητριάδος Γερμανό. Αυτή τη φορά, όχι μόνο δια της γραφίδας του, αλλά και αυτοπροσώπως, στην πόλη της Σκιάθου, και συγκεκριμένα, στο Ναό των Τριών Ιεραρχών, όπου φυλασσόταν η εικόνα. Το ιστορικό της σύγκρουσης Παπαδιαμάντη-Γερμανού το αφηγείται ο θεολόγος Δημήτρης Τσιβιλίδης στον τόμο «Βόλος 1908» του «Αρχείου Θεσσαλικών Μελετών», ο οποίος και λειτουργεί συμπληρωματικά στον βίο και την πολιτεία του Μητροπολίτη Δημητριάδος, όπως αυτός σκιαγραφείται στη μελέτη.
Γεννημένος στα Ψαρά, το 1872, ο κατά κόσμον Γερμανός Μαυρομμάτης, αποφοίτησε από το γυμνάσιο Χίου και ως διδάκτωρ θεολογίας, χειροτονήθηκε διάκονος στην Αθήνα και ανέλαβε διευθυντής των γραφείων του Πατριαρχείου της Αλεξάνδρειας. Εκεί, πρωτοσυνάντησε την πέτρα του σκανδάλου των “Αθεϊκών” Πηνελόπη Χριστάκου. Σε επιστολή του ο Δελμούζος προς την Πηνελόπη Δέλτα γράφει: «…προστατευόμενη του Παγώνη η Χριστάκου, ενός θανάσιμου εχθρού του Σεβασμιωτάτου, που τον είχε διώξει από τα Πατριαρχεία της Αλεξανδρείας, ως ρωσσόφρονα…» Δεν χάθηκε, πάντως, ο εκδιωχθείς ιερωμένος. Αντιθέτως. Αρχικά εργάστηκε ως ιεροκήρυκας στην Ηλεία και μετά, στην Δημητριάδα. Εκεί, μετά το θάνατο του Μητροπολίτη, όντας τότε Αρχιμανδρίτης, κατέλαβε τον επισκοπικό θρόνο. Μόνο που ο αποθανών προκάτοχός του είχε δωρίσει και τον Μητροπολιτικό οίκο και τα γραφεία στην Φιλόπτωχο Αδελφότητα Βόλου. Μαχητικός ο νέος Μητροπολίτης, αποφάσισε ανέγερση νέων και προς συλλογή οικονομικών πόρων, είχε την έμπνευση, ως άλλος Καισάριος Δαπόντε, να καταφύγει σε ζητεία διά της περιφοράς μιας θαυματουργής εικόνας. Μια από τις διαθέσιμες της επισκοπικής του επικράτειας ήταν και εκείνη της Παναγίας της Κουνίστρας.
Αμ’ έπος αμ έργον. Στα μέσα Δεκεμβρίου του 1908, επισκέφθηκε τη Σκιάθο, τάχατες για να γνωρίσει το ποίμνιό του, στην πραγματικότητα για να υφαρπάξει την θαυματουργή εικόνα. Λογάριαζε, όμως, χωρίς τον ξενοδόχο. Ο Παπαδιαμάντης, που, τον μήνα Μάρτιο, φωτογραφιζόταν στη Δεξαμενή γαλήνιος ως ασκητής, σχεδόν υπερκόσμιος, αυτός ο “γλυκύς της Ελλάδος μας Άντερσεν, ο σταυροκοπούμενος”, κατά τον ειρωνικό σχολιασμό του Δημοσθένη Κούρτοβικ , “πρωτοστατεί σαν αληθινός αντάρτης και δημεγέρτης στον ξεσηκωμό του Σκιαθίτικου λαού”. “Την ψυχή μας μπορεί να πάρετε όχι όμως την εικόνα”, δηλώνει ευθαρσώς στον Μητροπολίτη. Νύκτα φυγαδεύτηκε ο Δημητριάδος για να γλυτώσει από την μήνιν του πλήθους. Και βεβαίως, άπρακτος, χωρίς ποτέ να πραγματοποιήσει το όνειρό του για τον νέο Μητροπολιτικό Οίκο. Θα επανέλθει, ωστόσο, στο προσκήνιο με τα “Αθεϊκά”, τη χρονιά που πεθαίνει ο Παπαδιαμάντης.
Ολοκληρώνοντας αυτήν την ανυπόφορα πλατειαστική βιβλιοπαρουσίαση, ένα σημείο που θα πρέπει να τονιστεί είναι τα θολά όρια μεταξύ προϊστορίας και ιστορίας του συνθήματος. Πότε, δηλαδή, το τρίπτυχο των εννοιών από ιδεολογικό πιστεύω γίνεται σύνθημα αμιγώς προπαγανδιστικού χαρακτήρα. Ένα καλό παράδειγμα των θολών ορίων, καθώς και γεύση από τις ενδοθρησκευτικές διαμάχες, μας δίνει ο Παπαδιαμάντης.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Φωτο: Ο σίφνιος θεολόγος Απόστολος Μακράκης.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 24/7/2011.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου