«Κλείτος Κύρου
«Ψήγματα μνήμης.
Φωτογραφίες 1936-2000»
Μ.Ι.Ε.Τ., Απρίλιος 2011
Με τον Κλείτο Κύρου, δηλαδή με τη δημοσίευση του έργου του, νομίζαμε ότι είχαμε τελειώσει. Εγκατέλειψε τα εγκόσμια στις 10 Απριλίου 2006, ωστόσο το έργο του το είχε ο ίδιος φροντίσει κοντά μια δεκαετία νωρίτερα. “Στα 1997 κυκλοφόρησε σ’έναν τόμο τριακοσίων πενήντα σελίδων το σύνολο, σχεδόν, της ποιητικής δουλειάς μου με τον τίτλο «Εν όλω –Συγκομιδή 1943-1997» από τις εκδόσεις «Άγρα». Την ίδια εποχή κυκλοφόρησε πάλι από την «Άγρα» ένα δίφυλλο με το ποίημά μου «Σχολές Τυφλών».” Αυτά αναφέρει στις ενθυμήσεις του, όπως τις είχε από ραδιοφώνου ξετυλίξει στις απαρχές του τρέχοντος αιώνα. Ενώ, ως μεταφραστής, είχε εκδώσει το 1990 τον τελευταίο Έλιοτ, «Η ρημαγμένη γη», σε δίγλωσση έκδοση και τρία χρόνια αργότερα, μια τελευταία μετάφραση θεατρικού, «Οι Τσέντσι» του Σέλλεϋ, για την οποία και τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης, ενώ η βράβευση της ποίησής του παρέμεινε ένα εσαεί χρωστούμενο.
Ιδού, όμως, που ο Κύρου έρχεται και πάλι να μας απασχολήσει με μια διαφορετική μορφή δημιουργικής έκφρασης, αυτήν του φωτογράφου. Η ενασχόλησή του με τη φωτογραφία δεν ήταν κάτι εντελώς άγνωστο. Κλείνει, μάλιστα τις αναμνήσεις του, μνημονεύοντάς την: “Τι να πω, για το πάθος που είχα για τη φωτογραφία από τα δεκαπέντε μου, που με καταδίωκε όπου κι αν πήγαινα!” Το ότι δεν υπερβάλλει, το αποδεικνύει το φωτογραφικό αρχείο που άφησε. Όπως φαίνεται, ανέρχεται σε περισσότερα από 10.000 αρνητικά, 1.380 διαφάνειες, αλλά και τυπώματα μικρών διαστάσεων, τα οποία ασαφώς αναφέρεται ότι ανέρχονται σε χιλιάδες, καθώς και δυο λευκώματα. Και το σημαντικότερο για το οποιοδήποτε αρχείο είναι ότι ο ίδιος φρόντισε να το τακτοποιήσει, κάνοντας ταξινόμηση και τεκμηρίωση. Παραπονιόταν, όμως, μέχρι τέλους, ότι οι φωτογραφίες του δημοσιεύονται κατά καιρούς “χωρίς την παραμικρή αναφορά του φωτογράφου”.
Αυτή η αποσιώπηση ίσχυε γενικότερα μέχρι πρότινος. Τα τελευταία, όμως, χρόνια η φωτογραφία αναδύθηκε και στη χώρα μας ως η κατ’ εξοχήν τέχνη. Μόνο που, όντας ένας λαός των άκρων, καταλήξαμε στην υπερβολή. Μας κατέκλυσαν οι εκθέσεις φωτογραφίας του κάθε επώνυμου, που αποφασίζει να επιδείξει το χόμπι του. Αλλά ουδέν κακόν αμιγές καλού. Αναδείχθηκαν και ορισμένα αξιόλογα αρχεία. Ένα από αυτά το αρχείο του Κλείτου Κύρου, το οποίο είχε την καλή τύχη να αξιοποιηθεί αμέσως μετά την τακτοποίησή του. Ιδού, λοιπόν, που ο Κύρου, αυτή τη φορά, μας απασχολεί με ένα φωτογραφικό λεύκωμα, το οποίο έρχεται ως συνοδευτικό σχετικής έκθεσης στο Μ.Ι.Ε.Τ. της Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για έναν τόμο στον οποίο παρουσιάζεται μια επιλογή 108 φωτογραφιών της περιόδου 1936-2000. Αναμφιβόλως η έκδοση καλοσυσταίνει τον φωτογράφο. Βεβαίως, από τον τόμο δεν μπορεί να κριθεί η συνολική αξία του αρχείου. Για να δοθεί η γενική εικόνα, είναι απαραίτητο ένα κείμενο, το οποίο να περιγράφει το αρχείο, τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά. Σε ό,τι, μάλιστα, αφορά την αισθητική των φωτογραφιών, θα απαιτείτο κείμενο ειδικού, που να αποτιμά την αισθητική του συνόλου. Στο λεύκωμα του Κύρου παρόμοια κείμενα απουσιάζουν. Αντ’ αυτών, υπάρχει ένα κατατοπιστικό κείμενο για τον φωτογράφο Κλείτο Κύρου από το νέο ιστορικό Γιώργο Κουμαρίδη, το οποίο αναμενόμενο είναι να δίνει έμφαση στη φωτογραφία ως ντοκουμέντο. Και ένα βοηθητικό του μελετητή Ξ. Α. Κοκόλη, που αναζητάει τα ίχνη της φωτογραφίας στην ποίηση του Κύρου.
Ο τίτλος του φωτογραφικού λευκώματος ανήκει στον ίδιο τον Κύρου. Μόνο που εκείνος τον χρησιμοποιεί ως τίτλο μιας αφήγησης, στην οποία προσπαθεί πράγματι να κρατήσει κάποια “ψήγματα μνήμης”. Έχουμε την εντύπωση ότι, ως τίτλος ενός φωτογραφικού λευκώματος, το αδικεί. Λέγεται ότι μια φωτογραφία ισοδυναμεί με χίλιες λέξεις. Σχήμα λόγου, ενίοτε όμως ισχύει για μια επιτυχημένη φωτογραφία. Όπως και να έχει, οι φωτογραφίες του τόμου διεκδικούν ένα πολύ μεγαλύτερο κομμάτι μνήμης από εκείνο του ρινίσματος. Είναι πολλά τα ενσταντανέ, που διασώζουν την ατμόσφαιρα παλαιότερων εποχών. Ανασταίνουν αστικά και υπαίθρια τοπία, με κυρίαρχο το αιγαιοπελαγίτικο. Μάλιστα, μια φωτογραφία από την Σκύρο του 1964 δένει με πίνακες του συνομήλικου ζωγράφου Στέλιου Αναστασιάδη, φιλοτεχνημένους από την ίδια οπτική γωνία και την ίδια εποχή. Εκτός από τοπία, ανασταίνουν ανθρώπους, κατορθώνοντας να συλλάβουν χαρακτηριστικές εκφράσεις τους. Όχι, λοιπόν, ψήγματα μνήμης, αλλά ενσταντανέ, που απαθανάτισαν μορφές μέσα στο χρόνο.
Το “ψήγματα μνήμης” ταιριάζει στις μνήμες από συμβάντα, για τα οποία διασώθηκαν μόνο χρονολογίες, κι αυτές όταν διασώθηκαν, και περί διαγραμμάτων περιγραφές. Για παράδειγμα, πώς έγινε και παρουσιάστηκε πρώτος με δημοσίευμα σε περιοδικό ο μεταφραστής Κλείτος Κύρου, μετά ο φωτογράφος και τελευταίος, ο ποιητής. Ή, πώς έτυχε να εμφανιστεί και πάλι πρώτος με βιβλίο ο μεταφραστής, δεύτερος, αυτή τη φορά, ο ποιητής και τελευταίος, μετά θάνατο – για την ακρίβεια πέντε συναπτά έτη μετά θάνατο – ο φωτογράφος. Συγκεντρώνοντας τα “ψήγματα μνήμης”, που δίνουν ο ίδιος, οι φίλοι του και ο ιστορικός που προλογίζει το λεύκωμα, σχηματίζεται ένα μωσαϊκό με ψηφίδες διαφορετικών εποχών.
Γνωστότερο είναι το ιστορικό εμφάνισης των πρώτων βιβλίων του Κύρου. Το πώς, δηλαδή, ο μεταφραστής προηγήθηκε του ποιητή. Ήταν την άνοιξη του 1945, που τρεις φίλοι αποφάσισαν να κάνουν ομαδική εμφάνιση στα Γράμματα. Την τριάδα αποτελούσαν ο Κύρου, τότε 24 ετών, ο συνομήλικός του και συμφοιτητής του στη Νομική Σχολή Θανάσης Φωτιάδης και ο Μανόλης Αναγνωστάκης, τέσσερα χρόνια μικρότερος, φοιτητής της Ιατρικής. Ο Φωτιάδης, ωστόσο, είχε ήδη εκδώσει μια πρωτόλεια συλλογή. Τελικά, το 1945, εξέδωσε μια δεύτερη, με τον τίτλο «Αντίσταση» και ο Αναγνωστάκης το πρώτο του ποιητικό βιβλίο, τις «Εποχές». Τα ποιήματα, όμως, του Κύρου κρίθηκαν από τη συντροφιά λίγα για μια πρώτη εμφάνιση. Έτσι πήρε το βάπτισμα της δημοσιότητας ως μεταφραστής. Εκείνη τη χρονιά εξέδωσε το «Νέοι Άγγλοι ποιητές». Ως ποιητής εμφανίστηκε τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1949, με τη συλλογή «Αναζήτηση», αξιοπρεπούς έκτασης δυο τυπογραφικών, τουτέστιν τριάντα δύο σελίδων. Κατά παραίνεση ενός τέταρτου εκείνης της παρέας, του Σερραίου Γιώργου Καφταντζή, το βιβλίο του δεν εκδόθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά στις Σέρρες. Χαιρετίστηκε, πάντως, με τουλάχιστον δυο κριτικές μέσα στο ίδιο έτος. Του Αλέξ. Αργυρίου στα «Ελεύθερα Γράμματα» και του Άρη Δικταίου στο περιοδικό «Ο Αιώνας μας». Στη δεύτερη υπάρχει μια φράση, που έμελλε να αποδειχτεί γενικότερης ισχύος και μεγαλύτερης χρονικής εμβέλειας: «Ενώ η πρωτεύουσα φλυαρεί, η Θεσσαλονίκη ομιλεί.»
Από πού κι ως πού, όμως, ο φωτογράφος Κλείτος Κύρου εμφανίστηκε με δημοσιευμένες φωτογραφίες σε περιοδικό πριν τον ποιητή! Κατά χρονολογική σειρά τα πράγματα έχουν ως εξής: πρώτο δημοσιεύθηκε ένα μετάφρασμα του Κύρου (Ιούλιο 1944), δεύτερες οι φωτογραφίες (Απρίλιο 1945) και τελευταίο το ποίημα (Μάϊο 1945). Σημαντικό το μετάφρασμα είναι από το «Μοιρολόι για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας» του Λόρκα. Έγινε από τα γαλλικά και χαρακτηρίστηκε ως μια “πρώιμη μεταφραστική προσπάθεια”. Σημαντικό και το ποίημα, με τίτλο «Προσμονή». Αλλά, εν τέλει, ιστορικά σημαντικότερες ως ντοκουμέντα μιας ταραγμένης εποχής είναι οι δυο πρώτες δημοσιευμένες φωτογραφίες του.
Στα χρόνια της Κατοχής, όταν η αντίσταση κατά των δυνάμεων του Άξονα άρχισε να αποκτά διαστάσεις και να πυκνώνουν οι κινητοποιήσεις, εκείνος έφερε πάντα μαζί του τη φωτογραφική του μηχανή. Έτσι απαθανάτισε ασκήσεις και παρελάσεις γερμανικών στρατευμάτων, αλλά και σκηνές αντίστασης, ενώ οι φίλοι του φρόντιζαν να τον καλύπτουν. Οι δημοσιευμένες φωτογραφίες είναι από την 25η Μαρτίου 1943. Σύμφωνα με τον Κουμαρίδη, από εκείνη την ημέρα σώζονται έξι λήψεις. Οι πέντε απαθανατίζουν την κατάθεση στεφάνου από την ΕΠΟΝ του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στην προτομή του ναυάρχου Νικόλαου Βότση. Το στεφάνι κατέθεσε εκ μέρους των φοιτητών ο Άνθιμος Χατζηανθίμου. Μακριά η ιστορία του Χατζηανθίμου. Κι αυτός συνομήλικος και συμφοιτητής στη Νομική του Κύρου, το 1943 ήταν ηγετικό στέλεχος της ΕΠΟΝ Θεσσαλονίκης και γραμματέας πόλης του ΕΑΜ Νέων. Με το ψευδώνυμο Γιάννης Μακεδόνας διακρίθηκε σε Ε.Λ.Α.Σ και Δ.Σ.Ε. Ενώ, με το ψευδώνυμο Άνθος Φιλητάς, έμεινε στα ψιλά της ποίησης χάρις σε μια πρώιμη εμφάνισή του ως ποιητής του αισθητισμού.
Η μία από τις δυο δημοσιευμένες φωτογραφίες εικονίζει τον Χατζηανθίμου και την κατάθεση του στεφάνου. Η άλλη είναι η έκτη, που τραβήχτηκε εκείνη την ημέρα. Απαθανατίζει ένα μοναδικό στιγμιότυπο από την πορεία που ακολούθησε στους δρόμους της Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για μια φωτογραφία με μακρύ ιστορικό, της οποίας η πιο πρόσφατη αναβίωση πέρασε μάλλον απαρατήρητη. Θα επανέλθουμε στη συγκεκριμένη φωτογραφία και τον Κλείτο Κυρού την επόμενη Κυριακή.
Μ.Θεοδοσοπούλου
1η φωτο: Ο Μανόλης Αναγνωστάκης σε ασυνήθιστο στιγμιότυπο.
2η φωτο: Θεσσαλονίκη, 1963. Αριστερά ο κριτικός Αλέξ. Αργυρίου, δεξιά ο πεζογράφος
και εκδότης του μακρόβιου περιοδικού Νέα Πορεία Τηλέμαχος Αλαβέρας.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 3/7/2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου