Έφη Γαζή
«“Πατρίς Θρησκεία Οικογένεια”
Ιστορία ενός συνθήματος
(1880-1930)»
Εκδόσεις Πόλις
Φεβρουάριος 2011
Εάν υποθέσουμε ότι η Έφη Γαζή είχε εκδώσει τη μελέτη της στο γύρισμα του 21ου αιώνα, αυτή θα αντιμετωπιζόταν ως αμιγώς ιστορική μελέτη, εντασσόμενη στην ιστορία του συντηρητισμού ως ένα επιμέρους κεφάλαιό της. Δέκα χρόνια αργότερα, χωρίς να χάνει το ιστορικό της ενδιαφέρον, αποκτά μια αναπάντεχα επικαιρική διάσταση. Το 2000, οι τρεις έννοιες που απαρτίζουν το σύνθημα “Πατρίς Θρησκεία Οικογένεια”, με το ιστορικό του οποίου καταπιάστηκε η μελετήτρια, θεωρούνταν από τον κυρίαρχο λόγο παρωχημένες ή, ίσως ακριβέστερα, ιστορικής μόνο αξίας. Τότε, έπνεε ούριος ο άνεμος της παγκοσμιοποίησης, με κυρίαρχο το πνεύμα της ανεξιθρησκίας και της ελευθεριότητας. Δέκα χρόνια αργότερα, οι τρεις έννοιες επανέρχονται, τουλάχιστον κατά μόνας, καθώς φαίνεται να επανακτούν, για ορισμένα κοινωνικά σύνολα, ένα μέρος της συγκολλητικής τους ισχύος.
Ο όρος συντηρητισμός προέκυψε στα καθ’ ημάς με καθυστέρηση ως μετάφραση του αντίστοιχου αγγλικού, μόλις στα τέλη του 19ου αιώνα. Δηλαδή, την επομένη του ατυχούς πολέμου του 1897, όταν θρασομανούσε η οικονομική κρίση και ήταν διάχυτη η κοινωνική δυσφορία. Μέχρι τότε παραπλήσιες στάσεις χαρακτηρίζονταν ως πιστές στην παράδοση. Πιθανώς και κάπως σχηματικά, η τρέχουσα οικονομική κρίση, το οξύ μεταναστευτικό πρόβλημα μέχρι και η ελευθεριότητα ή έστω, το κόστος που προϋποθέτει, τόσο οικονομικής φύσεως όσο και ψυχολογικής, φέρνουν, και πάλι με καθυστέρηση, έναν παραπλήσιο όρο, αυτόν του νεοσυντηρητισμού, που θα μπορούσε να αντικατασταθεί και από την εύσημη έκφραση “επιστροφή στην παράδοση”. Βεβαίως, αυτή η επαναφορά των τριών εννοιών δεν σημαίνει, σώνει και καλά, αναβίωση του τριμερούς συνθήματος υπό τη μορφή του ιδεολογήματος, με την οποία είχε στον καιρό του χρησιμοποιηθεί. Το σημαντικό, όμως, για κάθε συνθηματική φράση είναι, κατ’ αρχήν, η κυοφορία της, κατά την οποία ανανοηματοδοτούνται και ταυτόχρονα, κωδικοποιούνται οι λέξεις που την απαρτίζουν και στη συνέχεια, η εκτεταμένη χρήση της, που την καθιστά ευκόλως ανακλητή. Από εκεί και πέρα, δοθείσης της ανάγκης ή και της ευκαιρίας επανέρχεται. Άλλωστε, σύμφωνα και με το εύστοχο μότο της μελέτης, δάνειο από τον Ρόμπερτ Λούι Στήβενσον: «Ο άνθρωπος είναι ένα πλάσμα, που δεν επιβιώνει μόνο με άρτο αλλά, πρωτίστως, με συνθήματα». Παρεμπιπτόντως, εδώ χρειάζεται να θυμίσουμε σε όσους αγνοούν τα αποφθεγματικά κείμενα του Στήβενσον, από τα οποία αντλήθηκε η φράση, ότι εκείνος δεν αναφέρεται ακριβώς σε συνθήματα αλλά μάλλον σε λαϊκές ρήσεις. Το θέμα που τον απασχολεί είναι οι δυσκολίες συμβίωσης δύο έγγαμων, που προέρχονται από την γνώμη, την οποία ο καθένας από τους δυο έχει σχηματίσει για το άλλο φύλο μέσα από θυμόσοφες εκφράσεις, οι οποίες ελάχιστα ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Αν, όμως, κάτι ισχύει για το κύτταρο της οικογένειας, σε μεγαλύτερα σύνολα δεν μπορεί παρά να επαυξάνεται η ισχύς του.
Όπως και να έχει, την Γαζή δεν την απασχολεί η φάση χρήσης του συνθήματος. Δηλαδή, οι δυο μείζονες δικτατορίες του περασμένου αιώνα: η προπολεμική του Μεταξά και η μεταπολεμική των Συνταγματαρχών. Ωστόσο, στον επίλογο της μελέτης της ανατρέχει στον λόγο του Ιωάννη Μεταξά στην Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία τον Ιούνιο του 1937 (αποκλείεται, πάντως, την 31η του μηνός), που τελειώνει ως εξής: “Χρειάζονται δυο πράγματα δια να φέρετε εις πέρας το έργο τούτο: Πίστις προς τα μεγάλα ιδανικά της Πατρίδος, της Θρησκείας και της οικογένειας και αγάπη και αφοσίωσις προς αυτά”. Με “το έργο τούτο” πρέπει να εννοεί, καταπώς είχε δια μακρών αναπτύξει, την υποχρέωση των δασκάλων να πλάσουν “σώματα και προπαντός ψυχάς ελληνικάς”.
Η μελετήτρια θυμίζει αυτήν την κορώνα του μεταξικού λόγου, σχολιάζοντας ότι θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι “μια φράση λέει αυτό που λέει την ώρα που λέγεται”. Το ίδιο, ακριβώς, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί και για την παραπλήσια συνθηματική φράση της απριλιανής δικτατορίας: «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών». Η, εν λόγω, φράση είναι φαινομενικά διμερής, καθώς το τρίτο σκέλος, αυτό της οικογένειας αποδίδεται πλαγίως δια της χρήσεως της γενικής πτώσεως. Η ίδια, πάντως, δεν αρκέστηκε σε έναν παρόμοιο, επιφανειακό ισχυρισμό, αλλά έθεσε ως υπόθεση εργασίας την εικασία ότι υπήρξε μια μακριά περίοδος κυοφορίας αυτών των συνθηματικών φράσεων, την οποία και άρχισε να ερευνά. Με βάση το υλικό, που συγκέντρωσε, έπλεξε μια ενδιαφέρουσα αφήγηση για την προϊστορία τους. Βεβαίως, όπως κατά κανόνα συμβαίνει, η αφήγηση του ιστορικού εξαρτάται από το συγκεντρωμένο υλικό και εκείνο, με τη σειρά του, είναι συνάρτηση της οπτικής της έρευνας, στην οποία καθοριστικό ρόλο παίζουν οι προϋπάρχουσες έρευνες, που εντάσσονται στο ίδιο ευρύτερο θεματικό πεδίο.
Στη συγκεκριμένη μελέτη, ο χώρος άντλησης του υλικού ορίζεται αφενός μεν από τις ορθόδοξες χριστιανικές αδελφότητες, που τοποθετούνται εκτός Εκκλησίας, κάποτε σε αντίπαλο προς αυτήν ρόλο, συχνότερα όμως σε υποστηρικτικό, και αφετέρου, από τους ποικίλους συλλόγους πατριωτικού και ηθοπλαστικού χαρακτήρα. Σταχυολογώντας από την επιχειρηματολογία των εντύπων τους, στοιχειοθετείται εν μέρει η αφήγηση. Δεδομένου ότι το εν λόγω σύνθημα έχει συχνά συσχετιστεί με τον εκκλησιαστικό χώρο, θα μπορούσε κάποιος να εκφράσει την απορία, γιατί να μην επεκταθεί η έρευνα και στα εκκλησιαστικά έντυπα. Αν δεν σφάλλουμε, αυτά αποτελούν, τουλάχιστον προσώρας, terra incognita. Επίσης, σε παλαιότερες εποχές, το σύνθημα είχε συνδεθεί με τον, άλλοτε ποτέ, αλυτρωτισμό, οπότε κάποιος θα μπορούσε να προτείνει επέκταση της έρευνας σε έντυπα πέραν του ελλαδικού χώρου, στις οθωμανικές περιοχές και τον παροικιακό ελληνισμό. Άλλωστε, μια παρόμοια διεύρυνση φαίνεται να την υπαγορεύει και το μεγάλο χρονικό άνοιγμα του ερευνητικού εγχειρήματος. Ιδιαίτερα φιλόδοξη η αφήγηση καλύπτει μια ολόκληρη πεντηκονταετία. Αδρομερώς, από την προσάρτηση της Θεσσαλίας, όταν η “πατρίς” άρχισε να επεκτείνεται, μέχρι το έτος, που σύρθηκε σε δίκη ο Καζαντζάκης “επί χλευασμώ της θρησκείας” και δόθηκε δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες. Παρόλο που το δικαίωμα αφορούσε μόνο δημοτικές και κοινοτικές εκλογές, στάθηκε, ούτως ή άλλως, μια κακή αρχή, που έθεσε σε κίνδυνο το τρίτο σκέλος, αυτό της οικογένειας.
Ωστόσο, στον μισό αιώνα, από το 1880 έως το 1930, που καλύπτει η αφήγηση υπήρξαν φάσεις πολύ μεγαλύτερης συναισθηματικής φόρτισης του κοινωνικού σώματος από εκείνη της δίκης του Καζαντζάκη ή της περιορισμένης γυναικείας ψήφου. Φάσεις τέτοιας έντασης, ώστε να απειλείται η κοινωνική τάξη. Πρόκειται για περιόδους πραγματικού “ηθικού πανικού”, έτσι όπως η κατάσταση σύγχυσης φορτίστηκε, επιδέξια και δολίως, από τον Τύπο. Ως γνωστόν, σε κάθε κατάσταση “ηθικού πανικού” υπάρχουν οι υποκινητές και οι φτωχοδιάβολοι που τον υφίστανται. Από εκεί και πέρα, ο φέρων την ευθύνη συχνά είναι το θύμα. Η μελέτη της Γαζή αφιερώνει συναρπαστικές σελίδες στον “ηθικό πανικό” του 1911, όταν ξέσπασαν τα λεγόμενα “Αθεϊκά” του Βόλου και αντιστοίχως, το 1925, με τα “Μαρασλειακά” της Αθήνας. Πρωταίτιος σε αμφότερα στάθηκε ο Αλέξανδρος Δελμούζος, ο οποίος και πρωταγωνιστεί στις μέχρι σήμερα ιστορικές αφηγήσεις. Όχι, όμως, σε αυτήν της Γαζή. Εκείνο που καθορίζει, εν πολλοίς, μια αφήγηση, από ιστορική έως μυθιστορηματική, είναι τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν. Από αυτήν την άποψη, η μελέτη της Γαζή έχει το ατού των μοντερνίστικων μυθιστορημάτων. Δεν εστιάζει στους ήρωες αλλά στους αντιήρωες. Κι αυτοί, στα “Αθεϊκά”, ήταν ο Μητροπολίτης Δημητριάδος Γερμανός και ο αρχισυντάκτης της εφημερίδας «Κήρυξ» Δημοσθένης Κούρτοβικ, στην εποχή του ένας από τους πλέον ταλαντούχους της γραφίδας. Ενώ, στα “Μαρασλειακά”, ο Βορειοηπειρώτης, μετέπειτα καθηγητής παιδαγωγικής, Σπυρίδων Καλλιάφας.
Το ενδιαφέρον κερδίζουν και δύο γυναίκες, που δεν πρωταγωνιστούν μεν στα συμβάντα, αλλά αποτέλεσαν την πέτρα του σκανδάλου, συμβάλλοντας στους δυο “ηθικούς ποινικούς”. Στα “Αθεϊκά”, ήταν η δασκάλα Πηνελόπη Χριστάκου και στα “Μαρασλειακά” η Ρόζα Ιμβριώτη. Την τάξη της Χριστάκου επέλεξε να επισκεφθεί ο Μητροπολίτης για να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι τον σφαλερό τρόπο λειτουργίας του Παρθεναγωγείου. Ενώ, ο μη εθνικός τρόπος που δίδασκε την ιστορία της Επανάστασης του 1821 η Ιμβριώτη ήταν η θρυαλλίδα για τα “Μαρασλειακά”. Κατά σύμπτωση, μια σχετικά πρόσφατη κατάσταση “ηθικού πανικού” με αφορμή διδακτικό εγχειρίδιο Ιστορίας είχε και πάλι ως πέτρα του σκανδάλου μια εκπαιδευτικό.
Όπως και να έχει, οι αντιήρωες της Γαζή δεν εξαντλούνται με όσους αναφέραμε. Οι συγκεκριμένοι πρωταγωνιστούν μόνο στο δεύτερο και το τρίτο κεφάλαιο της μελέτης της, που αφιερώνονται στα συγκεκριμένα κομβικά συμβάντα, τα οποία απείλησαν το status quo του κοινωνικού σώματος. Συμβάντα, που, βεβαίως, δεν αφορούσαν μόνο την αρμόζουσα στο έθνος γλώσσα, δηλαδή το λεγόμενο γλωσσικό ζήτημα, αλλά και τις σοσιαλιστικές ιδέες. Με την ίδρυση, το 1908, του Ανώτερου Δημοτικού Παρθεναγωγείου Βόλου, εστία των “Αθεϊκών”, συνδέθηκε το Εργατικό Κέντρο Βόλου, που ιδρύθηκε το ίδιο έτος. Ενώ, των “Μαρασλειακών” προηγήθηκε το «Εθνικόν Συνέδριον», που οργάνωσε στις αρχές του 1925 η Εταιρεία «Ελληνισμός» του Νεοκλή Καζάζη, ο οποίος στην εναρκτήρια ομιλία του τόνισε την απειλή της κοινοκτημοσύνης και του μπολσεβικισμού.
Σε αυτά τα κεφάλαια, πάντως, ο πατριωτικός και θρησκευτικός χώρος, καίτοι επιτίθεται, ουσιαστικά βρίσκεται σε θέση άμυνας. Σε αντίθεση με το πρώτο και το τελευταίο, τέταρτο κεφάλαιο της μελέτης, στα οποία σύλλογοι, εταιρείες και αδελφότητες έχουν την πρωτοβουλία και εμφανίζονται ως κοινωνικοί αναμορφωτές. Σε αυτά, πρωτοστατούν νέοι αντιήρωες, σήμερα, μάλλον λησμονημένοι, τουλάχιστον οι παλαιότεροι. Ένας από αυτούς και μαζί του ο Μητροπολίτης Γερμανός ήταν τα πρόσωπα που μας είλκυσαν, τουλάχιστον αρχικά, να ασχοληθούμε με τη μελέτη της Γαζή, καίτοι απαράσκευοι. Δεν μας ενδιαφέρει τόσο ο βίος και η πολιτεία αυτών των προσώπων, όσο το γεγονός ότι έτυχε να συγκρουσθούν, ακριβώς την χρονική περίοδο που απασχολούν τη Γαζή, με έναν λογοτέχνη από τους εκλεκτούς “της πεζογραφικής μας παράδοσης”. Τον, εν λόγω, λογοτέχνη δεν τον αναφέρει η Γαζή και καλά κάνει. Ως γνήσιος λογοτέχνης, ούτε με συνθήματα ούτε, πολύ περισσότερο, με ιδεολογήματα έχει σχέση. Ωστόσο, τα γραπτά του, λογοτεχνικά και μη λογοτεχνικά, κομίζουν επιπλέον στοιχεία για κάποια πρόσωπα της μελέτης. Θα επανέλθουμε.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Φωτο: Ο Αλέξανδρος Δελμούζος, το πρώτο θύμα στα Αθεϊκά του Βόλου.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 17/7/2011.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου